Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
16 Αυγούστου 2008
Το βασικό πρόβλημα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας ήταν πάντα και κυρίως η απειλή εξ ανατολών. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε πάντα μια σοβαρή αντίφαση που καλούνταν να λύσουν οι χειριστές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υποχρεωμένοι να ισορροπούν, συχνά χωρίς επιτυχία, ανάμεσα στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην απειλή από έναν «σύμμαχο», που συνήθως είχε την εύνοια της συμμαχίας.
Οι παράγοντες αυτοί καθιστούν τη ρωσική παράμετρο κρίσιμης, ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε στρατηγική Αθήνας και Λευκωσίας. Και οι δύο χώρες είναι εξάλλου, όπως και η Ρωσία, «χώρες του στάτους κβο», αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, αντίθετα έχουν πολλά να χάσουν από τη μετασοβιετική γεωπολιτική «αναθεώρηση» και από τον παραμερισμό του διεθνούς δικαίου που επεβλήθη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα σχέδια τύπου Μπακού-Τσεϊχάν, αποσκοπούν στην εξασθένιση της ρωσικής επιρροής στην πρώην ΕΣΣΔ προς όφελος της ‘Αγκυρας και διευρύνουν την επιρροή της κατά τρόπο πολύ αρνητικό για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αντίθετα, το σχέδιο του αγωγού Μουργκάς-Αλεξανδρούπολη και Σάουθ Στρημ εξυπηρετούν αφενός την προσπάθεια της Ρωσίας να αντισταθεί στην «περικύκλωση», αφετέρου της Ευρώπης και της Ελλάδας να μην εξαρτάται ο ενεργειακός της εφοδιασμός από τις περιπέτειες της πολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία ή από την Τουρκία.
Αυτοί οι λόγοι ωθούν τον Πρωθυπουργό Καραμανλή να αντιταχθεί σήμερα στα σχέδια «ψυχροπολεμικής» τοποθέτησης της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία. Για την Ελλάδα, υποστηρίζουν διπλωμάτες, θάταν μια μεγάλη ευκαιρία να επιδείξει ακόμα πιο δημόσια την αποστασιοποίησή της από την «ψυχροπολεμική» σχολή, όπως έπραξε ο Μπερλουσκόνι, κερδίζοντας πολλούς πόντους στη Μόσχα σε ένα ζήτημα που η Ρωσία καταλαβαίνει ως ζωτικό για την ίδια. Αλλά δεν είναι αυτό το «στυλ» της παρούσης ελληνικής διπλωματίας.
Το Υπουργείο Εξωτερικών αγνόησε πάντως επανειλημμένα διαβήματα της Μόσχας τους τελευταίους μήνες, που ζητούσαν διακοπή της παροχής ελληνικών όπλων στην Τιφλίδα, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο πολέμου. Η Ελλάδα έχει προσφέρει, για λόγους ακατανόητους, δύο πυραυλακάτους και εξήντα όλμους στον γεωργιανό στρατό. Δεν πρόκειται πάντως για αξιοσημείωτη ενίσχυση και δεν αξιολογείται ιδιαίτερα από τη Ρωσία.
Η Γεωργία είναι βεβαίως μια σημαντική χώρα στον Καύκασο, πατρίδα μιας σημαντικής ελληνικής κοινότητας. Είναι μεγάλης σημασίας οι καλές σχέσεις μαζί της, αλλά δεν χρειάζεται να αναπτυχθούν στον αμυντικό τομέα.
Η Αθήνα δεν έχει λόγο βεβαίως να εμπλακεί σε ζητήματα που αφορούν την εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας – ακόμα και η αποδοκιμασία της γεωργιανής επίθεσης κατά των ρωσικών θέσεων, δεν συνεπάγεται μη αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας.
Να σημειώσουμε ότι η ρωσική αεροπορία βομβάρδισε το γεωργιανό λιμάνι του Πότι, κοντά στις εγκαταστάσεις του πετρελαϊκού τέρμιναλ του Μπακού-Τσεϊχάν, ενώ Κούρδοι αντάρτες προκάλεσαν με δύο επιθέσεις σοβαρές ζημιές στο τουρκικό τμήμα του αγωγού. Οι επιθέσεις αυτές ήγειραν εκ νέου προβληματισμό ως προς τον προσανατολισμό του ΡΚΚ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ο Κόσμος του Επενδυτή






