Κύπρος: Από το Όχι του 2004 στο Ναι του 2012

Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

‘Ηταν Φεβρουάριος του 2008, η βραδυά του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο. Είχε γίνει πια σαφές: ο Πρόεδρος του ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν, αυτός που διέσωσε το κυπριακό κράτος από την αυτοκατάλυσή του, και την Ελλάδα από τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, είχε ηττηθεί και αποκλεισθεί. ‘Ένα βουβό «γιατί;» σχηματίστηκε στο πρόσωπο της γυναίκας, στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου πούμενα, στη Λευκωσία. Με δυσκολία κρατούσε τα δάκρυά της, ώσπου της βγήκε η πίκρα: «Δεν μπορούσαμε βλέπεις. Δεν αντέχουμε να ζήσουμε πάνω από μερικά χρόνια με εθνική αξιοπρέπεια».

Το πένθος της Κασσάνδρας στη μορφή της Ελληνίδας, από τότε προϊδέαζε για το δρόμο του αφανισμού που σύντομα θάμπαινε η Ελλάδα με τον εθνικό εξευτελισμό του Μνημονίου, των Παπανδρέου και Σαμαρά, μιας από τις μεγαλύτερες πράξεις συλλογικής προδοσίας της χώρας μας από μέρους των αρχουσών της τάξεων στα διακόσια χρόνια της «ανεξαρτησίας». Από κοντά, αναπόφευκτα, και η Κυπριακή Δημοκρατία, που δεν απειλείται μόνο από το δικό της Μνημόνιο, αλλά και άλλες πολύ πιο σύνθετες και δύσκολες απειλές σήμερα. Γιατί η μοίρα των δύο κρατών είναι βαθιά και πολλαπλά αλληλένδετη και πάντα, η προσπάθεια των ιθυνόντων στη Λευκωσία και την Αθήνα να παραστήσουν ότι δεν είναι έτσι, όπως τους ζητά πάγια το Λονδίνο και η Ουάσιγκτων, οδήγησε μόνο σε εθνικές τραγωδίες.

Πριν από οκτώ χρόνια, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετώπισε επιτυχώς μια πρόκληση χειρότερη ίσως και από το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και την εισβολή του 1974, έστω κι αν δεν είχε τον δραματικό χαρακτήρα εκείνων των γεγονότων. Το 1974, η Τουρκία δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να καταλάβει όλη την Κύπρο, γιατί θα τη σταματούσαν οπωσδήποτε η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, που την ενθαρρύνουν, την ανέχονται και τη χρησιμοποιούν για τον έλεγχο του νησιού από την ελληνική πλειοψηφία του πληθυσμού του, δεν έχουν όμως την παραμικρή διάθεση να το παραδώσουν στην ‘Αγκυρα. Για λογαριασμό τους πάντα ήθελαν και πάντα θέλουν την Κύπρο, αλλά βέβαια, κοντά στον αυτοκρατορικό βασιλικό, ποτίζεται και η τουρκική γλάστρα.

Η αποτυχία των χουντικών να δολοφονήσουν τον Μακάριο, που συμβόλιζε από μόνος του το κυπριακό κράτος και διέθετε τεράστιο παγκόσμιο κύρος, μαζί και η αντίσταση της δημοκρατικής Κύπρου, κυρίως γύρω από την ΕΔΕΚ του θρυλικού «γιατρού» Βάσσου Λυσσαρίδη, δεν επέτρεψε εξάλλου τη μετατροπή από τότε της Κύπρου σε είδος Βοσνίας ή Ανατολικού Τιμόρ, όπως θα προέβλεπε, δεκαετίες αργότερα, το διαβόητο σχέδιο Ανάν.

Το 2004, υπό την ηγεσία του Τάσσου Παπαδόπουλου και ανθιστάμενοι σε ένα όργιο ωμών διεθνών πιέσεων (αυτό που ξαναείδαμε πρόσφατα στις ελληνικές εκλογές της 17ης Ιουνίου), οι Κύπριοι εκλογείς απέρριψαν με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο Ανάν, ένα σχέδιο που υποστήριξε με φανατισμό το σύνολο σχεδόν της ιθύνουσας τάξης σε Ελλάδα και Κύπρο, άλλο αν μετά κόντεψαν να βγούνε εκ των υστέρων όλοι «αγωνιστές του όχι».

Το Σχέδιο Ανάν ήταν μια πρόκληση ίσως χειρότερη από αυτή του 1974, γιατί προέβλεπε τη διάλυση του δημοκρατικού, κυρίαρχου και ανεξάρτητου κυπριακού κράτους προς όφελος ενός μορφώματος που θα διοικούσαν τρεις ξένοι αξιωματούχοι που θα διόριζε ο ΓΓ του ΟΗΕ, δηλαδή το Λονδίνο, η Ουάσιγκτων και το Τελ Αβίβ, και στο οποίο απαγορευόταν η ύπαρξη μέσων άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας!

Το σχέδιο Ανάν δεν έδινε την Κύπρο στην Τουρκία, την έκανε την πρώτη, κάπως «αεθνική», αποικία της «αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης», όπως πάει να γίνει τώρα η Ελλάδα με τις προβλέψεις των δανειακών συμβάσεων. Και φυσικά, ότι ο κυπριακός λαός θα έδινε με την υπογραφή του, το δικαίωμα δηλαδή να έχει το κράτος του, δεν θα του το ξαναδίνανε πίσω. Σιγά-σιγά θα τον κάνανε και μειοψηφία στη χώρα του, να μην τους ενοχλεί.

Τότε, η καταστροφή απεφεύχθη. Αλλά κανένα κράτος στον κόσμο δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν η εθνική του αξιοπρέπεια εμφανίζεται αραιά και που, για να χαθεί ξανά μέσα στους μαιάνδρους της διαπλοκής, της ιδιοτέλειας, της εξάρτησης, των μικρών και μεγάλων συμφερόντων, πολιτών και πολιτικών, επιχειρηματιών και εκδοτών, ξένων υπηρεσιών και διεθνών συμφερόντων.

Θα τρίζουν σήμερα τα κόκαλα του Τάσσου Παπαδόπουλου, τελευταίου, μαζί με τον «Γιατρό», των «μακαριακών», βλέποντας τον Νίκο Αναστασιάδη, τον άνθρωπο που αγωνίστηκε με συνέπεια και φανατισμό υπέρ του σχεδίου Ανάν, να επιχειρεί τώρα να γίνει Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κράτους δηλαδή που εργάσθηκε όσο κανείς άλλος για να καταργήσει, στηριζόμενος στο ΔΗΚΟ, το ίδιο το κόμμα του αείμνηστου Προέδρου και του Σπύρου Κυπριανού.

Σε αντίθεση βέβαια με τους όψιμους, τόσο φανερά καιροσκόπους και τυχοδιώκτες συμμάχους του, στον Αναστασιάδη δεν μπορούμε να προσάψουμε ούτε ασυνέπεια, ούτε καιροσκοπισμό, ούτε δειλία. Αγνόησε κάθε προσωπικό και πολιτικό κόστος, δεν ταλαντεύτηκε ποτέ του, έθεσε την αξιοσημείωτη ενέργεια και τις ικανότητες που διαθέτει στην υπηρεσία των σκοπών που εκείνος νομίζει σωστούς. ‘Εγινε ο «βράχος του Ναι» στο σχέδιο Ανάν το 2004, αγνοώντας το αντίθετο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε, αλλά και έφτασε να τριγυρνάει διεθνώς και να καταγγέλλει μαζί με τους ΠΑΣΟΚους του Γιωργάκη τον Παπαδόπουλο για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, επιτιθέμενος στη χώρα του για λογαριασμό των ξένων.

Η άποψή του μπορεί να συνοψισθεί στο σύνθημα «όλα στους ξένους», μια άποψη που δεν είναι βέβαια πολύ πρωτότυπη στον ελληνικό χώρο, ούτε στη νεώτερη Ελλάδα των κοτζαμπάσηδων και των μαυραγοριτών της Κατοχής, ούτε ακόμα και στα αρχαία χρόνια. Εμείς βγάλαμε, στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τον μεγαλύτερο αρχαίο θεωρητικό της υποτέλειας, τον Αίλιο τον Αριστείδη.

Είναι τέτοια η σταθερότητα στις απόψεις του, που φυτρώνει και εκεί που δεν τον σπέρνουν, για να συνηγορήσει υπέρ αυτών, όπως όταν «συμβούλευσε» τον Αντώνη Σαμαρά να αποδεχθεί το Μεσοπρόθεσμο. Για τον Νίκο Αναστασιάδη είναι τώρα η στιγμή του θριάμβου, καθώς βλέπει αυτούς που έκαναν πολιτική καριέρα με το ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν, να προσέρχονται και να τον προσκυνούν, αποβλέποντας στα ωφελήματα που πλουσιοπάροχα τους υπόσχεται.

Θλίβεται κανείς, υποχρεούμενος να θυμηθεί, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, το «Αιδώς Αργείοι». Και τρομάζει, αν δεν είναι «πτωχός τω πνεύματι», με τη Νέμεση που σύντομα θα φέρει η ‘Υβρις. Οι Γάλλοι λένε ότι οι λαοί έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν. Στην περίπτωσή μας, απόγονοι, αν είναι δυνατόν, του λαού που άκουσε τον Επιτάφιο, κινδυνεύουμε σοβαρά να το χάσουμε το κράτος μας, σε Ελλάδα και Κύπρο, αφού αποδείξουμε με τη στάση μας ότι δεν αξίζουμε να το έχουμε.

Δημοσιεύτηκε στην «Ελλάδα αύριο», 12.9.2012