Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η δήλωση Τσίπρα για την πιθανότητα να αποδεχθεί στήριξη Καμμένου για το σχηματισμό κυβέρνησης απετέλεσε τελικά το επίκεντρο των εκλογών και οπωσδήποτε θα ανεβάσει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί συνέβησαν αυτά; Πρώτο, γιατί το κατεστημένο, γενικό και … «αριστερό», ακόμα και «αριστερίστικο», τρομοκρατήθηκε από την πιθανότητα να γίνει ξαφνικά η αριστερά πολιτικός παίκτης αξιώσεων. Και τα … δύο κατεστημένα θέλουν την αριστερά ως συμπαθή φορέα διαμαρτυρίας και καταγγελίας. Δεν τη θέλουν ασφαλώς, ούτε και δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη μνημονιακή πορεία της χώρας, στην κυβέρνηση. Την προτιμάνε να διαμαρτύρεται, να συμβιβάζεται ή να επαγγέλεται αόριστα μέλλουσες εξεγέρσεις/επαναστάσεις.
Από την άλλη, οι ψηφοφόροι που εγκαταλείπουν μαζικά τα κόμματά τους κατευθύνονται στα ρεύματα που πιστεύουν, με το δικό τους, όχι με το δικό μου κριτήριο, ότι είναι πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του Μνημονίου, τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Καμμένο και τη Χρυσή Αυγή. Στη μεγάλη της πλειοψηφία, η πολιτική τάξη και η ελίτ της χώρας αυτής, από την «άκρα αριστερά» έως την «άκρα δεξιά», εξακολουθεί να λειτουργεί με ότι εργαλεία έχει στο κεφάλι της από μια ιστορική εποχή οριστικά απελθούσα και μια αντίστοιχη «πολιτική τοπολογία». Δεν καταλαβαίνει σε ποιά κατάσταση βρίσκεται η χώρα.
Αυτοί οι ψηφοφόροι αναθάρρησαν με τη δήλωση Τσίπρα γιατί τους φάνηκε ότι βάζει στην άκρη τις ιδεολογικές ταυτότητες και, όπως κάνει και το ενιαίο μέτωπο της τρόικας και του μνημονίου, αναζητά πρακτικό τρόπο διακοπής της ταχείας καταστροφής του ελληνικού λαού και του κράτους του, που συντελείται με ταχύτητα πολύ ανώτερη της διάθεσης και της ικανότητάς μας να την αντιληφθούμε.
Οι ψηφοφόροι αυτοί θέλουν ενωμένες τις δυνάμεις κατά του Μνημονίου. Αν αυτές οι δυνάμεις ήταν ενωμένες, θάπαιρναν διακόσιες έδρες στις εκλογές της Κυριακής. Αλλά κι έτσι, δεν αποκλείεται ο ελληνικός λαός να τις ψηφίσει μαζικά, καθώς δύο τάσεις ανταγωνίζονται: η προϊούσα καταστροφή του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα μετά το 1974 από τη μια, η αίσθησή του ότι οι αντιμνημονιακοί δεν είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν και να δώσουν αξιόπιστη λύση από την άλλη.
Η δήλωση Τσίπρα δεν είχε συνέχεια και ο ίδιος αναδιπλώθηκε, επαναλαμβάνοντας το ανέφικτο σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς» (που έχει επιπλέον το μειονέκτημα ότι δεν βοηθάει την υποστήριξη ψηφοφόρων που απομακρύνονται από τη δεξιά) και τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια προγραμματικής σύγκλισης με τον Καμμένο. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν τέτοια περιθώρια, στην πραγματικότητα κανείς δεν τα διερεύνησε.
Αν κάποιος αναλύει το Μνημόνιο ως καταστροφή και τις εκλογές ως δημοψήφισμα, οφείλει να συγκεντρώσει το σύνολο ει δυνατόν των δυνάμεων που αντιτίθενται σε αυτή τη πορεία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αγώνας των πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων, διεξάγεται εντός καταρρέοντος γηπέδου και ότι δεν έχει καμιά σημασία το τελικό αποτέλεσμα, αν στο μεταξύ καταρρεύσει το γήπεδο. Πολύ πιο σωστό νομίζουμε θα ήταν σε αυτή τη φάση να είχε προταχθεί το σύνθημα μιας «κυβέρνησης ειδικού εθνικού σκοπού περιορισμένης διάρκειας», που θα διαπραγματευθεί εκ νέου με την Ευρώπη τους όρους δανειακής υποστήριξης, θα θέσει ξανά με άλλους όρους το ελληνικό ζήτημα στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας όλα τα διαπραγματευτικά χαρτιά της χώρας και να πάρει ορισμένα έκτακτα μέτρα σωτηρίας στο εσωτερικό.
Οι ψηφοφόροι πάντως ελάχιστη σημασία έδωσαν σε αυτό που, υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να εμβάλλει σε προβληματισμό. Δεν τους ενδιαφέρει να λεπτολογήσουν τις όχι ασήμαντες αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ , ψάχνουν απελπισμένα να βρουν πολιτική δύναμη που να τους εκφράζει και να ανοίξει το δρόμο στον ελληνικό λαό να αντιμετωπίσει την καταστροφή.
Πίσω από την «επικοινωνία», ελπίζουν και προσδοκούν ότι ο Τσίπρας διαθέτει και πολιτική, ελπίζουν ότι τα λόγια προετοιμάζουν τις πράξεις. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι πιθανό να στραφούν αύριο εναντίον του, ακριβώς γιατί η κατάσταση στη χώρα δεν επιτρέπει τα συνήθη αστεία της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Το πρόβλημα θα τεθεί με ιδιαίτερη οξύτητα, αν οι μνημονιακοί δεν έχουν τη Δευτέρα την αριθμητική ή πολιτική δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Θα πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να είναι πολύ σοβαροί οι λόγοι που θα επικαλεσθεί όποιος αρνηθεί την «αντιμνημονιακή συνεργασία», δηλαδή αρνηθεί να δώσει διέξοδο στο απειλούμενο και καταστρεφόμενο έθνος. Γενικότερα θα πρέπει, οι όποιοι πολιτικοί ελιγμοί και χειρισμοί να αποσκοπούν, και να φαίνεται ότι αποσκοπούν, στην αναζήτηση διεξόδου για τη χώρα. Θα χρειαστεί πολύ μεγάλη πολιτική μαεστρία για να μπορέσει η αριστερά και ευρύτερα, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις να χειρισθούν το εκλογικό αποτέλεσμα, ιδίως ένα αποτέλεσμα που, όπως όλα δείχνουν, μπορεί να είναι πολύ ευνοϊκό για τον ΣΥΡΙΖΑ (και τη Χρυσή Αυγή).
‘Ένα πλαίσιο «Βαϊμάρης+» και η αναγκαία απάντηση
‘Ότι όμως και να γίνει, ένα είναι βέβαιο. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια κρίση όλο και βαθύτερη, που δεν απειλεί απλώς την οικονομική της ευημερία και το βιοτικό της επίπεδο, συνιστά δυνητικά θανάσιμη απειλή για τη δημοκρατία, τη δυνατότητα αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας και τη δυνατότητα της αυτοσυντήρησης του ελληνικού κράτους. Το Μνημόνιο δεν είναι λάθος, επώδυνη έστω συνταγή, αλλοιώς θα το διόρθωναν. Είναι έγκλημα, συνταγή για καταστροφή. ‘Εχει κατασκευαστεί με τη μέθοδο του «Σοκ και Δέους», για να μην αφήνει περιθώριο ανάσας στο θύμα, να αποσυνθέτει το εθνικό και κοινωνικό υποκείμενο, ταχύτερα από την συγκρότηση των αντιδράσεών του.
Η Ελλάδα μπαίνει ταχύτατα σε κρίση τύπου Βαϊμάρης, κρίση καθεστώτος δηλαδή. Μάλιστα είναι «Βαϊμάρη+», γιατί δεν διαθέτει το βαθμό γεωπολιτικής αυτονομίας που διέθετε η Γερμανία του μεσοπολέμου. Και γιατί, επιπλέον, η συμμετοχή στο ευρώ δεν είναι ένα σοβαρό, τεχνικό ζήτημα, σημαίνει ημιπροσώρηση σε σχέδιο υπερεθνικού κράτους, μια διαδικασία που «απέκρυψε» τη σταδιακή εξασθένηση έως εξαφάνιση των συνήθως λειτουργιών του έθνους-κράτους και καθιστά τώρα πολύ δυσκολότερη έως βραχυπρόθεσμα ανέφικτη, χωρίς ίσως καταστροφικές συνέπειες, την επιστροφή σε αυτό.
Τα εκλογικά αποτελέσματα θα αποτυπώσουν αυτή την πραγματικότητα «Βαϊμάρης», όπως την αποτύπωσαν έως τώρα οι οικονομικές, κοινωνικής και ψυχολογικές στατιστικές. Γι’ αυτό και το ορθό μέτρο με το οποίο πρέπει να αποτιμά κανείς αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα δεν είναι οι προηγούμενες εκλογές, αλλά η ταχύτητα αποσάθρωσης του έθνους-κράτους και η ανάλογη αύξηση των απαιτήσεων από τους πολιτικούς φορείς. Υπάρχουν ακόμα τα υπολείμματα του παλαιού «ποδοσφαιρικού αγώνα», μεταξύ ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, εμφανίζονται ήδη στο πρωτάθλημα νέες ομάδες αξιώσεων, ταυτόχρονα όμως καταρρέει το ίδιο το γήπεδο εντός του οποίου διεξάγεται το «πρωτάθλημα». Μικρή σημασία θα έχει η επιδίωξη καλύτερου σκορ, αν στο μεταξύ καταρρεύσει το γήπεδο
Θα χρειαστεί εξαιρετικά μεγάλη ικανότητα στρατηγικών χειρισμών, μεγάλη κινητοποίηση της κοινωνίας και σοβαρή προγραμματική επάρκεια, οικοδόμηση διεθνών συμμαχιών αν είναι να σωθεί η Ελλάδα, ένα βήμα πριν από τον γκρεμό. Μέχρι τώρα, οι αντιμνημονιακοί δεν αντιμετώπισαν σοβαρά τίποτα από αυτά. Υπόσχονται στις εκλογικές τους διακηρύξεις πράγματα που είναι αδύνατο να υλοποιηθούν στις σημερινές συνθήκες και δεν έχουν προχωρήσει σε σοβαρή κριτική ανάλυση ούτε του ελληνικού «κλεπτοκρατικού καπιταλισμού», ούτε της διεθνούς, οικονομικής και γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας. Η επαναδιαπραγμάτευση όμως του Μνημονίου δεν θα είναι περίπατος. Πρέπει άμεσα και να προετοιμάσουν τον ελληνικό λαό για τον πόλεμο στον οποίο αναγκαστικά, έτσι κι αλλοιώς, ήδη βρισκόμαστε και να επεξεργασθούν πολύ καλύτερα τις ιδέες τους.
«Δρόμος της Αριστεράς», 4.5.2012