Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Την άνοιξη του 2011 έκανα ένα ταξίδι στη Γαλλία, παίρνοντας συνεντεύξεις από πολιτικούς και διανοούμενους. Μεταξύ άλλων είδα τον Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν, «ιερό τέρας» του γαλλικού σοσιαλισμού, Υπουργό Άμυνας του Μιτεράν, πρώην επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλιστών, τον συγγραφέα Ρεζίς Ντεμπρέ, σύμβουλο του Μιτεράν και σύντροφο του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία, τον πρώην διευθυντή της Μοντ Ντιπλοματίκ Μπερνάρ Κασσέν, τον Γαλλο-αιγύπτιο οικονομολόγο Σαμίρ Αμίν, φίλο και σύμβουλο του Ανδρέα Παπανδρέου και αρκετούς άλλους. Η Γαλλία, και στην τωρινή παρακμή, παραμένει «πολιτικό βαρόμετρο» της Ευρώπης.
Η πρώτη διαπίστωσή μου ήταν ότι είχαν όλοι μάλλον ασαφή, ανεπαρκή εικόνα των καταστροφικών (από τότε!) συνεπειών του Μνημονίου. Μιλάμε για μερικούς από τους καλύτερα πληροφορημένους, έμπειρους, κριτικούς ανθρώπους στην Ευρώπη. Η διαπίστωση με σόκαρε, γιατί αντανακλούσε το βάθος της ευρωπαϊκής κρίσης, αλλά και την πλήρη σχεδόν απουσία οποιασδήποτε διεθνούς κινητοποίησης των Ελλήνων «αντιμνημονιακών», έστω στο επίπεδο γνωστοποίησης των δεδομένων.
Τους μίλησα για τη δυναμική του ελληνικού προγράμματος, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος της συμμαχίας «αγορών», Χρήματος και «Γερμανίας-Φάουστ» κατά της Ελλάδας είναι το «οικονομικό ισοδύναμο» του πολέμου των φασιστών κατά των Δημοκρατικών στην Ισπανία (1936-39), «μικρό» πόλεμο που οδήγησε στον «μεγάλο» (2ο Παγκόσμιο). «Η καμπάνα χτυπάει» για όλη την Ευρώπη, θα μπορούσε να πει κανείς παραφράζοντας τον Χεμινγουαίη. Αυτό όμως που όντως προκάλεσε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον των συνομιλητών μου ήταν η ιδέα νέου «Τσίμμερβαλντ».
Το Τσίμμερβαλντ είναι μια ελβετική κωμόπολη, εννιά χιλιόμετρα έξω από τη Βέρνη. Εκεί πραγματοποιήθηκε, τον Σεπτέμβριο 1915, δεκατρείς μήνες μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρώτη από τρεις διασκέψεις (οι δύο άλλες έγιναν στο Κένταλ και τη Στοκχόλμη) των Ευρωπαίων αντιπολεμικών σοσιαλιστών. Ως γνωστόν, η πλειοψηφία των σοσιαλιστών υπέκυψε, τον Αύγουστο 1914, στην πίεση των αρχουσών τάξεων και, λησμονώντας τις αντιπολεμικές διακηρύξεις, ακολούθησαν τις κυβερνήσεις τους, υπερψηφίζοντας τις πολεμικές δαπάνες και καθιστώντας δυνατή, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, τη μεγάλη ανθρωποσφαγή. Στο Τσίμμερβαλντ, ένα χρόνο αργότερα, οι αντίθετοι στον πόλεμο Ευρωπαίοι σοσιαλιστές (ανάμεσά τους οι Λένιν και Τρότσκι, μετέπειτα ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης) άρχισαν να συντονίζουν τη δράση τους.
Η ιδέα ήταν λοιπόν ότι τώρα αντιμετωπίζουμε μια ανάλογη κατάσταση. Την αρχή ενός είδους «τρίτου παγκοσμίου πολέμου», με οικονομικο-ιδεολογικές, όχι στρατιωτικές μεθόδους. Οι δύο κύριες πολιτικές δυνάμεις, περιλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας, υπέκυψαν από καιρό στο χρηματιστικό κεφάλαιο επιτρέποντας να εξαπολυθεί ο πόλεμος των αγορών το 2009-10, με πρώτο θύμα την Ελλάδα. ‘Οσοι θέλουν να αντισταθούν στον πόλεμο αυτό, πρέπει να συντονίσουν και να οργανώσουν την προσπάθειά τους με μια νέα διάσκεψη, αυτή τη φορά στην Αθήνα. Ο Σεβενεμάν ενθουσιάστηκε με την ιδέα – αντιπρότεινε μάλιστα να γίνει η διάσκεψη στο ίδιο το Τσίμμερβαλντ, ο Ντεμπρέ κατάλαβε την ιδέα με το που άκουσε τη λέξη Τσίμμερβαλντ!
Η διάσκεψη δεν έγινε τελικά δυνατό να γίνει. Η «Σπίθα» του Μίκη δεν διέθετε την αναγκαία τεχνικο-οικονομική δυνατότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι ενδιαφέρεται, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Δεν υποτιμούμε την αξία της ευρωπαϊκής «ριζοσπαστικής αριστεράς» (παρά τον γραφειοκρατική «παραμόρφωση» και τον συντηρητισμό αρκετών κομμάτων της), την έστω διακηρυκτική σημασία της ύπαρξης και δράσης της, την ορθή κριτική της στον νεοφιλελευθερισμό. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπισθεί από ένα ρεύμα τόσο περιορισμένο, οργανωτικά και διανοητικά, μια κρίση, ένας «πόλεμος» τέτοιων διαστάσεων. Το ΚΕΑ θα έχει αντίθετα, σπουδαίο ρόλο, αν μπορέσει να βοηθήσει στην αποκρυστάλλωση ενός πολύ ευρύτερου «συνασπισμού» δυνάμεων, προσώπων, ιδεών.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύει και η συνεχιζόμενη στασιμότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε αντίθεση με την προοδεύουσα ακροδεξιά. ‘Ετσι σήμερα έχουμε στην Ευρώπη
α) ένα πολιτικό «κέντρο» που παραδόθηκε στο Χρήμα,
β) μια «ριζοσπαστική αριστερά» με συντηρητικές-γραφειοκρατικές ηγεσίες, που δρουν αφενός ως «συνδικάτο» εντός παγκοσμιοποίησης, αφετέρου φιλοδοξούν να γίνουν η «συνείδησή» της, όχι να την ανατρέψουν,
γ) μια ακροδεξιά που οι εθνικές αναφορές και το ιδεολογικο-ψυχολογικό προφίλ της επιτρέπουν να εμφανίζεται ως αντισυστημικό ρεύμα, όπως όμως απέδειξε τραγικά όλη η εμπειρία του Εικοστού Αιώνα, κεφαλαιοποιεί αισθήματα αγανάκτησης και εξέγερσης, για να τα θέσει τελικά στην υπηρεσία του συστήματος, του καθεστώτος, με καταστροφικό τρόπο για έθνη και κοινωνίες.
Γι’ αυτό θα ήταν πολύ μεγάλης, ιστορικής σημασίας, αν ο Τσίπρας μπορέσει, ως υποψήφιος πρόεδρος της Κομισιόν, να υπερβεί τα κλισέ, εκφράζοντας τις πραγματικές ανάγκες μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Κατεβαίνοντας όχι ως κομματικός υποψήφιος του ΚΕΑ, υπό τη στενή έννοια, αλλά της αναγκαίας ευρύτατης καμπάνιας για τη σωτηρία της Ευρώπης από τις τράπεζες, ή κάτι παρόμοιο, κάτι που απαιτεί βέβαια τόλμη, φαντασία, βαθειά συνείδηση.
Η ιδέα «νέου Τσίμμερβαλντ» παραμένει επίκαιρη – ελπίζουμε κάποιος Χριστιανός να την πραγματοποιήσει. Πρέπει να γίνει όσο απομένει κάτι από την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή πολιτική-κοινωνική δημοκρατία να σώσουμε. Ο χρόνος που περνάει χωρίς να γίνεται τίποτα προς υπεράσπιση Ελλάδας και ευρωπαϊκών λαών δεν είναι ουδέτερος. Παγιώνει καταστάσεις, δεσμεύει δυνάμεις σε θέσεις αντίθετες, καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σωτηρία. Χάνουμε τους τελευταίους φίλους, όπως τη γερμανική αριστερά, που προσαρμόζονται σταδιακά στη δική μας «αφωνία». Η συμφωνία Σοσιαλδημοκρατών – Μέρκελ ενδέχεται να αποδειχθεί προθάλαμος νέας «4ης Αυγούστου» (στις 4.8.1914 άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος με τους γερμανούς σοσιαλιστές να υποτάσσονται στον Κάιζερ). Τα καθιστούμε αυτά ευκολότερα με την απουσία οποιασδήποτε αξιοσημείωτης διεθνούς δράσης της ελληνικής αριστεράς και όλων των αντιπάλων του Μνημονίου. Εφόσον δεν υπάρχει, κανείς δεν υπολογίζει την αντιμνημονιακή Ελλάδα. ‘Οσο για τα περιθώρια σφαλμάτων/αμελειών, δεν υπάρχουν όταν βαδίζεις στο χείλος του γκρεμού – εκεί ακριβώς είμαστε.
Χρειάζεται να αρχίσει επειγόντως επεξεργασία εναλλακτικής πρότασης προς το σχέδιο Μέρκελ, στην πραγματικότητα της Goldman Sachs. Δεν φτάνει να διαμαρτυρόμαστε για τη λιτότητα, ούτε είναι αποτελεσματικό να θέλουμε απλώς να πληρώσουνε οι Γερμανοί τα χρέη, ούτε να επαναλαμβάνουμε την ορθή, κεϋνσιανή ή μαρξιστική κριτική στον νεοφιλελευθερισμό. Χρειάζεται πρόγραμμα που να αντιμετωπίζει το σύνολο των παραγόντων πίσω από την κρίση χρέους, απευθύνοντας στις «αγορές» μια πολιτικο-οικονομική πρόκληση ισχυρότερη από αυτή που εκείνες απευθύνουν στην Ευρώπη. Χρειάζεται δραστικός περιορισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα (απαγόρευση παραγώγων, διαχωρισμός επενδυτικών/αποταμιευτικών τραπεζών), στροφή προς μοντέλο λελογισμένου προστατευτισμού, ριζική αλλαγή τρόπου και στόχων λειτουργίας ΕΚΤ και ΕΕ, μέτρα επαναφοράς υπό ευρωπαϊκό έλεγχο του χρηματοδοτικού εργαλείου και, προοπτικά, αναθεώρηση σε βάθος του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης-κατανάλωσης που προσεγγίζει τα φυσικά όρια επιβίωσης στον πλανήτη. Χρειάζεται ύπαρξη πραγματικά ευρωπαϊκών κομμάτων, όχι στα χαρτιά, που να ενοποιούν περιφερειακά την πολιτική δράση.
Οι ευρωπαϊκοί προβληματισμοί δεν περιορίζονται στην αριστερά. Υπάρχουν πολλοί και διάφοροι που αμφισβητούν το μοντέλο «δικτατορίας αγορών» που προωθεί η κυβέρνηση Μέρκελ-Σόιμπλε, υβρίδιο δυτικογερμανικού «μεταναζισμού» και ανατολικογερμανικού σταλινο-αμερικανολατρείας! ‘Εχουμε «Νότιους», δυσφορούντες Γκωλικούς, τμήμα του λανθάνοντος πλην «υπαρκτότατου» γερμανικού «εθνικισμού», που αντιμετωπίζει παραδοσιακά πολύ καχύποπτα το Χρήμα, την ευρωπαϊκή Γερμανία (Χέλμουτ Σμιτ, Γκίντερ Γκρας, σημαντικό τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου, εφημερίδα Χάντελσμπλατ).
Είναι ασφαλώς πάρα πολύ λίγοι οι άνθρωποι από την Ελλάδα που μπορούν να έχουν ισότιμο πολιτικο-στρατηγικό διάλογο με όλες αυτές τις δυνάμεις, δυστυχώς όμως, χωρίς τέτοιο διάλογο και τη δημιουργία ενός πυκνότατου δικτύου διεθνών επαφών, η χώρα είναι χαμένη εκ των προτέρων. Η «αντιμνημονιακή Ελλάδα» (και Κύπρος) πρέπει να συζητήσει σε βάθος με τους πάντες, αρχίζοντας προπάντων από την μητροπολιτική Ευρώπη, όχι τη Βρετανία ή την Αμερική, πρέπει να διακριθεί με τον λόγο και τις ιδέες/προτάσεις της για τα ευρωπαϊκά πράγματα, να κινητοποιήσει τη δύναμη των ιδεών της (τη smart power, να το πούμε «αμερικάνικα») απέναντι στον καταθλιπτικό συσχετισμό οικονομικής ισχύος. Δεν χρειάζεται απλώς αλληλεγγύη, πρέπει να κάνει το δικό της δικό τους πρόβλημα. Αλλιώς, πως στο καλό θα μπορέσει να ζητήσει αύριο μια άλλη κυβέρνηση τη ριζική αναστροφή του εφαρμοζόμενου προγράμματος; Με τι κότσια θα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιος άλλος να συγκρουστεί στην Ευρώπη, αν δεν έχει από τώρα χαλάσει το σύμπαν; Χωρίς αντιστροφή του ευρωπαϊκού και διεθνούς πολιτικού κλίματος, μια αυριανή αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη διεθνή θέση, αντιμετωπίζοντας σφοδρότατο πόλεμο από το Χρήμα, τη Γερμανία και την ΕΕ.
δημοσιεύτηκε στα «Επίκαιρα», 5.12.2013