Του Μιχάλη Μπάμπη
13 Φεβρουαρίου 2020
Κέρδη περίπου δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων πραγματοποίησε, στις τελευταίες τρεις δεκαετίες, μια χούφτα πετρελαϊκών εταιρειών, έχοντας πλήρη γνώση ότι η ρυπογόνος δραστηριότητά τους θα βύθιζε τον πλανήτη και την ανθρωπότητα στην κλιματική κρίση και την περιβαλλοντική καταστροφή.
Σύμφωνα με ανάλυση της αμερικανικής ΜΚΟ Taxpayers for Common Sense, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του βρετανικού Guardian και δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, οι 4 μεγαλύτερες εισηγμένες πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης -η αμερικανική Exxon, η ολλανδοβρετανική Shell, η επίσης αμερικανική Chevron και η βρετανική BP- τσέπωναν επί δεκαετίες αμύθητα κέρδη, αδιαφορώντας παντελώς για τις ανεπανόρθωτες επιπτώσεις που προκαλούσε η δραστηριότητά τους στη Γη.
Από το 1990 -χρονολογία κατά την οποία τόσο οι επικεφαλής των 4 κολοσσών όσο και οι πολιτικοί γνώριζαν ήδη καλά τις επιπτώσεις των ορυκτών καυσίμων στο κλίμα- κατέγραψαν, σύμφωνα με τη μελέτη, συνολικά κέρδη 1,991 τρισ. δολαρίων. Πλέον κερδοφόρα ήταν η Exxon, που κατάφερε μεταξύ 1990 και 2020 να έχει συνολικά κέρδη 775 δισ. δολαρίων. Ακολούθησαν η Shell με κέρδη 524 δισ. δολαρίων, η Chevron με 360 δισ. δολάρια και η BP με 332 δισ. δολάρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν μόλις το 1959 όταν ο καθηγητής Φυσικής Εντουαρντ Τέλερ χτυπούσε καμπανάκι στο Αμερικανικό Πετρελαϊκό Ινστιτούτο (API) –τον εμπορικό σύνδεσμο δηλαδή των πετρελαϊκών εταιρειών των ΗΠΑ– ότι μια αύξηση 10% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα ήταν αρκετή για το λιώσιμο των πάγων και τη βύθιση της Νέας Υόρκης κάτω από τη θάλασσα. Εξι χρόνια αργότερα, το 1965, επιστημονική συμβουλευτική επιτροπή του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον προειδοποιούσε και αυτή ότι οι ρύποι έχουν αλλάξει σε παγκόσμια κλίμακα την περιεκτικότητα του διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα, με επιπτώσεις που θα μπορούσαν να είναι επιβλαβείς για τους ανθρώπους. Συνοψίζοντας τα ευρήματα αυτά, ο τότε επικεφαλής του API είχε προειδοποιήσει χαρακτηριστικά τους επικεφαλής των πετρελαϊκών εταιρειών: «Ο χρόνος τελειώνει».
Στα επόμενα χρόνια, Exxon, Chevron, Shell και BP πραγματοποίησαν αρκετές εσωτερικές μελέτες, οι οποίες κατέληγαν στα ίδια περίπου συμπεράσματα. Ενδεικτικά, εμπιστευτική έκθεση της Shell του 1988 ανέφερε ότι το διοξείδιο του άνθρακα θα μπορούσε να αυξήσει τη θερμοκρασία κατά 1-2 βαθμούς Κελσίου στα επόμενα 40 χρόνια. Οι πετρελαϊκοί κολοσσοί ήταν ενήμεροι για την καταστροφή που προκαλούσαν, αλλά επέλεξαν τα κέρδη. Αποτέλεσμα ήταν μόνο οι 4 εταιρείες να είναι υπεύθυνες για πάνω από το 10% των συνολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της Γης, μετά το 1965. Συνολικά, οι 20 μεγαλύτερες πετρελαϊκές του κόσμου -στις οποίες περιλαμβάνονται και οι «4»- ήταν υπεύθυνες για πάνω από το 30% των εκπομπών στην ίδια περίοδο.
Τα καταστροφικά αποτελέσματα της δραστηριότητας των πετρελαϊκών γνώριζαν, όμως, από νωρίς και οι πολιτικοί. Το 1988, ο επιστήμονας της Nasa, Τζέιμς Χάνσεν, καταθέτοντας στη Γερουσία των ΗΠΑ, είχε επισημάνει την ανίχνευση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την αλλαγή του κλίματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του, ο Τζορτζ Μπους (ο πατήρ) είχε προειδοποιήσει μάλιστα ότι όσοι νομίζουν ότι δεν πρόκειται να κάνει τίποτα για το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι γελασμένοι.
Δεν έκανε βέβαια τίποτα, τόσο ο ίδιος όσο και ο γιος του, ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, αργότερα, όπως και οι άλλοι πρόεδροι των ΗΠΑ που ακολούθησαν, αλλά και οι επικεφαλής των υπόλοιπων μεγάλων χωρών του κόσμου. Η πρώτη παγκόσμια συμφωνία του 1992, στο Ρίο της Βραζιλίας, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για σταθεροποίηση των αερίων του θερμοκηπίου, όπως και το Πρωτόκολλο του Κιότο, το 1998, αποδείχθηκαν κενό γράμμα. Και σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξαν βέβαια οι «4», όπως και ο υπόλοιπος πετρελαϊκός τομέας, που ξόδεψαν δισεκατομμύρια προκειμένου να επηρεάσουν πολιτικούς και να καθυστερήσουν ή να μπλοκάρουν πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε πέρυσι, διαπίστωσε ότι μόνο οι 4 παραπάνω κολοσσοί μαζί με την την 5η μεγαλύτερη εισηγμένη πετρελαϊκή του κόσμου, τη γαλλική Τotal, ξοδεύουν κάθε χρόνο συνολικά όλοι μαζί περί τα 200 εκατομμύρια δολάρια για άσκηση παρασκηνιακών πιέσεων (λόμπι) στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Πηγή: www.efsyn.gr