“Γεννήθηκα εις Καύκασον Ρωσίας” (*)

Αγαπητοί φίλοι,

Λυπάμαι που λόγοι ανωτέρας βίας δεν μου επέτρεψαν να ανταποκριθώ στην τιμητική πρόσκληση που μου απευθύνατε και να είμαι μαζί σας σήμερα.

Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία της Ποντοκώμης Κοζάνης και των “Καυκάσιων” κατοίκων της που έγραψαν ο Ανδρέας Αθανασιάδης και ο Χρήστος Μιχαηλίδης με τον γενικό τίτλο «Γεννηθείς είς Καύκασον Ρωσίας» και εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος «Ινφογνώμων». Περίμενα να διαβάσω τη «βιογραφία» ενός χωριού. Αλλά μέσα της βρήκα κρυμμένο ένα, νομίζω πολύ καλό, εγχειρίδιο της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα, για το οποίο το χωριό της Ποντοκώμης, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του απετέλεσε μια θαυμάσια αφορμή.

Λυπάμαι που η ΔΕΗ ετοιμάζεται τώρα να κατασπαράξει την Ποντοκώμη, αποφασισμένη καθώς φαίνεται να κάψει και το τελευταίο κιλό λιγνίτη, καταστρέφοντας ταυτόχρονα το ελληνικό περιβάλλον. Η επιχείρηση αυτή έχει επιδείξει χαρακτηριστική βαρβαρότητα και περιφρόνηση για το περιβάλλον και τους ανθρώπους, περιφρόνηση χαρακτηριστική της γενικότερης ελληνικής διανοητικής και κοινωνικής υπανάπτυξης, και στην Πτολεμαϊδα και στη Μεγαλόπολη. Το ίδιο το βιβλίο άλλωστε, που σήμερα συζητάτε, είναι μια καλή διήγηση της ατέρμονης σύγκρουσης ανάμεσα στον ελληνικό λαό και τους πάσης φύσεως άρχοντές του που πασχίζουν να τον καταστρέψουν και μαζί και την Ελλάδα. ‘Eνα καταστροφικό έργο που πήρε στις μέρες μας πολύ έντονους ρυθμούς, μετά την ουσιαστικά πραξικοπηματική υπογραφή από την παρούσα κυβέρνηση του μνημονίου με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή ¨Ενωση. Ενός μνημονίου που, μακάρι να διαψευσθώ, πολύ φοβάμαι ότι σηματοδοτεί την υποδούλωση της χώρας μας και εγκαινιάζει μια πορεία καταστροφής της.

Η νεώτερη Ελλάδα, και το πόνημα των Αθανασιάδη και Μιχαηλίδη το δείχνει αυτό, είναι ένας διαρκής αγώνας ανάμεσα στις καταστροφές που σωρεύει η άρχουσα τάξη και το πολιτικό μας προσωπικό, και όση υγεία διατηρεί ο ελληνικός λαός. Γιατί είναι λίγες οι ευρωπαϊκές χώρες, η πολιτική, κρατική και οικονομική ηγεσία των οποίων έχει συχνά λειτουργήσει κατά τρόπο τόσο εχθρικό για το έθνος τους. Προϊόν αυτής της λαϊκής «υγείας» είναι και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, προϊόν δηλαδή της επιθυμίας των συγγραφέων να διατηρήσουν ζωντανή την ιστορία και τις παραδόσεις του χωριού τους, κοντολογίς την ταυτότητά τους, να παραδώσουν στις νεώτερες γενηές τα υλικά του παρελθόντος τους, ανοιχτά σε νέες δυνατές συνθέσεις.

Οι συγγραφείς δεν είναι εξ επαγγέλματος ιστορικοί, που να χρειάζεται να επιβεβαιώσουν τίτλους ή προκατασκευασμένα σχήματα. Αυτό κάνει την δουλειά τους και πιο ενδιαφέρουσα και πιο δεμένη από τα περισσότερα αντίστοιχα έργα που έχω υπόψι μου. Υποπτεύομαι ότι οι συγγραφείς έχουν άποψη και μάλιστα ισχυρή άποψη για την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα. Προτιμούν να μην την εκφράσουν, είναι φανερό όμως ότι επηρεάζει αδιόρατα τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζουν το ιστορικό υλικό τους.

Η σεμνότητά τους και η αποφυγή του δικού τους σχολιασμού ίσως μας στέρησε από ένα πολύ πιο ώριμο πόνημα που νομίζω θα ήταν στις δυνατότητές τους. Ταυτόχρονα όμως η μέθοδός τους κάνει πιο δυνατή και πιο εντυπωσιακή την εμφάνιση των πιο αντιφατικών στοιχείων, των δύσκολων πραγματικοτήτων της σύγκρουσης διαφόρων κοινωνικών, τοπικών και εθνικών ομάδων στον μακεδονικό χώρο, αλλά και της εμφύλιας σύρραξης. Το αποτέλεσμα είναι ένας ιστορικός νατουραλισμός, όπου στον αναγνώστη παρουσιάζονται χωρίς συναισθηματική φόρτιση και χωρίς σχολιασμό, αλλά ωμά και ανάγλυφα, όλα τα στοιχεία που συνέθεσαν την ελληνική τραγωδία του Εικοστού Αιώνα. Στον αναγνώστη ανήκει τώρα η ευθύνη να πάρει, με το δικό του μυαλό, τη θέση που αποφεύγουν να πάρουν οι συγγραφείς, καθοδηγημένος και από τις πυκνότατες και πολύ λειτουργικές βιβλιογραφικές αναφορές των συγγραφέων. Η βιβλιογραφική τεκμηρίωση του έργου είναι πράγματι εντυπωσιακή. Η βιβλιογραφία έχει στο βιβλίο τη θέση που πρέπει να έχει σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα και που δεν έχει δυστυχώς στα πλείστα, χαμηλού επιπέδου πανεπιστημιακά μας συγγράμματα, όπου οι αναφορές στα βιβλία και τις ιδέες συχνά είναι το διανοητικό ισοδύναμο ενός καλορονταρισμένου συστήματος δημοσίων σχέσεων.

Είναι η αγάπη των συγγραφέων για το αντικείμενό τους και η εντιμότητά τους που τους επέτρεψε να παράγουν σχεδόν ανεπαίσθητα ένα ανάγνωσμα πολύ σημαντικότερο από αυτό που καταρχήν υποδηλώνει το θέμα του. Και είναι η σεμνότητά τους, ίσως το σωτήριο τρακ του “ερασιτέχνη”, αλλά ο ερασιτέχνης προηγήθηκε του επαγγελματία, που τους προστάτευσε ίσως από μια αλαζονεία, που εύκολα θα κατέστρεφε το εγχείρημά τους.

Σήμερα, ο ελληνικός λαός, το ελληνικό έθνος αντιμετωπίζει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της νεώτερης ιστορίας του. ‘Εχει ανάγκη την αυτογνωσία του. Πρέπει να καταλάβει από πού έρχεται για να ορίσει το που πάει. Αντί να περιφρονεί τις «ανατολικές» του ρίζες, πρέπει να τις καταλάβει, να τις φροντίσει, να τις χρησιμοποιήσει στην αιώνια διαπραγμάτευσή του με τη Δύση.

Οι Πόντιοι κουβαλάνε, πιότερο από άλλους ‘Ελληνες, ένα στοιχείο εξόχως απαραίτητο στους δύσκολους καιρούς που ζήσαμε παληά και στους ακόμα πιο δύσκολους που μπαίνουμε τώρα: το στοιχείο της οικογενειακής, κοινωνικής, εθνικής αλληλεγγύης. Είναι ακριβώς η εξαφάνιση αυτού
του στοιχείου, η εξαφάνιση κάθε συλλογικότητας, που έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και του κράτους μας που ζούμε σήμερα, αποσύνθεση που μας έκανε ανήμπορους να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη οικονομική κρίση και θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την επιβίωση του ελληνικού έθνους-κράτους.

Ενστικτωδώς, οι Πόντιοι είναι επίσης φορείς μιας «γεωπολιτικής συνείδησης», αν μου επιτρέπετε αυτό τον όρο, μιας συνείδησης δηλαδή του που βρίσκεται ο ελληνισμός, των βαθύτερων σχέσεων και ριζών του στον σλαβικό και ιδίως ρωσικό χώρο, που συνιστά την ευρύτερη οικογένειά του.

¨Ακουσα χθες με μεγάλη λύπη την απόφαση της Βουλγαρίας για τον τερματισμό του σχεδίου του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, ενός αγωγού-συμβόλου. Η ακύρωση του σχεδίου αυτού είναι ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της αποικιοποίησης των βαλκανικών χωρών και προπάντων της Ελλάδας. Τυπικά την ευθύνη έχει η βουλγαρική κυβέρνηση, δεν μας έμεινε όμως αμφιβολία, από τις προεκλογικές ήδη τοποθετήσεις του κ. Παπανδρέου, ότι η συνεργασία με τη Ρωσία δεν είναι στις προτεραιότητες, είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, μιας κυβέρνησης που μοιάζει προσανατολισμένη στους ρυθμούς της Ουάσιγκτον περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη για πολλές δεκαετίες.

Η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, το κράτος του, το ελληνικό έθνος οδηγείται σε στρατηγική ασφυξία, αποκόπτεται από τη ρωσική, όπως και από την αραβική και, ευρύτερα, την ανατολική ενδοχώρα μας, εξαιτίας των καταστροφικών επιλογών της ηγεσίας μας, της διαφθοράς των δυνάμεων που θα όφειλαν να αντισταθούν σε μια τέτοια πορεία, της σύγχυσης και της διάβρωσης της κοινωνίας μας.

Εργάσθηκα πολλά χρόνια ως ανταποκριτής, μεταξύ άλλων, του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Ρωσία, την εποχή της κατάρρευσης του σοβιετικού υπαρκτού ή, κατ’ άλλους, ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Εποχή που συνέπεσε με την αφύπνιση των σοβιετικών εθνοτήτων, μεταξύ αυτών και των Ελλήνων της πρώην ΕΣΣΔ. Θυμάμαι ζωηρά τη συγκίνηση που προκάλεσα και ένοιωσα όταν, το 1990 αν θυμάμαι καλά, επισκέφθηκα την Τιφλίδα και την ¨Αλμα Ατά, δύο από τα κέντρα του σοβιετικού ελληνισμού. ¨Εγραψα δύο μεγάλα άρθρα για τους ¨Ελληνες της Γεωργίας και του Καζαχστάν – αλλά βέβαια ο διευθυντής μου τότε, προτίμησε να μην τα δημοσιεύσει ποτέ.

Το ελληνικό κράτος σκότωσε το νεοελληνικό έθνος, λέει κάπου ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος. Η συμπεριφορά δυστυχώς των πάσης φύσεως αρμοδίων της κακιάς ώρας απέναντι στους ‘Ελληνες της διασποράς, που είναι συχνά πολύ πιο ‘Ελληνες από τους Γραικύλους που ενίοτε μας κυβερνούν, συνεχίζεται δυστυχώς και σήμερα. Μας υποδεικνύει πόσο ανολοκλήρωτη παραμένει ακόμη και η Επανάσταση του 1821, πόσο λίγο ανεξάρτητο είναι δηλαδή το κράτος μας, πόσο λίγο κυρίαρχη η δημοκρατία μας. Και πόσο μεγάλο αναξιοποίητο δυναμικό διαθέτει πάντα η Ελλάδα εκτός των συνόρων της.

Οι “Kαυκάσιοι” της Ποντοκώμης από μια άποψη ατύχησαν, συμμετέχοντας σε όλες τις ρωσικές και ελληνικές τραγωδίες. Από την άλλη όμως ευτύχησαν, κι ας μην το βλέπουν ίσως έτσι, γιατί είχαν την τύχη να ζυμωθούν με τα μεγαλύτερα, τα βαθύτερα αναμορφωτικά κινήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας και της Ελλάδας. ¨Εμμεσο προϊόν αυτής της συμμετοχής στα μεγάλα ρεύματα του καιρού τους πρέπει να θεωρηθεί και το βιβλίο αυτό για τους Καυκάσιους.

Από τη μια το τεράστιο ρεύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, που, μαζί με τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, δοκίμασαν να δώσουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ελέγξει την κοινωνία του. Από την άλλη η μεγάλη εθνική αλλά και κοινωνική επανάσταση της ελληνικής εθνικής αντίστασης του 1941-1945, της σπουδαιότερης αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη, σχετικά με το μέγεθος της χώρας, ακόμα σε σύγκριση και με τη γιουγκοσλαβική. Και μια από τις σημαντικότερες Επαναστάσεις στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, όπως η Επανάσταση του 1821 ήταν η σημαντικότερη στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική.

Τα αποτελέσματα δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες, θα πούνε πολλοί και όχι αδικαιολόγητα. Που θα ήταν όμως η ανθρωπότητα αν δεν είχε δοκιμάσει; Που την πάνε όσοι ετοιμάζονται τώρα να κατεδαφίσουν τα εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που έφτιαξαν οι Γιακωβίνοι, στην κονωνική διάσταση του οποίου τόσο συνέβαλαν οι Μπολσεβίκοι, χωρίς την έμπνευση που απετέλεσε η σοβιετική επανάσταση για τα έθνη όλου του πλανήτη. Το αποτέλεσμα είναι ένα μέτρο, δεν εξαντλούνται όμως σε αυτό τα κριτήρια της ανθρώπινης Ιστορίας, αλλοιώς δεν θα τιμούσαμε τον Χριστό, αλλά αυτούς που τον σταύρωσαν.

Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
Αθήνα, 2010-06-12

(*) Η ομιλία αυτή διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου “Γεννήθηκα εις Κάυκασον Ρωσίας” των Ανδρέα Αθανασιάδη και Χρήστου Μιχαηλίδη