Ένα 1974 από την «ανάποδη»; (και η πιθανότητα μιας μεγάλης προβοκάτσιας σε Κύπρο ή Ελλάδα)
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
7 Απριλίου 2009
Το «φτύσιμο» ήταν μεγαλοπρεπές. Το ίδιο και η «ψυχραιμία» τους. Καραμανλής, Μπακογιάννη, Παπανδρέου, Χριστόφιας, η «πολιτική ηγεσία» του ελληνικού λαού, σχεδόν δεν αντέδρασαν στις απανωτές, εντυπωσιακά περιφρονητικές «σφαλιάρες» της Ουάσιγκτον. Επισκεπτόμενη την Τουρκία η Κυρία Χίλλαρυ Κλίντον μετέτρεψε την εισβολή, εθνοκάθαρση των Ελληνοκυπρίων και κατοχή έκτοτε της βόρειας Κύπρου σε πρόβλημα «άρσης της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων». Μετά, οι αμερικανικές δυνάμεις, από κοινού με άλλες (ο Θεός να τις κάνει) «συμμαχικές» συμμετείχαν στην εύγλωττη τουρκική άσκηση «Ηγεμών» («Κυρίαρχος») στο Αιγαίο. Τελευταία στιγμή αναβλήθηκε συνάντηση του κατοχικού ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ με την Χίλαρυ Κλίντον, προτού μάλιστα η Κυρία Κλίντον δει καν τον Υπουργό Εξωτερικών της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο υποψήφιος του κ. Ομπάμα για τη θέση του Βοηθού Υφυπουργού Εξωτερικών, ο κ. Φίλιπ Γκόρντον, αρνήθηκε, καταθέτοντας στη Γερουσία, να αποδεχθεί ότι υπάρχει τουρκική κατοχή στην Κύπρο! Ο κ. Ομπάμα δεν θα συναντήσει τον Πατριάρχη, μπας και παρεξηγηθούν οι διώκτες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Όλα αυτά μετά από μια περίοδο έντονης αεροπορικής τρομοκρατίας της Τουρκίας στο Αιγαίο. (Και σα να μην έφταναν αυτά, βγήκε και η Γερμανία, στην οποία οι κυβερνώντες μόλις παρεχώρησαν τον ΟΤΕ, να μας πει, δια της Καγκελαρίου της, ότι πρέπει να τελειώνουμε με τις «εμμονές» μας στο όνομα των Σκοπίων και τα βέτο. Όσο για τη Μόσχα κινδυνεύει να βγάλει κι αυτή τα συμπεράσματά της: καλοί οι Έλληνες, αλλά φοβιτσιάρηδες, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα μαζί τους.)
Θα περίμενε κανείς από την ελληνική και την κυπριακή κυβέρνηση, το σύνολο του πολιτικού κόσμου, αλλά και τα media να χαλάσουν το σύμπαν, αντιδρώντας σε μια τόσο προφανή επίθεση κατά Ελλάδας και Κύπρου. Αντ’ αυτού, αιδήμων σιωπή. Το Ίδρυμα Καραμανλή ετοιμάζει ένα συνέδριο για μια νέα ελληνοαμερικανική συμμαχία, λες και μπορεί ποτέ να «συμμαχήσουν» οι λούστροι και τα αφεντικά. Ο κ. Παπανδρέου πιστεύει πάντα ότι, επιτέλους, αποκαλύφθηκε δια του κ. Ομπάμα η καλή Αμερική, μια Αμερική που αγαπάει όσο και ο παππούς του την Αγγλία – αν και ο παππούς του δεν πίστευε ότι είναι και καλή! Όχι συμμαχία, ούτε καν απλή συνεννόηση δεν μπορεί να κάνει η χώρα χωρίς αποκατάσταση της αξιοπιστίας της και σαφούς ορισμού του εθνικού συμφέροντος, πολύ περισσότερο με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ρωσία κλπ..
Βιογράφος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και διαπρεπής μελετητής της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Ζαν Μεϋνώ λέει ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν υποτάσσονται απλώς στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον, αγωνιούν νυχθημερόν να βρουν τρόπους να την ευχαριστήσουν…Να, πάρτε το Υπουργείο Εξωτερικών. Ποιεί συνήθως την νήσσαν για την πολιτική της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου και της Άγκυρας, όμως έβγαλε τις προάλλες μια μεγαλοπρεπή ανακοίνωση καταγγέλλοντας τη … Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες για την κράτηση ενός Έλληνα ναυτικού…
Οι εξωτερικές πιέσεις συναντάνε μια κυβέρνηση, έναν πολιτικό κόσμο, ένα κράτος σε βαθιά παρακμή, αντιμέτωπο με μια από τις δυνητικά σοβαρότερες κρίσεις της μεταπολεμικής ιστορίας του. Πολύ λογικά, ανοίγει η όρεξη των επιβουλευόμενων τρίτων. Πολύ λογικά επίσης οι ξένες δυνάμεις, όπως έκαναν σε όλη την νεώτερη ελληνική ιστορία, επιχειρούν να βρουν στην εσωτερική πολιτική κατάσταση μοχλούς για την εξυπηρέτηση των διεθνών συμφερόντων τους.
Πόσο μάλλον που συναντούν, στην Ελλάδα, ένα πολιτικό και κρατικό προσωπικό που έχει προ πολλού απαλλαγεί από κάθε ικανότητα σκέψης (αν υποθέσουμε ότι την είχε κάποτε) και από κάθε ηθική, βουτηγμένο στον κυνισμό και τη διαφθορά. Κράτος σε συμφόρηση, κοινωνία σε παρακμή και απελπισία, οικονομία στη γνωστή κατάσταση, τυφλή τρομοκρατία αγνώστου «προελεύσεως και κατασκευής», όπως λέγαμε στο στρατό. Κι όλα αυτά εν μέσω μιας από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις της ιστορίας και μιας από τις σοβαρότερες, μάλλον της σοβαρότερης κρίσης της ΕΕ από την ίδρυσή της.
Γιατί συμβαίνουν αυτά;
Εδώ και καιρό, έχουμε επισημάνει από τις στήλες του Metropolitan, ότι από τον ελληνικό χώρο (Ελλάδα και Κύπρος) περνάνε βαριές και ήδη ώριμες «αυτοκρατορικές στρατηγικές», όπως είναι η ολοκλήρωση του ελέγχου των Βαλκανίων, στα πλαίσια της αναχαίτισης της Ρωσίας, της σύγκρουσης για τον έλεγχο της Ουκρανίας, της επιδίωξης αποκοπής και αποξένωσης Ευρώπης-Ρωσίας. ‘Όπως είναι επίσης η στρατηγική της διεύρυνσης της ΕΕ προς την Τουρκία, που προϋποθέτει λύση του κυπριακού. Τέτοια «λύση» που να επιτρέπει τον πληρέστερο δυνατό έλεγχο της Κύπρου επιδιώκει και το Ισραήλ, που θεωρεί το νησί φυσικό μετόπισθεν του εβραϊκού κράτους, τμήμα του ευρύτερου χώρου που θέλει να ελέγχει κατά απόλυτο τρόπο.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι ο ελληνικός χώρος καλείται να «συμμορφωθεί», αποδεχόμενος μια λύση τύπου Ανάν για την Κύπρο και, στη συνέχεια, μια αντίστοιχης φιλοσοφίας «διευθέτηση» στο Αιγαίο, διακόπτοντας τις σχέσεις με τη Ρωσία, αναπτύσσοντας, αντίθετα, τις σχέσεις με το Ισραήλ (υπό την «καθοδήγηση» και του κυρίου εκπροσώπου των ισραηλινών συμφερόντων στην Ευρώπη, Νικολά Σαρκοζί), αποδεχόμενος μια λύση-μαϊμού για τα Σκόπια και αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του Κοσόβου.
Η «αυτοκρατορία» πηγαίνει πιο εύκολα σε τέτοιες λύσεις γιατί δεν συναντά σοβαρή αντίσταση από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις, που συχνά μάλιστα αποβλέπουν στη δική της εύνοια για να κυβερνήσουν τη χώρα. Στη νεώτερη ελληνική ιστορία, είναι σύνηθες το φαινόμενο, η ιθύνουσα τάξη να τείνει συνήθως να προτιμά την «ομαλή» ένταξή της στο διεθνές σύστημα, από την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού διεθνώς. Υπό την πίεση του εξωτερικού περιβάλλοντος, γεωπολιτική και οικονομική, αλλά και της δικής του εσωτερικής κρίσης, της εξάντλησης δηλαδή ενός «κλεπτοκρατικού τρόπου συσσώρευσης του κεφαλαίου», ενός απέραντου «λαμογιστάν», ο ελληνικός χώρος καταρρέει στο εσωτερικό του, ενώ καλείται να εξοφλήσει το κόστος μιας πολιτικής γενικού «κατευνασμού», που άνοιξε τελικά την όρεξη παντός τρίτου!
Λύση του κυπριακού ή διάλυση του κυπριακού κράτους;
Στη Λευκωσία, ο «κομμουνιστής» Πρόεδρος Χριστόφιας (του οποίου η εκλογή έγινε δεκτή με μεγάλη ευχαρίστηση από τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του δυτικού κόσμου), διαπραγματεύεται κατ’ ουσίαν την αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους, που θα βαφτιστεί βέβαια «λύση του κυπριακού». Μακάρι να τον αδικούμε τον άνθρωπο και το κόμμα του. Αλλά οι ελληνικές, όχι οι τουρκικές προτάσεις, που κατετέθησαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λευκωσίας, και τις οποίες δημοσιεύσαμε αυτούσιες στην εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή» (14.3.09), προβλέπουν ένα κράτος που πότε θα έχει πότε Έλληνα Πρόεδρο, πότε Τούρκο Πρόεδρο και πότε ξένο δικαστή να παίρνει τις αποφάσεις. Είναι αυτά σοβαρά πράγματα; Έχουν εφαρμοσθεί σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου, όπου συνυπάρχουν εθνικές κοινότητες; Είναι συμβατά με την αρχή της δημοκρατίας;
Σχεδόν σε όλα τα κρατικά αξιώματα θα «ντουμπλάρονται» Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι, με ένα δαιδαλώδες σύστημα, που όχι μόνο κινδυνεύει να παραλύσει το κράτος, αλλά και θα τροφοδοτεί αιωνίως, από τη μια τη δυσφορία της πλειοψηφούσης κοινότητας προς την μειοψηφούσα, αφετέρου την τάση της μειοψηφίας να χρησιμοποιεί τα όποια προνόμιά της για να πετυχαίνει επιδιώξεις που δεν μπορεί να πετύχει αλλιώς. Αντί δηλαδή να «συμφιλιώσει» Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους, να σφυρηλατήσει τη συνείδηση πολιτών ενός κράτους, θα εξασφαλίσει την αιώνια εχθρότητά τους και το αγκίστρωμα αμφοτέρων στις κοινότητές τους και τα «συνιστώντα κράτη» τους. Το νέο αυτό «κράτος» θα αποτελείται από δύο κράτη με δικές τους αστυνομίες και δεν θα διαθέτει, όπως όλα τα άλλα κράτη στον κόσμο, το δικαίωμα της αυτοάμυνας και το μέσο της, τις ένοπλες δυνάμεις. Η Κύπρος θα είναι «αποστρατικοποιημένη», λέει η κυπριακή κυβέρνηση, δηλαδή θα σταθμεύει ελεύθερα στο έδαφός της ο … βρετανικός στρατός! Θα έχουμε δηλαδή διχοτόμηση ντε φάκτο του νησιού συν κατάλυση της σημερινής Δημοκρατίας υπό γενική βρετανική επιστασία. Μα είναι δυνατόν να ονομάζονται τέτοια σχήματα λύση του κυπριακού, προς αποφυγή μάλιστα της διχοτόμησης (που, ειρήσθω εν παρόδω, συντελέστηκε πριν από 35 χρόνια!).
Όχι μία, χίλιες φορές καλύτερη, ασφαλέστερη και εντιμότερη λύση είναι η αποδοχή της διχοτόμησης από μια παρόμοια λύση, σαφώς χειρότερη από τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, που κινδυνεύει να έχει ακόμα χειρότερες συνέπειες από εκείνες, πολύ περισσότερο σε ένα τόσο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Αφήνει ουσιαστικά τους Ελληνοκυπρίους χωρίς την προστασία του κράτους που διαθέτουν σήμερα, εγκυμονώντας τον κίνδυνο εθνοτικών διαμαχών, ενδοελληνικών διαμαχών, αλλά και συνεπειών στο σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι καλοί λογαριασμοί δεν φτιάχνουν αναγκαστικά καλούς φίλους, οι κακοί όμως λογαριασμοί είναι βέβαιο ότι θα διαιωνίσουν την εχθρότητα, με κάθε μία από τις παραδοξότητες αυτής της ρύθμισης να γίνεται και δυνητικό πεδίο σύγκρουσης.
Αν υιοθετηθεί μια παρόμοια λύση θα καταστήσει την Ελλάδα εσαεί όμηρο της καλής διάθεσης Τουρκίας, Βρετανίας, ΗΠΑ, Ισραήλ, για να μη τεθούν σε κίνδυνο οι 750.000 Έλληνες της Κύπρου. Το πιο πιθανό και το χειρότερο σενάριο είναι μια εθνοτική διαμάχη που θα ανοίξει μια νέα, πιο τραγική σελίδα του κυπριακό, χωρίς να αποκλείεται και μια σοβαρή ενδοελληνική σύγκρουση στο μέτρο που μια σημαντική μειοψηφία έστω θεωρήσει μια παρόμοια λύση προδοτική και στο μέτρο που μια τέτοια διαμάχη θα είναι προς όφελος των ξένων δυνάμεων που θέλουν να γονατίσουν την αντίσταση των Ελληνοκυπρίων.
Πως μπορεί να περάσει ένα τέτοιο σχέδιο;
Πολλοί παρατηρητές στην Αθήνα και τη Λευκωσία θεωρούν ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι απολύτως παράφρον και δεν μπορεί να υιοθετηθεί, πολύ περισσότερο μετά οποιαδήποτε νηφάλια συζήτηση. Υποτιμούν όμως την προφανή διάθεση ισχυρών διεθνών δυνάμεων να το «περάσουν», να μην αφήσουν τον «κόκκο» που λέγεται Κύπρος να τους ανατρέψει όλη τη στρατηγική τους. Υποτιμούν επίσης τη δυνατότητά τους να χρησιμοποιήσουν τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αδυναμίες Ελλάδας και Κύπρου.
Βασικά, η κεντρική επιδίωξή τους είναι η συγκρότηση ενός μεγάλου μπλοκ, σε Ελλάδα και Κύπρο, από τις δυνάμεις της αριστεράς, της κεντροαριστεράς και της ατλαντικής δεξιάς, που θα ρίξει όλο το βάρος υπέρ των επιχειρούμενων ρυθμίσεων. Επειδή ιστορικά η ελληνική αριστερά-κεντροαριστερά είναι η παράταξη που σήκωσε το βάρος της αντίστασης στις ξένες επιβουλές, από τη δεκαετία του 1940, μέχρι το «Η Ελλάδα στους Έλληνες» του Ανδρέα, διαθέτει ακόμα ηθικό βάρος, που θα καταστήσει αποτελεσματικότερη την εκ μέρους της συνηγορία εθνικά επαχθών λύσεων. Φυσικά, αν αυτές υιοθετηθούν και καταρρεύσουν, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για έναν εκτονωτικό κατ’ ουσίαν, ανώδυνο για τα δυτικά συμφέροντα ακροδεξιό εθνικισμό, αν όχι και χρήσιμο για αυτά. Αν εμφανιζόταν στην Ελλάδα ένας “δεξιός” ή “ακροδεξιός” αντιτουρκικός και αντιισλαμικός εθνικισμός, που δεν θα παρενέβαινε πλέον στα ήδη υλοποιηθέντα κεντρικά σχέδια της Αυτοκρατορίας, αυτό θα μπορούσε να την εξυπηρετήσει, υπό την έννοια ότι, παρόλο που στηρίζει τον ρόλο της Άγκυρας στην περιοχή, δεν σημαίνει ότι δεν θέλει και τρόπους να ελέγχει τη δύναμή της. ¨Ένας τέτοιος εθνικισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως για την επιβολή αυταρχικών ή και νεοφασιστικών λύσεων, αν η παγκόσμια οικονομική κρίση το απαιτήσει.
Για να περάσει ένα νέο σχέδιο Ανάν, οι μεγάλες δυνάμεις που επιβουλεύονται την Κυπριακή Δημοκρατία έχουν αποδείξει στην ιστορία μας ότι μπορούν να καταφύγουν σε κάθε μέσο, περιλαμβανομένων και μεγάλης κλίμακας προβοκατσιών. Γνωρίζουν πόσο δύσκολο θα είναι να περάσει ένα νέο σχέδιο Ανάν σε συνθήκες πραγματικά δημοκρατικής, ελεύθερης και νηφάλιας συζήτησης. Γι’ αυτό χρειάζονται τη δημιουργία συνθηκών ακραίας πόλωσης και φανατισμού, όπου θα αλληλοκατηγορούμαστε ως «εθνομηδενιστές» και «εθνοκανίβαλλοι», ως «εθνικιστές-σωβινιστές» και «ενδοτικοί – προδότες».
Αυτή υπήρξε στο παρελθόν μια κλασική πατέντα, ιδίως στην Κύπρο, οργανωμένη και χειραγωγημένη από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Για να αναφέρουμε ένα μόνο ιστορικό παράδειγμα, ας θυμηθούμε πως οι «υπερπατριώτες», μεταξύ τους και αρκετοί ειλικρινείς άνθρωποι, οργανώθηκαν από ξένες υπηρεσίες στην ΕΟΚΑ Β’, νομίζοντας ότι ετοιμάζουν την Ένωση με την Ελλάδα και ετοιμάζοντας πρακτικά την εισβολή της Τουρκίας. Η ας θυμηθούμε για παράδειγμα πως καταφέραμε το ακατόρθωτο στην υπόθεση Οτσαλάν: το μισό ΠΑΣΟΚ να τον φέρει και το άλλο μισό να τον δώσει. Όλα αυτά τα φαινομενικά αντιφατικά συνέβησαν, επειδή οι ξένες δυνάμεις χρησιμοποιούν ταυτόχρονα και τις δύο “δομικές” αδυναμίες του ελληνικού χώρου. Και την τάση των ιθυνόντων να θέτουν εν τέλει σε πρώτη μοίρα το “συμμαχικό” συμφέρον και την οργανική σχεδόν τάση του ελληνικού χώρου να πολυδιασπάται.
Ας φανταστούμε πόσο εύκολα, μια προβοκάτσια, αποδιδόμενη σε Έλληνες εθνικιστές-σωβινιστές», από τις τόσο συχνές στην ιστορία μας θα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα και, αντί να συζητάμε για το κράτος στο οποίο θα ζήσουν οι Κύπριοι πολίτες στο μέλλον, θα αρχίσουμε να συζητάμε για τα εγκλήματα του εθνικισμού.
Ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος λόγω της ποιότητας και του ουδέποτε πλήρως διαρηχθέντος προπατορικού δεσμού του ελληνικού βαθέος κράτους με ξένες υπηρεσίες. Αν μάλιστα κρίνουμε από την απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή να αναθέσει στην Ιντέλιτζενς Σέρβις την ελληνική «αντιτρομοκρατική» προστασία, δηλαδή να βάλει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, μετά μάλιστα από ότι αυτή η ίδια κυβέρνηση έπαθε στις υποθέσεις Πακιστανών-υποκλοπών-Βουλγαράκη, τότε απλώς μόνο να τρελαθεί κανείς μπορεί.
Οι ελληνικές και κυπριακές πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αντιληφθούν ότι παίζουν με τη φωτιά, είτε είναι υπέρ, είτε είναι κατά λύσεων τύπου Ανάν. Ο κόσμος, το διεθνές περιβάλλον Ελλάδας και Κύπρου, δεν είναι παιδική χαρά, όπως έχουν καταντήσει τη χώρα και το στρατρηγικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Η όποια λύση ή μη λύση του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών είναι ζήτημα καθοριστικής, ιστορικής, συντακτικής σημασίας, δεν είναι ένα δευτερεύον πολιτικάντικο ζήτημα, που λύνεται με «συνήθεις» τρόπους, όπως η εξαγορά ενός πολιτικού, μιας εφημερίδας ή λίγη προπαγάνδα. Πρέπει να δοθεί στους πολίτες η ευκαιρία να πάρουν οι ίδιοι, ελεύθερα και όχι εκβιαστικά, τις αποφάσεις, μετά από εξαντλητική συζήτηση και με τις πιο δημοκρατικές διαδικασίες, για να είναι και το αποτέλεσμα ουσιαστικά σεβαστό από όλους.
Τόσο αυτοί που επιδιώκουν μια λύση τύπου Ανάν, όσο και αυτοί που αντιτίθενται σε μια τέτοια λύση, πρέπει να πείσουν τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, μόνους αρμόδιους να σώσουν ή να παραδώσουν το κράτος τους κι αυτοί οφείλουν να δράσουν ως πολίτες, όπως τους ήθελε ο Περικλής κι ο Πρωταγόρας, όχι ως κουτοπόνηροι ανατολίτες, που στο τέλος μπερδεύονται μόνο οι ίδιοι από τα ναι που είναι όχι και τα όχι που είναι ναι. Το ζήτημα του κράτους που θα ζήσουν οι Κύπριοι αφορά τους ίδιους, πριν όμως από οποιαδήποτε απόφαση, οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας οφείλουν επίσης να τοποθετηθούν με πλήρη σαφήνεια στο αν και πως οι ρυθμίσεις μιας λύσης θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να υπερασπισθεί ή στην Κύπρο να μη χρειάζεται την υπεράσπιση της Ελλάδας. Στο κάτω-κάτω τους πολίτες της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατία πρέπει και αυτούς και μόνο αφορά η μορφή, τα σύνορα, η σύσταση και ο τρόπος διακυβέρνησης των κρατών τους κι όχι τον όποιο επίδοξο Πρωθυπουργό ή Πρόεδρο.
ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ