Στη χώρα μας επίσης ευδοκιμεί ένα νέο ρεύμα επιστημονικοφανούς μυστικισμού, στηριζόμενο στην παρανόηση, επιστημονική και φιλοσοφική, των μεγάλων κατακτήσεων της φυσικής του 20ού αιώνα. Πρόσφατα ξέσπασε ένα σκάνδαλο: κορυφαίοι εκπρόσωποι της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών πρωτοστατούν τα τελευταία χρόνια στη διάδοση μυστικιστικών και ανορθολογικών ιδεών, που βρίσκονται σε ριζική αντίθεση με τις θεωρίες της φυσικής. Η καταδίκη αυτού του γεγονότος ήταν καθολική, όμως, απ’ ό,τι γνωρίζω, κανείς δεν αντέταξε στο νέο-μυστικιστικό παραλήρημα τις βασικές ιδέες των θεωριών του Αϊνστάιν, της Μικροφυσικής και της Κοσμολογίας. Σε προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ασχοληθήκαμε με την υπόθεση της Μεγάλης Έκρηξης. Σήμερα αντιπαραθέτουμε τις πραγματικές απόψεις του Αϊνστάιν στις αγυρτείες (impostures) των νέο-μυστικιστών, ένα άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη από την εφημερίδα Τα Νέα (30/6/05).
Έτος Αϊνστάιν: εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, τηλεοράσεις, συνέδρια, ασχολούνται με το «θαυμαστό έτος» 1905, κατά το οποίο ο Αϊνστάιν έθεσε ένα από τα θεμέλια της Κβαντικής Μηχανικής και διατύπωσε την ειδική θεωρία της Σχετικότητας. Το 1905 (και μετά, το 1916) ο Αϊνστάιν άλλαξε ριζικά τις αντιλήψεις μας για τον κόσμο.
Με τι ασχολούνται εφημερίδες, περιοδικά και τηλεοράσεις; Με τα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα) ερωτικά τού μεγάλου σοφού. Ταυτόχρονα, με «εκλαΐκευση» του έργου του, κατά κανόνα επιστημονικά λανθασμένη. Και τα βιβλία και τα συνέδρια; Και εκεί, κατά κανόνα και άκριτα, επαναλαμβάνονται, ως αλήθειες αφ’ εαυτών φανερές, απόψεις όχι μόνο φιλοσοφικά αλλά και επιστημονικά λανθασμένες. Στο σημερινό σημείωμα θα ασχοληθώ μόνο με τις τελευταίες: λακωνικά, χωρίς μαθηματικά, αλλά ελπίζω, με επιστημονική αυστηρότητα.
ΠΡΩΤΗ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟΦΑΝΣΗ, λίαν σοβαροφανής: Όλα είναι σχετικά. Αλλά η θεωρία της σχετικότητας είναι θεωρία της μη σχετικότητας. Αφετηριακό αξίωμά της είναι ότι οι νόμοι της φύσης έχουν την ίδια μορφή (παραμένουν αναλλοίωτοι) όταν περνάμε από ένα σύστημα αδράνειας σε άλλο, το οποίο κινείται ομαλά ως προς το πρώτο. Η ειδική θεωρία της σχετικότητας επεξέτεινε και για τον ηλεκτρομαγνητισμό το αναλλοίωτο των φυσικών νόμων. Ως προς τη γενική θεωρία της σχετικότητας: Πρόκειται για θεωρία γενικευμένης αντικειμενικότητας, δοθέντος ότι επεκτείνει το αναλλοίωτο και για συστήματα αναφοράς μη αδρανειακά (που επιταχύνονται ή επιβραδύνονται).
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΦΑΝΣΗ, εξίσου σοβαροφανής, ως προφανής αλήθεια: Ο χώρος μας (ήτο Σύμπαν, αν προτιμάτε) έχει τέσσερις διαστάσεις. Λάθος! Ο χώρος και στην ειδική και στη γενική σχετικότητα, και στην κβαντική μηχανική, είναι τρισδιάστατος. Από πού λοιπόν προκύπτει το λάθος; Από το ότι στη σχετικότητα η κίνηση, ο χώρος και ο χρόνος συνδέονται ενδογενώς. Η σχετικότητα του μήκους και η σχετικότητα του χώρου, αίρονται στα πλαίσια του τετραδιάστατου χωροχρονικού διαστήματος. Ο χρόνος τώρα είναι τέταρτη διάσταση, χρονική, όχι χωρική. Ο χώρος συνεπώς, είναι τρισδιάστατος. Μάλιστα, αν αγνοήσουμε την παρουσία της ύλης και αν θεωρήσουμε μικρές ταχύτητες, τότε ο χώρος γίνεται τοπικά ευκλείδειος. Η παλαιά γεωμετρία του Ευκλείδη ισχύει και στα εργαστήρια και στα διαπλανητικά ταξίδια.
ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΝΣΗ, παρούσα ως επιστημονική αλήθεια σε όλα σχεδόν τα επιστημονικά συγγράμματα: Με βάση την περίφημη εξίσωση του Αϊνστάιν (Ε=mc2),που είναι μια σχέση ποσοτικής αναλογίας ανάμεσα στη μάζα και την ενέργεια, φυσικοί και φιλόσοφοι, επαναλαμβάνοντας άκριτα το σφάλμα του Νεύτωνα, ταυτίζοντας δηλαδή τη μάζα με την ύλη, μας βεβαιώνουν ότι η ύλη μετατρέπεται σε ενέργεια και αντίστροφα, ότι άυλα σωμάτια «υλοποιούνται» και άλλα υλικά «αφυλοποιούνται». Περί τίνος πρόκειται; Η μάζα, μέτρο της αδράνειας, μετατρέπεται σε ενέργεια, μέτρο της κίνησης. Ως προς την υλοποίηση κ.λπ. Μαζικά σωμάτια, μετατρέπονται σε μη μαζικά και αντίστροφα. Η μάζα δεν είναι αναγκαίο κατηγόρημα της ύλης και η «ύλη», ως φιλοσοφική κατηγορία, δεν υπεισέρχεται σ’ αυτές τις αλληλομετατροπές. Η ειδική θεωρία της σχετικότητας θεμελιώνει ένα μονισμό της ύλης.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΠΟΦΑΝΣΗ. Αυτή αφορά την κβαντική μηχανική, δηλαδή το γενικό, θεωρητικό πλαίσιο της νεώτερης μικροφυσικής. Ο Αϊνστάιν με την εξήγηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου, με την απόδειξη δηλαδή ότι το φως αποτελείται από ελάχιστες ασυνεχείς ποσότητες (τα κβάντα), υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της κβαντικής Μηχανικής. Αλλά, κατά κανόνα, και άκριτα, υποστηρίζεται ότι ο Αϊνστάιν ποτέ δεν δέχτηκε την κβαντική μηχανική, ότι ήταν εχθρός της κβαντικής μηχανικής κ.λπ. Περί τίνος πρόκειται όμως; Η κβαντική μηχανική είναι μία καταπληκτική θεωρία, βάση όχι μόνο της θαυμαστής σημερινής μικροφυσικής, αλλά και όλων των μοντέρνων τεχνολογιών. Ποιος αμφισβητεί λοιπόν την αλήθεια της; Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: Είναι πρόβλημα ερμηνείας. Η κβαντική μηχανική, κατ’ εξοχήν αντιεποπτική θεωρία ήτανε δύσκολο να κατανοηθεί. Έτσι, από τη δεκαετίατου΄20, διαμορφώθηκαν δύο σχολές: Η θετικιστική (η λεγόμενη σχολή της Κοπεγχάγης) και η ρεαλιστική. Η πρώτη (Μπορ Χάιζεμπεργκ κ.λπ.) υποστήριζε ότι με την κβαντική μηχανική καταρρίπτεται η. αρχή της αιτιότητας και (για τους ακραίους) η υλικότητα των μικροσωματίων. Επίσης η αρχή της τοπικότητας, δηλαδή της πεπερασμένης ταχύτητας των φυσικών αλληλεπιδράσεων. Η ρεαλιστική σχολή (Αϊνστάιν, ντε Μπρέιγ κ.λπ.) αντίθετα, υποστήριζε την αντικειμενικότητα και την υλικότητα των μικροσωματίων, την αιτιοκρατική τους κίνηση στον χώρο και στον χρόνο και τον τοπικό χαρακτήρα των φυσικών διεργασιών. Ο Αϊνστάιν, συνεπώς, δεν ήταν εχθρός της κβαντικής μηχανικής. Ήταν αντίπαλος (ο πλέον εξέχων αντίπαλος) της σχολής της Κοπεγχάγης. Τέλος, κατά μία εξίσου βεβαιωμένη «αλήθεια» ο Αϊνστάιν ηττήθηκε, τελικά και οριστικά από τον Μπορ. Η αλήθεια είναι ότι η διαμάχη συνεχίζεται, τόσο στο θεωρητικό, όσο και στο πειραματικό πεδίο. Histoire terminée, histoire inderminable, όπως θα έλεγε και ο Althusser.
ΠΕΜΠΤΗ ΑΠΟΦΑΝΣΗ. Σύμφωνα με ένα κοσμολογικό πρότυπο που (μεταξύ άλλων προτύπων) συνάγεται από τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, το Σύμπαν (με ποιο δικαίωμα μιλάμε για Σύμπαν και όχι για τον κόσμο μας;) γεννήθηκε πριν από μερικά δισ. χρόνια από μια «σημειακή» ιδιομορφία (μηδενικού όγκου) στην οποία ήταν συμπυκνωμένη η ύλη, σε άπειρη πυκνότητα και θερμοκρασία. Πριν από την «έκρηξη» δεν υπήρχε ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος. Αλλά: 1) Άπειρη θερμοκρασία και άπειρη πυκνότητα στερούνται νοήματος (Αριστοτέλης: το άπειρον είναι αεί γε έτερον και έτερον) και 2) Αφού δεν υπήρχε χώρος, το Σύμπαν γεννήθηκε στο πουθενά. Και αφού δεν υπήρχε χρόνος, το Σύμπαν γεννήθηκε στο ποτέ. Και το «διαστελλόμενο Σύμπαν», «διαστέλλεται σε ανύπαρκτο χώρο». Και προπαντός: Η θεωρία της βαρύτητας του Αϊνστάιν, είναι μια τοπική θεωρία (προχωρεί από σημείο σε σημείο κατά την εξερεύνηση του χώρου). Συνεπώς μπορεί να αποφανθεί για το κάθε στιγμή προσιτό μέρος του Σύμπαντος. Όχι για το Σύμπαν. Το κοσμολογικό πρόβλημα ανήκει στη δικαιοδοσία της φιλοσοφίας. Αν οι φιλόσοφοι αξιοποιούν το κεκτημένο των επιστημών, τότε, είναι δυνατόν να καταλήγουν σε θέσεις, σύμφωνες με την πραγματικότητα.
Λοιπόν: «Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις», δηλαδή: να καταλαβαίνουμε τι λέμε.