Κύπρος στα όρια του αφανισμού

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Στην Αμερική, εδώ και μερικά χρόνια, κάνει θραύση η ιδέα της «συναισθηματικής νοημοσύνης». Δεν είναι μόνο αυτά που καταλαβαίνουμε με τη λογική μας, είναι κι αυτά που καταλαβαίνουμε με το συναίσθημα.

Αν ζούσα στην Αμερική ίσως νάμουν τώρα πλούσιος. Θα λάνσαρα και τρίτη νοημοσύνη, την «ηθική νοημοσύνη». Αλλά δεν ζω στην Αμερική και δεν ξέρω αν η Αμερική είναι το κατάλληλο μέρος για να μελετήσει κανείς ένα τέτοιο θέμα.

Στην Ελλάδα ζω και η Ελλάδα, μαζί με την Κύπρο, μοιάζουν ιδανικές όχι για τη μελέτη της ηθικής, αλλά μάλλον της ανηθικότητας και των συνεπειών της. Γιορτάζουμε το ‘Oχι, στις 28 Οκτωβρίου γιατί, αν γιορτάζαμε τα Ναι, δεν θα δουλεύαμε ούτε μια μέρα τον χρόνο, είχε πει εύστοχα μια μέρα ο Θύμιος Καλαμούκης της «Ελληνοφρένειας». Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Τάσσου Παπαδόπουλου, του αγωνιστή της ΕΟΚΑ και του «Προέδρου του ‘Όχι», αλλά επίσης τα κόκκαλα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Σπύρου Κυπριανού με την υποψηφιότητα του Νίκου Αναστασιάδη για την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και, ακόμα περισσότερο, με την απόφαση του κόμματός τους, του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΗΚΟ), να την υποστηρίξει.

Στην Κύπρο μου λένε, κάθε τόσο, ότι στην εξωτερική πολιτική μετράνε μόνο τα συμφέροντα, όχι τα δίκαια. Εγώ δεν πιστεύω τίποτα από αυτά – η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αν μετρούσαν μόνο τα συμφέροντα. Το δίκαιο και η ηθική είναι επίσης τεράστια υλική δύναμη. Συνήθως, όσοι εκτοξεύουν αυτές τις ανοησίες κάποια βρωμιά ετοιμάζονται να κάνουν ή να αποδεχτούν.

Βρωμιά στη βρωμιά, στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική, κινδυνεύει τώρα να χαθεί ολάκερο το ελληνικό έθνος, σε Ελλάδα και Κύπρο, κυριολεκτικά κάτω από έναν όγκο «εθνικών σκατών». (Ζητούμε συγγνώμη για τη χρήση τέτοιου όρου. Είμαστε συστηματικά αντίθετοι στη χυδαιογραφία, που δεν συνεισφέρει άλλωστε στη δύναμη του επιχειρήματος, αλλά σε ορισμένες περιστάσεις, όπως είναι η σημερινή εθνική παρακμή του ελληνισμού, μόνο τέτοιες εκφράσεις παρέχουν δυστυχώς τη δυνατότητα ακριβούς αποτύπωσης της θλιβερής πραγματικότητας).

Ο Νίκος Αναστασιάδης, που διεκδικεί τώρα την Προεδρία του κυπριακού κράτους, είναι ο άνθρωπος που εργάσθηκε όσο κανείς άλλος για να διαλύσει αυτό το κράτος το 2004, υπερασπιζόμενος το σχέδιο Ανάν. Το σχέδιο Ανάν προέβλεπε την υποταγή και των τριών εξουσιών του νησιού σε τρεις ξένους αξιωματούχους που θα διόριζε ο ΓΓ του ΟΗΕ, δηλαδή η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ και αυτοί, με τη σειρά τους, θα διόριζαν τους διαδόχους τους. Ο κατάλογος των απερίγραπτων και τερατωδών ρυθμίσεων του σχεδίου Ανάν δεν έχει τέλος.Ο κορυφαίος συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος το είχε χαρακτηρίσει «έργο παράφρονος», ενώ ο επίσης συνταγματολόγος Βαγγέλης Βενιζέλος είχε πει ότι χρειαζόταν δύο λεπτά για να το ξετινάξει κανείς από πλευράς ευρωπαϊκού, συνταγματικού και διεθνούς δικαίου.

Το σχέδιο Ανάν, εκτός όλων των άλλων, απαγόρευε επίσης στο νέο «κράτος» που δημιουργούσε στην Κύπρο, να διατηρεί μέσα άσκησης της κυριαρχίας του και αυτοάμυνας! Αν οι Κύπριοι το ψήφιζαν το 2004, θα αποποιούντο οικειοθελώς και ανεπιστρέπτως του κράτους τους, εγκαθιδρύοντας στο νησί και υποτασσόμενοι αυτοβούλως σε μια μεταμοντέρνα αποικία του Λονδίνου, της Ουάσιγκτων και του Τελ Αβίβ, μετατρεπόμενοι οι ίδιοι σε «κοινότητα σε αναζήτηση κηδεμόνα», κατά την εύστοχη επισήμανση του Τάσσου Παπαδόπουλου. (1)

Σε αντίθεση με το Μνημόνιο και τη Δανειακή, που έκαναν επίσης, με άλλους μηχανισμούς, ένα έργο αποικιοποίησης του ελληνικού κράτους, και για τα οποία δεν ρωτήθηκε ποτέ ή ρωτήθηκε εμμέσως και πολύ αργά ο ελληνικός λαός, το σχέδιο Ανάν ετέθη στην κρίση του κυπριακού λαού.

‘Ενας λόγος ήταν το ότι οι (όχι και τόσο) νέοι αποικιοκράτες πίστευαν ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό είναι τόσο υποτελές που θα οδηγούσε εύκολα τους ψηφοφόρους στο Ναι. ‘Ενας ακόμα βαθύτερος λόγος ήταν ο ριζικός, «συντακτικός» χαρακτήρας του. ‘Ηταν τόσο χοντρό αυτό που πήγαν να κάνουν στο κυπριακό κράτος, ερχόταν σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τα θεμέλια του δικού τους δυτικού πολιτεύματος, που θεώρησαν ότι έπρεπε να αποκλεισθεί οποιαδήποτε εκ των υστέρων αμφισβήτηση της νομιμότητάς του.

Προέβλεψαν το δημοψήφισμα για λόγους αυτοσεβασμού της αυτοκρατορικής εξουσίας, όχι γιατί το απαίτησαν οι ραγιάδες. ‘Ετσι όμως, έδωσαν τη δυνατότητα στους Κύπριους πολίτες να ψηφίσουν ‘Όχι σώζοντας τους εαυτούς τους, την αξιοπρέπειά τους και το κράτος τους. Αν η Κύπρος ήταν κάπως κανονικό κράτος ή οι ‘Ελληνες ένα κάπως αξιοπρεπές έθνος, δεν θα μπορούσε ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο να τεθεί σε δημοψήφισμα, όπως δεν κάνουμε δημοψήφισμα για να αποφασίσουμε αν θα εισάγουμε το θεσμό της δουλείας. Ευτυχώς πάντως το δημοψήφισμα προβλέφθηκε και ο κυπριακός λαός απέρριψε με συντριπτική πλειοψηφία το σχέδιο, ένα ‘Όχι στο οποίο πρωτοστάτησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος και το κόμμα του, το ΔΗΚΟ. Πρωταγωνιστής του «Ναι», από την άλλη μεριά, ο Νίκος Αναστασιάδης. Που όχι μόνο υπερασπίστηκε με νύχια και με δόντια το σχέδιο, υπόδειγμα ο ίδιος πολιτικού πιστού στους ξένους και τα συμφέροντά τους, αλλά και εξεστράτευσε στην Ευρώπη, μαζί με τα πρωτοπαλλήκαρα του άλλου «’Ελληνα», Γιώργου Παπανδρέου, κατηγορώντας την κυπριακή κυβέρνηση για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις στο δημοψήφισμα.

Η υποτέλεια του Αναστασιάδη συνιστά τόσο αξεδιάλυτο στοιχείο της πολιτικής του ταυτότητας που έσπευσε να πιέσει και τον Σαμαρά να ταχθεί υπέρ του Μεσοπρόθεσμου, όταν ακόμα ο Πρόεδρος της ΝΔ έλεγε ότι είναι κατά του Μνημονίου. Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο σπεύδουν τώρα να υποστηρίξουν το Δημοκρατικό Κόμμα, του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου, ίσως και ένα μέρος του Ευρωπαϊκού Κόμματος, που συγκροτήθηκε ακριβώς στη βάση των αρχών του ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν και να του αναθέσουν το σπουδαιότερο αξίωμα στο κυπριακό κράτος. (Αυτό τουλάχιστο δείχνουν τα δεδομένα που έχουμε τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, γιατί οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται).

Αν τώρα μια τέτοια πράξη δεν συνιστά μνημείο πολιτικής ανηθικότητας, καιροσκοπισμού και εθνικού τυχοδιωκτισμού, τότε διερωτώμεθα ποιά πράξη θα μπορούσε να είναι. ‘Όπως η εμφάνιση του σχεδίου Ανάν και, αργότερα, του Μνημονίου και των Δανειακών στην Ελλάδα, έτσι και οι πολιτικές εξελίξεις γύρω από το θέμα των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο φανερώνουν τον ακραίο ευτελισμό και ηθικο-πολιτικό εκφυλισμό του ελληνικού πολιτικού προσωπικού και, ευρύτερα, της άρχουσας τάξης στα δύο κράτη και προοιωνίζονται μεγάλες εθνικές και κοινωνικές καταστροφές (2).

Μπορούν αυτές να πάρουν τη μορφή νέου σχεδίου Ανάν, μπορούν να εκδηλωθούν μέσω Μνημονίων και Δανειακών, όπως στην Ελλάδα, ή με τη ντε φάκτο μετατροπή της Κύπρου σε προτεκτοράτο τρίτων δυνάμεων, που τάχα εμφανίζονται ως φίλες, αλλά οικειοποιούνται σταδιακά τις πιο ζωτικές κρατικές και οικονομικές λειτουργίες του νησιού και το απομακρύνουν από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Το πρόβλημα δεν είναι άλλωστε το ίδιο το σχέδιο Ανάν και η επαναφορά αυτού ή μιας παραλλαγής του. Η εμφάνιση του σχεδίου Ανάν ήταν το αιτιατό, δεν ήταν το αίτιο. Το αίτιο είναι η διάθεση της νεοαποικοκρατίας να ελέγξει το νησί, καταργώντας ει δυνατόν το ανεξάρτητο, δημοκρατικό και κυρίαρχο κράτος, που διασφαλίζει τον έλεγχο των κατοίκων επί της νήσου. Είναι επίσης η διάθεση της ελίτ, σε Ελλάδα και σε Κύπρο, να «πουλήσει» και το κράτος και «τη μάνα της και τον πατέρα της» στους ξένους. Ο συνδυασμός των αποικιακών βλέψεων και του εξωφρενικού νεοραγιαδισμού των ελίτ (και όχι η Τουρκία) είναι που συντηρεί μια μόνιμη και σοβαρή απειλή για την ύπαρξη του κυπριακού κράτους.

Αλλά στην εποχή μας, η ύπαρξη ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους είναι προϋπόθεση επιβίωσης του ελληνισμού στην Κύπρο (και την Ελλάδα).

Σημειώσεις

(1) Για τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο βιβλίο μας «Η Αρπαγή της Κύπρου (το σχέδιο Ανάν ως εργαλείο της αμερικανικής στρατηγικής στην Ευρώπη, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή)», από τις εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2004

(2) Από καιρό άλλωστε ήταν δυνατό να προβλεφθούν. Δες σχετικά και το βιβλίο μας «Η Κύπρος σε παγίδα», (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008)

«Επίκαιρα», 13.9.2012