Το Κυπριακό, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι ΗΠΑ – Μ. Βρετανία

11 Νοέμβρη 2018
Πηγή: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10079844

Η τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους έχει αναδείξει το ρόλο της ελληνικής στρατιωτικής χούντας καθώς και το ρόλο των ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας στην υποστήριξη της τουρκικής απόβασης, μετά το πραξικόπημα για την ανατροπή του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιούλη 1974.

Ωστόσο, αν το 1974 αποτελεί την κορύφωση ενός τραγικού γεγονότος, οι ρίζες του βρίσκονται πολλά χρόνια πίσω. Ο κυπριακός λαός πλήρωσε και πληρώνει πολύ ακριβά τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις καθώς και την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Το 1878, η οθωμανική αυτοκρατορία, σε αντάλλαγμα για τη βρετανική υποστήριξη στον πόλεμο κατά της Ρωσίας, παραχώρησε έναντι ενοικίου την Κύπρο στη Μ. Βρετανία.

Το 1914 η Βρετανία εκμεταλλεύτηκε την είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και προσάρτησε την Κύπρο, ακυρώνοντας τη Συνθήκη του 1878.

Το 1915 η Μ. Βρετανία πρότεινε την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την είσοδό της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος την απέρριψαν.

Το 1920, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Τουρκία ως μια από τις ηττημένες χώρες παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα και όλους τους τίτλους κυριότητας στην Κύπρο, γεγονός που επικυρώθηκε και από τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923). Η Κύπρος υπαγόταν πλέον στην «κατοχή» και «διοίκηση» της Βρετανίας.

Ο λαός της Κύπρου δεν έπαψε να αγωνίζεται για την απαλλαγή του από τη βρετανική κυριαρχία. Στις 21 Οκτώβρη 1931, έγιναν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα. Η εξέγερση κατεστάλη βίαια. Εκατοντάδες άτομα φυλακίστηκαν, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου κηρύχθηκε παράνομο, η ηγεσία του εξορίστηκε, απαγορεύτηκε η διδασκαλία της ελληνικής Ιστορίας κ.λπ.

Ο τότε πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος έσπευσε να καταδικάσει τη λαϊκή εξέγερση («Εθνος», 23 Οκτώβρη 1931). Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών και αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλου: «(…) ως πολιτικός και απλώς ως άνθρωπος, αποδοκιμάζω με τον πλέον ενεργόν τρόπον πάσαν παράνομον εκδήλωσιν ιδία όταν συνοδεύεται από βιαιότητας κατά προσώπων και πραγμάτων» («Πρωία», 24 Οκτώβρη 1931).

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο αγώνας του κυπριακού λαού συνεχίστηκε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς αντιμετώπισαν τον αγώνα των Κυπρίων οι ελληνικές κυβερνήσεις; Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Κ. Τσαλδάρη στις 17 Μάη 1946: «Ως προς το ζήτημα της Μεγαλονήσου Κύπρου, ουδεμία επιτρέπεται να γίνεται σύγχυσις (…) Πρόκειται περί θέματος, το οποίον αφορά την Μεγάλην μας φίλην Μεγάλην Βρετανίαν και την Ελλάδα, του οποίου όθεν η περιπόθητος διά το έθνος διευθέτησις αφορά μόνον ημάς τους δύο».

Και την επομένη, ο Π. Κανελλόπουλος διευκρίνισε: «Η ελπίς μας διατυπούται απέναντι της μεγάλης και υπερόχου ευεργέτιδος της Ελλάδος της Μεγάλης Βρετανίας» («Το Κυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων», τόμος Α’, σελ. 8.).

Αυτή η λογική ήταν που οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση να αρνηθεί τη στήριξη του αιτήματος των Κυπρίων για εγγραφή και συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Αναγκάστηκε να το κάνει κάτω από τις πιέσεις του Μακάριου τον επόμενο χρόνο, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα, αφού η ΓΣ του ΟΗΕ (1953) υιοθέτησε στην ουσία τις θέσεις της Μ. Βρετανίας.

Τον Σεπτέμβρη του 1955, η κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας προσκάλεσε την Ελλάδα και την Τουρκία σε τριμερή διάσκεψη για το Κυπριακό στο Λονδίνο. Ο Μακάριος είχε εκφράσει τη διαφωνία του για την τριμερή και τη συμμετοχή της Ελλάδας. Η κυβέρνηση Παπάγου πήρε μέρος και αυτό αποτέλεσε σημαντική διπλωματική επιτυχία της Τουρκίας, γιατί έτσι έγινε η πρώτη επίσημη εμπλοκή της στο Κυπριακό.

Από το Μάρτη του 1957 επισημοποιείται και η εμπλοκή των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Σε αμερικανοβρετανικές συνομιλίες συμφωνήθηκε το Κυπριακό να αντιμετωπίζεται στο εξής στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Επιδίωκαν να υπάρξει απευθείας συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, δηλαδή να πάψει το Κυπριακό να είναι διεθνές ζήτημα.

Στις 23 Φλεβάρη 1959, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ανακοίνωσε στη Βουλή «ότι διά των συμφωνιών αίτινες υπεγράφησαν εν Λονδίνω, κατά την παρελθούσα εβδομάδα, η Κύπρος καθίσταται ανεξάρτητος Δημοκρατία». Είναι οι γνωστές συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις Μ. Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Στο Λονδίνο πήραν μέρος και συμφώνησαν και εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Υπονομευμένη η ανεξαρτησία από την πρώτη στιγμή

Η ανεξαρτησία της Κύπρου, που προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, ήταν περιορισμένη και υπονομευμένη από την πρώτη στιγμή. Προέβλεπαν ως εγγυήτριες δυνάμεις τις Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, που θα είχαν στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Η Μ. Βρετανία διατήρησε τις βάσεις της στην Κύπρο.

Το Σύνταγμα που συμφωνήθηκε και που δεν τέθηκε ποτέ στη διαδικασία της έγκρισης του κυπριακού λαού, στην πραγματικότητα εμπόδιζε την κυπριακή κυβέρνηση να κυβερνήσει. Σε λιγότερο από 4 χρόνια, οι συμφωνίες τινάχθηκαν στον αέρα.

Το Νοέμβρη του 1963 ο Μακάριος υπέβαλε στους Τουρκοκύπριους πρόταση για αλλαγή 13 Αρθρων του Συντάγματος. Τις προτάσεις απέρριψε η Τουρκία και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις και η αποχώρηση των Τουρκοκύπριων υπουργών από την κυβέρνηση. Οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του νησιού μετακινήθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπου σχηματίστηκαν αμιγείς θύλακες, στους οποίους δεν επιτρέπονταν η είσοδος Ελληνοκυπρίων και η άσκηση ελέγχου από την κυπριακή κυβέρνηση.

Η Μ. Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη και αξιοποιώντας τα παραπάνω γεγονότα, χάραξε το 1964 την «πράσινη γραμμή» που διαχώριζε τις δύο κοινότητες.

Οι επεμβάσεις των ΗΠΑ εκφράστηκαν με τα σχέδια «Ατσεσον», που προέβλεπαν την ένωση με την Ελλάδα αλλά και τη διατήρηση των βρετανικών βάσεων και τη δημιουργία τουρκικών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου, γι’ αυτό απορρίφθηκαν από την κυπριακή ηγεσία.

Αποδεικνύεται από όλα τα προηγούμενα ότι ΗΠΑ, Μ. Βρετανία δεν ήθελαν πραγματικά ανεξάρτητη Κύπρο. Αλλά και οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας κινήθηκαν ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν υποστήριξε την ανεξαρτησία της Κύπρου. Ηθελαν λύση στο πλαίσιο της δυτικής συμμαχίας. Γι’ αυτό αντιμετώπισαν εχθρικά τον Μακάριο, όταν αυτός στην πορεία επέλεξε την ανεξαρτησία της Κύπρου, εντάχθηκε στο Κίνημα των Αδέσμευτων, έκανε συμφωνίες και στηρίχθηκε στις σοσιαλιστικές χώρες, πρώτα απ’ όλα στη Σοβιετική Ενωση.

Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στο μνημόνιο προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζόνσον (15 Ιούνη 1964): «…Το δίλημμα είναι ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα; ΝΑΤΟποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της ένωσης με την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της ένωσης, ολόκληρο το νησί, όντας τμήμα της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι ΝΑΤΟική βάση όπως η Κρήτη. Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά, όπως και στην Ελλάδα όπου ελαττώθηκε στο 12%. Ετσι η ασφάλεια της Τουρκίας και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής θα περιφρουρηθεί πλήρως…».

Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ (1984-1989) Ν. Κουρής, στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή, αναφέρει: «Ολες οι κυβερνήσεις πράγματι θέλουν να λύσουν το Κυπριακό μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, όλες οι κυβερνήσεις επαναλαμβάνω από το 1952 και εντεύθεν».

Επομένως, η αποστολή της ενισχυμένης μεραρχίας στην Κύπρο το 1964 δεν είχε μόνο στόχο την αντιμετώπιση του κινδύνου επέμβασης της Τουρκίας, αλλά και την αποτροπή της λεγόμενης «κουβανοποίησης» της Κύπρου. Ο παραπάνω ισχυρισμός επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι κυριότερες δυνάμεις της μεραρχίας συγκεντρώθηκαν στη Λευκωσία.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Μπολ, στις 22/8/1964 σε απόρρητο τηλεγράφημα στον Ντιν Ατσεσον, τόνισε: «(…) ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί εντολή…».

Τα γεγονότα του 1974 δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία»

Ενα ακόμη γεγονός, που αποδεικνύει ότι η στάση του ελληνικού κράτους υπήρξε ενιαία, είναι και το παρακάτω: Στις 9 και 10 Σεπτέμβρη 1967 πραγματοποιήθηκε στον Εβρο (Κεσάνη – Αλεξανδρούπολη) συνάντηση της ελληνικής χουντικής κυβέρνησης (Κόλλιας, Σπαντιδάκης, Παπαδόπουλος, Οικονόμου – Γκούρας ως υπουργός Εξωτερικών κ.λπ.) με αντίστοιχη της Τουρκίας (Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, Ι. Τσαγλαγιαγκίλ κ.λπ.) με αντικείμενο το Κυπριακό.

Η πλειοψηφία της Εξεταστικής Επιτροπή της Βουλής εμφανίζει τη συνάντηση ως απροετοίμαστη, πρόχειρη. Ο Παπαδόπουλος αντέτεινε ότι υπήρχε προετοιμασία από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Ανέφερε συνάντηση Τούμπα – Τσαγλαγιαγκίλ το Δεκέμβρη του 1966. Καταθέτει ότι: «(…) η Τουρκία εφέρετο αποδεχόμενη την Ενωση με αντιπαροχή τη βάση της Δεκέλειας που θα παραχωρούσαν οι Αγγλοι».

Ακόμη ότι το Συμβούλιο του Στέμματος στις 6/2/1967 αποφάσισε να συνεχιστεί ο διάλογος. Εμφανίζει ότι στην Κεσάνη η Τουρκία υπαναχώρησε.

Το κυπριακό Πόρισμα σωστά αναφέρει σχετικά με την πρόταση των ελληνικών κυβερνήσεων (προδικτατορικής και χουντικής) ότι «η δικαιολογία κατάλυσης της κυπριακής ανεξαρτησίας με την προώθηση της παραπάνω πρότασης ήταν η αποτροπή προσχώρησης της Κύπρου στο “σιδηρούν παραπέτασμα”». Μάλιστα, ο Τσαγλαγιαγκίλ αποκάλυψε ότι ο Τούμπας ανέφερε πως η Ελλάδα είχε τη δύναμη να επιβληθεί του Μακαρίου σε περίπτωση άρνησής του.

Στην Κεσάνη, σύμφωνα με τον Κόλλια, οι Τούρκοι αντιπρότειναν διχοτόμηση ή καντόνια και η συνάντηση απέτυχε. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος κατέθεσε ότι ο Μακάριος δεν ενημερώθηκε για το θέμα της συνάντησης «γιατί αυτός ενδιαφερόταν για την ανεξαρτησία της Κύπρου». Επομένως τα δραματικά γεγονότα του 1974 δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό…

Παναγιώτης ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Στέλεχος του ΚΚΕ, μέλος της Ειδικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Βουλής για τον «Φάκελο της Κύπρου»