Συμφωνία των Πρεσπών, 3 χρόνια μετά – Τι λέει η κοινή γνώμη

Δημοσιεύουμε την παρακάτω δημοσκόπηση προς ενημέρωση των αναγνωστών μας για τα στοιχεία της, όχι ασφαλώς για τις εντελώς ιδιόρρυθμες απόψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ για τον ελληνικό λαό. Είναι λυπηρό ότι δεν υπάρχει ένα ελληνικό ινστιτούτο εξωτερικής πολιτικής.
ΔΚ

Τρία χρόνια περίπου μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και πέντε χρόνια μετά την πρώτη σχετική έρευνα, η ελληνική κοινή γνώμη δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά ως προς το κεντρικό ζητούμενο

Αρμακόλας Ιωάννης – Σιάκας Γιώργος*

Στις 16 Ιουνίου παρουσιάστηκε η τρίτη κατά σειρά πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης για το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Konrad-Adenauer-Stiftung (KAS) και υλοποιήθηκε από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και το Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Τρία χρόνια περίπου μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και πέντε χρόνια μετά την πρώτη σχετική έρευνα, η ελληνική κοινή γνώμη δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά ως προς το κεντρικό ζητούμενο: έξι στους δέκα δεν θα επιθυμούσαν καμία αναφορά στον όρο «Μακεδονία», ενώ σχεδόν τέσσερις στους δέκα (37,5%) θα συμβιβάζονταν με μια σύνθετη ονομασία που θα περιείχε τον όρο.

Η σημασία που αποδίδεται στο όνομα της Βόρειας Μακεδονίας εμφανίζει διαχρονικά πολύ υψηλά ποσοστά. Ενας στους δύο Ελληνες το θεωρεί «πολύ σημαντικό», ενώ αθροίζοντας και όσους αποκρίνονται πως είναι κάπως σημαντικό παρατηρούμε ποσοστά άνω του 70%. Το υψηλό ποσοστό σημασίας εμφανίζεται διαχρονικά σταθερό στις έρευνές μας από το 2016 έως και το 2021.

Φαίνεται πως η σπουδαιότητα που αποδίδεται έχει έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα. Εξι στους δέκα ερωτηθέντες θεωρούν πως η χρήση του όρου «Μακεδονία» αποτελεί παραχάραξη της ιστορίας μας, ενώ πέντε στους δέκα θεωρούν πως μπορεί να υποκρύπτει μια μελλοντική εδαφική απειλή. Περίπου έξι στους δέκα θεωρούν πως εμείς είχαμε δίκιο σε αυτή τη διαμάχη, ενώ περίπου τρεις στους δέκα θεωρούν πως είχαν και οι δύο χώρες.

Η ελληνική κοινή γνώμη εμφανίζεται τριχοτομημένη έναντι των συνεπειών της συμφωνίας. Το 35,5% τη θεωρεί επωφελή, ίδιο ποσοστό (35,5%) εκτιμά πως είναι επιζήμια, ενώ 26% δεν τη θεωρεί ούτε επωφελή ούτε επιζήμια. Πιο υποστηρικτικοί εμφανίζονται οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ (68%), όσοι τοποθετούνται ιδεολογικά στην Κεντροαριστερά (58,5%) και στην Αριστερά (55%), καθώς και οι αποκρινόμενοι ηλικίας 55 ετών και άνω (44%). Αντίθετα, οι πιο επικριτικοί είναι όσοι τοποθετούνται στα δεξιά (56,5%) και οι οπαδοί της ΝΔ (43%). Ακριβώς αντίστροφες είναι οι εκτιμήσεις της ελληνικής κοινής γνώμης για τη Βόρεια Μακεδονία. Η συντριπτική πλειοψηφία των γειτόνων μας, περίπου 8 στους 10, θεωρεί πως η συμφωνία είναι επωφελής για τη Βόρεια Μακεδονία.

Η αξιολόγηση των στοιχείων της Συμφωνίας των Πρεσπών εμφανίζει το εξής παράδοξο. Θεωρείται ένας αναγκαίος συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο χώρες (59,5%), αλλά επίσης εκτιμάται πως με την υπογραφή της μας αφαιρείται η δυνατότητα μιας καλύτερης διαπραγμάτευσης στο μέλλον (53,5%), ενώ την ίδια στιγμή υποστηρίζεται το επιχείρημα πως χωρίς τη Συμφωνία οι υπόλοιπες χώρες θα την αναγνώριζαν ως σκέτο «Μακεδονία» (53,5%). Ακριβώς δηλαδή το αντίστροφο αποτέλεσμα από αυτό που η κοινή γνώμη θα επιθυμούσε. Είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα παράδοξων και αμφίσημων ευρημάτων, τα οποία εξηγούνται από τη χρόνια έλλειψη ενημέρωσης και ειλικρίνειας από το πολιτικό προσωπικό και την επικράτηση στην κοινή γνώμη μύθων και στερεοτύπων γύρω από το θέμα.

Ως προς τα στοιχεία της ρεαλιστικής αποτίμησης της γενικότερης επίδρασης της στα Βαλκάνια, περίπου ένας στους δύο εκτιμά πως η Συμφωνία συμβάλλει στη σταθερότητα και στην ειρήνη στα Βαλκάνια, περίπου τέσσερις στους δέκα εκτιμούν πως αποκόπτεται η επιρροή της Τουρκίας στα Βαλκάνια, ενώ 44% εκτιμά πως ενισχύεται η οικονομική ανάπτυξη στη Βόρεια Ελλάδα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών αναδεικνύει τον υψηλό βαθμό κυνισμού της ελληνικής κοινής γνώμης και την έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς δρώντες. Περίπου ένας στους δύο Ελληνες εκτιμά πως η Συμφωνία επήλθε μέσω της επιβολής της από ξένες δυνάμεις, ενώ μόλις το 13% εκτιμά πως η Συμφωνία προέκυψε επειδή αυτό ήταν επωφελές για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Παρόμοιο είναι και το ποσοστό όσων εκτίμησαν πως η Συμφωνία επήλθε λόγω της ωρίμανσης των συνθηκών για επίλυση. Δύο στους δέκα θεωρούν πως η Συμφωνία αποτέλεσε προϊόν διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με αντάλλαγμα διευκολύνσεις για την εφαρμογή του Μνημονίου.

Ως προς τη στάση της ΝΔ, ένας στους δύο Ελληνες εκτιμά πως άλλαξε άποψη μετά τις εκλογές, αποδίδοντάς το στην προεκλογική της στρατηγική με στόχο περισσότερες ψήφους.

Συνολικά, η ελληνική κοινή γνώμη εμφανίζει έναν ιδιότυπο και επιλεκτικό ανορθολογισμό. Επιμένουμε στη σπουδαιότητα του ζητήματος, διαφωνούμε με τη λύση, ενώ αναγνωρίζουμε πως μια καθυστέρηση στην επίλυση του ζητήματος δεν θα εξυπηρετούσε τις προτεραιότητές μας. Η κοινή γνώμη σήμερα μοιάζει να επιμένει στο επιχείρημα του «ας το λένε όλοι οι άλλοι σκέτο Μακεδονία, αρκεί να μην το λέμε εμείς».

Η Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζεται διεθνώς ως κομβικό γεγονός στην προσπάθεια σταθεροποίησης και εξευρωπαϊσμού της περιοχής. Η αντιμετώπισή της ως μιας συμφωνίας με οριακά οφέλη οφείλεται κατά βάση στον χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης με την οποία αναδείχθηκαν συναισθηματικά οι πτυχές της ενώ υποτιμήθηκαν τα οφέλη της. Δυστυχώς αυτό θυμίζει σε πολλά την πολιτική αντιπαράθεση της δεκαετίας του ’90, η οποία διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό τις αρνητικές προσλαμβάνουσες της σημερινής γενιάς πολιτών ηλικίας 35-54 ετών για το θέμα.

*Ο κ. Ιωάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
*Ο κ. Γιώργος Σιάκας είναι διευθυντής Ερευνών της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ενώ διδάσκει Πολιτική Κοινωνιολογία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ.

Πηγή:www.tovima.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.