Η Μεγάλη Βρετανία επανεθνικοποιεί τους σιδηροδρόμους
Του Θάκη Δαγρέ
Πρόσφατα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης πρότεινε την εθνικοποίηση της Εθνικής τράπεζας, της ΔΕΗ και ενός διυλιστηρίου. Ο συγκεκριμένος πολιτικός έχει κατηγορηθεί, όχι μόνο από την κυβέρνηση, σαν ακραίος λαϊκιστής και υβριστής και μάλιστα, με πρωτοβουλία των Θ. Πλεύρη και Α. Γεωργιάδη, έχει ‘χαρίσει’ το όνομά του σε μια νέα εκδοχή του λαϊκισμού, τον ‘πολακισμό’. Είναι αλήθεια, ότι η πολιτική τραχύτητα που τον διακρίνει δεν είναι πάντα η ενδεδειγμένη ούτε και λειτουργεί υπέρ του, αφού τις περισσότερες φορές ‘χάνει το δίκιο του’ ακόμα και όταν το έχει. Δεν είναι αυτός, όμως, ο λόγος της στοχοποίησής του. Οι εμπνευστές του όρου ‘πολακισμός’ είχαν την ατυχία (όπως και ο Δ. Αβραμόπουλος) να καθίσουν στην ίδια υπουργική καρέκλα (υπουργείο Υγείας) με τον Π. Πολάκη και έχουν πολλούς προσωπικούς λόγους να τον εχθρεύονται, αφού αυτός ήταν που έφερε στο φως δεκάδες σκάνδαλα που έγιναν επί υπουργίας τους. Ούτε φυσικά η συμμετοχή του στην ‘αριστερή’ κυβέρνηση Τσίπρα είναι ο λόγος που έχει μετατραπεί στο μαύρο πρόβατο της πολιτικής. Αντίθετα, η θητεία του αυτή, ιδιαίτερα μετά την ‘συνθηκολόγηση’ και το τρίτο μνημόνιο, όπως και η υποστήριξη που παρείχε στον Κασσελάκη το καλοκαίρι του 2023, εξελήφθησαν (προσωρινά) από το Ελληνικό μονοκομματικό πολιτικό σύστημα σαν ενδείξεις πολιτικής του εξημέρωσης, αφού τον ενέταξαν στο στρατόπεδο του ‘μένουμε Ευρώπη’ και του ‘ανήκομεν εις την δύσιν’.
Αυτό που κυρίως ενοχλεί στον Π. Πολάκη είναι ο αντικομφορμισμός του, η πολιτικά πρωτόγονη μάλλον εναντίωσή του στο καθολικό πνεύμα της ‘πολιτικής ορθότητας’ που διατρέχει οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα, και που είναι απαραίτητο για την εδραίωση του μονοκομματικού συστήματος. Όμως, η άσκηση εξουσίας χωρίς να ‘λερώσει’ τα χέρια του είναι ένα πλεονέκτημα που δικαιωματικά του παρέχει αυτή την δυνατότητα. Η αποχή του στην ψήφιση του νόμου για την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, οι καταγγελίες του για οικονομικές ατασθαλίες της, υπέρ άνω υποψίας, πρώην συντρόφου του Α. Λινού αλλά και ιδιαίτερα η πρότασή του για εθνικοποιήσεις, αποτελούν μερικές ενδείξεις.
Ειδικά για την Εθνική τράπεζα, ο Π. Πολάκης ανάλυσε πολύ εμπεριστατωμένα τις χρηματοοικονομικές λύσεις που θα ήταν διαθέσιμες για την επανεθνικοποίησή της.
Πως αντιμετωπίστηκε η πρότασή του;
Ως τεράστια βλασφημία! Η κυβέρνηση – παριστάνοντας την ψύχραιμη αρνήθηκε να σχολιάσει και παρέπεμψε στους εκπροσώπους της, στα εξαγορασμένα ΜΜΕ, που ανταποκρίθηκαν άμεσα καλώντας σε ‘απολογία’ τον ήδη πανικόβλητο ΣΥΡΙΖΑ. Αμήχανα ο, διαρκώς μειδιών Σ. Φάμελλος έσπευσε να αποτάξει τον σατανά, ενδεδυμένο με την πρόταση Πολάκη, δηλώνοντας ότι «…αυτό που εννοούσε (σ.σ. ο Π. Πολάκης) ήταν ότι το Δημόσιο θα πρέπει να εκμεταλλευτεί το ποσοστό που κατέχει στην Εθνική πιέζοντας ώστε η τράπεζα να παίξει επί τέλους τον κοινωνικό της ρόλο…»! Κάτωχρος και ο εκπρόσωπος τύπου του κόμματος Γ. Καραμέρος κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος. Οι ‘απολογούμενοι’ δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να αλλάξουν την ατζέντα των συνεντεύξεων/ανακρίσεων, ώστε να προκύψει (ίσως) κάποια τοποθέτησή τους επί της ουσίας. Η ‘απολογητική’ τους γραμμή ήταν ‘απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο…’ Και αυτό γιατί, όπως αποδείχθηκε, η απλή και μόνο αναφορά στο ζήτημα της επανάκτησης του δημόσιου πλούτου που ξεπουλήθηκε για ένα κομμάτι ψωμί ως απαίτηση των μνημονίων, αποτελεί όχι μόνο ταμπού, αλλά εκλαμβάνεται ως τεράστια ‘ύβρις’ από όλο το πολιτικό σύστημα. Η εκκωφαντική σιωπή ΟΛΩΝ των υπόλοιπων κομμάτων της λεγόμενης προοδευτικής αντιπολίτευσης το επιβεβαιώνει. Αποδεικνύεται ότι οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων και των δημόσιων υποδομών, όχι μόνο αποτελούν απαιτήσεις των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων που αποδέχεται όλη η ‘προοδευτική’ αντιπολίτευση, αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής της εθνικής υποτέλειας στην οποία ομνύουν με ευλάβεια. Η ‘στρατηγική’ τους αρχίζει και τελειώνει με την παραδοχή ότι τα μνημόνια αποτελούν θέσφατο και οιονεί κανονικότητα…
Οι ιδιωτικοποιήσεις, βέβαια, δεν άρχισαν με τα μνημόνια. Η πρώτη ιδιωτικοποίηση, με ληστρικούς όρους για το δημόσιο, ήταν η ‘συγχώνευση’ των Ελληνικών Πετρελαίων με την PETROLA του Λάτση, που αποτέλεσε το μεγαλύτερο, μετά το χρηματιστήριο, οικονομικό σκάνδαλο της περιόδου Σημίτη. Όμως, η αποτίμηση της εποχής, βάσει της οποίας έγινε η κατανομή των μετοχών, εκτός των άλλων, δεν έλαβε υπ’ όψιν (sic) ότι, η τεχνολογική και παραγωγική δυνατότητα του κρατικού διυλιστηρίου του Ασπροπύργου ήταν συντριπτικά ανώτερη εκείνης του απαρχαιωμένου της Ελευσίνας (PETROLA), για το οποίο δαπανήθηκε, εκ των υστέρων βέβαια, σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ για να εκσυγχρονιστεί στοιχειωδώς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Λάτσης βρέθηκε να κατέχει μεγαλύτερο αριθμό μετοχών από το δημόσιο!
Με τα μνημόνια ξεπουλήθηκαν αντί πινακίου φακής σχεδόν όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι δημόσιες υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι), η ραχοκοκαλιά δηλαδή της Ελληνικής οικονομίας, με την διαδικασία να είναι σε εξέλιξη. Εταιρείες από τις χώρες των δανειστών φυσικά είναι οι περισσότεροι ‘επενδυτές’, που σε πολλές περιπτώσεις επιδοτήθηκαν από το Ελληνικό δημόσιο για τις ‘επενδύσεις’ τους, όπως η Hellenic Train! Σήμερα, τα κέρδη αυτών των ‘επενδυτών’, μαζί με τα κέρδη των τραπεζών στις οποίες οι μνημονιακές κυβερνήσεις δώρισαν περί τα σαράντα δις ευρώ, πλησιάζουν αν δεν ξεπερνούν τα τοκοχρεολύσια εξυπηρέτησης των δανειακών συμβάσεων.
Μπορεί για το πολιτικό μας σύστημα όλα αυτά να είναι όπως φαίνεται ‘περασμένα ξεχασμένα’, αλλά ποια είναι άραγε η γνώμη της κοινωνίας; Η τελευταία σχετική έρευνα ήταν το 2018, όταν η Public Issue ‘μέτρησε’ ότι τα 2/3 των Ελλήνων θεωρούσαν ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έβλαψε τους καταναλωτές. Πόσο θα ήταν άραγε το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα που οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος καίνε τους πολίτες; Πως θα απαντούσαν σήμερα οι Έλληνες στο ερώτημα «επιθυμείτε την επανάκτηση της δημόσιας περιουσίας;»; Γιατί άραγε δεν βλέπουμε δημοσκοπήσεις για αυτό το ζήτημα, σε συνδυασμό με το ερώτημα περί κυριαρχίας ή μη του Ελληνικού κράτους;
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το πιθανό αποτέλεσμα τέτοιων ερευνών όσο φανερό και αν φαντάζει. Αυτό που γνωρίζουμε όμως, είναι ότι ξοδεύτηκε πολύ μελάνι και χρήμα στην άρτια σχεδιασμένη επιχείρηση απαξίωσης των δημόσιων επιχειρήσεων και της συκοφάντησης της δημόσιας ιδιοκτησίας. Μια επιχείρηση που ξεκίνησε την περίοδο Σημίτη, και στέφτηκε από μεγάλη, όπως φαίνεται, επιτυχία. Δύο ήταν οι κυριότεροι λόγοι αυτής της επιτυχίας.
Πρώτον, η επικοινωνιακή καταιγίδα, διάρκειας περίπου είκοσι χρόνων, που σε ανύποπτο σχετικά χρόνο (με επιστράτευση ‘έγκριτων’ πάντα πανεπιστημιακών, αναλυτών και φυσικά δημοσιογράφων), στόχευσε αφ’ ενός στην κοινωνική αποδοχή του ‘αξιώματος’ ότι ‘τα κράτη δεν μπορούν να είναι καλοί επιχειρηματίες’… και αφ’ ετέρου ότι ‘πρέπει επί τέλους να σταματήσει η επιβάρυνση των φορολογουμένων από τις διαχρονικές οικονομικές ζημιές των δημοσίων επιχειρήσεων’… Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος ήταν η μετατροπή των δημόσιων επιχειρήσεων σε φέουδα του πρώην δικομματισμού. Η σκανδαλώδης κακοδιαχείρισή τους από τις διοικήσεις της κομματικής νομενκλατούρας (συμπεριλαμβανομένων και αποτυχημένων πολιτευτών) και η μετατροπή τους σε μηχανισμούς χρηματοδότησης της υπόλοιπης κομματικής τους πελατείας ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του ιδιότυπου ελέγχου των δημοσίων επιχειρήσεων από το πελατειακό πολιτικό σύστημα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες κομματικοί και κυρίως αναξιοκρατικοί διορισμοί στις δημόσιες επιχειρήσεις και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο αίσθημα δικαίου και ευτελισμού κάθε έννοιας αξιοκρατίας του ‘εκτός κομματικών μηχανισμών’ μέρους της κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μια τεράστια αποστροφή προς κάθε τι δημόσιο που αποτέλεσε το υπαρκτό ψυχολογικό υπόβαθρο στο οποίο οικοδομήθηκε η προηγούμενη προπαγάνδα, ώστε να γίνει αποδεκτό το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Αλλά, οι υπηρεσίες που παρέχουν οι πρώην δημόσιες επιχειρήσεις, ως κοινωνικά αγαθά, δεν είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης και πολύ περισσότερο βέβαια, αντικείμενο αισχροκέρδειας, όπως συμβαίνει σήμερα. Σήμερα οι πρώην δημόσιες επιχειρήσεις είναι μέλη (αν δεν ηγούνται) των καρτέλ που λυμαίνονται τον τόπο στους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των τραπεζικών υπηρεσιών, των συγκοινωνιών, των ασφαλίσεων κ.α. Τα τεράστια κέρδη τους άρα και ο ασύλληπτος ρυθμός απόσβεσης των αρχικών ‘επενδύσεων’ των, χρηματιστικών κυρίως, αρπακτικών που απέκτησαν τις δημόσιες επιχειρήσεις και υποδομές, αποτελούν την καλύτερη απόδειξη της, πρωτοφανούς για ευρωπαϊκή χώρα, καρτελοποίησης της Ελληνικής οικονομίας. Τα κέρδη τους αντιπροσωπεύουν ακριβώς τα χρήματα που, με ‘νόμιμη’ βία και κάτω από την προστασία του πολιτικού συστήματος, αφαιρούνται από τις τσέπες των πολιτών καταδικάζοντάς τους σε μια μίζερη καθημερινότητα.
Από την άλλη μεριά, η πρόσφατη πανδημία κατέδειξε τον ζωτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι δημόσιες υποδομές σε περιόδους κρίσης. Και ενώ η Μεγάλη Βρετανία, η ηγέτιδα δύναμη του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, επανεθνικοποιεί τους σιδηροδρόμους της, η ‘προοδευτική’ αντιπολίτευση στην Ελλάδα τρέμει ακόμα και στην σκέψη να ανοίξει μια συζήτηση για την επανεθνικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και υποδομών, ακόμα και μετά το έγκλημα των Τεμπών και ούτε καν για τους σιδηροδρόμους! Πόσο εύκολη θα ήταν όμως η επανάκτηση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος της χειμαζόμενης Ελληνικής κοινωνίας; Με τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς κορυφής σχεδόν αδύνατη. Κατά πόσο όμως αυτοί οι συσχετισμοί κορυφής αντιστοιχούν με τα ‘θέλω’ της κοινωνίας; Μάλλον καθόλου. Η τεράστια αποχή και το εμφανές πολιτικό κενό, που φάνηκε ξεκάθαρα και στις πρόσφατες μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις για το έγκλημα των Τεμπών, το καταδεικνύουν. Ποιος δεν θα ήθελε όμως μια δημόσια ΔΕΗ και ένα δημόσιο διυλιστήριο που λειτουργώντας με κοινωνικά – και όχι επιχειρηματικά – θα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο στον ανταγωνισμό και θα εξασφάλιζαν λογικές τιμές ενέργειας και καυσίμων; Φανταστείτε τα σχεδόν δύο δις ευρώ ετήσια κέρδη μόνο της ΔΕΗ και των ΕΛΠΕ, να αποτελούσαν κοινωνικό μέρισμα! Φανταστείτε μια μεγάλη τράπεζα να βρίσκεται στο πλευρό της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας αντί να παρασιτεί αποκομίζοντας κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων από ληστρικές τραπεζικές χρεώσεις!
Το ζήτημα της επανάκτησης της δημόσιας περιουσίας είναι ζωτικό για το μέλλον του Ελληνικού λαού και δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ούτε ως αίτημα αλλά ούτε και ως εγχείρημα. Και αυτό γιατί αφορά ταυτόχρονα και τον πυρήνα του Ελληνικού πολιτικού συστήματος (ως διαχρονικά πελατειακού) αλλά και την αποδέσμευση από την χρεοδουλοπαροικία που έχει επιβληθεί με τα μνημόνια. Το γεγονός ότι τα κόμματα της ‘προοδευτικής’ αντιπολίτευσης ούτε θέλουν, αλλά ούτε και μπορούν με το σημερινό τους πολιτικό προσωπικό αλλά και την αντιδημοκρατική εσωτερική τους συγκρότηση να διαχειριστούν αποτελεσματικά ούτε το αίτημα αλλά ούτε την ίδια την δημόσια περιουσία, δεν αποτελεί δικαιολογία για απραξία. Η κοινωνία πρέπει άμεσα να διεκδικήσει τον πλούτο που της ανήκει. Έστω και μόνη της.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.