Η ελληνική αριστερά ενώπιον των ευθυνών της
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Για τρίτη φορά στην ιστορία της, η ελληνική Αριστερά βρίσκεται αντικειμενικά ενώπιον μιας ιστορικής και πιθανώς τελευταίας ευκαιρίας, και πρόκλησης συνάμα, να διεκδικήσει την κατά Γκράμσι ηγεμονία του έθνους της στον ύψιστο αγώνα που καλείται να δώσει για την ίδια του την επιβίωση ο ελληνικός λαός, αλλά και να αποδείξει ότι είναι αυτό που δηλώνει. Αναδεικνυόμενη σε κύρια εθνική δύναμη, διεκδικώντας όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την εξουσία, μόνη της ή σε συμμαχία. Οι προηγούμενες δύο τέτοιες καταστάσεις στην Ελλάδα εμφανίστηκαν το 1941 και το 1974. Από τον τρόπο που θα χειρισθεί την τωρινή κρίση, θα κριθεί όχι μόνο το μέλλον, αλλά η ίδια η ύπαρξη της αριστεράς.
Η προοπτική αριστερής ανόδου τρομοκρατεί τα κέντρα της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας τραπεζικής εξουσίας. Αντιδρώντας σε επιστολή που του απηύθυνε ο Αλέξης Τσίπρας, ο επικεφαλής του Εurogroup Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, πρωθυπουργός μιας λιλιπούτειας χώρας-πλυντηρίου, προέβη σε νέο εκβιασμό, πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα της Δυτικής Ευρώπης. Λέγοντας ότι, αν διακόψουν οι ‘Ελληνες το πρόγραμμα της καταστροφής τους, ψηφίζοντας κόμματα της αρεσκείας τους, θα χάσουν την υποτιθέμενη βοήθεια προς αυτούς. Χωρίς μάλιστα κανείς από αυτούς που παριστάνουν τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς μας να διανοηθεί να υπερασπιστεί τη χώρα και τη δημοκρατία.
Τρομοκρατημένοι δεν είναι μόνο από την Ελλάδα, είναι και από τη Γαλλία. Μέχρι τώρα, το πρόγραμμα του νέου, χρηματοπιστωτικού ολοκληρωτισμού, εξελίσσεται κανονικά και χωρίς προβλήματα, γιατί δεν ξεσηκώνονται οι ευρωπαϊκοί λαοί και γιατί οι τράπεζες κατάφεραν να κάνουν τη δική τους κρίση, κρίση της Ευρώπης, ενδοευρωπαϊκό «πόλεμο». Γι’ αυτό οι πανικόβλητες και σπασμωδικές επεμβάσεις ακόμα και στη Γαλλία, για να μην εκλεγεί ο Ολλάντ.
Αυτό που τρομοκρατεί Μέρκελ και τράπεζες, είναι αυτό ακριβώς που περιμένουν οι ‘Ελληνες. Μπορεί οι τηλεοράσεις μας να κάνουν ότι μπορούν για να εμπεδώσουν τα αισθήματα πένθους, ήττας και κατάθλιψης, υπό την καθοδήγηση των ξένων μάνατζερ του ψυχολογικού πολέμου, μπορεί να κατάφεραν να δημιουργήσουν σε πλατιά στρώματα μια εικονική αίσθηση πραγματικότητας, ξεχνάνε όμως ότι, τελικά, εκτός από το ψέμμα και την προπαγάνδα, και η αλήθεια είναι τρομερό όπλο. ‘Ολο και περισσότεροι ‘Ελληνες συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί κάποιος να τους σώζει στέλνοντας ασπρομάλληδες γέροντες να συνωθούνται πεινασμένοι για μια λαγάνα την Καθαρά Δευτέρα. Θα την πληρώσουν άσχημα αυτή την εικόνα εθνικού εξευτελισμού, της ντροπής που πρέπει να συνέχει κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο, αν είναι αξιοπρεπής, οι Παπαδήμιοι, οι Σαμαράδες, οι Βενιζέλοι και οι όμοιοί τους που, χορτάτοι και καλοζωϊσμένοι, χωρίς καμμιά επαφή και καμιά διάθεση επαφής με τον ελληνικό λαό, δεν κάνουν ολημερίς άλλη δουλειά από το να μεταφράζουν τις οδηγίες Πιστωτών και Προστατών.
Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θέλει επανάσταση, δεν θέλει τις τραγωδίες και τους κινδύνους της αναταραχής, των εμφύλιων συγκρούσεων. Κάθε λογικός άνθρωπος θέλει να λύνονται τα προβλήματα ειρηνικά και δημοκρατικά, να διατηρεί η κοινωνία και το έθνος συνεκτικό το πλαίσιο της ύπαρξής του, ιδίως σε τόσο κρίσιμες στιγμές. Είναι γι’ αυτό ιστορική η ευθύνη της ελληνικής άρχουσας τάξης, του πολιτικού και κρατικού προσωπικού γιατί, στην πιο κρίσιμη στιγμή της νεώτερης ιστορίας μας, διάλεξαν να περάσουν στο στρατόπεδο των εχθρών της Ελλάδας, δεν έδωσαν εγκαίρως στους ‘Ελληνες πολίτες, τη δυνατότητα τουλάχιστο να διαλέξουν οι ίδιοι το δρόμο που θα πάρουν. Ο Παπαδήμιος, με την προσωπική του περιουσία θα πληρώσει τα ομόλογα που δίνει στο αγγλικό δίκαιο; Ο Σαμαράς θα πληρώσει μήπως κι αυτός με την περιουσία του τις τερατώδεις υποχρεώσεις της δανειακής σύμβασης που ετοιμάζεται να επικυρώσει, το χρέος που αυξάνει και παγώνει σε ευρώ; Τους έχει δώσει κανείς το δικαίωμα να πουλήσουν τη χώρα τους, επαγγελματίες πολιτικοί ανάξιοι να κερδίσουν ένα ευρώ δουλεύοντας;
‘Ολο και μεγαλύτερα τμήματα του ελληνικού λαού, συνειδητοποιώντας την άβυσσο που σπρώχνει το έθνος, μια από τις πλέον διεφθαρμένες και ανίκανες πολιτικές ηγεσίες όλης της Ευρώπης, ζητάνε πιεστικά λύση. Αρχίζουν και τις βρίσκουν μόνα τους, ματαιώνοντας την είσπραξη παράνομων φόρων, οργανώνοντας την περίθαλψη των πιο ανήμπορων, πετώντας τα αρπαχτικά των μεσαζόντων έξω από την διακίνηση τροφίμων. Απαγορεύουν αυθόρμητα, ακόμα και σε ανθρώπους-σύμβολα, που αγάπησαν, και γι’ αυτό τους πονάει περισσότερο η προδοσία, όπως ο Νταλάρας, ακόμα και τη δημόσια εμφάνιση. Παίρνουν με το ζόρι πίσω τα σύμβολα των μεγάλων εθνικών αγώνων που έδωσε ο ελληνικός λαός και δεν τιμούν οι άρχοντές τους. Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στα 1965, επί Αποστατών για να ξαναβρούμε παρόμοιο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία.
Κυρίως ζητάνε, όλο και πιο πιεστικά, από όσους πολιτικούς και όσες δυνάμεις λένε ότι αντιστρατεύονται αυτή την πορεία, όχι μόνο την αριστερά, να τους δώσει επιτέλους την ηγεσία που χρειάζονται, τις ιδέες και τα προγράμματα, την οργάνωση και τις συμμαχίες που ανταποκρίνονται στην απειλή μιας εθνικής καταστροφής που είναι τώρα ante portas, και που σε μεγάλο βαθμό έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Τους ζητάνε τα όπλα για να πολεμήσουν.
Σε δυο πρόσφατες συγκεντρώσεις αποθέωσαν τον Τσίπρα όταν τους είπε «δεν θέλουμε νάμαστε κόμμα διαμαρτυρίας, θέλουμε την εξουσία». Αλλά μούδιασαν διαβάζοντας ότι κατεβαίνουν στις εκλογές «ΣΥΡΙΖΑ και συνεργαζόμενοι». Και το όνομα μόνο δεν παραπέμπει στην αναγκαία ευρύτητα νικηφόρου ψηφοδέλτιου. Για το άλλο «κόμμα της αριστεράς», αν οι όροι έχουν διατηρήσει σχέση με το περιεχόμενο, το ΚΚΕ, ο καθένας που κάτι νοιώθει και ξέρει, καταλαβαίνει την έκταση της απελπισίας των ανθρώπων που αφιέρωσαν ανιδιοτελώς όλη τους τη ζωή στο κόμμα τους, για να το βλέπουν να κάνει ποδαρόδρομους στα Χαυτεία όταν μισό με ένα εκατομμύριο οδηγείται από ένστικτο στη Βουλή, να αρνείται την παραμικρή συνεργασία, να χαρακτηρίζει «χαφιέδες ή αφελείς» όσους διαφωνούν μαζί του, «ιμπεριαλιστική» τη Ρωσία, ανόητους όσους πάνε να πετάξουν τους μεσάζοντες έξω από τη διακίνηση προϊόντων. Τόσο τρομαγμένη μοιάζει η ηγεσία τους απ΄όσα έρχονται που, αψηφώντας το γελοίο, ξαναδιέγραψε από το Κόμμα μετά θάνατον τον αρχηγό του ΕΛΑΣ, που οι ίδιοι οι εξολοθρευτές του, οι Εγγλέζοι, ονόμασαν «πολεμική μεγαλοφυία».
‘Αγαλμα πρέπει να κάνει η τρόικα στην ηγεσία για τη συμβολή της στο πέρασμα των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων. Τέτοια υπερεπαναστατική πολιτική είχαμε να δούμε από την εποχή της Βαϊμάρης, όταν το γερμανικό ΚΚ έδωσε την εξουσία στον Χίτλερ, ή την αποχή του 1946!
Μερικοί λένε ότι τους ενδιαφέρει δήθεν η «εργατική τάξη», με την οποία συνήθως ούτε είχαν, ούτε θέλουν να έχουν σχέση, όχι το «έθνος». Μπορεί κάποιος να είναι ευαίσθητος στην καταπίεση της τάξης και αναίσθητος στην καταπίεση του έθνους; Γιατί δεν ρωτάνε την ίδια την «τάξη», τους φτωχούς ‘Ελληνες, αν χρειάζονται κράτος και έθνος, αν νοιώθουν ‘Ελληνες, αν θέλουν όσοι μιλάνε εξ ονόματός τους να υπερασπίζονται την Ελλάδα διεθνώς; Αυτοί προπάντων έχουν ανάγκη από κράτος που λειτουργεί, από ΙΚΑ, από προστασία του νόμου, από δικαιώματα. Είναι απίστευτη η εφευρετικότητα του γραφειοκράτη που δεν θέλει να αγωνιστεί προσευχόμενος «απελθέτω από εμού το ποτήριον τούτο».
Το 1917, ο Λένιν έγραφε: Σε μια επαναστατική κατάσταση, το Κόμμα είναι εκατό φορές πιο αριστερά από το Πολιτικό Γραφείο, οι εργάτες εκατό φορές πιο αριστερά από το Κόμμα. Ο ίδιος μίλησε για συμμαχίες «με τον διάβολο και με τη γιαγιά του εν ανάγκη», όρισε τους Μπολσεβίκους ως μόνο ρεύμα ικανό να «διεισδύει σε όλα τα στρώματα, να τα επηρεάζει και να επηρεάζεται από αυτά» και συνόψισε την τακτική του στο «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χωριστά».
Αυτά τάλεγε κάποιος πούθελε να νικήσει και νίκησε. Ο ελληνικός λαός δεν ενδιαφέρεται για τις ιδεολογικές ταξινομήσεις των δυνάμεων, από που έρχονται, αλλά για το που πάνε. Θα ανταμείψει όσους πολεμήσουν στον πόλεμο που τον αναγκάζουν. Θα καταδικάσει στη λήθη τους άλλους, έστω συμπαθείς.
Επίκαιρα, 8 Μαρτίου 2012