Ελληνική αφάνεια στην Ευρώπη

Βερολίνο, του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Ας περιμένουμε την έκθεση της τρόικας, να δούμε τι έχετε καταφέρει». Αυτή είναι η τελική απάντηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις επίμονες ερωτήσεις μου για το αν το Βερολίνο θα κάνει κάποια χειρονομία βοήθειας προς την Αθήνα και τον «ομοϊδεάτη» του, τον κ. Σαμαρά.

Μιλάμε στον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, που μόλις έχει τελειώσει την ομιλία του στο «θερινό πανεπιστήμιο», κύριο think tank του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, εδώ στο Βερολίνο. Δίπλα μας, η ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος του ΕΛΚ Ρόδη Κράτσα παρακολουθεί απογοητευμένη τη συζήτηση. Μίλησε άλλωστε προηγουμένως και η ίδια για λίγα λεπτά με τον Σόιμπλε και, αν κρίνω από τις εκφράσεις αμφοτέρων, μόνο ενθουσιασμός δεν τους συνεπήρε τους δύο συνομιλητές.

Όπως μας λέει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, όλες οι χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, πλην της Ελλάδας, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής εξυγίανσης. «Χάσατε πολύ χρόνο», προσθέτει.

Ελλάδα: μια «μαύρη τρύπα» διεθνώς

Συνήθως, η ΝΔ λάμπει δια της απουσίας της από τις εκδηλώσεις αυτές, παρόλο που η Ελλάδα βρίσκεται, κατά τραγικό τρόπο, στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης. Πάλι καλά που φέτος εδέησε να στείλει την Κυρία Κράτσα να είναι παρούσα, έστω και αν δεν συμμετέχει ως ομιλήτρια σε κάποιο από τα πολλά πάνελ της διοργάνωσης. Οι Ισπανοί ομοϊδεάτες της ΝΔ, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, όχι μόνο είναι παρόντες και πολύ δραστήριοι στη διοργάνωση, έβαλαν μάλιστα εμβόλιμα μια αποκλειστικά δική τους εκδήλωση, όπου παρουσίασαν αναλυτικά τις προτάσεις τους για το πώς θα σωθεί το ευρώ και για την Τραπεζική ‘Ενωση, μοιράζοντας και δύο εύληπτες μπροσούρες στους συνέδρους. Η Ισπανία όμως είναι κράτος δεν είναι καραγκιοζοπαίκτης, σκέφτομαι περπατώντας στους δρόμους του Βερολίνου. «’Ακλαυτοι πάμε προς το τέλος, την κορύφωση της τραγωδίας», είναι η σκέψη που έρχεται στο μυαλό μου, καθώς η οργή εναλλάσσεται με την απελπισία και τη θλίψη.

Φταίει η Μέρκελ, φταίνε οι αγορές, φταίει ο κόσμος όλος. Αλλά ο ιστορικός του μέλλοντος θα σταθεί με απορία πάνω σε ένα κολοσσιαίο γεγονός. Το πώς η ελληνική «ελίτ» απέφυγε συστηματικά, όταν δεν συνέδραμε αποφασιστικά, στην επίθεση και την καταστροφή της χώρας της (;). Πως τα κατάφερε όλος ο πλανήτης να μιλάει για την Ελλάδα, απόντων των Ελλήνων. Μόνο τους δύο-τρεις τελευταίους μήνες εδέησε η κυβέρνηση Σαμαρά να αρχίσει τουλάχιστο να διαμαρτύρεται στους Ευρωπαίους για τη διαρκώς ανανεούμενη φιλολογία περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ (που δυστυχώς άλλωστε άρχισε η ίδια η ελληνική ελίτ και τη χρησιμοποίησε ευρέως

ως εσωερικό πολιτικό όπλο). Και μόνο κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Γερμανία, ο κ. Σαμαράς επιτέλους υπενθύμισε στους Γερμανούς τα πιθανά γεωπολιτικά αποτελέσματα μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ – αν καο δε είμαστε βέβαιοι για την ορθότητα των συγκεκριμένων επιχειρημάτων του προς την Καγκελλάριο. Αν όμως έκανε ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, ο κ. Πρωθυπουργός έκανε άλλα δέκα προς τη λάθος. Εγκατέλειψε την αναδιαπραγμάτευση και έκανε δήλωση μετάνοιας για την αρχική «αντιμνημονιακή» του στάση, παρόλο που είναι ηλίου φαεινότερο για όλους τους σημαντικούς οικονομολόγους διεθνώς ότι το ελληνικό μνημόνιο, λόγω κατασκευής και όχι λόγω μη ή κακής εφαρμογής, είναι ίσως το χειρότερο και πιο αποτυχημένο οικονομικό πρόγραμμα στην παγκόσμια οικονομική ιστορία. Η στάση αυτή ακριβώς, των Ελλήνων πολιτικών, είναι που θα επιτρέψει αύριο, όταν έρθει η ώρα του τελικού κραχ, να εκδιωχθεί κακήν-κακώς η Ελλάδα από τι ευρώ και να αποδοθεί στους ‘Ελληνες η πλήρης ευθύνη για ότι θα συμβεί.

Θα περίμενε κανείς το ελληνικό συντηρητικό κόμμα, όπως και τα άλλα ελληνικά κόμματα και άλλοι φορείς της χώρας, να βρίσκονται διαρκώς παρόντες σε όλα τα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρουμ, να εξηγούν την έκταση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής καταστροφής που σημειώνεται στη χώρα, να προσπαθούν να επηρεάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη και τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Στην πραγματικότητα, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπάρχει πλήρης ελληνική αφάνεια διεθνώς. Ο μέσος Γερμανός σήμερα πιστεύει ακράδαντα ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα απολύτως υπεύθυνη για όσα της συμβαίνουν, παρά την κολοσσιαία βοήθεια που δέχεται. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι ελληνικές προσπάθειες θα μπορούσαν να αντιστρέψουν μια εικόνα που καλλιέργησε συστηματικά η εφημερίδα Μπιλντ και οι πιο συντηρητικοί κύκλοι της Γερμανίας. Ξέρουμε όμως ότι κανένας από την Ελλάδα δεν κατέβαλε την παραμικρή σοβαρή προσπάθεια να επηρεάσει τη γερμανική και διεθνή κοινή γνώμη, που συχνά κινητοποιήθηκε από μόνη της, όσο και όπως μπορούσε, υπέρ της χώρας μας.

Το βλέπω κι εδώ στο Βερολίνο, καθώς Ευρωπαίοι συντηρητικοί πληροφορούμενοι την εθνικότητά μου έρχονται υποψιασμένοι να με ρωτήσουν για το τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα μου και είναι φανερό ότι δεν έχουν ιδέα. Συμμετέχω σε μια συζήτηση για το αν και πως είναι δυνατός ο συνδυασμός ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ζητάω τον λόγο και τους λέω ότι έρχομαι από την Ελλάδα, δηλαδή το (προπολεμικό) παρελθόν της Ευρώπης και αντιπροσωπεύω το τρομερό μέλλον της, αν δεν αλλάξουμε αμέσως υπόδειγμα. Τους λέω ότι δεν έχει νόημα η συζήτηση αν δεν πάρουμε υπόψιν μας τα αποτελέσματα που ήδη είχαν οι πολιτικές μας στην Ελλάδα. Τους υπενθυμίζω ότι το «πρόγραμμα σωτηρίας» της χώρας μου έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη ύφεση στη δυτική οικονομική ιστορία, περιλαμβανομένου του Μεγάλου Κραχ του 1929. Η αίθουσα με ακούει σιωπηλή αλλά τεταμένη. Εμφανώς ενοχλημένος από την εισπήδηση της ελληνικής πραγματικότητας, ο Τιτμάγιερ, μέλος του ΔΣ της Ντώυτσε Μπανκ, κάνει νόημα στο προεδρεύοντα να με σταματήσει. Κλείνω κι εγώ την παρέμβασή μου απευθυνόμενος στον ίδιο και θυμίζοντάς του το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ούτε ο ίδιος όμως, ούτε κανείς άλλος από το πάνελ δεν επιχειρεί να ανασκευάσει όσα είπα – είτε σιωπούν, είτε περιορίζονται σε κάνα δύο αμήχανα λόγια συμπάθειας. Αν όμως ακούγανε συνεχώς αυτά τα πράγματα, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, θα άρχιζε να αλλάζει κάπως και το κλίμα διεθνώς για την Ελλάδα.

Από αυτά που λένε, αλλά και από αυτά που δεν λένε, ιδίως οι Ισπανοί συντηρητικοί, αντιλαμβάνομαι ότι θα ήθελαν και ότι χρειάζονται απελπιστικά τη φωνή της Ελλάδας και την περιγραφή του τι συμβαίνει στη χώρα, ως αποτέλεσμα των επιλογών που επέβαλε στην Ευρώπη η Γερμανία. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος που προτίμησαν να καλέσουν τον γράφοντα τον περασμένο Φεβρουάριο, σε μια ημερίδα για την ευρωπαϊκή κρίση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εν γνώσει τους του τι θα έλεγε και πως θα περιέγραφε την κατάσταση. Το ζήτημα ενός «μετώπου του Νότου» ή της «περιφέρειας» έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, ελάχιστα πράγματα όμως προς αυτή την κατεύθυνση έχουν κάνει οι ‘Ελληνες πολιτικοί και της κυβέρνησης, δυστυχώς όμως και της αντιπολίτευσης. ‘Όταν θα το καταλάβουν θα είναι πια πολύ αργά – ήδη, η κατάσταση τείνει να γίνει μη αντιστρέψιμη, γιατί οι επιμέρους παίκτες αυτού του πολυπαραγοντικού παιγνίου της ευρωπαϊκής κρίσης έχουν αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις σε πολιτικές που δεν μπορούν εύκολα να μην καταλήξουν σε καταστροφή.

Ευτυχώς που ήρθε πρόσφατα ο κ. Τσίπρας στη Γερμανία και είχε μια εξαιρετική παρουσία – αν και δεν αρκεί φυσικά μια επίσκεψη τον χρόνο ή το εξάμηνο για να αντιστρέψει τα αποτελέσματα μιας «επικοινωνιακής» επίθεσης που δέχεται σχεδόν τρία χρόνια τώρα, χωρίς να αμύνεται, η Ελλάδα. Θα χρειαζόντουσαν πολύ πολύ περισσότερα για να αρχίσει να αντιστρέφεται η κατάσταση. Δυστυχώς, τείνει ήδη να γίνει ανεπίστρεπτη, γεγονός που «κλειδώνει» όλο και περισσότερο την πορεία της χώρας (ίσως και της Ευρώπης, έστω και με καθυστέρηση φάσης), σε μια ιστορική καταστροφή επικών διαστάσεων. Τα όσα τραβήξαμε τα τελευταία τρία χρόνια θα είναι, σε αυτό το σενάριο, τίποτα μπροστά σε αυτά που έρχονται.

Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δεν έχει όμως συνείδηση όλων αυτών ή, αν έχει, η συνείδηση αυτή είναι εξαιρετικά περιορισμένη και ανεπαρκής. Η υποτέλεια και η μειονεξία είναι στο DNA του ‘Ελληνα πολιτικού, που φρόντισε να εμβολιάσει και πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Κάποτε, αναπόφευκτα, έρχεται βέβαια και η ώρα της «εξέγερσης», αλλά κι αυτή παίρνει άλογες μορφές, αφού κανείς δεν την έχει προετοιμάσει. ‘Ετσι, αντί οι δυνάμεις της χώρας να έχουν βγει διεθνώς και να την υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια, προσπαθούν απλά να διαχειριστούν επικοινωνιακά στο εσωτερικό μια καταστροφή, δηλαδή κάτι εξ ορισμού μη διαχειρίσιμο, κάνοντας το σταυρό τους που δεν έχει έρθει ακόμα. Ονειρεύονται ξύπνιοι στην κυβέρνηση, δυστυχώς όχι σπάνια και στην αντιπολίτευση. Η ελληνική πολιτική τάξη κάνει συνήθως «πολιτική» για το θεαθήναι και στο εσωτερικό της χώρας. Αν όμως το μυαλό των πολιτικών είναι μέσα στη χώρα, το πρόβλημά της είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο έξω. Και συνήθως, εκεί έξω δεν υπάρχει κανείς να υπερασπισθεί τα ελληνικά συμφέροντα και απόψεις. Επί τρία χρόνια η Ελλάδα λοιδωρείται κυριολεκτικά παγκοσμίως και είναι ελάχιστη η προσπάθεια υπεράσπισής της. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει οικονομική και όχι στρατιωτική μορφή, δεν θα είναι όμως λιγότερο δραματικό από αυτά που έπαθαν οι Σέρβοι και οι Ιρακινοί όταν έχασαν τον «πόλεμο της προπαγάνδας», είδος μπαράζ πυροβολικού πριν από την επίθεση του πεζικού.

«Πουλάμε την Ελλάδα στους Κινέζους»

«Πουλάμε την Ελλάδα στους Κινέζους» μου λέει ο ‘Ελμαρ Μπροκ, απολαμβάνοντας την αμηχανία που μου προκαλεί με την απάντησή του στην ερώτησή μου για τις γεωπολιτικές συνέπειες της ευρωπαϊκής και ειδικά ελληνικής κρίσης. Ο Μπροκ είναι ένας από τους κύριους «στρατηγικούς εγκεφάλους» της Γερμανίας, από τους ελάχιστους πολιτικούς της χώρας που διαθέτουν καλή αίσθηση της διεθνούς γεωπολιτικής και στρατηγικής πραγματικότητας, οπαδός μιας πολιτικής προσέγγισης με τη Ρωσία, εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο κ. Μπροκ έχει πρόσφατα επικρίνει υψηλόβαθμους παράγοντες της παράταξής του, χαρακτηρίζοντας «ανεύθυνες» και ως έχουσες φοβερό κόστος τις δηλώσεις τους περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, τονίζοντας ότι αυτές οι δηλώσεις πυροδοτούν την ανησυχία των αγορών.

Ο κ. Μπροκ κάνει το «ασυνήθιστο» σχόλιο για τους Κινέζους, υποκύπτονας στον συνήθη πειρασμό ευφυών ανθρώπων να επιδεικνύουν την εξυπνάδα τους, ενίοτε με ανορθόδοξες, προκλητικές δηλώσεις. Κι αφού το πει, μετανοιωμένος κάπως με την αθυροστομία του ρίχνει μια ματιά στο μαγνητόφωνο που κρατάω στο χέρι και μου εξηγεί ότι δεν θα πει ποτέ κανείς κάτι τέτοιο.

Αν προκάλεσα αυτό το «παράδοξο» σχόλιο είναι γιατί του «έξυσα πληγές», ρωτώντας τον για τη γεωπολιτική της ευρωπαϊκής κρίσης. «Μα δεν υπάρχει μόνο η Κίνα στην Ανατολική Μεσόγειο», του λέω, υπαινισσόμενος την ύπαρξη άλλων γεωπολιτικών «παικτών», πέραν της Κίνας, προφανών και πολύ πιθανότερων υποψήφιων να καλύψουν ένα «ευρωπαϊκό κενό» στην Ανατολική Μεσόγειο. Προτιμά όμως αυτή τη φορά να μην ακούσει την ερώτηση, παρά να διακινδυνεύσει μια ακόμα «πολιτικά ανορθόδοξη» απάντηση.

«Τι συμβαίνει;», τον ρωτώ, «στη χώρα σας δεν αντιλαμβάνονται ότι περιοριζόμενη στα οικονομικά θέματα, και αγνοώντας τα στρατηγικά, η Γερμανία δεν θα μπορέσει ποτέ να παίξει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη;». «Κυττάξτε», μου απαντά, «σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Βόρεια Ευρώπη, αυτά που λέτε, οι έγνοιες για αυτές τις πτυχές ασφάλειας κλπ. έχουν υποχωρήσει, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Οποιοδήποτε κόστος για να σωθεί το ευρώ δεν είναι μεγάλο, γιατί έτσι σώζουμε και την ειρήνη στην Ευρώπη, προσθέτει, εν επιγνώσει όμως ότι είναι αρκετοί οι παράγοντες και στην παράταξή του που δεν συγκινούνται από τα επιχειρήματά του.

«Να πιέσουμε την Ελλάδα»

Αν ο Μπροκ ανησυχεί για τις γεωπολιτικές συνέπειες της κρίσης, αυτό δεν τον κάνει διόλου εφεκτικό ως προς την αναγκαιότητα εφαρμογής των «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή του Μνημονίου. Και δεν θα μπορούσε νάναι αλλοιώς, όταν δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή, αξιόλογη προσπάθεια να εξηγηθεί στη Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη τι είναι αυτό το Μνημόνιο και γιατί πρέπει, προς το συμφέρον και της Ελλάδας και της Ευρώπης, να διακοπεί. Πόσο μάλλον που όλα αυτά τα πράγματα τα έχουν υπογράψει και εκθειάσει διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.

«Να πληρώσουν οι εκατομμυριούχοι σας», είναι η μόνη «παραχώρηση» του Μπροκ. Η έκταση και η απροθυμία δίωξης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς είναι, πρέπει να σημειωθεί, ένα από τα σοβαρότερα επιχειρήματα ή προσχήματα, όσων Ευρωπαίων αρνούνται να αναθεωρήσουν τις ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον Γερμανό πολιτικό, μόνο τελευταία ο κ. Σαμαράς έχει επιδείξει αξιόπιστο, σοβαρό μεταρρυθμιστικό οίστρο κατά τον Γερμανό πολιτικό. Η Αθήνα, προσθέτει, πρέπει να πιεσθεί περαιτέρω για να μείνει στο «δρόμο των μεταρρυθμίσεων»

«Ευρωπαϊκό Σουδάν κινδυνεύει να γίνει η Ελλάδα»

Το μήνυμα του ‘Ελμαρ Μπροκ είναι διπλό: προς την Αθήνα «σκάστε και κολυμπάτε», έστω και αν υπάρχει σήμερα ένας κολοσσιαίος όγκος δεδομένων και αποδείξεων ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει», προς τους Γερμανούς «μη διανοηθείτε να πετάξετε την Ελλάδα έξω».

Κατά τον κ. Μπροκ, οι ανεύθυνες δηλώσεις περί ελληνικής εξόδου και οι ανησυχίες για το αν μείνει η Ελλάδα στο ευρώ και οι Ευρωπαίοι ενωμένοι, μπορούν να πυροδοτήσουν την ανησυχία των αγορών, οδηγώντας σε ένα Κραχ χειρότερο από το 1929. Αυτό δεν θα είχε μόνο δυσμενείς συνέπειες και για την Ελλάδα και για τη Γερμανία. «Εάν οι γείτονές μας χρεωκοπήσουν, θα χρεωκοπήσει και η Γερμανία ως εξαγωγική χώρα» λέει, προσθέτοντας ότι «για τις πολιτικές συνέπειες δεν χρειάζεται να μιλήσουμε». Μια τέτοια εξέλιξη, πιστεύει, θα συνιστούσε στρατηγική καταστροφή και θα στρεφόταν εναντίον των γερμανικών συμφερόντων. «Το να αφήσουμε την Ελλάδα να χρεωκοπήσει θα ήταν πολύ ακριβό για τη Γερμανία, η σωτηρία της θα ήταν φτηνότερη από τη χρεωκοπία. Το ότι 80% των Ελλήνων θέλουν να κρατήσουν τη χώρα στο ευρώ οδηγεί τον Μπροκ στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν θα καταλήξει στη χρεωκοπία.

Αυτοί που λένε ότι πρέπει να πετάξουμε την Ελλάδα από το ευρώ, διατυπώνουν μια «λαϊκιστική» θέση για να αποσπάσουν χειροκροτήματα από τα γερμανικά καφενεία, υποστηρίζει ο Μπροκ, που θυμίζει ότι το σύμφωνο της Λισσαβώνας αποκλείει έξωση από την ΕΕ και το ευρώ. Το μόνο που προβλέπεται είναι εθελούσια έξοδος από την ‘Ενωση. Γιατί να ήθελε η Αθήνα να το κάνει; Αν οι ‘Ελληνες επανέφεραν τη δραχμή δεν θα είχαν καμιά δυνατότητα πια να ξανασταθούν στα πόδια τους. Δεν θάβρισκαν κανένα χρηματοδότη, θα έπρεπε να εξυπηρετούν τα χρέη τους σε ευρώ, και να αγοράζουν πρώτες ύλες, όπως το πετρέλαιο, πανάκριβα. Το όφελος που θάχαν με τις καλύτερες εξαγωγικές δυνατότητες για τη φέτα θα ήταν αμελητέο σε σύγκριση με τα μειονεκτήματα. Το αποτέλεσμα θα ήταν η Αθήνα να βρίσκεται συνεχώς κρεμασμένη από την τσέπη των Ευρωπαίων αν δεν θέλουμε να γίνει η Ελλάδα ένα ευρωπαϊκό Σουδάν. Και το Σουδάν έχει τουλάχιστο πετρέλαιο.

Μόνο που αυτό που ο Μπροκ δεν θέλει να καταλάβει ή, το πιθανότερο, δεν καταλαβαίνει, είναι επίσης ότι δεν μπορεί να συνεχίσουν οι ‘Ελληνες, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς να πέφτουν από τις ταράτσες των σπιτιών τους, «για να εφαρμοσθούν τα συμφωνηθέντα».

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ»

Δυόμισυ χρόνια μετά την υπογραφή του Μνημονίου, μετά το PSI, τα δεύτερη δανειακή και τις εκλογές, η Ελλάδα παραμένει σε άνευ προηγουμένου στρατηγικό αδιέξοδο, που κινδυνεύει να παρασύρει και την Ευρώπη σε μείζονα καταστροφή. Κανένας σχεδόν από τους «παίκτες» δεν λέει ορθολογικά πράγματα. Οι ‘Ελληνες και Γερμανοί οπαδοί των Μνημονίων λένε ότι τα κάνουν αυτά για να σώσουν την Ελλάδα μέσα στο ευρώ. Είναι όμως σαφές ότι το χρέος εκτοξεύεται σε παγκοσμίως πρωτοφανή επίπεδα αντί να μειώνεται, η ύφεση που έχει προκληθεί καθιστά μεσοπρόθεσμα, αν όχι βραχυπρόθεσμα αδύνατη την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, καταστρέφει την ελληνική οικονομία, κοινωνία και δημοκρατία και, όλο και πιο πιθανά, κινδυνεύει να καταλήξει σε μια πολύ σοβαρότερη κρίση, που μπορεί να πάρει τη μορφή εμφύλιων και φυλετικών συγκρούσεων, κατάρρευσης του κράτους και γενικευμένης αναταραχής και ανομίας ή στρατιωτικο-αστυνομικού κινήματος, ενεργοποιώντας και άλλες γεωπολιτικές δυνάμεις, που θα επιδιώξουν να το εκμεταλλευθούν.

Αν υπήρχε Αθήνα, θα έπρεπε κανονικά να ζητήσει με σαφή και ξεκάθαρα επιχειρήματα μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, όχι την επανάληψη των καταστρεπτικών γελοιοτήτων του PSI, έκτακτη ανθρωπιστική βοήθεια των εταίρων της και σχέδιο Μάρσαλ. Θα έπρεπε να εξηγήσει με πειστικά επιχειρήματα, και δόξα τω Θεώ υπάρχουν, ότι είναι υποχρεωμένη να διακόψει το πρόγραμμα, ίσως και να πάει σε στάση πληρωμών, αν δεν πάρει ένα πρόγραμμα που να την αφήνει με ένα βιώσιμο κράτος. Θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει μια γιγάντια παγκόσμια καμπάνια υπεράσπισης της χώρας, ενημέρωσης της κοινής γνώμης για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και γιατί συμβαίνουν. Θα έπρεπε να έχει αλλάξει άρδην την κατάσταση της χώρας, καταστρέφοντας το σύστημα φοροδιαφυγής και διαφθοράς και επανιδρύοντας το κράτος, δείχνοντας και διεθνώς ότι η Ελλάδα που ζητάει βοήθεια δεν είναι η Ελλάδα που ξέρουνε. Δυστυχώς, η πολιτική τάξη της χώρας δεν μοιάζει ικανή να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Θα χάσουμε έτσι μια ακόμα ιστορική ευκαιρία, που είναι η συγκυρία των αμερικανικών εκλογών για να θέσει η Ελλάδα τα ζητήματά της. Και κινδυνεύουμε η επίσκεψη Μέρκελ να εξελιχθεί σε μια ακόμη γελοιότητα, όπου θα μας «δίνουν» πράγματα που μας έχουν ήδη υποσχεθεί και συμφωνήσει, όπως την επόμενη «δόση» ή και κάτι παραπάνω, με αντάλλαγμα να συνεχίσουμε την πορεία καταστροφής στην κατεύθυνση που δρομολογήσαμε εδώ και τρία χρόνια. Χωρίς ταυτόχρονα, κανείς στην Ελλάδα, να προετοιμάζεται έστω και κατ’ ελάχιστον για την επερχόμενη καταστροφή.

Δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί για ποιό λόγο ακριβώς πανηγυρίζει ο κ. Σαμαράς για την επίσκεψη Μέρκελ. Πήρε πίσω όλα όσα έλεγε, καταβάλλει τρομερές προσπάθειες να την ικανοποιήσει και να εφαρμόσει το πρόγραμμα καταστροφής, έστω κι αν οδηγείται σε πολιτική αυτοκτονία, υπέφερε καρτερικά το φτύσιμο των «αφεντικών». Ε, λογικό δεν είναι να έρθει και μια επίσκεψη η Καγκελλάριος;

Τον Μάιο του 2011 ήδη, ο εκδότης της σημαντικότερης οικονομικής εφημερίδας της Γερμανίας Handelsblatt Γκαμπόρ Στάινγκαρτ συνέκρινε, σε μια συνέντευξή του στον γράφοντα, που δημοσίευσε τότε ο «Κόσμος του Επενδυτή», το Μνημόνιο με το αμερικανικό μεταπολεμικό πρόγραμμα Μοργκεντάου, που προέβλεπε την καταστροφή της Γερμανίας και την επιστροφή της σε προβιομηχανική εποχή. Οι ΗΠΑ το αντικατέστησαν αργότερα με το σχέδιο Μάρσαλ, διαγράφοντας τα γερμανικά χρέη, για να μην επικρατήσουν οι κομμουνιστές σε όλη τη Γερμανία. Ο κ. Στάινγκαρτ πρόσθεσε ότι η λύση για την Ελλάδα είναι αναδιάρθρωση χρέους και σχέδιο Μάρσαλ. Γιατί αυτά που υποστηρίζουν οι Γερμανοί δεν μπορούν να τα υποστηρίξουν οι ‘Ελληνες; Γιατί δεν μπορούν να επαναλάβουν αυτό που είπε ο νυν Πρόεδρος της Γαλλίας στην προεκλογική του εκστρατεία, ότι δηλαδή φτιάξαμε ένα πρόγραμμα σωτηρίας που καταστρέφει την Ελλάδα.

Ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να μαζέψει τους Γερμανούς και Ευρωπαίους ανταποκριτές στην Αθήνα και να μην τους πει τίποτα δικό του ή του ΣΥΡΙΖΑ. Να μαζέψει μισή σελίδα με τα κύρια οικονομικά στοιχεία της Ελλάδας και δέκα σελίδες με αυτά που έχουν πει ο Σμιτ, ο Στάινγκαρτ, ο Ολάντ, ο Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτς, ο Γκαλμπρέιθ, ο Μπόφινγκερ κ.ο.κ. Και να τους καλέσει να τα συγκρίνουν με την πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Μέρκελ, ο Σαμαράς και η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση.

Τμήμα του άρθρου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο», της 8.10.2012