Γράφει ο Γιώργος Δουατζής*
Στην ανάγκη μου να γράψω για τον μεγάλο απόντα Κώστα Γεωργουσόπουλο, προτίμησα να ανατρέξω στα αρχεία μου και να παραθέσω αυτούσιο τον λόγο του**. Λόγο, που δίνει το στίγμα της ποιότητας του ανθρώπου, του τρόπου σκέψης του. Ίσα για να αχνοφανεί το πορτραίτο του.
- Προτιμώ να με αναφέρουν ως δάσκαλο πάνω απ’ όλα. Με τιμάει περισσότερο αυτός ο τίτλος από οποιονδήποτε άλλο. Εξάλλου εγώ είμαι από δασκαλογενιά, ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, καθηγητής, ο παππούς μου ήταν δάσκαλος, ο αδελφός μου είναι καθηγητής, η γυναίκα μου είναι καθηγήτρια, είμαστε δασκαλογενιά. Έχω την εντύπωση ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω πέραν απ’ αυτή την σχέση, μ’ αυτή την πραγματική ερωτική σχέση που είναι το δούναι και λαβείν της εκπαίδευσης κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιαδήποτε μορφή εκπαίδευσης. Να έρχεσαι σε επαφή με νέους ανθρώπους και να χρειάζεται να μεταγγίσεις την πείρα σου και να πάρεις από την φρεσκάδα των παιδιών.
- Το Πανεπιστήμιο, ακόμα και σήμερα, δεν προετοιμάζει δασκάλους, δεν ξέρω αν προετοιμάζει καν επιστήμονες. Πάντως οπωσδήποτε εγώ δεν είχα σπουδάσει την εκπαιδευτική τέχνη, είχα σπουδάσει Αρχαιολόγος – Ιστορικός. Κατά τεκμήριο, ήμουνα ικανός να ασχοληθώ με την έρευνα και με την ανασκαφή.
- Άνοιγες μια πόρτα και βρισκόσουνα μπροστά σε 30-40 μαθητές. Παμφάγα παιδιά γεμάτα περιέργεια, έτοιμα να καταβροχθίσουν τον δάσκαλο, έτοιμα να τον παγιδεύσουν, έτοιμα να τον υπονομεύσουν. Αλλά, στην αρχή δεν ξέρει κανένας αυτό το μυριοκέφαλο τέρας που είναι η τάξη, όπου ακούμε τα παιδιά να είναι απροσδιόριστα, να μην έχουν όνομα, πρόσωπο, περιπέτεια, όπου με τον καθένα συνδέεσαι ξεχωριστά και είναι άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα γοητεία αυτή.
- Είναι τεράστιες οι διαφορές στα παιδιά του τότε και του σήμερα, χωρίς να φταίνε τα παιδιά. Τα σημερινά παιδιά συνθλίβονται μέσα στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η εποχή, που έχουμε δημιουργήσει εμείς οι μεγαλύτεροι για τα παιδιά. Παλιότερα ήταν τα παιδιά πιο εύκολα στην προσέγγιση, πιο αγνά, έτοιμα να δεχτούν, έτοιμα να αφομοιώσουν και έτοιμα να αλλάξουν μαζί με τις γνώσεις. Σήμερα αντιμετωπίζουν το σχολειό συμβατικά. Είναι γι’ αυτούς μια εμπειρία τραυματική. Ο δάσκαλος σήμερα, έχει καταστεί ανυπόληπτο πρόσωπο από την ίδια την πολιτεία. Δεν του δίνει κύρος η πολιτεία.
- Οι εικόνες μου, όταν φτάνω πολύ πίσω στις παιδικές αναμνήσεις, είναι εκεί γύρω στην κήρυξη του πολέμου, δηλαδή τότε που ήμουνα τριών περίπου ετών. Θυμάμαι την κήρυξη του πολέμου, την ταραχή στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν σε κάποια ηλικία που δεν στρατευόταν, αλλά αντανακλούσε η αντίδρασή του τον περίγυρο. Θυμάμαι τις σειρήνες, θυμάμαι έναν κόσμο σε ταραχή. Οι αναμνήσεις μου από εκείνη την περίοδο, είναι αναμνήσεις πανικού.
- Θυμάμαι, τη μόνη έντονη εικόνα από εκείνη την ηλικία, την επιστροφή του αδελφού της μάνας μου από τον πόλεμο. Έρχεται τον Απρίλη του ‘41, είναι αξύριστος, φοράει στρατιωτικά και μπήκε στο σπίτι και άρχισε να με πετάει στο ταβάνι και να με ξαναπιάνει και την μητέρα μου γεμάτη χαρά, με δάκρυα να λέει, «σιγά θα το γεμίσεις ψείρες το παιδί». Αυτή την ατάκα, ίσως πρέπει να την θεωρήσω την πρώτη ατάκα που θυμάμαι στη ζωή μου.
- Δεν πρωτοεμφανίστηκα με το ψευδώνυμο Κώστας Μύρης. Οι πρώτες μου καταθέσεις και στη λογοτεχνία και τον δοκιμιακό λόγο ήταν με το όνομά μου. Το ψευδώνυμο εμφανίστηκε σαν ανάγκη μέσα στην επταετία, όταν έγραψα μια ενότητα τραγουδιών, «Το Χρονικό», με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Έχω την εντύπωση ότι σημάδεψε μια ολόκληρη περίοδο του ελληνικού τραγουδιού. Τότε ήμασταν υποχρεωμένοι να δοκιμάσουμε πώς αντιδρούσε ο κόσμος σε καθαρά πολιτικά τραγούδια όπως ήταν εκείνα. Τα καλύπταμε πίσω από το πρόσχημα ότι ήταν Χρονικό και τάχα μιλούσαμε για το ‘45 ή το ‘22, ενώ μιλούσαμε για πράγματα σύγχρονα. Θέλαμε να δοκιμάσουμε τις διαθέσεις της λογοκρισίας, έπρεπε να παρουσιαστούμε τουλάχιστον με μια λεοντή και χρησιμοποίησα αυτό το ψευδώνυμο, το οποίο θεώρησα τυχερό. Το κράτησα μόνο για τα λογοτεχνικά μου κείμενα. Ό,τι είχε σχέση με την ποίηση, τους στίχους, την μετάφραση και καθαρή λογοτεχνία, πεζογραφία κλπ. το γράφω μ’ αυτό.
- Οι πρώτοι στίχοι για τραγούδι ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Το 1962 είμαστε φαντάροι με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, εκείνος ήθελε στίχους. Γράφω κάποιους στίχους, δυο τραγούδια, τα μελοποιεί και βγήκε εις αναζήτηση μιας εταιρείας, ενός εκδοτικού οίκου κατά κάποιον τρόπο. Και ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία, γιατί και οι δυο είμαστε άπειροι ακόμα. Βρεθήκαμε σε ένα στούντιο να γράφουμε με έναν περίφημο λαϊκό τραγουδιστή, τον Μπάμπη Τσετίνη, γιατί χρειαζόταν μπουζούκι ο Μαρκόπουλος, και η ορχήστρα του διευθυνόταν από τον περίφημο τυφλό, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του, και τραγουδούσε μία πολύ μεγάλη φωνή του λαϊκού τραγουδιού της εποχής, χάθηκε πρόωρα η καημένη, η Βούλα Πάλα. Μπήκαμε σ’ αυτούς τους μαγικούς χώρους, όπου εμείς είμαστε πια οι δημιουργοί, ακούγαμε τα λόγια μας, ακούγαμε την μουσική μας να αποδίδεται, να εγγράφεται, να μιξάρεται, όλη αυτή την πολύ ωραία διαδικασία.
- Είχα σπουδάσει θέατρο πολλά χρόνια πριν, είχα τελειώσει το ‘60. Ήμουνα μαθητής του Ροντήρη και του Σιδέρη, του ιστορικού του Ελληνικού Θεάτρου. Δεν ήταν μέσα στις προθέσεις μου να συνεχίσω, από την αρχή.
- Δεν θεωρώ απαραίτητο να είναι κανένας εμπειροτέχνης για να είναι θεωρητικός κριτικός. Αλλά νομίζω ότι βοηθάει πάρα πολύ το να γνωρίζεις την κουζίνα από μέσα. Υπάρχουν εκλεκτοί συνάδελφοι με οξεία κρίση, η οποία δεν συνοδεύεται από μια πρακτική γνώση. Βεβαίως ήταν μέσα στις προθέσεις μου να γράψω θεατρική κριτική, αλλά δεν είχα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να προσεγγίσω τουλάχιστον ένα μεγάλο φύλλο, ένα μεγάλο δημοσιογραφικό όργανο που ίσως ήταν την εποχή εκείνη το όνειρο το μακρινό. Ήμουνα τυχερός. Είχα βρεθεί να είμαι δάσκαλος στη Δραματική Σχολή του δασκάλου μου, ο δάσκαλός μου μέσα στη δικτατορία το 1970 είχε ιδρύσει μια ιδιωτική Δραματική Σχολή στην οποία διδάσκαμε μόνο τρεις άνθρωποι. Ο Ροντήρης, ο Αγγελος Τερζάκης και εγώ.
Φαίνεται ότι στις εξετάσεις που κάναμε στο πρώτο έτος ο Τερζάκης με εκτίμησε ιδιαιτέρως από τον τρόπο με τον όποιο έδειχνε να αποδίδουν τα παιδιά μου και τέλος πάντων ο τρόπος με τον οποίο εξέτασα.
Δεν είχαμε άλλη γνωριμία μ’ αυτό τον πολύ σημαντικό Έλληνα, πνευματικό άνθρωπο. Ύστερα από ένα χρόνο πήρα ένα τηλεφώνημα από τον αείμνηστο σημαντικό δημοσιογράφο, τον Ανδρέα Δημάκο, διευθυντή του «ΒΗΜΑΤΟΣ» τότε, ο οποίος με καλούσε να περάσω από το γραφείο του. Εμεινα έκπληκτος, αλλά μου είπε, ότι προσλαμβάνομαι ως κριτικός θεάτρου τη υποδείξει του Άγγελου Τερζάκη, που μόλις είχε αποχωρήσει από την ίδια θέση. Εγώ διαδέχθηκα τον Άγγελο Τερζάκη, τον Μάριο Πλωρίτη στην ίδια εφημερίδα, παλιότερα τον Μελά και πιο παλιά τον Φώτη Πολίτη. Αυτοί ήταν το παρελθόν αυτής της εφημερίδος και ήταν μεγάλη η ευθύνη μου.
- Η πρώτη μου κριτική ήταν για έναν θίασο και για έναν ηθοποιό που ήταν εκλεκτός φίλος, είχαμε συνδέσει με αγώνες φοιτητικούς τα νιάτα μας. Ήταν ο θίασος του Στέφανου Ληναίου και πρέπει να πω, ότι αναγκάστηκα να είμαι πάρα πολύ αρνητικός, όχι τόσο για τους ηθοποιούς, όσο για το έργο που ανέβαζαν την εποχή εκείνη. Ήμουνα πάρα πολύ αρνητικός, θα έλεγα ίσως σκληρός. Ήταν η πρώτη κριτική και ήταν μοιραία. Γιατί ο Ληναίος αιφνιδιάστηκε όταν είδε το όνομά μου στην κριτική, είδε και το περιεχόμενο της κριτικής. Έχει μια πάγια συνήθεια πολύ σημαντική, δεν είναι ο μόνος, το κάνουν και άλλοι συνάδελφοί του, συζητάει στο τέλος της παράστασης με το κοινό.
Όταν βγήκε η κριτική μου την επομένη, το βράδυ της ίδιας ημέρας ενοχλημένος, ίσως και από την λιγάκι βαναυσότητα της μεταχείρισης, βγήκε και διάβασε την κριτική στο κοινό και ζήτησε την γνώμη του. Ο ίδιος αφηγείται, το έχει πει και δημόσια εξάλλου, ότι το κοινό είπε, συμφωνούμε με τον κριτικό. Σε τέσσερις ημέρες κατέβασε το έργο, όχι συμφωνώντας με τον κριτικό, αλλά γιατί δεν είχε επιτυχία το έργο αυτό. Έτσι, η πρώτη μου κριτική ήταν μοιραία και για μένα ήταν ένα μάθημα, του ποια ευθύνη αναλαμβάνει κανένας κάνοντας αυτή την δουλειά.
- Ύστερα από 25 χρόνια σ’ αυτή την δουλειά έχω την εντύπωση ότι έχω ξεπεράσει τα σύνδρομα της πρώτης έκπληξης ή θα έλεγε κανένας της βίαιης αντίδρασης. Έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η σχέση κριτικής και τέχνης είναι μια σχέση λυκοφιλίας. Είναι μέσα στο παιχνίδι οι εντάσεις, οι αντιθέσεις. Δεν καταλαβαίνω κάποιες αντιδράσεις που περνάνε τα όρια του παιχνιδιού, όταν φτάνουν σε προσωπικές ρήξεις ή φτάνουν σε προσωπικές κρίσεις που ξεπερνάνε αυτή την αμφιμονοσήμαντη σχέση. Μπορεί κανένας να πει άνετα, ότι είμαι εμπαθής, ότι είμαι αγράμματος, ότι είμαι απληροφόρητος, εκεί δεν θα απαντήσω. Όταν όμως το παιχνίδι είναι εκτός γηπέδου, τότε είμαι πολλές φορές σκληρός.
- Δεν διεκδικώ τα αλάθητο. Η κριτική θέση, στην τέχνη τουλάχιστον, είναι υποκειμενικότατη. Αντικειμενική κριτική στην τέχνη δεν μπορεί να υπάρχει. Δεν μπορεί να πει κανένας με άσφαλτο τρόπο, ότι αυτό είναι καλό και να μην έχει κανένας αντίρρηση.
- Στην τηλεόραση είναι πάρα πολύ άσχημα τα πράγματα, είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη που έχουν τα Μέσα τα Μαζικά. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει έγνοια για την γλώσσα, για τα μηνύματα και το περιεχόμενό τους. Θα μπορούσα να συγχωρήσω ακόμα και την τολμηρότερη τηλεοπτική έκφραση, αρκεί να έβλεπα από πίσω ένα σκεπτικό. Εκείνο που με θλίβει είναι ότι λειτουργεί περισσότερο η προχειρότητα, η κάλυψη της στιγμής, το μπάλωμα του προγράμματος με όποιο υλικό είναι πρόχειρο εκείνη τη στιγμή και που μπορεί να εντυπωσιάσει.
Nομίζω ότι το μεγαλύτερο μερίδιο των επιπτώσεων της τηλεόρασης το εισπράττουμε εμείς οι δάσκαλοι με τη γλωσσική σύγχυση. Υπάρχει μια τρομακτική κατάσταση στο θέμα της γλώσσας, είναι αδιανόητο το τι γίνεται στο γλωσσικό επίπεδο. Ακούγονται φοβερά τέρατα από την τηλεόραση και ξέρουμε πολύ καλά ότι το Μέσο αυτό λειτουργεί σχεδόν τυραννικά πάνω στον δέκτη. Δηλαδή είναι μήνυμα, το ίδιο το Μέσο είναι μήνυμα. Αυτό, αυτομάτως επιβάλλει το γλωσσικό του γούστο, επιβάλλει την γλωσσική του έκφραση, επιβάλλει το ήθος του, επιβάλλει το ύφος του και θεωρείται μάλιστα πολλές φορές και πρότυπο αυτό, τόσο ώστε επαναλαμβάνεται, πολλαπλασιάζεται και αναδιπλώνεται.
- Ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του. Εγώ δεν αρνούμαι να μιλήσω, να προσέλθω και να κουβεντιάσω σε όλα τα Μέσα, δεν κάνω επιλογή. Πιστεύω ότι ο καθένας όπου πάει φέρνει την ευθύνη της παρουσίας του. Από εκεί και πέρα, ο καθένας ας αναλάβει την ευθύνη να μην υποκύπτει στους πειρασμούς της ευκολίας, να μην ευτελίζεται ευτελιζόμενος, να μην ευτελίζει θεματολογικά σε εκπομπές οι οποίες εκθέτουν ανεπανόρθωτα.
- Ο καθένας έχει το μετερίζι του. Αν υπηρετώ τον λόγο και σέβομαι τον λόγο, εκεί κάνω την δουλειά μου. Όπως ο δάσκαλος μέσα στην αίθουσα να κάνει την δουλειά του. Αν την κάνει την δουλειά του μέσα στην αίθουσα σωστά, κερδίζει ψυχές.
- Είμαι ήσυχος ότι κάνω ότι μπορώ καλύτερο απ’ αυτά που ξέρω. Προσπαθώ να έχω γνώμη για τα πράγματα που ελέγχω, που έμαθα, που κατά κάποιο τρόπο αγαπώ. Αν αγαπάς κάτι, το μελετάς. Αν μελετάς κάτι, το αγαπάς βαθύτερα και ασχολούμαι μόνο για πράγματα που νοιάζομαι γι’ αυτά, με αφορούν, γι’ αυτά μιλάω, αυτά διδάσκω, αυτά μεταδίδω, αυτές τις εμπειρίες κάνω λογοτεχνία και αυτές τις αγάπες μου πολλές φορές τις κάνω επάγγελμα.
- Στην Επίδαυρο το 1972 ήταν η πρώτη εμφάνιση δικής μου μετάφρασης της Ηλέκτρας του Σοφοκλή. Ήταν η πρώτη φορά που έσπαγε το κατεστημένο του Εθνικού Θεάτρου, αφού μονίμως είχαν τη μετάφραση του Γρυπάρη. Πρώτη φορά επίσης έμπαιναν στην Επίδαυρο, ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος, ο σκηνογράφος Γιώργος Πάτσας, ο συνθέτης Δημήτρης Τερζάκης, γιός του Αγγελου Τερζάκη. Πρώτη φορά έμπαιναν στην Επίδαυρο ως ηθοποιοί τραγωδίας, η Αντιγόνη Βαλάκου και ο Πέτρος Φυσσούν.
- Μια κρυφή μου μεγάλη χαρά ήταν στο χώρο της δημιουργίας, ήταν όταν έδινα πτυχιακές εξετάσεις στο Ροντήρη και η Επιτροπή που με εξέταζε ήταν αξιοζήλευτη, καθένας θα ήθελε να κριθεί από μια τέτοια Επιτροπή. Με εξέταζε ο Μυράτ, η Κατερίνα, ο Κατράκης, ο Καραντινός και ο Μποζανίνης. Και ήταν μεγάλη η χαρά μου γιατί πήρα άριστα. Η προηγούμενη φορά που είχε δώσει άριστα ο Ροντήρης σε μαθητή του ήταν ο Χορν. Όταν έδινα τις εξετάσεις, τότε έκανα έναν διάλογο με τον Μυράτ. Ήταν γνωστό ότι ήταν λόγιος. Έβλεπε ότι απαντούσα στις ερωτήσεις του, προχώρησε, και φτάσαμε κάποια στιγμή να διαλεγόμαστε λατινικά. Και εκεί δήλωσα ευθαρσώς, ότι δεν μ’ ενδιαφέρει το θέατρο ως πράξη, με ενδιαφέρει ως θεωρία.
- Δεν είναι μία οι φορές που έχω νιώσει μεγάλη πίκρα. Δεν θα την έλεγα πίκρα, υπάρχει όχι ένα παράπονο, αλλά ένα αδιέξοδο με τον θεατρικό κριτικό. Δεν μπορεί ποτέ να ξέρει το φάσμα των αναγνωστών. Είναι ένα ειδικό θέμα, γράφεις για το θέατρο και δεν ξέρεις που να σταματήσεις. Δηλαδή, τι δεν ξέρει το κοινό σου, πόσο μπορείς να εκλαϊκεύσεις, πόσο να ανεβάσεις το επίπεδο, τι δεν ξέρει ο αναγνώστης σου στο Άργος Ορεστικόν, τι δεν ξέρει ένας μαθητής Λυκείου στον Μαραθώνα. Θα πρέπει να εκλαϊκεύσεις, να βάλεις αστερίσκο κάποια στιγμή αν πεις το παίξιμο του τάδε ηθοποιού ήταν εξπρεσιονιστικό. Θα χρησιμοποιήσεις τεχνικούς όρους, θα χαμηλώσεις σε ένα επίπεδο που θα γίνει σχεδόν – δεν είναι αυτό υποτιμητικό, αλλά είναι είδος- δημοσιογραφικό ή θα ανεβείς σε ένα δοκιμιακό επίπεδο; Εγώ ομολογώ ότι κάποια στιγμή πάρα πολύ δυσκολεύτηκα.
Επίμετρο
Ο θάνατος του Κώστα Γεωργοσόπουλου μας δίνει την ευκαιρία να πλησιάσουμε άλλη μια φορά, το έργο του και τον πολυϋπόστατο αυτόν δημιουργό. Επανειλημμένα στήριξε δεκάδες ανθρώπους με τον λόγο του. Πάντα έτοιμος να συνδράμει αγόγγυστα σε κάθε προσπάθεια. Διότι ως γνήσιος δάσκαλος και ποιητής, υπήρχε μέσα από το δόσιμο. Ήταν ο δάσκαλος, σύντροφος, φίλος, τρυφερός, γενναιόδωρος, μεγάθυμος, έντιμος, προστατευτικός.
Στην περίπτωσή του, θυμάμαι αυτό του Νίτσε, που λέει, «αμείβεις άσχημα έναν δάσκαλο μένοντας ισόβια μαθητής του». Και ο Γεωργουσόπουλος δεν είχε παρά ελάχιστους ισόβιους μαθητές, διότι τους έμαθε να είναι αυτοδύναμοι, αυτάρκεις, δημιουργικοί.
Δεν ήταν μόνο ο δάσκαλος, ο ποιητής, ο συγγραφέας, ο δοκιμιογράφος, ο βαθύς γνώστης της αρχαίας μας γραμματείας, ο μεταφραστής, ο θεατράνθρωπος. Κυρίως, ήταν αυτό το σπάνιο δείγμα πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος με τη στάση ζωής του, κατέδειξε ότι όχι μόνο είναι δυνατό, αλλά αποτελεί χρέος κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, να υπηρετεί στην καθημερινότητά του αξίες ζωής και ιδανικά. Κι ας πίκρανε πολλούς από το χώρο του θεάτρου. Ως και στις πιο σκληρές του κριτικές, κάπου βαθιά υπήρχε πάντα η αγάπη.
Κάθε δραστηριότητα, κάθε κίνηση, κάθε λέξη του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ήταν γόνιμη σπορά πολιτισμού, ανάδειξη ήθους, φωνή αφύπνισης, πνοή αισιοδοξίας. Η καρδιά του παλλόταν συνεχώς από δημιουργική έξαρση, η οποία μας καλούσε σε εγρήγορση για έναν αγώνα διαρκή. Έναν αγώνα εξύψωσης του Ανθρώπου. Στημένου σε ψηλά αλώνια – ίσως της Ρούμελης της καταγωγής του- να δείχνει το δρόμο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της λύτρωσης, μέσα από τη γνώση και τον πολιτισμό.
Σημειώσεις
*Ο Γιωργος Δουατζής είναι δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας. https://douatzis.gr/
**Το μακρινό 1994, τριάντα χρόνια πριν, υπήρχε ένας τηλεοπτικός σταθμός, New Channel, στο οποίο παρουσίαζα εκπομπές διαλόγου με σημαντικούς ανθρώπους της λεγόμενης δημόσιας ζωής, υπό τον τίτλο « «Η πρώτη μου φορά». Τα αποσπάσματα είναι από συνέντευξη του αγαπημένου δάσκαλου και φίλου Κώστα Γεωργουσόπουλου. H σκηνοθετική φροντίδα ήταν του επίσης άξιου σκηνοθέτη Σταύρου Στρατηγάκου.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.