Ετσι δέθηκε το «μίσος»

Διαβάσαμε στην Εφημερίδα των Συντακτών το ακόλουθο άρθρο του Τάσου Κωστόπουλου για τους κοινωνικούς αγώνες της διετίας 2010-11. Δεν συμμεριζόμαστε αρκετές από τις εκτιμήσεις του, το αναπαράγουμε όμως γιατί θυμίζει αρκετά ουσιώδη σημεία εκείνης της κρίσιμης περιόδου.

24.05.2020

Μνημονιακή προπαγάνδα και κοινωνική έκρηξη (2010 – 2011)

Eνα φάντασμα στοιχειώνει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς των τελευταίων εβδομάδων, καθώς οι κοινωνικές επιπτώσεις της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης διαγράφονται πια ευκρινώς στον ορίζοντα: η σκιά της πολύμηνης, έρπουσας λαϊκής εξέγερσης του 2010-2012 κατά των μνημονίων. Μιας εξέγερσης που κλυδώνισε εκ βάθρων το τότε πολιτικό σύστημα, ανέτρεψε την κυβέρνηση Παπανδρέου κι ενταφίασε πολιτικά το ΠΑΣΟΚ. Αποδεικνύοντας, με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, πως οι επιπτώσεις της βίαιης ανατροπής του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου (και της απότομης, δραματικής επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας και ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων) δεν ήταν δυνατό να περιοριστούν εντός του πλαισίου που επιθυμούσαν οι κυβερνώντες.

Για το πολιτικό βάρος αυτής της σκιάς, εξαιρετικά εύγλωττος ήταν ο πρόσφατος εξορκισμός της από τα πρωθυπουργικά χείλη, με αφορμή τη δέκατη επέτειο του φονικού της «Μαρφίν». Ο κ. Μητσοτάκης δεν περιορίστηκε στο αυτονόητο − την ευχή και προτροπή να μην επαναληφθεί παρόμοια ανθρώπινη τραγωδία.

Τόσο στη Βουλή (5/5) όσο και κατά την τελετή αποκάλυψης του μνημείου (9/5), οι αφορισμοί του επεκτάθηκαν (ακριβέστερα: επικεντρώθηκαν) στη συνολική κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση εκείνων των χρόνων, «μια εποχή που πλήγωσε την Ελλάδα ολόκληρη, την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την εικόνα μας στο εξωτερικό». Ο συμβολισμός του διαβήματος, τόνισε, «είναι σαφής και ξεκάθαρος: Ποτέ ξανά να μην πέσει η χώρα θύμα του τυφλού διχασμού, του μίσους, της βίας […] Σε κάθε περίπτωση προχωράμε μπροστά, αφήνοντας πίσω μας αυτές τις εποχές. Με ζωντανές, όμως, τις μνήμες, χαραγμένες για πάντα στην ψυχή μας, μιας εποχής η οποία μας πόνεσε όλους πάρα πολύ».

Είναι προφανές ότι, σε αντίθεση με τους προκατόχους του που δυσκολεύονται αντικειμενικά να διαχειριστούν τις μνήμες μιας ιστορίας έντονα σημαδεμένης από τις δικές τους παλινδρομήσεις κι ανακολουθίες, ο σημερινός πρωθυπουργός θεωρεί το δικό του αφήγημα για την «επάρατη» εκείνη εποχή αρκούντως συνεκτικό και πολιτικά λειτουργικό. Από κει και πέρα, ο πρώτος πληθυντικός αναλαμβάνει να συγκαλύψει την κοινωνική ανισομέρεια του τραύματος, ακόμη στους κόλπους του δικού του, προνομιακού ακροατηρίου.

Οσοι ψηφίζουν σήμερα (ή μπορεί να ψηφίσουν αύριο) τη Ν.Δ. δεν «πόνεσαν», γαρ, «όλοι πάρα πολύ» − και δη από τις ίδιες πτυχές της κρίσης. Κάποιοι έχασαν τη δουλειά τους, το μαγαζί ή το σπίτι τους· ουκ ολίγοι βρέθηκαν επίσης ξαφνικά βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό σε «κόκκινα» δάνεια, την τακτική αποπληρωμή των οποίων εγγυόταν μέχρι τότε ο μισθός ή η σύνταξη που περικόπηκε δραστικά κι απροειδοποίητα. Πολλοί άλλοι είδαν αντίθετα την αγοραστική αξία των καταθέσεών τους να πολλαπλασιάζεται και το «μισθολογικό κόστος» του προσωπικού τους να συρρικνώνεται· το μόνο που τους χαλούσε ενδεχομένως το κέφι ήταν εκείνη η ανησυχητική σκοτεινιά στο βλέμμα των χαμένων, αν και όποτε τύχαινε να διασταυρωθεί με το δικό τους. Αρκετά διαφορετικά βίωσε βέβαια αυτή τη σκοτεινιά το αστικό πολιτικό προσωπικό των ημερών, αντιμέτωπο καθώς βρέθηκε από ένα σημείο και μετά με τη λαϊκή οργή.

Ευνόητη, ως εκ τούτου, η σπουδή να εμπεδωθεί εγκαίρως ένας βολικός εξορκισμός αυτής της πρόσφατης ιστορίας, προτού οι επιπτώσεις της νέας κρίσης προσδώσουν στις σχετικές μνήμες διαφορετική χροιά. Μια πρώτη επεξεργασία αυτού του αφηγήματος είδε άλλωστε το φως με τη μορφή μπροσούρας που διένειμε πριν από έναν ακριβώς χρόνο η «Καθημερινή».

Σε αντίθεση με τη συναφή μυθολογία περί «λαϊκισμού» και «άκρων», αρκεί ωστόσο κανείς να ξεφυλλίσει τις εφημερίδες της εποχής για να διαπιστώσει πως η καλλιέργεια του διχασμού και η παροχέτευση του συνακόλουθου μίσους κατά του πολιτικού κόσμου (και όσων θύμιζαν, εκπροσωπούσαν ή υπερασπίζονταν τις δημοκρατικές και φιλολαϊκές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης), υπήρξαν έργο των ίδιων ακριβώς μηχανισμών που προπαγάνδιζαν την επερχόμενη «σωτηρία» μας από τα μνημόνια.

ΔΝΤ, όπως Ναβαρίνο;

Κοινός τόπος για τα ΜΜΕ που στήριξαν την επιβολή των μνημονίων, κατά τη φάση ιδίως της προπαρασκευής τους, ήταν η βεβαιότητα ότι το ιππικό της ξένης επέμβασης θα μας έσωζε μια ακόμη φορά από τον κακό μας εαυτό. Εξίσου χαρμόσυνη υπήρξε η επαγγελία της ανάπτυξης που θα ερχόταν «νομοτελειακά», αμέσως μετά την άρση της υπερβολικής θεσμικής προστασίας των εργαζομένων και διαφόρων άλλων γραφειοκρατικών «στρεβλώσεων».

Προηγήθηκαν καθησυχαστικοί τόνοι: μια προσφυγή στο ΔΝΤ, διαβεβαίωνε π.χ. ο Αλέξης Παπαχελάς έναν μήνα πριν από το Καστελλόριζο, «διαφορές μεγάλες δεν έχει, καθώς τα μέτρα που θα μας επέβαλλε έχουν λίγο-πολύ ληφθεί» («Καθημερινή» 17/3/2010). Αμέσως μετά την προσφυγή, κύριο άρθρο της εφημερίδας συνιστούσε πάλι (18/4/2010) να «δούμε την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Η χώρα δεν θα κηρύξει στάση πληρωμών, θα αναγκασθεί να λύσει προβλήματα που κανένας πολιτικός δεν τολμούσε να αγγίξει λόγω του πολιτικού κόστους και θα έχει μια σημαντική ελπίδα να βάλει σε τάξη τα του οίκου της». Παραδεχόταν, βέβαια, πως αυτό «δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Πολλές χιλιάδες συμπολιτών μας θα βρεθούν σε δεινή θέση για ένα διάστημα και θα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κοινωνικής έκρηξης. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι κρίσιμο να υπάρξει ταυτόχρονα πολιτική κάθαρση, να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι για οικονομικά και φορολογικά εγκλήματα».

Στο ίδιο φύλλο, ανταπόκριση από την Ουάσινγκτον διαβεβαίωνε ότι «το ΔΝΤ αναμένεται να ζητήσει μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία ανταγωνιστική», ενώ δεν έλειπε και η εκλαΐκευση της γραμμής διά χειρός Στέφανου Κασιμάτη: «Εδώ που φτάσαμε, οι “βάρβαροι” του ΔΝΤ δεν είναι “μια κάποια λύσις”. Είναι η μόνη που υπάρχει στον ορίζοντα. […] Γιατί όχι; Εδώ η ελληνική ανεξαρτησία κερδήθηκε χάρη στην παρέμβαση των ξένων − όσο κι αν δεν μας αρέσει να το θυμόμαστε…».

Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι λαϊκότερες συνηγορίες της εθνοσωτήριας τομής. «Το ΔΝΤ δεν έχει νύχια, δεν πίνει αίμα, έχει όμως το ψαλίδι για να να σου κόβει τα νύχια, αφού δεν είσαι σε θέση να τα κόψεις και ματώνεις βαριά», εξηγεί στον «Ελεύθερο Τύπο» (2/5/2010) ο συγγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής − «οικονομολόγος που έχει συνεργαστεί με διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ σε χώρες της Ευρώπης και του κόσμου [και] γνωρίζει όσο λίγοι στην Ελλάδα τον νέο… προϊστάμενο της ελληνικής οικονομίας». Μετά το «φρένο στους διεθνείς τοκογλύφους που φαίνεται ότι ήθελαν να γονατίσουν τη χώρα», εξηγεί πάλι στον «Κόσμο του Επενδυτή» (24/4/2010) ο εκδότης και διευθυντής του Νίκος Φελέκης, το μνημόνιο μας προσφέρει «περίπου εννιά μήνες περιθώριο για να ηρεμήσουν οι αγορές και τα spreads. Αρκεί να μην εφησυχάσουμε. Αρκεί να υπάρξουν αναπτυξιακό τσουνάμι, διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγές στο Ασφαλιστικό, όλα όσα εν πάση περιπτώσει έχουν ειπωθεί ότι πρέπει να γίνουν, προκειμένου όντως να επανιδρυθεί το κράτος».

Με το «αναπτυξιακό τσουνάμι» να προπαγανδίζεται ως υποκειμενική προϋπόθεση και δυνατότητα, κάθε πικραμένος προίκιζε στη φαντασία του την επερχόμενη «σωτηρία» με τις δικές του φαντασιώσεις. Οπως εκείνος ο επιστολογράφος της «Καθημερινής» που πίστευε πως «οι αγορές και το ΔΝΤ μάς ζητούν το αυτονόητο, αυτό που επιθυμεί και ο κάθε πολίτης. Θέσπιση διαδικασιών, θεσμών και ασφαλιστικών δικλίδων που θα μας βεβαιώσει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει περίπτωση διοικητές Ταμείων να αγοράσουν δομημένα ομόλογα. Οτι δεν θα δούμε ξανά σκάνδαλα τύπου Siemens»…

Στην πραγματικότητα, βέβαια, «οι αγορές» και οι εκπρόσωποί τους είχαν πολύ διαφορετικά πράγματα στο μυαλό τους. Οπως πληροφορούμαστε δε από τις αναφορές τις αμερικανικής πρεσβείας που διέρρευσαν στα WikiLeaks, το είχαν ήδη καταστήσει σαφές στο επιτελείο του Παπανδρέου: «Οι αγορές θέλουν να δουν “να τρέχει αίμα” ως αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων. Θέλουν να αισθανθούν πως η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει επώδυνα μέτρα παρά τις λαϊκές αντιδράσεις» (Σπέκχαρντ προς υπ. Οικονομικών, 31/12/2009, 09ATHENS2202.a).

Εσωτερικός εχθρός

Η συλλογική ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας υπήρξε πάντως επιμελημένα διακριτική. Καμιά από τις κρίσιμες επιλογές της προηγούμενης δεκαετίας, που έφεραν τα δημόσια οικονομικά στο χείλος του γκρεμού, δεν μπήκε στο στόχαστρο: ούτε η εκβιασμένη ένταξη στην ευρωζώνη, με τα Greek statistics και τις λογιστικές ταχυδακτυλουργίες της Goldman Sachs, μιας οικονομίας εκ των πραγμάτων αδύναμης ν’ αντέξει το επακόλουθο προσαρμοστικό σοκ· ούτε οι «Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα», ο βασικός δηλαδή μηχανισμός απομύζησης του δημόσιου πλούτου από δικτυωμένους ιδιώτες επί Σημίτη και Καραμανλή· ούτε οι προκλητικές φοροαπαλλαγές του πλούτου επί Καραμανλή, που βούλιαξαν τα δημόσια έσοδα· ούτε, φυσικά, το χρυσό πάρτι της Ολυμπιάδας που εκπαίδευσε εργολάβους και κυβερνώντες στην αλόγιστη κατασπατάληση των κρατικών πόρων, φορτώνοντας τη χώρα με τα δάνεια που έπρεπε (αλλά στάθηκε αδύνατο) ν’ αποπληρωθούν τη μοιραία εκείνη άνοιξη του 2010.

Ενας ειλικρινής αναστοχασμός, που θα έπαιρνε υπόψη τα παραπάνω, θα μοίραζε ανάλογα και τις ευθύνες. Μεταξύ άλλων, όφειλε να ομολογήσει πως η επερχόμενη καταστροφή είχε έγκαιρα προβλεφθεί από την εγχώρια Αριστερά, οι προειδοποιήσεις της οποίας είτε αποσιωπήθηκαν είτε λοιδορήθηκαν (ως «περιθωριακή γκρίνια») από τους ίδιους ακριβώς καλοταϊσμένους διαμορφωτές της κοινής γνώμης που τώρα έσκιζαν τα ρούχα τους για τις ευθύνες «των πολιτικών» εν γένει.

Το νέο κυρίαρχο αφήγημα, με το οποίο η χώρα βάδισε στο σφαγείο των μνημονίων, υπήρξε έτσι ταξικά μεροληπτικό, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: η Μεταπολίτευση και «οι πολιτικοί» δεν δαιμονοποιήθηκαν για τη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου από τους επιχειρηματίες της «ισχυρής Ελλάδας», αλλά επειδή στάθηκαν υπερβολικά παραχωρητικοί απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις. Η κρίση λ.χ. του ασφαλιστικού συστήματος δεν αποδόθηκε στη δέσμευση των αποθεματικών τους (με νόμο) ελέω Ολυμπιάδας και την κατοπινή σκανδαλώδη αποψίλωσή τους με τοξικά «δομημένα ομόλογα», αλλά στην υποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη μπροστά στον εργατικό ξεσηκωμό που προκάλεσε το 2001 το νομοσχέδιο Γιαννίτση.

Λογική κατάληξη μιας τέτοιας ανάγνωσης του πρόσφατου παρελθόντος ήταν ο στιγματισμός, ως υπεύθυνων για την κρίση, όσων αναμενόταν ν’ αντισταθούν στα νέα μέτρα: της Αριστεράς και των συνδικάτων − κυρίως της ΠΝΟ και του ΠΑΜΕ, που θεωρούνταν σ’ αυτή τη φάση ο πιο υπολογίσιμος αντίπαλος των επιζητούμενων αναδιαρθρώσεων.

Η κατασυκοφάντηση αυτού του εσωτερικού εχθρού πήρε ποικίλες μορφές, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και το ακροατήριο κάθε αγορητή − με τελικό ζητούμενο την πάταξη όσων σηκώσουν κεφάλι. «Το γεγονός ότι η Αριστερά, ανανεωτική ή μη, έχει “φλιπάρει” και θέλει να τα κάνει όλα γης μαδιάμ μάς αφήνει μόνο δύο επιλογές», αποφαίνεται έτσι την παραμονή της ψήφισης του πρώτου Μνημονίου ο Θέμος Αναστασιάδης.

«Η πρώτη είναι να τους σπάσει κάποιος τον τσαμπουκά και να τους βάλει στη θέση τους, καθότι δεν εκπροσωπούν ούτε το 10% του ελληνικού λαού. Υπάρχει όμως κάποιος να τους βάλει στη θέση τους;» («Πρώτο Θέμα», 2/5/2010). Με παρεμφερείς διατυπώσεις, η ναυαρχίδα του φιλελευθερισμού διαπιστώνει τις επόμενες μέρες πως «ένα τμήμα της Αριστεράς έχει επιλέξει το μονοπάτι της παραφροσύνης, αμφισβητώντας το Σύνταγμα και τους νόμους. Αν το επιτρέψουμε, το κόστος θα είναι ανυπολόγιστο για τη Δημοκρατία και τη χώρα συνολικά». Ως λύση προτείνεται η άμεση λήψη μέτρων «που θα περιφρουρήσουν τη ζωή, την ελευθερία, την απρόσκοπτη εργασία στην Αθήνα κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες» − η απόλυτη, μ’ άλλα λόγια, ποινικοποίηση απεργιών και διαδηλώσεων («Καθημερινή», 11/5/2010).

Στο protagon.gr του Σταύρου Θεοδωράκη, ο Τάσος Τέλλογλου εισηγείται πάλι (28/4/2010) την κήρυξη της χώρας «σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία», από μια κυβέρνηση με «έκτακτες εξουσίες»: «ορισμένα άρθρα του Συντάγματος πρέπει να βγουν “εκτός” ή να ερμηνευτούν ανάλογα», απεργιακές «εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά να κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτόφωρου, να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς».

Δεν έλειψε ακόμη και η απειλή κινητοποίησης «αγανακτισμένων» πολιτών για τη δυναμική επιβολή των μέτρων του ΔΝΤ: «Ε όχι ρε παλικάρια», γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστου στα «Νέα» (10/5/2010), απευθυνόμενος στο ΠΑΜΕ. «Εκτός από σας υπάρχουμε κι εμείς. Οι πολλοί. Η σιωπηλή πλειοψηφία. Που τα βλέπουμε όλα αυτά και γινόμαστε έξαλλοι. Απλά τώρα, δεν νιώθουμε επί του παρόντος την ανάγκη κάποια στιγμή να σηκωθούμε από τον καναπέ και να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Θα γίνει κι αυτό, είμαι βέβαιος. Το πότε δεν ξέρω».

«Aποτελεσματικοί» προπηλακισμοί

Στην πραγματικότητα, η βίαιη έξοδος των «αγανακτισμένων» από τους καναπέδες ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από την παραπάνω επαγγελία. Οξυδερκέστεροι, κάποιοι άλλοι opinion makers το είχαν προβλέψει (ή υποβάλει ως ιδέα) εγκαίρως. «Ο θυμός της μεσαίας τάξης είναι σήμερα βουβός», εξηγεί δύο μέρες πριν από το Καστελλόριζο ο Παπαχελάς, «αλλά το φθινόπωρο θα γίνει οξύς και κανείς δεν ξέρει πώς θα εκδηλωθεί. Κάποιοι έμπειροι προβλέπουν ότι τον επόμενο χειμώνα θα είναι λίγοι οι ενεργοί πολιτικοί που θα μπορούν να κυκλοφορούν στον δρόμο χωρίς τον κίνδυνο προπηλακισμού» («Καθημερινή», 21/4/2010).

Διασυρμένος ήδη από τα ΜΜΕ, ο κοινοβουλευτισμός δέχτηκε ακόμη βαρύτερο πλήγμα από τον εξευτελισμό των διαδικασιών του στο όνομα της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που επέβαλαν τα μνημόνια − με αποκορύφωμα τον πειθαναγκασμό των βουλευτών να ψηφίσουν μέσα σε λίγες ώρες εκατοντάδες σελίδες λεπτομερών ρυθμίσεων, δίχως να τους δοθεί ο χρόνος ούτε να τις ξεφυλλίσουν. Το τέλος του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου συνοδεύτηκε έτσι από το ξεγύμνωμα της Βουλής, ορατό στους πάντες σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση.

Ο,τι ακολούθησε, ισοδυναμούσε με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν ένα απλό «φραστικό επεισόδιο» σε βάρος του Απόστολου Κακλαμάνη θεωρούνταν είδηση τον Μάιο του 2010, τον επόμενο χειμώνα τα πράγματα χόντρυναν αισθητά. Η αρχή έγινε στη διάρκεια μιας πανεργατικής απεργίας (15/12/2010), με τον άγριο ξυλοδαρμό του νεοδημοκράτη βουλευτή Κωστή Χατζηδάκη από διαδηλωτές κάθε άλλο παρά «κουκουλοφόρους».

Ακολούθησε ατέλειωτο κυνηγητό υπουργών και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ σε όλη την επικράτεια, με ξεφωνήματα και προπηλακισμούς ποικίλης έντασης. Χάρη στη φοιτητική μετανάστευση, το έθιμο μεταφυτεύτηκε και στην Εσπερία, με συνθήματα κατά του πρωθυπουργού στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου (21/2) και του Θόδωρου Πάγκαλου στο «ελληνικό σπίτι» του Παρισιού (26/2).

Αμιγώς δεξιό χρώμα πήραν φυσικά οι συγκεντρώσεις που οργάνωσε τον Μάρτιο του 2011 ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κολλάτος έξω από τα σπίτια του Κώστα Σημίτη (με μαζική ανταπόκριση) και του Ακη Τσοχατζόπουλου (με αρκετά πενιχρή συμμετοχή). Το εμβληματικότερο απ’ αυτά τα επεισόδια υπήρξε πάντως το πανηγυρικό γιαούρτωμα του Πάγκαλου έξω από χασαποταβέρνα στα Καλύβια, από περίπου 300 κατοίκους της εξεγερμένης γειτονικής Κερατέας (16/3).

Η αντιμετώπιση αυτού του ξεσπάσματος από τα συντηρητικά ΜΜΕ υπήρξε απροκάλυπτα θετική, καθώς απομάκρυνε το γήπεδο της σύγκρουσης από τους χώρους δουλειάς. «Οι εργαζόμενοι», αποφάνθηκε χαρακτηριστικά το «Πρώτο Θέμα» (20/3/2011), «έχασαν την εμπιστοσύνη στο συνδικαλιστικό κίνημα και σταμάτησαν να κατεβαίνουν στους δρόμους. […] Η κοινή γνώμη αναζήτησε εναλλακτικούς και πιο αποτελεσματικούς τρόπους να εκφράσει τον θυμό της. Αρχισε με την αποχή από τις κάλπες, συνέχισε με το “Δεν πληρώνω” και κλιμακώνει με το “Γιαουρτώνω”». Ερμηνεύοντας με τον τρόπο του την «αποτελεσματικότητα» των γιαουρτωμάτων, ο Θέμος Αναστασιάδης διακήρυξε στο ίδιο φύλλο: «Οταν ένας πολιτικός δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του, πρέπει μόνιμα να πάει σπίτι του».

Παρόμοιες αντιδράσεις ισοδυναμούσαν άλλωστε με βούτυρο στο ψωμί των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, για τα οποία η «οργή» −και όχι η ορθολογική εξαγωγή συμπερασμάτων− αποτελεί την προσφιλέστερη δημοσιογραφική πρώτη ύλη. Το εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια το παρθενικό εγχειρίδιο εκπαίδευσης των δημοσιογράφων του «ΣΚΑΪ»: «Δεν θέλουμε να αναλύσουμε κάποιο θέμα, ψάχνουμε μια μαρτυρία. Εχετε π.χ. απολύσεις στη χαλυβουργία. Αν ρωτήσετε τον γενικό γραμματέα του συνδικάτου, θα έχετε έναν μονόλογο, βαρετό. Αν όμως ρωτήσετε έναν εργάτη, που θα του έχετε πριν μιλήσει και που είναι έτοιμος να εκφράσει τον θυμό του στο μικρόφωνο, θα έχετε ένα μικρό ντοκουμέντο 40” που θα είναι όμως πιο αποτελεσματικό» («On Air. Η τεχνική της ραδιοφωνικής επικοινωνίας», Παλλήνη 1988, σ.45). «Αποτελεσματικό» θεωρείται βέβαια εδώ ό,τι πουλάει· όχι ό,τι πείθει ή, έστω, διαφωτίζει τον ακροατή.

Από ένα σημείο και μετά, ως υπαίτιος για τους προπηλακισμούς καταγγέλθηκε από κυβερνητικά στελέχη ο ΣΥΡΙΖΑ. Το σχετικό στερεότυπο ήταν ήδη διαθέσιμο από την εποχή του πανεπιστημιακού κινήματος του 2006-2007 και των Δεκεμβριανών του 2008, δεν έλειψαν όμως και άλλες εμπνεύσεις: «Θυμάστε πριν από χρόνια ποιοι και πόσοι είχαν διαδηλώσει υπέρ της “17 Νοέμβρη”;», αναρωτήθηκε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (6/3/2011) ο Πάγκαλος. «Σήμερα αυτοί παίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ». Ακόμη απολαυστικότερη ήταν η σύζυγός του −αποτυχημένη υποψήφια δήμαρχος Σαρωνικού− Χριστίνα Χριστοφάκη, στη Real News (20/3/2011): «Είναι εικόνα να ρίχνεις εκατοντάδες κοκτέιλ μολότοφ, που ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ κατασκευάζει και αποθηκεύει, στους αστυνομικούς;».

Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2006-2008, το 2010-2011 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχεδόν διαλυμένος, ως μαζικός σχηματισμός, από την πρόσφατη διπλή διάσπασή του (Αλαβάνος 2009, ΔΗΜΑΡ 2010). Υπήρχαν βέβαια χιλιάδες αριστεροί, πολλοί απ’ αυτούς κομματικά άστεγοι πλέον ή ημιαποστρατευμένοι, σε κατάσταση απελπισίας −όπως και τόσοι άλλοι πολίτες− από την αδυναμία ανάσχεσης του μνημονιακού τυφώνα που σάρωνε τις ζωές τους. Τελικά, η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση τον αναστήλωσε πολιτικά, προσδίδοντάς του στα μάτια της κοινής γνώμης ικανότητες και προθέσεις που απείχαν έτη φωτός από την πραγματικότητα.

Η δίκοπη οργή

Την άνοιξη του 2011, η ήττα των εργατικών αντιστάσεων στα μνημόνια είχε καταστεί ορατή πλέον διά γυμνού οφθαλμού: εννιά πανεργατικές απεργίες μέσα σ’ ένα δεκαπεντάμηνο άφησαν ασυγκίνητη την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που λογοδοτούσε πλέον αλλού και όχι στην κοινωνική της βάση. Ο πρώτος αυτός κύκλος έκλεισε με την (εξαιρετικά άνευρη) απεργιακή πορεία της 11ης Μαΐου και την άγρια απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ στα μπλοκ των αυτόνομων συνδικάτων − κι έναν νεαρό διαδηλωτή να χαροπαλεύει για μέρες στην εντατική, με το κρανίο σπασμένο από αστυνομικό κλομπ.

Ενα απροσδόκητο συμβάν θα εγκαινιάσει τον δεύτερο κύκλο της αντιμνημονιακής εξέγερσης: στις 25 Μαΐου, 20.000-30.000 πολίτες συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα για να εκφράσουν την αντίδρασή τους στην πολιτική των μνημονίων, ακολουθώντας −όπως ειπώθηκε− το κάλεσμα μιας ανώνυμης σελίδας που εμφανίστηκε στο facebook λίγες μέρες νωρίτερα (21/5). Δημιουργοί της υπήρξαν, σύμφωνα με τη «Real News» (29/5), δύο τελειόφοιτοι μαθητές της Σχολής Μωραΐτη και του Κολλεγίου Αθηνών, με τη βοήθεια ενός φίλου τους, αγνώστων λοιπών στοιχείων − ανώνυμοι, όλοι τους, μέχρι σήμερα. Παρά τη σχετική μυθοποίηση, το σχετικό μήνυμα διαδόθηκε πάντως ευρύτατα από άλλους, κάθε άλλο παρά ανώνυμους (ή «απολίτικους») μηχανισμούς.

Για την προληπτική διαφήμιση του συμβάντος από μερίδα των (ηλεκτρονικών ιδίως) ΜΜΕ, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η εκτενής προαναγγελία της συγκέντρωσης από την «Καθημερινή» της ίδιας μέρας: «Τι θα γίνει στις 6 μ.μ. σήμερα στο Σύνταγμα; Τι θα γίνει στις 7 μ.μ. στην πλατεία Γεωργίου στην Πάτρα; Τι ετοιμάζεται στη Θεσσαλονίκη; Οπως φαίνεται, το πανό των Ισπανών διαδηλωτών που αναρτήθηκε προχθές με την ειρωνική επιγραφή “Ησυχία, μην ξυπνήσουμε τους Ελληνες”, χτύπησε πολύ ευαίσθητες χορδές με αποτέλεσμα κυριολεκτικά εν ριπή οφθαλμού χθες, χιλιάδες “Αγανακτισμένοι” πολίτες να εκδηλώσουν μαζικά τη διάθεση να βγουν σήμερα το απόγευμα στους δρόμους, για μια ειρηνική διαμαρτυρία ενάντια στην κρίση και τα οικονομικά μέτρα. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οργανώθηκαν από αγνώστους μέσω facebook, με αιτήματα στα πρότυπα εκείνων που έχουν βγάλει τους Ισπανούς εδώ και ημέρες στον δρόμο. […] Oι διοργανωτές καλούν όλο τον κόσμο, μακριά από χρώματα και ταμπέλες να τους ακολουθήσει. “Δηλώνουμε ειρηνικά την αγανάκτησή μας κατά της κρίσης. Κατά όλων αυτών που μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο. Αυθόρμητα, χωρίς κόμματα, ομάδες και ιδεολογίες” […] Δεκάδες, εκατοντάδες τα μηνύματα στο facebook. “Αν όλοι εμείς που είμαστε νέοι άνθρωποι δεν βάλουμε στην άκρη τους πράσινους, τους κόκκινους, τους μπλε και δεν γίνουμε ένα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει τίποτα”, γράφει ένας χρήστης. Ολα τα μηνύματα είναι αντίθετα στη βία, αλλά και στο “καπέλωμα” από παρατάξεις».

Το περιπαικτικό πανό των Ισπανών «αγανακτισμένων» μπορεί να ήταν αστικός μύθος, το «αντικομματικό» κάλεσμα πυροδότησε όμως ένα υπαρκτό, εκρηκτικό μίγμα αντιπολιτικών διαψεύσεων και συσσωρευμένης απελπισίας. Στο Σύνταγμα κατέβηκαν έτσι εκείνο το απόγευμα άνθρωποι δίχως συνδικαλιστική εκπροσώπηση (μισθωτοί σε μικρές επιχειρήσεις ή στριμωγμένοι μικροαστοί), αλλά και πολιτικοποιημένος κόσμος που είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά τελετουργικά διαμαρτυρίας. Ηταν η πρώτη ευκαιρία τους ν’ ανταλλάξουν απόψεις κι εμπειρίες, να ζυμωθούν σε μαζική κλίμακα μετά τις καταλυτικές ανατροπές της προηγούμενης χρονιάς· οι ευχάριστες ανοιξιάτικες βραδιές και η απουσία συγκρούσεων, που προσέδωσαν στο όλο χάπενινγκ τα χαρακτηριστικά άτυπου φεστιβάλ, συνέβαλαν επίσης καθοριστικά στην παράταση της πρωτότυπης αυτής κινητοποίησης για ενάμιση ολόκληρο μήνα.

Η σύνθεση των συγκεντρωμένων και η φύση του καλέσματος καθόρισαν και την αρχική, γηπεδική μορφή της διαμαρτυρίας: σφυρίγματα, μούντζες και άναρθρα γιουχαΐσματα προς την κατεύθυνση της Βουλής, συνοδευόμενα από την ιαχή «κλέφτες! κλέφτες!» και «προδότες! προδότες!». Οταν μια ομάδα αριστερών έριξε το (ιστορικά ανακριβές) σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73», η ενθουσιώδης αναπαραγωγή του από το πλήθος πιστοποίησε ότι βρισκόμασταν μπροστά σ’ ένα φαινόμενο με αντιφατικά μεν χαρακτηριστικά κι αδιαμόρφωτη δυναμική, που μπορούσε κάλλιστα να εξελιχθεί σε ακροδεξιά κινητοποίηση δίχως όμως κάτι τέτοιο να έχει ακόμη κριθεί.

Σε μια πρώτη φάση, τα μνημονιακά ΜΜΕ αντιμετώπισαν μ’ ενθουσιασμό αυτή την «εθνικοενωτική», «αταξική» και χουλιγκάνικη εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. «Ειρηνικές, χωρίς χρώματα και κόμματα, αυθόρμητες αλλά με πάθος, ευρηματικές στα συνθήματα, με χιούμορ και ζωντάνια ήταν οι συγκεντρώσεις χιλιάδων “Αγανακτισμένων”», πανηγυρίζει το σχετικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής» με τίτλο «Η πρώτη μη κομματική διαδήλωση» (26/5). «Παρέες νέων, άνεργοι, ποδηλάτες, ζευγάρια συνταξιούχων, μαμάδες με καροτσάκια, ανάπηροι με αμαξίδια, μπλόγκερ με iPhone, γιάπηδες με ρούχα της δουλειάς, ηλικιωμένοι… Η γενιά του Πολυτεχνείου και η γενιά του facebook πλάι πλάι». Την επομένη, η Ελένη Μπίστικα δεν κρύβει τη χαρά της που «ξαφνικά, η Ελλάδα βρέθηκε σε έκσταση με τις λαοθάλασσες αυτές που διεμήνυσαν ειρηνικά το “δεν πάει άλλο”, χωρίς συνδικαλιστικά πανό και συμφεροντολογικά συνθήματα, ενώ όλοι θυμόμαστε άλλες διαδηλώσεις που έκαψαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, ερήμωσαν το ιστορικό κέντρο, έφεραν σε απόγνωση τους εμπόρους».

Ακόμη διαφωτιστικότερος ήταν, στην ίδια εφημερίδα, ο Σταύρος Λυγερός (26/5): «Το κίνημα είναι αυθόρμητο, ιδεολογικά ποικιλόχρωμο και πολιτικά α-δέσποτο. Η ανθρωπογεωγραφία και τα σύμβολά του είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα των παραδοσιακών διαδηλώσεων. Σ’ αυτό δεν κυριαρχούν τα μπλοκ και οι “επαγγελματίες” αριστεροί διαδηλωτές, αλλά άνθρωποι χωρίς θητεία σε διαδηλώσεις. Αντί για πανό και κόκκινες σημαίες βλέπεις ελληνικές σημαίες και ακούς τον εθνικό ύμνο. Ταυτοχρόνως, εντυπωσιάζει η οξύτητα των συνθημάτων, που κινούνται πέραν του “πολιτικά ορθού” και έχουν βασικά ηθική-καταγγελτική χροιά.

Με τα παραδοσιακά κριτήρια, το κίνημα των “Αγανακτισμένων” μοιάζει απολίτικο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι βαθιά και με πρωτόγνωρο τρόπο πολιτικό. Πηγάζει από τα σπλάχνα της κοινωνίας και απηχεί τη διέγερση της σιωπηλής πλειοψηφίας, που βλέπει ότι απειλούνται οι στοιχειώδεις σταθερές του βίου. Ο τρόπος που αποδομείται ο πρωθυπουργός ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την παρούσα κυβέρνηση».

Εξίσου χαρμόσυνα υποδέχτηκαν την «αντιπολιτική» αυτή εξέλιξη και τα υπόλοιπα μνημονιακά ΜΜΕ. «Ούτε ΠΑΜΕ ούτε ερχόμαστε, μένουμε εδώ!», τιτλοφόρησε το ρεπορτάζ του το κυριακάτικο «Βήμα» (29/5), διαπιστώνοντας ότι «στο Σύνταγμα μια “διαφορετική” συγκέντρωση αρχίζει σιγά σιγά να παίρνει μορφή. Αναδεικνύοντας τη δύναμη των κοινωνικών μέσων ως εργαλείου συσπείρωσης, Ελληνες όλων των ηλικιών και όλων των πολιτικών πεποιθήσεων έδωσαν ραντεβού διαμαρτυρίας σηματοδοτώντας ένα νέο σκηνικό που κανείς ακόμα δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα επηρεάσει τα πράγματα. […] Η πλατεία έχει γεμίσει με κόσμο. Τα βασικά συνθήματα που ακούγονται είναι “κλέφτες”, “ψεύτες” και “προδότες”. Οι συγκεντρωμένοι γιουχάρουν και χειρονομούν προς το κτίριο της Βουλής». Το «Πρώτο Θέμα» καμαρώνει κι αυτό (29/5) που «το κίνημα των “Αγανακτισμένων” κατεβάζει χιλιάδες πολίτες στις κεντρικές πλατείες των πόλεων σε ένα πρωτοφανές κάλεσμα μέσω facebook και twitter, όπου οι μόνοι ανεπιθύμητοι είναι τα κόμματα και τα συνδικάτα». Στην πρώτη σελίδα των «Νέων», το πάνδημο μούντζωμα της Βουλής αποκαλείται, τέλος, «Η μεγάλη γιορτή της διαμαρτυρίας» (30/5).

Η αντιμετώπιση των «αγανακτισμένων» από τα ΜΜΕ μεταβλήθηκε βέβαια σταδιακά, όταν έγινε αντιληπτή η (επίσης) σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, απόρροια δύο συμπληρωματικών παραγόντων: (α) της αντικειμενικής δυναμικής του, αφ’ ης στιγμής παρατάθηκε χρονικά μέχρι την επικείμενη συζήτηση του «Μεσοπρόθεσμου» στη Βουλή (συζήτηση που με τη σειρά της μετατέθηκε από τα μέσα στα τέλη Ιουνίου, δίχως να κουράσει τους συγκεντρωμένους), και (β) των έντονων ζυμώσεων που παρήγαγε ο εισοδισμός ποικίλων πολιτικών συλλογικοτήτων, κυρίως της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά και μικροομάδων της Ακροδεξιάς (με ορατότερη την ομάδα «300 Ελληνες», που ηγεμόνευε στην «πάνω πλατεία»).

Παντελώς έξω απ’ αυτή τη ζύμωση έμειναν τελικά μόνο οι υπέρμαχοι της ιδεολογικής καθαρότητας: το ΚΚΕ, κάποιοι αυτόνομοι εργατιστές και η Χρυσή Αυγή − που, παρά τη μετέπειτα φιλολογία περί ισχυρής παρουσίας της, κατήγγελλε ασταμάτητα το κίνημα των πλατειών ως «ανώδυνη εκτόνωση» εβραϊκής έμπνευσης, «κατευθυνόμενη μόδα χωρίς ξεκαθαρισμένη ιδεολογία» και «εσμό από πολυφωνικές καταστάσεις», μια «χάβρα» όπου «Ελληνες πατριώτες, παγιδευμένοι στα κελεύσματα των Σειρήνων» συναγελάζονταν με «αναρχικούς, αριστεριστές και αράπηδες λαθρομετανάστες» (Δημήτρης Ψαρράς, «Αλλο “αγανακτισμένοι”, άλλο ναζιστές», «Εφ.Συν.», 18/2/2019). Η Ν.Δ. −ή κάποια τμήματά της− φέρεται απεναντίας να πριμοδότησε υπόγεια τις κυριακάτικες (τουλάχιστον) συγκεντρώσεις του Συντάγματος, μέσω του μηχανισμού της ΔΑΚΕ.

Ο ελληνικός Οκτώβρης

Η ώσμωση «πλατειών» κι εργατικού κινήματος θα οδηγήσει τελικά στην έκρηξη του φθινοπώρου και την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Από τις αρχές Οκτωβρίου, μια σειρά υπουργεία έχουν καταληφθεί από τους υπαλλήλους τους. Απεργίες και διαδηλώσεις είναι πια καθημερινές και στις 19/10 παγώνει πλήρως το Λεκανοπέδιο, καθώς κλείνουν ακόμη και τα περίπτερα των προαστίων· στο κέντρο της πρωτεύουσας, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές συγκρούονται επί ώρες με τα ΜΑΤ ή χειροκροτούν τους συμπλεκόμενους, πανηγυρίζοντας για κάθε μολότοφ που πέφτει στο προαύλιο της Βουλής. Παρά τον αιματηρό ενδοκινηματικό «εμφύλιο» ΚΚΕ-αντιεξουσιαστών της επομένης και τον θάνατο ενός οικοδόμου του ΠΑΜΕ από καρδιακή προσβολή λόγω δακρυγόνων, οι ώρες του ΓΑΠ ως πρωθυπουργού είναι πια μετρημένες.

Οταν οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου μετατρέπονται σ’ όλη την Ελλάδα σε αντιμνημονιακές διαδηλώσεις και κυνηγητό των επισήμων, ο τελευταίος εξαγγέλλει στις 31/10 δημοψήφισμα για το επερχόμενο δεύτερο Μνημόνιο. Πρόθεσή του είναι ο εξαναγκασμός της Ν.Δ. να ρίξει το προσωπείο και να στηρίξει τη μνημονιακή πολιτική, όπως έκανε εξαρχής ο ΛΑΟΣ.

Η είδηση προκαλεί ωστόσο πανευρωπαϊκό πανικό στις αγορές, οργισμένες αντιδράσεις των εταίρων και ανατροπή του Παπανδρέου μ’ εσωκομματικό πραξικόπημα, δίχως να χάσει επισήμως τη δεδηλωμένη. Στις 10/11/2011 ο σχηματισμός τρικομματικής κυβέρνησης μ’ επικεφαλής τον Λουκά Παπαδήμο σηματοδοτεί την είσοδο της Ακροδεξιάς στο υπουργικό συμβούλιο και την επίσημη παράδοση της εξουσίας στους τραπεζίτες.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, μια ύστατη, άγρια νύχτα οδομαχιών θα επισφραγίσει το τέλος της εξέγερσης. Μπροστά στην απειλή μιας ανεπιθύμητης εκτροπής (το «Βήμα» έχει ζητήσει διά χειρός Γιώργου Μαλούχου στις 21/10 την επιβολή στρατιωτικού νόμου και απειλήσει με «εκτροπή από τη συνταγματική τάξη» στις 6/11), η έκφραση της οργής μετατοπίζεται αυθόρμητα από το πεζοδρόμιο στην κάλπη − με τελική κατάληξη τον εκλογικό σεισμό της 6ης Μαΐου, όταν το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε από το 49,3% στο 13,2%, η Ν.Δ. από το 33,5% στο 18,85% και ο ΛΑΟΣ εκτός Κοινοβουλίου. Το «μίσος» που ακόμη τρομάζει τον κ. Μητσοτάκη ανήκε, πλέον, στην Ιστορία.

 Πηγή: https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/244672_etsi-dethike-misos