Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Αν η ελληνική αριστερά δεν θέλει να δει το πολιτικό της διάβημα να διαλύεται τελικά εις τα εξ ων συνετέθη, να καταστρέφεται, αν θέλει να ασκήσει εξουσία και να παίξει ρόλο σε αυτή την ιστορική συγκυρία, τότε πρέπει να τοποθετηθεί με σαφήνεια στο θέμα της Κύπρου.
Καμιά πολιτική δύναμη δεν μπορεί να διεκδικήσει (ή να κρατήσει) κυβέρνηση στην Ελλάδα, «παρακάμπτοντας» το κυπριακό, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να «ηγεμονεύσει» πολιτικά στη χώρα, χωρίς σαφή, ξεκάθαρη πολιτική για το κυπριακό. Και καμιά δύναμη, κανένας πολιτικός δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να λέγεται ή να θεωρείται αριστερή/ός, ούτε καν δημοκρατική/δημοκράτης, αν δεν τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό του κυπριακού λαού, των Ελλήνων της Κύπρου, συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της νήσου, του οποίου Ηνωμένες Πολιτείες και Μεγάλη Βρετανία ουδέποτε απεδέχθησαν το δικαίωμα της αυτοκυβέρνησης-αυτοδιάθεσης και που θέλουν, εν ονόματι τάχα λύσης και «ενοποίησης», να γυρίσουν τώρα στην υποδούλωση και την αποικιοκρατία. Αλίμονο αν η αριστερά χαρίσει στην άκρα δεξιά το προνόμιο να εμφανίζεται ως κύρια δύναμη υπεράσπισης του ελληνικού λαού, του ελληνικού έθνους.
Αυτό είναι το θεμελιώδες δίδαγμα των τελευταίων 60 χρόνων συχνά αιματηρής ελληνικής ιστορίας. Η αριστερά συνήλθε από τον εμφύλιο εν πολλοίς γιατί πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις για το κυπριακό, στη δεκαετία του 1950. Ο Καραμανλής έγινε Πρωθυπουργός εν πολλοίς για να «λύσει» το κυπριακό, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Ντάλλες, και το «έλυσε» με τη Ζυρίχη και το Λονδίνο, την «Ανταλκίδειο Ειρήνη» όπως χαρακτήρισε τις συμφωνίες αυτές ο Ηλίας Ηλιού στη Βουλή των Ελλήνων. Για το κυπριακό έγινε η αποστασία το 1965 και επιβλήθηκε η δικτατορία του 1967, δικτατορία που έπεσε το 1974 ακριβώς γιατί έκανε (για λογαριασμό των ΗΠΑ και άλλων) το πραξικόπημα στην Κύπρο και προσπάθησε να δολοφονήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ως αποτέλεσμα της χουντικής προδοσίας, το 1974, οδήγησε σε κατάρρευση ολόκληρο το μεταπολεμικό ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» και εδραίωσε την ιδεολογική ηγεμονία τεσσάρων δεκαετιών της κεντροαριστεράς, με κύριο εκφραστή το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, που συνδύασε εθνική αντιϊμπεριαλιστική και κοινωνική ιδεολογία.
Αν αυτά ίσχυαν μία φορά στο παρελθόν, ισχύουν δέκα, είκοσι φορές σήμερα, όταν το έθνος ολάκερο, ότι τουλάχιστο δεν έχει σαπίσει τελειωτικά, νοιώθει ως τα κατάβαθα του συλλογικού του ασυνείδητου, τη φοβερή επίθεση που δέχεται, τον οικονομικό και ιδεολογικό πόλεμο που το μετατρέπει σε «αποικία χρέους», το απειλεί, το καταστρέφει και το υποδουλώνει ταυτόχρονα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως δυνάμει εθνικό πολιτικό υποκείμενο
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτοξεύτηκε εκλογικά το 2012 γιατί, ξαφνικά, οι ‘Ελληνες ανακάλυψαν τις αρετές του που δεν ήξεραν προηγουμένως. Εκτοξεύτηκε γιατί έβαλε υποψηφιότητα να καταστεί το κύριο εθνικό «αντιμνημονιακό» πολιτικό εργαλείο. Δεν κέρδισε τις εκλογές και παρουσίασε τη μετεκλογική στασιμότητα, με τη «Χρυσή Αυγή» να καρπώνεται την έκτοτε αντισυστημική μετατόπιση, γιατί δημιούργησε αμφιβολίες για την προθυμία/ικανότητά του να παίξει αυτό τον ρόλο.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μια απλή οικονομική και κοινωνική κρίση, αντιμετωπίζει μια εθνική καταστροφή, έναν οικονομικό και ιδεολογικό πόλεμο που απειλεί την ίδια την κρατική της υπόσταση, τη δημοκρατία της, τις προϋποθέσεις συγκροτημένης, σχετικά ελεύθερης επιβίωσης του ελληνικού έθνους στα δύο κράτη του (Ελλάδα και Κύπρο). ‘Οποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό δεν έχει καταλάβει τίποτα. Δεν έχει καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να εξελιχθεί σε θρίαμβο και αυτό που μπορεί να γίνει η τραγωδία της αριστεράς. Δεν έχει καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην πορεία της χώρας προς μια απαραίτητη διεθνή αντιμνημονιακή «επανάσταση» (της ριζοσπαστικής σοβαρότητας, όχι των όπλων ή ενός ρηχού αντιευρωπαϊκού, δήθεν αριστερισμού αλά ΚΚΕ) και στη διολίσθηση της χώρας προς μια κατάσταση εμφυλίου, «πολέμου όλων κατά όλων».
Αν δεν διαλυθούμε ως λαός και ως έθνος, αν δεν καταστραφούμε ολότελα ως κρατική, εθνική, κοινωνική συγκρότηση, οπότε δεν θα έχει πια καμιά σημασία ποιος θα κατοικοεδρεύει στην Πλατεία Συντάγματος, τότε η δύναμη που θα ηγεμονεύσει τις επόμενες δεκαετίες στη χώρα είναι αυτή που θα μπορέσει να ενώσει τον ελληνικό λαό στον τιτάνιο αγώνα για την ανάκτηση της περηφάνειας, της ανεξαρτησίας, της αξιοπρέπειάς του, στην απελευθέρωση από το καθεστώς της αποικίας χρέους. Αλλά δεν μπορεί από τη μια να θέλεις την απελευθέρωση της Ελλάδας από τα δεσμά της οικονομικής αποικιοκρατίας και, ταυτόχρονα, την υποδούλωση της Κύπρου και, εμμέσως, της Ελλάδας με τα δεσμά της κλασικής ή μάλλον «μεταμοντέρνας» αποικιοκρατίας.
Το σχέδιο Ανάν-Ομπάμα
Ακόμα κι αν κάποιος είχε ήδη διαπράξει το τραγικό σφάλμα να υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν το 2004, γεωπολιτικό προπομπό των μνημονίων και δανειακών του 2010, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει σήμερα να καταγγείλει την προσπάθεια του Αναστασιάδη, με τον ίδιο δόλο και την ίδια προδοσία που επέδειξε στο θέμα του κουρέματος των καταθέσεων, να επαναφέρει κάτι που καταψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία στο δημοψήφισμα του 2014 και ο ίδιος εξελέγη πρόεδρος δεσμευόμενος ότι δεν θα το επαναφέρει.
‘Ετσι βέβαια λέει και σήμερα ο Πρόεδρος της Κύπρου, ίσως ότι χειρότερο έχει πιθανώς παράγει η ιστορία του νησιού στο διάβα των αιώνων, ότι δηλαδή δεν θα επαναφέρει το σχέδιο Ανάν ή Ομπάμα, όπως ήδη λέγεται. Μόνο που ήδη το ανακοινωθέν με τον ‘Ερογλου το επαναφέρει χωρίς να το ονομάζει.
Από το ανακοινωθέν προκύπτει αβίαστα ότι πουθενά στο «κρατικό» σύστημα της «νέας Κύπρου» δεν θα μπορεί η πλειοψηφία να κυβερνήσει, κι αφού απαγορεύεται να κυβερνά η πλειοψηφία και έχουμε δύο απολύτως ιστότιμα «κράτη», ένα της πλειοψηφίας του 82% και ένα της μειοψηφίας, δηλαδή ένα ζυγό αριθμό δεν μπορεί να σχηματισθεί πλειοψηφία, άρα θα χρειαστούμε κάποιον να παίρνει αποφάσεις. Αυτός ήταν ο βασικός μηχανισμός του σχεδίου Ανάν: εξίσωνε πλήρως την πλειοψηφία με τη μειοψηφία και μετά προέβλεπε μια σειρά ξένων αξιωματούχων για να παίρνουν τις αποφάσεις και να εκλέγουν τους διαδόχους τους. (*)
Αριστερά και Κύπρος
Η αριστερά, ούτε και καμιά άλλη πολιτική δύναμη της Ελλάδας, δεν πρέπει να υποδείξει ασφαλώς στους Κυπρίους τη λύση που πρέπει να βρουν, ανεπηρέαστοι από διεθνείς πιέσεις, στο εθνικό τους θέμα. Δεν πρέπει δηλαδή να ξανακάνουν το έγκλημα που διέπραξαν το 2004, όταν συμπαρατάχθηκαν με τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό και το «ευρωϊερατείο» εναντίον των Κυπρίων. Οφείλει όμως η αριστερά της Ελλάδας να διεκδικήσει την εφαρμογή και στην Κύπρο των γενικών αρχών της δημοκρατίας και ανεξαρτησίας των εθνών και κρατών, όπως περιγράφονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Η αριστερά του ΕΑΜ, της ΕΔΑ, της πάλης κατά της αμερικανοκίνητης δικτατορίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συντάσσεται με την προσπάθεια επαναποικιοποίησης από το παράθυρο της Κύπρου, με τις ωμές επεμβάσεις των ΗΠΑ, να τάσσεται υπέρ του εγκλήματος που πάει να γίνει στην Κύπρο, όπως ορθώς είπε προ ημερών στη Βουλή ο Μανώλης Γλέζος, ή να ποιεί την νήσσαν, υιοθετώντας στάση Ποντίου Πιλάτου.
Ναι, να λυθεί το κυπριακό, να ξαναενωθεί η Κύπρος, όχι όμως ως αποικία του «διεθνούς παράγοντα», όχι με καταπάτηση των πιο βασικών δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων, συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού. Αυτός είναι και ο πραγματικός δημοκρατικός, όχι ο αυτοκρατορικός διεθνισμός, δηλαδή η ένωση των λαών εναντίον της Αυτοκρατορίας, που προϋποθέτει τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των εθνών και τη δίκαιη λύση των διαφορών τους. Αυτός ο δρόμος εξασφαλίζει την καταπολέμηση του εθνικισμού και του σωβινισμού, που τρέφονται από την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η άποψη ότι οι ‘Ελληνες ειδικά πρέπει να παραιτηθούν του εθνισμού τους και των θεμιτών εθνικών δικαιωμάτων τους, δεν έχει βέβαια τίποτα το κοινό με τον «προλεταριακό διεθνισμό» των αγωνιστών της Κομιντέρν. Αντανακλά τον επαρχιωτισμό και τη δουλοπρέπεια των μεσοαστικών και ανώτερων αστικών στρωμάτων και την (ενίοτε αρκετά επωφελή) προσχώρηση, με «αριστερό προκάλυμμα» στην ιδεολογία και την πράξη της ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης, ιδιότυπης δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου και των εθνών που κυριαρχούν επ’ αυτού.
(*) Δες σχετικά, Μίκη Θεοδωράκη, Γιατί ξαναλέμε ‘Όχι στο σχέδιο Ανάν, Καθημερινή, 2 Μαίου 2004
«Δρόμος της Αριστεράς», 22.2.2014