Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Υπάρχει τρόπος να λυθεί το κυπριακό και τι είδους λύση επιθυμούν, αν επιθυμούν, οι ίδιοι οι Κύπριοι; Συμφωνούν με το περίγραμμα τουλάχιστο της λύσης που συζητούσαν δύο χρόνια οι κ.κ. Χριστόφιας και Ταλάτ και τώρα συζητούν Χριστόφιας και ¨Ερογλου, ή μήπως θέλουν κάτι τελείως διαφορετικό; Θέλουν να ζήσουν μαζί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, κι αν δεν θέλουν συμφωνούν σε ένα οριστικό διαζύγιο; Τι περιμένουν από τα κόμματα και από τους Προέδρους τους;
Οι απαντήσεις σε αυτά και άλλα, παρόμοια ερωτήματα, δεν είναι εύκολο να δοθούν, πόσο μάλλον που στην καθ’ ημάς Ανατολή δεν περισσεύει, ούτε στο δημόσιο, ούτε στον ιδιωτικό λόγο, ευθύτητα και ορθολογισμός – αντίθετα, κυριαρχεί συχνά μια “καθωσπρεπική” υποκρισία, υπεύθυνη, ειρήσθω εν παρόδω, και για ένα τμήμα τουλάχιστο της άπωσης που προκαλεί στην κοινή γνώμη το κυπριακό.
Μια μεγάλη έρευνα της εταιρείας RAI μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, για λογαριασμό της εφημερίδας Φιλελεύθερος, δεν μας δίνει ασφαλώς πλήρη απάντηση σε αυτά και άλλα ερωτήματα, ρίχνει όμως αρκετό φως και βοηθάει να καταλάβουμε πως πραγματικά σκέπτονται σήμερα οι Ελληνοκύπριοι, μακριά από χιλιοπαιγμένα κλισέ.
Είναι για παράδειγμα πολύ εντυπωσιακό το ποσοστό των Ελληνοκυπρίων που δεν επιθυμεί να έχει Τουρκοκύπριο προϊστάμενο (58%) , γείτονα (43%), συνάδελφο (40%) ή φίλο (39%). H πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων αποδέχεται Τουρκοκύπριους ως γείτονες, συναδέλφους, φίλους, όχι όμως ως προϊστάμενους. Το 65% δεν θα επέστρεφε για μόνιμη εγκατάσταση στο υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση σπίτι ή περιουσία του.
Οι αριθμοί αυτοί θέτουν ουσιαστικά σε αμφισβήτηση την ύπαρξη πραγματικής διάθεσης συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων εντός του ιδίου κράτους. Στην καλύτερη περίπτωση αντανακλούν δυσπιστία, στη χειρότερη διάθεση κυριαρχίας. Σε κάθε περίπτωση καταδεικνύουν, πρώτον, ότι ο πλήρης διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων επί 36 χρόνια τις αποξένωσε, δεύτερον, ότι η επίσημη πολιτική επαναπροσέγγισης δεν αντιμετώπισε τις πραγματικές αιτίες της αμοιβαίας δυσπιστίας, αλλά μεταβλήθηκε σε είδος υποκριτικής, ηθικοπλαστικής τελετουργίας, μια ακόμα έκφραση του φαινομένου πολλαπλών επιπέδων συνείδησης, που γίνεται εύκολα αντιληπτό σε οποιονδήποτε μελετητή της κυπριακής κοινωνικής ψυχολογίας.
¨Ένα δεύτερο εντυπωσιακό συμπέρασμα είναι το τεράστιο χάσμα μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και πλειοψηφίας λαού στα πιο κρίσιμα εθνικά θέματα, χάσμα που, εξ όσων τουλάχιστο γνωρίζουμε, δεν έχει ποτέ σημειωθεί σε τέτοια έκταση και κατά τρόπο τόσο ανοιχτό και διαρκή στην κυπριακή ιστορία. Οι Ελληνοκύπριοι απορρίπτουν με συντριπτική πλειοψηφία (76%) και σε αυτή, όπως και σε όλες τις άλλες δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει, εδώ και δύο χρόνια, το ίδιο το θεμέλιο της λύσης που προτείνει ο Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας στις συνομιλίες με τους Τουρκοκύπριους: την υποχρεωτική εναλλαγή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στη θέση του Προέδρου. Απορρίπτουν επίσης με 91% (!) την παραμονή εποίκων sto νησί (ο Κύπριος Πρόεδρος απεδέχθη 50.000 προτού αρχίσουν καν οι συνομιλίες)
Προφανώς, οι Ελληνοκύπριοι, 82% του κυπριακού πληθυσμού, δεν μπορούν να δεχθούν ότι κατά καιρούς θα κυβερνά Τουρκοκύπριος το όλο κράτος και ταυτίζουν μια τέτοια κατάσταση με περιοδική απώλεια της κυριαρχίας τους, δηλαδή κατά διαστήματα υπαγωγή στην κυριαρχία της μειοψηφίας. Πρέπει, στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι το δημοψήφισμα του 2004 υπήρξε σταθμός στην κυπριακή ιστορία, όχι μόνο γιατί απέτρεψε την κατάλυση του κυπριακού κράτους. Αλλά και γιατί φώτισε, για πρώτη φορά, στον δημόσιο διάλογο, τα μείζονα ζητήματα κράτους και κυριαρχίας, που συχνά απεκρύβησαν στον δημόσιο λόγο πολιτικών, που προτιμούν συνήθως να περιπλέκουν τις υποχωρήσεις τους σε μια ακατανόητη νομική αργκό και ιδιαίτερους “προνεωτερικούς” κώδικες, που τελικά μπερδεύουν μερικές φορές και τους ίδιους.
Εν έτει πάντως 2010 και εντός της ΕΕ, η κυπριακή κοινωνία είναι επαρκώς μοντέρνα για να μη συμφωνεί με την κατάργηση του κανονικού κράτους, την προστασία του οποίου απολαμβάνει σήμερα στις ελεύθερες περιοχές, προς όφελος μιας μετααποικιακής ρύθμισης που δεν απαντάται πουθενά στον κόσμο, πλην ίσως της Βοσνίας ή του Ανατολικού Τιμόρ! Το ζήτημα όμως είναι τι ακριβώς κάνει και γιατί επιμένει σε μια ρύθμιση που απορρίπτει η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού, περιλαμβανομένων και των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ, ο Πρόεδρος της Κύπρου, δεσμεύοντας τους Ελληνοκύπριους σε μια ανεπιθύμητη κρατική ρύθμιση.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι βέβαια ότι οι χειρισμοί του Προέδρου Χριστόφια στο κυπριακό αφήνουν ανικανοποίητο το 59% του πληθυσμού, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό και επικίνδυνο για την ασφάλεια ενός μικρού και απειλούμενου νησιού, όπου απαιτείται ένας υψηλός βαθμός κατανόησης και συμφωνίας ελίτ και κοινωνίας. Το 75% των ελληνοκυπρίων δεν πιστεύει ότι το κυπριακό θα λυθεί ως αποτέλεσμα των διεξαγόμενων τώρα συνομιλιών.
Το 63% των Ελληνοκυπρίων εξακολουθεί να υποστηρίζει τη διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία, ως μορφή λύσης, που είναι η επίσημη επιδίωξη της ελληνοκυπριακής πλευράς και η θέση του ΟΗΕ, ποσοστό πάντως που μειώθηκε κατά περίπου 10% την τελευταία χρονιά. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτή η ομοσπονδία! Το μόνο ολοκληρωμένο σχέδιο τέτοιας ομοσπονδίας ήταν το σχέδιο Ανάν, που απερρίφθη μετά πολλών επαίνων από το 76% του πληθυσμού. ‘Eνα 20% των Ελληνοκυπρίων υποστηρίζει λύση δύο κρατών, ποσοστό εντυπωσιακά υψηλό, αφού ουδείς Κύπριος πολιτικός υποστηρίζει δημοσίως μια τέτοια λύση και αρκετοί την θεωρούν συνώνυμη προδοσίας (oi περισσότεροι πολιτικοί πάντως την υποστηρίζουν στις … ιδιωτικές συνομιλίες τους!). Τέλος ένα 7% υποστηρίζει άλλη λύση, η μορφή της οποίας δεν διευκρινίζεται στη δημοσκόπηση, λογικά όμως δεν μπορεί να είναι παρά η επιδίωξη του ενιαίου κράτους (ή, οριακά, η επιστροφή στη Ζυρίχη)
Oi Eλληνοκύπριοι δεν εμπιστεύονται καθόλου Βρετανούς, Αμερικανούς και ΟΗΕ στο κυπριακό, ενώ εμπιστεύονται τους Ρώσους. Θέλουν επίσης, κατά 73%, βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ. Το 66% πιστεύει ότι η Κύπρος ωφελήθηκε από την ένταξη στην ΕΕ και το 56% ότι η Λευκωσία πρέπει να πάψει να στηρίζει την τουρκική ένταξη. Το 46% θέλει (43% όχι) ένταξη στο ΝΑΤΟ και το 77% στον Συνεταιρισμο για την Ειρήνη.
Τέλος, οι Ελληνοκύπριοι δεν χρησιμοποιούν το ρουσφέτι. Ετσι τουλάχιστον απαντάνε στη δημοσκόπηση. Οποιος θέλει τους πιστεύει.
Κόσμος του επενδυτή, 20.11.2010