”Αντιμνημονιακά κόμματα”, ενιαίο μέτωπο και αλληλεπίδραση εθνικού και κοινωνικού

«Aντιμνημονιακά» κόμματα στην Ελλάδα, το Ενιαίο Μέτωπο και η αλληλεπίδραση εθνικού και κοινωνικού

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Στο σημείωμα αυτό επιχειρούμε να εξετάσουμε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά τεσσάρων κομμάτων που υποστηρίζουν ότι είναι εναντίον του μνημονίου. (Στο σημείο αυτό αναφερόμαστε αποκλειστικά στις κοινοβουλευτικές δυνάμεις και όχι στην πολύ ενδιαφέρουσα πανσπερμία κοινωνικών συλλογικοτήτων που ξεπηδάνε, στην Εκκλησία τα συνδικάτα και άλλους κοιινωνικούς θεσμούς, ή στα άπειρα κινήματα, μικροκόμματα και άλλες κινήσεις που παρουσιάστηκαν τα δύο τελευταία χρόνια. Ούτε μας ενδιαφέρουν κόμματα που ίσως κατέβουν στις εκλογές, αλλά δεν θα σπάσουν το όριο του 3% και επομένως θα βοηθήσουν, εξ αντικειμένου, το έργο των «μνημονιακών»).

Κουβέλης και «Δημοκρατική Αριστερά»

Η θέση της ΔΗΜΑΡ ότι η χώρα δεσμεύεται από τις δανειακές συμβάσεις και τα άλλα κείμενα που επικύρωσε, εξαπατώντας τον ελληνικό λαό και προδίδοντας την εντολή του η κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά, και Παπαδήμου στη συνέχεια, θέτει το κόμμα του κ. Κουβέλη αναντίρρητα στο μνημονιακό στρατόπεδο. Αν δηλώνεις ότι δεσμεύεσαι από αυτά τα κείμενα, τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι μια λίγο καλύτερη διαχείριση του «καταστρεφόμενου προτεκτοράτου» που περιγράφουν. Το να λες ότι δεσμεύεσαι από αυτά, αλλά θέλεις αλλαγή της κατάστασης είναι μια ακόμα στη μακρά σειρά των απατών από τις οποίες έχει φλομώσει ο ελληνικός λαός.

Ο αυτοχαρακτηρισμός της άλλωστε ως «κυβερνητικής αριστεράς», σε συνδυασμό με την άρνηση κάθε συνεργασίας με την υπόλοιπη αριστερά, λογικά δεν μπορεί να δηλώνει παρά προθυμία συμπλήρωσης των αναγκαίων εδρών, αν οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος αποτύχουν, από κοινού, να συγκεντρώσουν τις 151 που χρειάζονται, ένα ενδεχόμενο στο οποίο ανοιχτά αναφέρθηκε η ‘Αννα Διαμαντοπούλου. Αυτό σημαίνει ότι η ΔΗΜΑΡ επιδιώκει μια καλύτερη κατά τη γνώμη της διαχείριση ενός καταστρεφόμενου προτεκτοράτου. ‘Αλλωστε, η ίδια η ΔΗΜΑΡ ποτέ δεν έδωσε πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί διέσπασε τον Συνασπισμό το καλοκαίρι του 2009, ενώ προετοιμαζόταν η ένταξη της Ελλάδας στο Μνημόνιο. Οι διαφορές που επικαλέστηκε είναι ηλικίας δεκαετιών και δεν εμπόδισαν μέχρι τότε τη συνύπαρξη αυτής της τάσης στα πλαίσια του ΣΥΝ, ενώ καμία προσπάθεια δεν έκαναν τα στελέχη τους να πείσουν πραγματικά τους συντρόφους τους κατά το συνέδριο που προηγήθηκε της διάσπασης.

ΚΚΕ: Η «υπερεπαναστατική» μέθοδος συνθηκολόγησης

Η ηγεσία του ΚΚΕ τάσσεται φυσικά αναφανδόν κατά του Μνημονίου, ενώ απολαμβάνει μιας ιδιόρρυθμης ασυλίας στην κριτική. Για τους αριστερούς το ΚΚΕ είναι κάτι σαν οικογενειακό «εικόνισμα» και θεωρείται ασέβεια η κριτική, ενώ για το κατεστημένο δεν είναι απειλή, το αντίθετο. Το ΚΚΕ, κόμμα που συμμάχησε με τον κ. Μητσοτάκη εναντίον του ΠΑΣΟΚ, το 1989 (και με τη Δεξιά στις εκλογές του 1956), αρνείται κάθε είδους συνεργασία με τις όμορες αριστερές δυνάμεις.

Η ηγεσία του ΚΚΕ παραπέμπει τον αγώνα του ελληνικού λαού ουσιαστικά στις «καλένδες» μιας μελλοντικής και αδιευκρίνιστης «λαϊκής εξουσίας», χωρίς ποτέ να περιγράφει πως θα φτάσουμε από τη σημερινή κατάσταση σε αυτό το φωτεινό μέλλον. Χαρακτηρίζει «ιμπεριαλιστική» τη Ρωσία, ένα από τα ελάχιστα δυνητικά στηρίγματα της Ελλάδας. Θεωρεί «φορέα αυταπάτης» το «κίνημα της πατάτας», την πιο ελπιδοφόρα πρωτοβουλία της ελληνικής κοινωνίας. Επικρίνει και συκοφαντεί τους ‘Ελληνες που εξεγείρονται αυθόρμητα κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Αδυνατεί να εκφέρει ακόμα και ένα στοιχειωδώς συντεταγμένο πολιτικό λόγο, απαγορεύει το facebook και δεν έχει τίποτα να γεμίσει την τηλεοπτική του συχνότητα.

Η ΓΓ εκτιμά ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, μια έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική, αλλά το Κόμμα τάσσεται υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ. Είτε στέλνει τους οπαδούς του σε ποδαρόδρομο στα Χαυτεία, όταν οι διαδηλωτές συρρέουν στο Σύνταγμα, είτε αναλαμβάνει αυτοβούλως την περιφρούρηση του κοινοβουλίου από τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Υποστηρίζει περίπου ότι ο κόσμος χάλασε όταν πέθανε ο Στάλιν και ο Ζαχαριάδης και είναι τόσο τρομοκρατημένο από την προοπτική εξέγερσης και τις συνέπειες της προβλεπόμενης προδοσίας της που, αψηφώντας το γελοίο και ξεπερνώντας σε δογματισμό το Βατικανό, αποκαθιστά τον Ζαχαριάδη και ξαναδιαγράφει τον Βελουχιώτη, γιατί παρήκουσε το Κόμμα. ‘Εστω και αν, υπό την ηγεσία του Ζαχαριάδη η Αριστερά γνώρισε μια ιστορική πανωλεθρία, ενώ οι απόψεις του Βελουχιώτη για το που οδηγούσε η πολιτική των «Κούτβηδων» επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά.

Ο Ριζοσπάστης χαρακτηρίζει ως χαφιέδες ή αφελείς (πάλι καλά που υπάρχει και αυτή η δυνατότητα) όσους έχουν διαφορετική άποψη από τον Περισσό. ‘Ετσι, πρακτικά, αντί να ηγηθεί ενός μαχητικού αγώνα μέσα κι έξω από τη Βουλή κατά του Μνημονίου, αντί να ενώσει τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις εναντίον του, κατάφερε να πάρει μια σημαντική μερίδα λαού και νεολαίας, κυρίως προερχόμενη από τα φτωχότερα, πιο μαχητικά και καταπιεσμένα στρώματα, και να την αδρανοποιήσει και αχρηστεύσει πολιτικά, προσφέροντας τεράστια υπηρεσία στους Τόμσεν. Με τον τρόπο που πολιτεύθηκε και πολιτεύεται, η ηγεσία του ΚΚΕ φέρει ιστορικές ευθύνες για την επελαύνουσα μνημονιακή βαρβαρότητα. Θυμίζει το κλασικό παράδειγμα της «τρίτης περιόδου» της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όταν το γερμανικό ΚΚ, ακολουθώντας μια τέτοια «υπερεπαναστατική» πολιτική και αρνούμενο κάθε συνεργασία με τη Σοσιαλδημοκρατία, οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ και, ουσιαστικά, όπως τώρα γνωρίζουμε, στον τερματισμό των ελπίδων για μια σοσιαλιστική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που δημιούργησε η Ρωσική Επανάσταση του 1917.

Το ανολοκλήρωτο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ

Υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς έκανε μια σημαντική αναβάθμιση της πολιτικής του παρέμβασης, ιδίως με τις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις, τις καλύτερες όλων σε αυτό το κοινοβούλιο, και την τηλεοπτική παρουσία του αρχηγού του. Μετατόπισε, αργά αλλά σταθερά, τη θέση του, από τις συχνά ιδεοληπτικές τοποθετήσεις στα εθνικά θέματα, που ήταν και ένα καλό «διαβατήριο» για νάναι χρήσιμοι στο καθεστώς οι «διανοούμενοι» που τις άρθρωναν, και έναν ξύλινο «αριστερό» λόγο σε μια πιο ζωντανή αναφορά στις ανάγκες του ελληνικού λαού και της χώρας. ‘Εκανε την καλύτερη ρητορική αντιπολίτευση στους μνημονιακούς, δεν θέλησε όμως ή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την απαραίτητη μετάβαση από τα ‘Όχι στα Ναι.

Στην πραγματικότητα, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καμιά άλλη πολιτική δύναμη της χώρας, δεν έχει αναλύσει κριτικά τον συγκεκριμένο ελληνικό καπιταλισμό της κλεπτοκρατίας και της διαπλοκής. Πολύ περισσότερο δεν διαθέτει ένα σοβαρό σχέδιο αληθινά ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Οι εκλογικές διακηρύξεις και τα προγράμματά του, όπως και των άλλων ελληνικών κομμάτων, δεν αξίζουν πολύ περισσότερο από το χαρτί που τυπώνονται.

Η γενική του κατεύθυνση, υπέρ του αγώνα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, όπως εκφράζεται π.χ. με την «κοινή έκκληση για τη σωτηρία των λαών της Ευρώπης», που υπέγραψαν μεταξύ άλλων Τσίπρας, Γλέζος, Μίκης, Λαφονταίν, Μελανσόν, Σαμίρ Αμίν, στελέχη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και άλλοι, συνιστά πάντως την πλέον έλλογη διατύπωση της στρατηγικής κατεύθυνσης που, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να ακολουθήσει και η χώρα και το λαϊκό κίνημα κατά του Μνημονίου.

Αν στο ΚΚΕ απαγορεύεται ουσιαστικά η διατύπωση κριτικής και εναλλακτικών θέσεων, στον ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπεται μεν, αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό καταντά είδος «σταλινισμού δια του φιλελευθερισμού». Και ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούν ουσιαστικά ως καρτέλ τάσεων. Σπανίως συζητούν για πολιτική, ακριβώς για να εξασφαλίσουν τη συνύπαρξη των τάσεων και τα οφέλη που αντλούν όλες. Για να μη διαταράξουν τη «συνενοχή των μηχανισμών», ο ΣΥΝ και οι κύριες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ εμπόδισαν έως τώρα τον μετασχηματισμό του σε κίνημα με όργανα, εκλεγμένους ηγέτες και δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας. Το αποτέλεσμα ήταν να πάνε αίφνης 50 ανένταχτοι αριστεροί στα Βριλήσσια πριν από μερικά χρόνια και να μείνουν τελικά δύο. ‘Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο σε μικρό βαθμό μπορεί να κινητοποιήσει την πολιτική του βάση, που ανήκει στον πυρήνα των πλέον συνειδητών Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εφημερίδες του σχήματος και ο ραδιοφωνικός του σταθμός έχουν πολύ περιορισμένη εμβέλεια, παρόλο που δεν θα υπάρξει μεγαλύτερη ευκαιρία από τις σημερινές συνθήκες.

Κομματικά και διανοητικά δεν ανοίχτηκε, παραμένει ουσιαστικά ένας κοινοβουλευτικός μηχανισμός, μιλάει πολύ για τα κινήματα, έχει όμως πολύ λιγότερη πραγματική εμπλοκή σε αυτά. Η γραφειοκρατία του και τα μικροσυμφέροντα των συνιστωσών του, με τις αναπόφευκτες ίντριγκες και ένα κλίμα αλληλοανταγωνιζόμενων ομάδων στελεχών, περιορίζουν την πολιτικότητα του σχήματος και ανασχέτουν συχνά κάθε προσπάθεια ανοίγματος στην κοινωνία και στις ανάγκες της, με την μερική ίσως εξαίρεση της ΚΟΕ και μερικών ακόμα δυνάμεων, που κάνουν μια αξιοσημείωτη προσπάθεια επαφής με την πραγματικότητα.

Από το βαθμό που ο ηγέτης του ευθυγραμμίσει πρακτική με ρητορεία και οργανωτικές μορφές με διακηρύξεις, θα εξαρτηθεί το μέλλον αυτού του σχηματισμού.

Το απροσδιόριστο βήμα του Καμμένου και οι η γεωπολιτικές παγίδες

Είναι πολύ νωρίς για να αποφανθεί κανείς για την τύχη του Πάνου Καμμένου και του εγχειρήματός του. Η στάση του βουλευτή της ΝΔ στα ζητήματα του Μνημονίου και των CDS ήταν υπόδειγμα θάρρους και έσωσαν, μαζί με τις αγορεύσεις του Τσίπρα, την τιμή του ελληνικού κοινοβουλίου. Αν ο Καμμένος μοιάζει να διαθέτει επαρκή επίπεδα «τεστοστερόνης» για να «χτυπηθεί» με το σύστημα, το «τσαγανό» που χρειάζεται, απομένει να δούμε αν είναι δρομέας μακρών αποστάσεων κι αν διακρίνει που πάει.

Αρχικά, ο Καμμένος στράφηκε προς την αριστερά, η οποία, τρομοκρατημένη από την προοπτική συνεργασίας με τη δεξιά, προτίμησε να του απαντήσει «μακριά και αγαπημένοι». Μετά μάζεψε ένα σωρό βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι δεν ψήφισαν μεν το αρχικό μνημόνιο, ψήφισαν όμως τους εφαρμοστικούς νόμους, και τους οποίους πολύ θα θέλαμε να τους ακούσουμε να ορκίζονται ότι δεν θα προσχωρήσουν στην ΝΔ, αν τους χρειασθεί ο κ. Σαμαράς. Πολύ ανησυχητική είναι και η παρουσία ενός πρωταγωνιστή της «κρητικής αυτονομίας» μεταξύ των ανθρώπων του στο Ρέθυμνο, που επεσήμαναν οι μπλόγκερς. Ελπίζουμε να τον απομακρύνει, εφόσον οι επικρίσεις αληθεύουν, αλλά το γεγονός παραμένει ενδεικτικό των γεωπολιτικών παγίδων στις οποίες συχνότατα έχει πέσει η «εθνικόφρων δεξιά» στην Ελλάδα.

‘Όταν θα αποδειχθεί αδύνατη η συνέχιση του μνημονίου με τις συνήθεις «κοινοβουλευτικές διαδικασίες», ή όταν ανατιναχθεί πλήρως η ελληνική οικονομία, τότε θα ενεργοποιηθούν τα “plan B”. H Ελλάδα μπορεί να σπρωχτεί σε άλογη σύγκρουση με την Ευρώπη, ένα αυταρχικό καθεστώς, που χρειάζεται κάπου να το δοκιμάσουν θα παρουσιασθεί, με «εθνικόφρονα» μανδύα και απέξω, θα εμφανισθούν, δίκην «σωτήρων», οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι γεωπολιτικές δυνάμεις που ενορχηστρώνουν την επίθεση κατά της Ελλάδας (χρησιμοποιώντας τη γεωπολιτική τύφλωση της Γερμανίας), θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν δυνάμεις τύπου Καμμένου, με την ίδια έννοια που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν την ελληνική «εθνικοφροσύνη» εναντίον του ελληνικού έθνους, τον ρωσικό εθνικισμό (Γέλτσιν) για τη διάλυση της ΕΣΣΔ και κατά των ρωσικών συμφερόντων και χρησιμοποιούν σήμερα τον εθνικισμό των ανώτερων τάξεων της Γερμανίας εναντίον των γερμανικών συμφερόντων. Από τον ίδιο τον Καμμένο εξαρτάται αν θα καταλάβει ποιός και γιατί θέλει να τον χρησιμοποιήσει και αν θα το επιτρέψει. Η άποψη πάντως που διατυπώνει ότι Ισραήλ, Ρωσία και ΗΠΑ έχουν ταυτόσημα συμφέροντα και έχουν περίπου «συμμαχήσει» στην Ανατ. Μεσόγειο, είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Το ζήτημα του ενιαίου μετώπου

Πολλοί, και στην αριστερά και στη δεξιά, θεωρούν τελείως απαράδεκτη κάθε ιδέα συνεργασίας συντηρητικών και αριστερόστροφων δυνάμεων, επικαλούμενοι ιδεολογικές και κοινωνικές διαφορές. Στην πραγματικότητα όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πρόγραμμα καταστροφής των περισσοτέρων κοινωνικών τάξεων, του έθνους δηλαδή. Ο τρόπος για να διεκδικήσουν τα πιο καταπιεσμένα στρώματα τα δικαιώματά τους (και η αριστερά, αν υποθέσουμε ότι τα εκφράζει αυθεντικά την «ηγεμονία») είναι να τεθούν αυτά επικεφαλής του αγώνα για την επιβίωση της χώρας. Πάντοτε στην Ελλάδα, ιδίως όμως σε συνθήκες ακραίας προτεκτοροποίησης της χώρας, είναι αδύνατο να υπερασπιστείς την κοινωνία, χωρίς να υπερασπιστείς το έθνος, είναι αδύνατο να υπερασπιστείς το έθνος, χωρίς να υπερασπιστείς την κοινωνία. Το εθνικό και το λαϊκό, το λαϊκό και το εθνικό συμπίπτουν και πρέπει να συμπίπτουν, έγραφε ο Γληνός το 1944, στην κορύφωση της μεγάλης εθνικής και κοινωνικής επανάστασης που πραγματοποίησε το ΕΑΜ στην κατεχόμενη Ελλάδα.

‘Οσο για τις ιδεολογίες, στο μέτρο που υφίστανται ως αληθινά κίνητρα και όχι ως προσχήματα, η επιβολή του νέου χρηματοπιστωτικού ολοκληρωτισμού λογικά πρέπει να ενώνει και τους δεξιούς εθνικιστές, με τη γαλλική, όχι την ελληνική έννοια του όρου, και τους Χριστιανούς, και τους φιλελεύθερους, και τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, κάθε ελάχιστα συνειδητό άνθρωπο που είναι δημοκράτης, πατριώτης και κοινωνικά ευαίσθητος, άνθρωπος δηλαδή. Γιατί αυτός ο ολοκληρωτισμός οδηγεί στην κατάργηση και του έθνους και της δημοκρατίας και του ανθρώπου και των ιδεολογιών γενικά.

Ο ανταγωνισμός των κοινωνικών τάξεων και των ιδεολογιών, της αριστεράς και της δεξιάς δεν καταργείται. Προς το συμφέρον όμως των πιο συνειδητών δυνάμεων που αντιμάχονται τον νέο, μεταμοντέρνο Χίτλερ, είναι το να αντιπαρατεθούν οι τάξεις και οι ιδεολογίας στο πεδίο του ενιαίου μετώπου κατά αυτής της απειλής, ο ανταγωνισμός τους να γίνει στο έδαφος της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισής της. Αυτή είναι η λογική του ενιαίου μετώπου.

25.3.2012