Ελληνορωσικά, κυπριακό και Κόσοβο – ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΣΟΒΟ
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
27 Ιανουαρίου 2007
Σε σοβαρή σύγκρουση Μόσχας-Ουάσιγκτων στα Βαλκάνια ενδέχεται να οδηγήσει η “made in USA” και ελάχιστα συγκαλυμμένη προσπάθεια απόσπασης του Κοσόβου από τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία της Σερβίας. Η προσπάθεια προκαλεί τώρα την ενεργοποίηση της ρωσικής διπλωματίας, που αγωνίζεται να διατηρήσει τα όποια εναπομένοντα ερείσματά στην περιοχή – μάλιστα σημείωσε μια θεαματική επιτυχία στη Βουλγαρία, αποσπώντας μεγάλο συμβόλαιο για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου, παρά την έντονη αντίθεση των Αμερικανών. Ανάλογα και με την αντίσταση που θα επιδείξει στα αμερικανικά σχέδια ο παραμένων, παρά την άγρια διεθνή (και στρατιωτική) επίθεση των Δυτικών που δέχτηκε, σερβικός εθνισμός, η κατάσταση στο Κόσοβο εγκυμονεί σοβαρές ευκαιρίες αλλά και κινδύνους για την Ελλάδα, τόσο για τον ρόλο της στα Βαλκάνια και την ΕΕ, όσο και για το επίπεδο στρατηγικής κατανόησης και συνεργασίας με τη Μόσχα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι εξελίξεις στο Κόσοβο συμπίπτουν πρώτον με ένα διεθνές κλίμα αμερικανορωσικής «ψυχρής ειρήνης» που τείνει να μετατραπεί σε «ψυχρό πόλεμο», δεύτερον με σοβαρή κρίση στην πΓΔΜ, που η Αθήνα φοβάται μήπως «σκάσει» εντός του έτους (ίσως αποδεικνυόμενη σοβαρότερη από αυτή του Κοσόβου) και, τρίτον, με την υπονόμευση του σχεδίου πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Η Αθήνα κατολίσθησε προ πολλού και μάλλον σιωπηρά στην (δειλή έστω) σύμπλευση ή τουλάχιστον ανοχή με τα «αναθεωρητικά» σχέδια της Ουάσιγκτων στην περιοχή μας, παρόλο που έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με το ελληνικό εθνικό συμφέρον, χωρίς να έχει κερδίσει το παραμικρό – το αντίθετο μάλιστα αν κρίνουμε από την αμερικανική αναγνώριση της «Μακεδονίας». Είχε όμως μια σοβαρή δικαιολογία, καθώς ουδείς σε Ευρώπη και Αμερική ανθίστατο σε αυτά. Η δυναμική επανεμφάνιση της Ρωσίας και η εκτιμώμενη ως σοβαρή πιθανότητα διάσπασης της ΕΕ στο θέμα θα την θέσει προ νέων και οδυνηρών διλημμάτων, καλώντας την να αποδείξει ότι έχει όντως, εκτός από μεγαλοστομίες περί «βαλκανικών ρόλων», και πραγματική βαλκανική πολιτική. Στο ζήτημα αυτό, όπως και στα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα παραιτήθηκε εδώ και χρόνια κάθε εθνικής πολιτικής, προς ώφελος του γενικού προσανατολισμού προς την ένταξη όλων των «κουτσών, στραβών και ανάπηρων» στην ΕΕ, πολιτική που προώθησε η Ουάσιγκτον και η Κομισιόν, με προφανή σκοπό να «φορτώσουν» στην Ευρώπη τα προβλήματά τους, να σταθεροποιήσουν πολιτικά και να στηρίξουν οικονομικά την επέκταση του ΝΑΤΟ. Αυτή η πολιτική αύξησε τις αποσυνθετικές τάσεις στην ίδια την ΕΕ, χωρίς να λύσει τα προβλήματα των Βαλκανίων. Γενναία επιδοτηθέν προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ μετά το 1999, το Κόσοβο γνώρισε μια οικονομική καταστροφή, την εθνοκάθαρση του μισού σερβικού πληθυσμού του και τη μετατροπή του σε παγκόσμιο κέντρο δουλεμπορίου και διακίνησης όπλων και ναρκωτικών. Ενδεικτικό του παράλογου και αποσταθεροποθητικού χαρακτήρα της δυτικής πολιτικής είναι ότι Ουάσιγκτων και Βρυξέλλες θέλουν τώρα να αποδώσουν σε αυτό το «μόρφωμα» χαρακτηριστικά ανεξάρτητου κράτους και να το βάλουν στην ΕΕ!
Για πρώτη φορά μετά το «τέλος» του ψυχρού πολέμου, η ρωσική διπλωματία εμφανίζεται τώρα αποφασισμένη να μην υποχωρήσει πίσω από τις «κόκκινες γραμμές» που έχει χαράξει στο ζήτημα του Κοσόβου. «Δεν θα γίνουμε ασφαλώς περισσότερο Σέρβοι από τους Σέρβους, εναπόκειται στη Σερβία να πει τι θέλει», υπογραμμίζει υψηλόβαθμος Ρώσος διπλωμάτης, «δεν θα δεχθούμε όμως λύση που δεν θα είναι αποδεκτή από το Βελιγράδι» και θα αντιδράσουμε «σε όλα τα επίπεδα».
Το δεύτερο σημείο της ρωσικής θέσης είναι ότι ούτε δέχεται, ούτε θεωρεί ότι έχει νόημα η θέση των Αμερικανών και των Ευρωατλαντιστών «φίλων» τους, ότι το Κόσοβο δηλ. είναι ιδιαίτερη, μοναδική περίπτωση και η λύση που θα δοθεί για την επαρχία δεν έχει αξία προηγούμενου. ‘Εχει και παραέχει και δεν θα μπορούσε να είναι αλλοιώς, λένε οι Ρώσοι, υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από την Υπερδνειστερία αίφνης να παραμείνει στη Μολδαβία ή το Ναγκόρνο-Κραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν – ο Βλαντιμίρ Πούτιν μάλιστα περιέλαβε προ καιρού και την Κύπρο στις κρίσεις για τις οποίες η αλλαγή των διεθνών συνόρων, που επιχειρείται τώρα από τους Αμερικανούς στα Βαλκάνια, μπορεί να επέχει θέση προηγουμένου. Η σημασία λοιπόν των εξελίξεων στα Βαλκάνια έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα και την Κύπρο, δύο χώρες που έχουν καταστήσει την εδαφική ακεραιότητα και τον σεβασμό των διεθνών αναγνωρισμένων συνόρων τους ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής τους πολιτικής. Και είναι ακριβώς η πιθανότητα να ανοίξει αυτό το κουτί της Πανδώρας που προκαλεί σπουδαίες αντιδράσεις σε Λευκωσία και Μαδρίτη (Βάσκοι).
Απομένει βέβαια να δούμε κατά πόσον η Ρωσία θα σταθεί σε αυτές τις θέσεις. Μοιάζει όμως τώρα αρκετά πιθανό, τόσο λόγω των εσωτερικών εξελίξεων στη χώρα αυτή, όσο και της διεθνούς κατάστασης. Και μόνο το γεγονός ότι οι ρώσοι διπλωμάτες χρησιμοποιούν τον όρο «κόκκινες γραμμές» είναι ενδεικτικό της νέας αντίληψης για την εξωτερική πολιτική που εμφορεί τον Πρόεδρο Πούτιν ή τον Υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρώφ. Η ρωσική θέση, αν υποθέσουμε ότι η Ρωσία θα παραμείνει σταθερή σε αυτή, σημαίνει δύο τινά: πρώτον ότι δεν θα δώσει τη συγκατάθεσή της στη διεθνή αναγνώριση της απόσπασης δι’ εξαναγκασμού του Κοσόβου από τη Σερβία. Και ότι, δεύτερον, θα επιχειρήσει, ακόμα και ανεξάρτητα από την τελική σερβική θέση, να «ανταλλάξει» την συγκατάθεσή της σε αυτό το ζήτημα με «παραχωρήσεις» σε θέματα που την ενδιαφέρουν. Θεωρητικά τουλάχιστον, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει και αλλαγές στα σύνορα μεταξύ των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών και νυν «ανεξαρτήτων κρατών» τα οποία δεν είναι λιγότερο αυθαίρετα και περισσότερο στερούμενα ιστορικής και εθνοδημογραφικής νομιμότητας από τα σύνορα των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών – θα μπορούσε κανείς να αναφέρει εδώ το παράδειγμα της Κριμαίας και της Ανατ. Ουκρανίας ή του Καζαχστάν. Η αποσύνθεση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας έγινε με τις Δημοκρατίες να εξελίσσονται σε ανεξάρτητα κράτη. Με την ενδεχόμενη ανεξαρτοποίηση του Κοσόβου θα διαβούμε ένα ακόμη «κατώφλι» αποσύνθεσης, αυτό της μεταβολής των συνόρων των πρώην Δημοκρατιών.
Μια ενδεχόμενη αλλαγή συνόρων στην πρώην Γιουγκοσλαβία δεν θα έπρεπε να αποκλεισθεί, υποστηρίζουν διπλωματικοί αναλυτές, εδώ που έφθασαν τα πράγματα. Η συγκεκριμένη όμως αλλαγή συνεχίζει να εντείνει την πολιτική αποσταθεροποίσης της Βαλκανικής που άρχισε η Γερμανία το 1989-91 και συνέχισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά, με τραγικά αποτελέσματα για τους λαούς της Βαλκανικής. Μια σταθερή λύση, υπογραμμίζουν οι ίδιοι αναλυτές, προϋποθέτει μέτρα συμφιλίωσης των λαών και όχι εκδίκησης, όπως το διαβόητο ειδικό Διεθνές Δικαστήριο, ισορροπημένες λύσεις που να ικανοποιούν κάπως όλες τις πλευρές και όχι τη μόνιμη και σκληρή τιμωρία του σερβικού έθνους, όχι βέβαια για έναν εθνικισμό, που δεν είναι σημαντικότερος από τον αλβανικό, κροατικό σλαβομακεδονικό κ.ο.κ., αλλά γιατί αντιστάθηκε στην προσπάθεια Γερμανών και Αμερικανών να το κατακερματίσουν και να το υποτάξουν. Η αναγνώριση στους Αλβανούς του Κοσόβου δικαιώματος αυτοδιάθεσης δεν μπορεί να συνοδεύεται άλλωστε από την άρνηση του ιδίου δικαιώματος στους Σέρβους του Κοσόβου ή της Βοσνίας.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα “Κόσμος του Επενδυτή”





