Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Ένας καλός φίλος μου τις προάλλες μου είπε «εντάξει βρε αδερφέ, ας συμφωνήσουμε στα δέκα μίλια με την Τουρκία να σταματήσει ο ανταγωνισμός». Πράγματι, τα οφέλη από τη διακοπή του ψυχρού ελληνοτουρκικού πολέμου δεν θα είναι λίγα. Θα μπορούσε να μας γλυτώσει από την πιθανότητα μιας καταστροφικής (για αμφότερες τις χώρες) σύρραξης. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ριζική μείωση των πολεμικών δαπανών, που μπορούν να βουλιάξουν την Ελλάδα χωρίς κανένα πόλεμο (ήδη το έκαναν συμβάλλοντας αποφασιστικά στη χρεωκοπία μας) και αποτελούν μια τεράστια πηγή διαφθοράς και εξάρτησης, συντηρώντας ένα σύμπλεγμα που έχω ονομάσει στρατιωτικο-μεσιτικό. Αν αυτά συνέβαιναν θα ήταν ασφαλώς ένα όφελος απείρως πιο σημαντικό από δύο ή και τέσσερα μίλια επιπλέον από τα σημερινά χωρικών υδάτων που μάλιστα είναι αμφίβολο ότι θα μπορούσαμε πραγματικά και χωρίς πολεμική καταστροφή να αποκτήσουμε. Θα ήταν, αν όμως δίναμε αυτά τα επιπλέον μίλια που δικαιούμαστε από το διεθνές δίκαιο, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα ξανάρχιζε η ίδια ιστορία με την Ελλάδα σε χειρότερη μοίρα από σήμερα και έχοντας απωλέσει τμήμα των δικαιωμάτων της.
Ο πυρήνας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού είναι η επιδίωξη της ‘Αγκυρας να κυριαρχήσει σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ο φόβος της ότι η Ελλάδα, σε συμμαχία με την Κύπρο, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, επιδιώκει την απομόνωσή της από τη Μεσόγειο. Σε συνδυασμό, αυτοί οι δύο παράγοντες την οδήγησαν στο να αναζωπυρώσει τον εν υπνώσει μετά την εκλογή Ερντογάν ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ξεφουρνίζοντας τη «Γαλάζια Πατρίδα», υπογράφοντας το τουρκολιβυκό μνημόνιο και με άλλα μέτρα. Δεν είχε ασφαλώς δικαίωμα να τα κάνει, αυτό όμως δεν την εμπόδισε να τα κάνει. Αυτό ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα των ελληνικών και κυπριακών ανοησιών, υποδείξει Νετανιάχου, όπως ο EastMed και οι τριγωνικές δήθεν «συμμαχίες» με το Ισραήλ. ‘Ένα ακόμα από τα πάμπολλα παραδείγματα, τα τελευταία διακόσια χρόνια, των τραγικών αποτελεσμάτων της ξένης εξάρτησης στη μοίρα της χώρας μας. Αφού τα κάναμε αυτά και εισπράξαμε τις συνέπειες, μειώθηκε η επιρροή του Ισραηλινού Πρωθυπουργού με την εκλογή Μπάιντεν στην Ουάσιγκτων και αρχίσαμε να κάνουμε τα ακριβώς αντίθετα τη υποδείξει ΗΠΑ και Γερμανίας: πάση θυσία συμφωνία με την Τουρκία!
Γι’ αυτό και η Τουρκία φροντίζει να μας υπενθυμίζει συνεχώς το σύνολο των διεκδικήσεών της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου εν αντιθέσει με την ελληνική κυβέρνηση που κάνει σειρά από αδιανόητες παραχωρήσεις, ακόμα και αφοπλίζοντας τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ή περιορίζοντας αυτοβούλως την ανάπτυξη ελληνικών μικρονήσων που διεκδικεί η ‘Αγκυρα, όπως εξηγήσαμε αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο.
Σα να μη φτάνουν αυτά, η Ελλάδα δεν ζητά ρητώς ως προϋπόθεση περαιτέρω προόδου στα ελληνοτουρκικά την άρση των τουρκικών εδαφικών αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την αναθεώρηση του τουρκολιβυκού μνημονίου. Στο κυπριακό, Μητσοτάκης και Χριστοδουλίδης δεν ζητάνε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, αλλά προτείνουν την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια πρόταση πολύ χειρότερη από την πρόταση Ερντογάν για διχοτόμηση. Ο Ερντογάν θέλει τη μισή Κύπρο και αφήνει την υπόλοιπη στους ‘Ελληνες, οι δικοί μας συμφωνούν να τη δώσουν όλη στους ξένους!
Η Ελλάδα (που έσπευσε επί Μητσοτάκη να «ημιααποστρατιωτικοποιήσει» τα νησιά!) δεν αναφέρεται καν στην ύπαρξη του μεγαλύτερου αποβατικού στόλου στον κόσμο απέναντι από τα ελληνικά νησιά στο ανατολικό Αιγαίο, που ασκείται ετησίως στην κατάληψη ενός ή δύο νησιών. ‘Όπως δεν αναφέρεται και στο γεγονός ότι τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη είναι τα πλέον στρατιωτικοποιημένα στην υφήλιο σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ.
Αν όμως Αθήνα και Λευκωσία επιδεικνύουν τέτοια «διακριτικότητα» (για να μη χρησιμοποιήσουμε τους πολύ βαρύτερους όρους που ταιριάζουν στην περίσταση), ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας φρόντισε να επαναφέρει παραμονές της επίσκεψής του στην Αθήνα το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων, περιλαμβανομένης της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, του υποτίθεται αμφισβητούμενου καθεστώτος αριθμού ελληνικού νήσων και βραχονησίδων (περί τις 150 παρακαλώ!) και τα θέματα των «τουρκικών μειονοτήτων» σε Θράκη και Δωδεκάνησα, δημιουργώντας το ερώτημα τι ακριβώς επιδιώκει η Αθήνα διαπραγματευόμενη υπό παρόμοιες συνθήκες συμφωνία για τα «βαριά» θέματα που χωρίζουν τις δύο χώρες. Αφήνουμε άλλωστε ότι δεν νοείται να υπάρξει συμφωνία για τα ελληνοτουρκικά χωρίς ταυτόχρονη λύση του κυπριακού. Θα καθησυχάσουμε δηλαδή την Τουρκία δίνοντάς της αυτό που θέλει, δεσμευόμενοι δηλαδή να μην επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα, και θα παραμείνουμε όμηροι των εξ αντικειμένου στρατιωτικών απειλών της κατά των Ελληνοκυπρίων. Ή θα ρυθμίσουμε αυτό που ενδιαφέρει την ‘Αγκυρα, τα χωρικά ύδατα δηλαδή, αφήνοντας να εκκρεμούν εδαφικές διεκδικήσεις, αιτήματα αποστρατιωτικοποίησης νησιών, διεκδικήσεις μειονοτικών θεμάτων σε Θράκη και Δωδεκάνησα και υπό την παραμένουσα απειλή της στρατιάς του Αιγαίου;
Σημειωτέον ότι συζητάμε τα πάντα με την Τουρκία εκτός από αυτό που θα έπρεπε. Δηλαδή την ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών που σχεδιάζουμε να κάνουμε και την ισόρροπη αφαίρεση επιθετικής ικανότητας «πρώτου πλήγματος», κατά το πρότυπο των συμφωνιών ΗΠΑ και ΕΣΣΔ στο παρελθόν. Ο Ερντογάν είχε κάνει πρόταση στην Ελλάδα για συμφωνημένη μείωση εξοπλισμών το 2010, την απέρριψε όμως ο κατά τα άλλα ειρηνιστής Γιώργος Παπανδρέου, προφανώς γιατί διαφωνούσε η Ουάσιγκτων, αφού αυτή κυρίως πουλάει τα όπλα. Το 2012 πρότεινα στον Αλέξη Τσίπρα μια παρόμοια πολιτική και εκείνος τη δέχτηκε και την υιοθέτησε για να την ξεχάσει όταν έγινε Πρωθυπουργός. (Βέβαια, ένα πρόβλημα που ομολογώ ότι έχουμε είναι η απουσία πολιτικού και κρατικού προσωπικού ικανού για τέτοιες σύνθετες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες. Και πως να τόχουμε όταν η κύρια κρατική μας δραστηριότητα είναι να εφαρμόζουμε ότι αποφασίζουν άλλες χώρες).
Το δικαίωμά μας να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο είναι το «πυρηνικό όπλο» μας. Δεν έχει σημασία τόσο για τα μίλια που θα κερδίσουμε, όσο για το ότι αποτελεί στρατηγικό ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την Τουρκία. ‘Ένα πυρηνικό όπλο ούτε το ρίχνεις (επέκταση χωρικών υδάτων), ούτε αφήνεις να στο πάρουν από τα χέρια (μέσω συμφωνίας). Το κρατάς ως ύστατη απειλή σε περίπτωση που αντιμετωπίσεις πολύ σοβαρές προκλήσεις από την άλλη πλευρά.
Δεν υπάρχει σήμερα καμία προϋπόθεση για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Πόσο μάλλον που υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κρατών, αλλά και μεταξύ του ελληνικού λαού και όσων τον αντιπροσωπεύουν. Αντί να βάζουμε στόχους που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, αλλά μπορούν να προκαλέσουν κρίσεις, είναι προτιμότερο να εστιάσουμε τις προσπάθειες σε αυτό που είναι ρεαλιστικό, δηλαδή στη διατήρηση του ντε φάκτο στάτους κβο μεταξύ των δύο χωρών, δοκιμάζοντας να διαπραγματευθούμε και μια μείωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Τα υπόλοιπα και ιδίως συμφωνίες για τα χωρικά ύδατα (ή και επέκτασή τους) μόνο σε καταστροφές θα οδηγήσουν.
Διαβάστε επίσης:
Προς Βατερλώ στα ελληνοτουρκικά-Θα μας σώσει ο Ερντογάν με την αδιαλλαξία του;