Παγίδες και μειονεκτήματα των πολιτικών ιδιωτικοποιήσεων των ιαματικών πόρων στην Ελλάδα

Του Μανώλη Κοζαδίνου *  

Γενικές και ιστορικές αναφορές

Το έπος των δεινών της Ελλάδας εξαιτίας της επιβολής των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων δεν απασχολεί πλέον την διεθνή επικαιρότητα: η επικυριαρχία των ιδιωτικών συμφερόντων επί των κοινών αναγκών έχει πλέον εγκατασταθεί στη χώρα μετά από ένα σύντομο διάστημα αγώνα για χειραφέτηση απέναντι σε συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων.

Η πανδημία του COVID έδωσε στη σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το τέλειο πρόσχημα για να βάλει σε καραντίνα κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας: μείνετε σπίτι, δεν υπάρχει τίποτα να δείτε έξω!

Εναντίον των απείθαρχων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος «της πειθούς δια της βίας».

Στο μεταξύ το νερό συνεχίζει να κυλά, τυλίγει τη χώρα και διανθίζει τα τοπία της, αυτό το ίδιο νερό που δίνει στην Ελλάδα τα χρώματα της σημαίας της, το γαλάζιο των ακτών και των λιμνών που αντανακλούν τον ανέφελο ουρανό, το λευκό του αφρού, των πηγών και των καταρρακτών.

Το νερό είναι το κατ’ εξοχήν κοινό αγαθό, όχι μόνο επειδή τα φυσικά κυκλώματα παραγωγής και κυκλοφορίας του δεν γνωρίζουν όρια (όπως και του αέρα) και επομένως είναι φυσικό να ξεφεύγουν από τους νόμους της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και επειδή ήταν, είναι και θα παραμείνει ο μοναδικός φορέας όλων των μορφών ζωής που προκύπτουν από τις ενώσεις του άνθρακα, ακόμη και σε μακρινά ουράνια σώματα αν υποθέσουμε ότι αναπτύσσεται και εκεί.

Οι εθιμοτυπικοί κανόνες των παραδοσιακών κοινωνιών εξασφάλιζαν πάντα την κοινή χρήση του νερού, κάτι που τουλάχιστον κατ’αρχήν εξασφαλίζουν και οι νόμοι (συμπεριλαμβανομένων των Συνταγμάτων) πολλών σύγχρονων κρατών.

Ωστόσο, την εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που διανύουμε, το νερό σε όλες τις μορφές χρήσης του (πόσιμο, οικιακό, αγροτικό κ.λπ.) γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας εκ μέρους μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων που το βλέπουν ως «πηγή» κερδοφορίας και προσπαθούν να παρεισφρύσουν στα διάφορα σημεία του κυκλώματος κυκλοφορίας του, με την συναίνεση φίλα προσκείμενων κυβερνήσεων και την διευκόλυνση που παρέχουν ελαστικές νομοθεσίες, να το εκμεταλλεύονται εμπορικά και να χρεώνουν στους καταναλωτές την πρόσβαση σε αυτό.

Το νερό που μας ενδιαφέρει σε αυτό το άρθρο είναι αυτό που πηγάζει από βαθιές φυσικές δεξαμενές της γης και του οποίου τα χαρακτηριστικά θερμοκρασίας, χημικής σύστασης, ακόμη ραδιενέργειας, το καθιστούν κατάλληλο για ιατρική χρήση, με τη μορφή πόσης, εισπνοών ή λουτρών. Πρόκειται για το νερό των «ιαματικών πηγών» με το οποίο είναι ιδιαίτερα προικισμένη η Ελλάδα, λόγω του τονισμένου γεωγραφικού της ανάγλυφου και της θέσης της σε μια περιοχή έντονης γεωλογικής δραστηριότητας.

Η Ελλάδα είναι επίσης ο τόπος όπου ιστορικά η σχέση μεταξύ της φύσης (και ιδιαίτερα του νερού) και του «καλώς έχειν και ευ ζην» των ανθρώπων περιγράφηκε για πρώτη φορά με όρους αντικειμενικής παρατήρησης και εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων, από την Ιπποκρατική Ιατρική Σχολή, σε οριστική έκτοτε ρήξη με την μυστικιστική, μυθολογική ή θρησκευτική προσέγγιση του θέματος.

Η ιατρική χρήση (με τη σύγχρονη έννοια) των ελληνικών ιαματικών νερών ξεκίνησε με την ίδρυση του σύγχρονου κράτους και την σχεδόν ταυτόχρονη δημιουργία (το 1830) της πρώτης ιαματικής εγκατάστασης στη νήσο Θερμιά (σημερινή Κύθνος) κάτω από την επίδραση της γερμανικής ιατρικής.  Η πορεία της ελληνικής ιαματικής υδρολογίας ακολούθησε από τότε εκείνη της αντίστοιχης ευρωπαϊκής. Κέρδισε σταδιακά την πελατεία της μεσαίας τάξης, γνωρίζοντας την ακμή της και την δημιουργία πολλών ιαματικών εγκαταστάσεων στο μεσοπόλεμο, στη συνέχεια, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μια περίοδο περαιτέρω εκλαΐκευσης αλλά και προοδευτικής παρακμής, καθώς η σύγχρονη φαρμακολογία και ιατροχειρουρχικές τεχνικές αποδείχτηκαν αποτελεσματικότερες σε πολλές παθήσεις των οποίων μέχρι τότε αποτελούσε θεραπευτική ένδειξη.

 Συνοπτικός σύγχρονος απολογισμός

Η δεκαετία του 2010 που ήταν στην Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία) φάση ανανεωμένου ενδιαφέροντος και νέας ανάπτυξης της υδροθεραπείας και του θερμαλισμού, είναι για την Ελλάδα η στιγμή της χρεοκοπίας του κράτους και της οικονομίας της.  Έτσι, παρά το σημαντικό νομοθετικό έργο που πραγματοποιήθηκε πριν αλλά και μέσα στην κρίση, η μεγάλη ένδεια επενδυτικών κεφαλαίων, ακόμα εντονότερη σε σχέση με δημόσιες επενδύσεις, έχει παραδώσει πολλές ιαματικές εγκαταστάσεις στην ανελέητη φθορά του χρόνου και των στοιχείων της φύσης, έτσι ώστε κάποιες εγκαταστάσεις να είναι σήμερα κυριολεκτικά ερειπωμένες.

Ας σημειωθεί εδώ ότι η οικονομική ασφυξία την οποία υφίσταται η ελληνική Τοπική Αυτοδιοίκηση, αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονίων λιτότητας, είναι ο κύριος παράγοντας υπεύθυνος για αυτή την θλιβερή κατάσταση, δεδομένου ότι μια σειρά από ιαματικές εγκαταστάσεις λειτουργούσαν (και ορισμένες ακόμη λειτουργούν) υπό δημοτική ή περιφερειακή διαχείριση και χρηματοδότηση.

 Νεοφιλελεύθερες πολιτικές

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι η χορήγηση δανείων προς την Ελλάδα από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ έγινε υπό την προϋπόθεση της ταχείας ιδιωτικοποίησης μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας της χώρας, υποδομών, επιχειρήσεων, δημόσιων χώρων κ.λπ.  Αυτός το ευρύτατο πολιτικό και χρηματοοικονομικό πρόγράμμα, το οποίο συμβάλλει ελάχιστα στη μείωση του δημόσιου χρέους εγκυμονώντας ταυτόχρονα σοβαρούς κινδύνους για την οικονομική και εθνική κυριαρχία της χώρας, πραγματοποιήθηκε με τη σύσταση ad hoc ταμείων ιδιωτικοποιήσεων, αρχικά (2011)  του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο στη συνέχεια (2015) απορροφήθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ ΑΕ – Υπερταμείο) το νέο καταστατικό της οποίας διευκόλυνε ακόμη περισσότερο την ταχεία μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου.  Οι δύο αυτοί οργανισμοί είναι ανώνυμες εταιρείες ιδιωτικού δικαίου υπό την εποπτεία των πιστωτών της Ελλάδας.  Εάν τα αναμενόμενα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν προβλέπεται να μειώσουν σημαντικά το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, αυτά που έχουν ήδη εισπραχθεί από την πραγματική πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων είναι ένα πενιχρό κλάσμα.  Η πραγματοποίηση μαζικών ιδιωτικοποιήσεων επιχειρηματολογείται ωστόσο από «την ανάγκη να δημιουργηθεί στη χώρα μια ελκυστική ατμόσφαιρα για την επένδυση κεφαλαίων που θα προάγει την επανεκκίνηση της οικονομίας».  Περιμένοντας την επαλήθευση των παραπάνω από τα γεγονότα, τα επιχειρήματα αυτά παραμένουν στη σφαίρα της εικασίας, αν όχι της ιδεολογίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της νεοφιλελεύθερης.

Προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο

Όσον αφορά τις ιαματικές πηγές της Ελλάδας (ο αριθμός πιστοποιημένων πηγών υπερβαίνει τις εκατό για μια χώρα με πληθυσμό το ένα έκτο του πληθυσμού της Γαλλίας) ας αναφερθεί κατ’αρχάς ότι οι υπόγειοι ταμιευτήρες νερού θεωρούνται μέρος των πόρων του υπεδάφους και σαν τέτοιοι χαρακτηρίζονται αναφέρονται και προστατεύονται από όλα τα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους από το 1911 (σήμερα βάσει του άρθρου 18) ως περιουσιακά αγαθά που υπόκεινται σε ειδική νομοθεσία.

Η αναγνώριση της σημασίας των ιαματικών πηγών και της προστασίας τους έχει ενισχυθεί με την Οδηγία 60/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την προστασία των υδάτων, η οποία μολονότι δεν είναι αρκετά σαφής και δεσμευτική, κατέστη ο λόγος για την καταδίκη της Ελλάδας για μη συμμόρφωση.

Το Ελληνικό Κράτος επικαιροποίησε τη νομοθεσία για τις ιαματικές πηγές το 2006 με ειδικό νόμο, ο οποίος καθόρισε τους όρους λειτουργίας, διαχείρισης και ιδιοκτησίας τους, διαδεδομένος τους προηγούμενους νόμους του 1920, 1930 και 1960. Σε αυτό το νομοθετικό κείμενο ο όρος «θερμαλισμός» (ελληνικής ωστόσο ετυμολογίας) εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική επίσημη ορολογία.

Ιδιωτικοποιήσεις

Οι επιφανειακές εγκαταστάσεις που σχετίζονται με τις ιαματικές πηγές υπόκεινται σε  διαφορετικά ιδιοκτησιακά καθεστώτα καθώς εμπλέκονται σε αυτά η Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και ιδιώτες.  Μόνο ένα μέρος αυτών των επιφανειακών κτισμάτων (και των ιαματικών εγκαταστάσεων) ανήκει στην Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου, ΕΤΑΔ.  Οι πηγές ανήκαν μέχρι σήμερα στο πεδίο αρμοδιότητας του ΕΟΤ, πρώην διαχειριστή μιας σημαντικής δημόσιας περιουσίας αλλά σήμερα μόλις ένα άδειο θεσμικό κέλυφος.  Ο διαχωρισμός των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μεταξύ των επιφανειακών εγκαταστάσεων, των οικοπέδων και των πόρων του υπεδάφους, υπακούει στην λογική, δημιουργεί όμως κάποιες περιπλοκές.

Όσον αφορά την Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ), αυτή έχει πρόσφατα κατηγορηθεί για έλλειψη διαφάνειας, ιδίως όσον αφορά την πρόσληψη και μεταχείριση προσωπικού, και είναι σήμερα υπόλογη δικαστικής έρευνας.

Είναι γεγονός ότι η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών ιαματικών πηγών σκόνταψε στην έλλειψη και την απροθυμία του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε νομοθετικά εμπόδια και στην επιφυλακτικότητα ορισμένων δήμων, που δεν επιθυμούν να αποχωριστούν έναν πόρο που παρέχει τουρισμό, έσοδα, πολιτιστική ζωτικότητα και μέσα για εξάσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ακόμη και στο σημερινό πλαίσιο της εμφανούς μείωσης της ιαματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, αυτή αντιπροσώπευε πριν από την πανδημία του COVID σχεδόν 400.000 εισιτήρια ετησίως, με ετήσιο εθνικό τζίρο 6 εκατ. ευρώ, 0,03% του ΑΕΠ το 2019.

Επίσης, η συνεργασία με κοινωνικές δομές, σε τοπικό και ευρύτερο επίπεδο π.χ. ΚΑΠΗ, προσφέρει δωρεάν πρόσβαση σε χώρους περίθαλψης, αποκατάστασης και ευεξίας σε πολίτες, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους, που χωρίς τις κοινωνικές δράσεις των τοπικών αρχών δεν θα είχαν πρόσβαση σε αυτούς. Αναφέρομαι για παράδειγμα στις εγκαταστάσεις των Κρηνίδων, στην Βόρεια Ελλάδα, χώρος που έχει ανακηρυχθεί σταθμός της ευρωπαϊκής περιήγησης θερμαλισμού (European route of historic thermal towns) από την EHTTA – European Historic Thermal Towns Association.

Η ιδιωτικοποίηση των ιαματικών και ιαματικών πηγών στην Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά ως μονόδρομος για την αποτελεσματική τους αναβάθμιση, αξιοποίηση και εκμετάλλευσή, μήνυμα που βρίσκει απήχηση στην κοινή γνώμη εξαιτίας της παρούσας υπολειτουργίας και κατάπτωσης, πολλών από αυτές που βρίσκονται σήμερα υπό δημόσιο διαχείριση.

Ωστόσο, η ιδιωτικοποίηση τους, ειδικά στις έκτακτες συνθήκες που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, απέχει πολύ από το να έχει δώσει απτά δείγματα επιτυχίας.

Η εκχώρηση των πηγών δεν οδήγησε στη δημιουργία σύγχρονων λειτουργικών εγκαταστάσεων ούτε σε αύξηση της παροχής υπηρεσιών στο κοινό, εκτός από εξαιρέσεις που ενίοτε αφορούσαν δημόσια επιδοτούμενες θερμαλιστικές εγκαταστάσεις ή άλλες υπό ιδιωτική εκμετάλλευση πριν από τα τρέχοντα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων.

Γεωτρήσεις που σταματούν, εργασίες αποκατάστασης που συνεχώς αναβάλλονται, εμφιαλωτήρια που κλείνουν μετά από σύντομη περίοδο λειτουργίας, σημάδια όλα αυτά ότι η ιδιωτική εκμετάλλευση δεν αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από τη δημόσια, με το πρόσθετο μειονέκτημα της απουσίας κοινωνικών, υγειονομικών ή πολιτιστικών στοχεύσεων.  Κάποιες εγκαταστάσεις, θεωρούμενες εξαρχής ως δευτερεύοντα παραρτήματα ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, απλώς παρέμειναν σε παύση λειτουργίας.

Ομολογουμένως, το κόστος της αναβάθμισης των εγκαταστάσεων, κατά πολύ υψηλότερο από τις χαμηλές τιμές εκχώρησης που προέκυψαν σε περίοδο μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, θα μπορούσε να εξηγήσει εν μέρει τη στασιμότητα των εργασιών.

Οι σύγχρονες τεχνικές και υγειονομικές απαιτήσεις, καθώς και η διάρκεια των διαδικασιών πιστοποίησης αποτελούν κάποτε δυσυπέρβλητα εμπόδια για τους υποψήφιους φορείς εκμετάλλευσης των ιαματικών πηγών.

Πρόσθετες δυσκολίες προκύπτουν από το γεγονός ότι πολλές πηγές ή ιαματικές εγκαταστάσεις βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την ακτή και επομένως υπόκεινται στους περιορισμούς του ελληνικού νόμου περί προστασίας των ακτών, που ορίζει το βάθος της ζώνης αυτής στα 100 μέτρα.

Ας σημειωθεί εδώ ότι, μέχρι σήμερα, οι ανάδοχοι επενδυτές δεν δεσμεύονται να αναπτύξουν τον ιαματικό πόρο προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, για παράδειγμα την δημιουργία υδροθεραπευτηρίου, καθόσον η εκχώρηση αφορά κυρίως τα ακίνητα των εγκαταστάσεων και τα οικόπεδα που αντιστοιχούν σε αυτά.

Τυχόν απαραίτητες παρεμβάσεις στο φυσικό ή οικιστικό περιβάλλον συχνά προσκρούουν σε διοικητικά ή νομικά εμπόδια.  Αυτό το τελευταίο σημείο προβάλλεται συχνά από τους άνευ όρων υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων ως η μόνη καθοριστική αιτία της αποτυχίας της πραγματοποίησης και απόδοσης των ιδιωτικοποιήσεων, της «μη ωρίμανσης» τους, όπως λέγεται σε νεοφιλελεύθερο γλωσσικό ιδίωμα.

Είναι, ωστόσο, θεμιτό να αναρωτιέται κανείς εάν οι εκχωρήσεις των ιαματικών πηγών και εγκαταστάσεων σε ιδιωτικά συμφέροντα είναι πάντα μοχλός για την αναβάθμιση τους και την διεύρυνση παροχής υπηρεσιών στο κοινό, ή μήπως αν κάποιες από αυτές είναι απλώς ευκαιριακές ή ακόμη λογιστικές «επενδύσεις» για ιδιωτικά κεφάλαια που αναζητούν στέγη.

Νόμος 4875/23-12-2021 και δημιουργία της εταιρείας ΙΠΕ ΑΕ

Για να επιταχύνει τη διαδικασία «αξιοποίησης» των θερμαλιστικών πόρων, η σημερινή δεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε, «εν έτει πανδημίας» 2021, να νομοθετήσει σχετικά με το καθεστώς των ιαματικών πηγών της Ελλάδας, μέσω μιας σειράς διατάξεων, που περιλαμβάνονται στον ενιαίο νόμο «Πρότυποι τουριστικοί προορισμοί ολοκληρωμένης διαχείρισης, οργανισμοί διαχείρισης και προώθησης προορισμού, Ιαματικές Πηγές Ελλάδας και άλλες ρυθμίσεις» που ρυθμίζει μεταξύ άλλων τους κανόνες… λειτουργίας των τουριστικών λεωφορείων. Ωστόσο, δεν πρόκειται για καθεαυτό «νομοθετικούς καβαλάρηδες» (legislative riders, cavaliers législatifs, είδος δυστυχώς άφθονο στην ελληνική νομοθεσία) δεδομένου ότι στην Ελλάδα η υδροθεραπεία και ο θερμαλισμός τελούν παραδοσιακά υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Τουρισμού, και όχι του Υπουργείου Υγείας όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το νομοσχέδιο αυτό δέχτηκε πολλές επικρίσεις από την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) και από τον Σύνδεσμο Δήμων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας (ΣΔΙΠΕ).

Ο ΣΔΙΠΕ συγκεντρώνει περισσότερους από 50 δήμους με ιαματικές πηγές στην επικράτειά τους και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ιστορικών Ιαματικών Πόλεων (EHTTA, European Historic Thermal Towns Association).

Κεντρικό σημείο του νέου νόμου είναι η ίδρυση από το Κράτος της εταιρείας Ιαματικές Πηγές Ελλάδος Α.Ε., ιδιωτικού δικαίου, με έδρα την περιοχή της πρωτεύουσας, με αρμοδιότητα την συγκεντροποίηση του συνόλου των θερμαλιστικών πόρων της Ελλάδας, με προοπτική την περαιτέρω αξιοποίηση και ιδιωτικοποίηση τους.

Οι αρχικές ενστάσεις των ενώσεων των τοπικών αρχών υπογράμμιζαν την απουσία επίσημης διαβούλευσης κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου, που έγινε αντιληπτό ως αφαίρεση πόρων, αντιπαραγωγικός συγκεντρωτισμός, και ως ενέργεια μη φιλική προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Ας γίνει εδώ η υπενθύμιση ότι, όπως στα περισσότερα κράτη, έτσι και στην Ελλάδα, οι ιαματικοί πόροι βρίσκονται στην περιφέρεια της χώρας, συχνά σε ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Η περιοχή της πρωτεύουσας στερείται, με εξαίρεση την ιαματική λίμνη της Βουλιαγμένης.

Μετά από ένα ολόκληρο έτος (2021) «κοινωνικού διαλόγου» με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το νομοσχέδιο τροποποιήθηκε δύο φορές και το κείμενο που τελικά ψηφίστηκε φέρει τα ίχνη αυτών των τροποποιήσεων.  Ούτε η κυβέρνηση ούτε οι τοπικοί αιρετοί είχαν την πολυτέλεια να εμπλακούν σε έντονη αντιπαράθεση για ένα θέμα που θεωρείται περιφερειακό, την στιγμή που η χώρα συγκλονίζεται από υγειονομική, κοινωνική αλλά και γεωπολιτική κρίση.  Η διαβούλευση διευκολύνθηκε και από το γεγονός ότι πολλοί τοπικοί αιρετοί είναι πολιτικά κοντά στη σημερινή κυβέρνηση.

Έτσι, στην τελική μορφή του νόμου, όπως ψηφίστηκε στα τέλη Δεκεμβρίου 2021, οι Δήμοι έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν «οικειοθελώς» στη νέα εταιρεία, ενώ εκπρόσωποι της ΚΕΔΕ και του ΣΔΙΠΕ συμμετέχουν θεσμικά στο ΔΣ.

Τα ισχύοντα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Δήμων επί των πηγών και των εγκαταστάσεων παρατείνονται για τρία χρόνια, διάστημα κατά το οποίο οι Δήμοι καλούνται να υποβάλουν σχέδια εκμετάλλευσης των πηγών στην ΙΠΕ ΑΕ προς έγκριση.

Μετά από αυτές τις τροποποιήσεις, τόσο ο ΣΔΙΠΕ όσο και η ΚΕΔΕ έδωσαν τη στήριξή τους στο νέο νόμο, εκφράζοντας ωστόσο σημαντικές επιφυλάξεις.

Οι ενώσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα ήθελαν η ΙΠΕ ΑΕ να μην έχει αρμοδιότητα έγκρισης των υποβαλλόμενων από τους Δήμους σχεδίων αξιοποίησης των πηγών αλλά απλώς να λαμβάνει για αυτά ενημέρωση.

Οι σύλλογοι εκφράζουν επίσης τη απογοήτευση τους που δεν έχουν ακόμη επιλυθεί οι ιδιοκτησιακές διαφορές μεταξύ Δήμων και κεντρικού Κράτους, σχετικά με δημοτικές ιαματικές πηγές που βρίσκονται στη ζώνη των 100 μέτρων από την ακτή, τις οποίες ο ελληνικός νόμος περί αιγιαλού αποδίδει στο κεντρικό Κράτος. Ορισμένες ιαματικές πηγές ανήκουν σε αυτή την περίπτωση, για παράδειγμα η πηγή Καλλιθέας στο νησί της Ρόδου, την οποία ο Ιπποκράτης ήδη συνιστούσε τον 5ο αιώνα π.Χ. και τώρα είναι ανενεργή.

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό σημείο (last but not least) που προβάλλουν οι ενώσεις Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η παντελής παντελή απουσία αναφοράς προγραμμάτων κρατικής χρηματοδότησης για την ανάπτυξη των ιαματικών πόρων.

Τέτοια μέτρα χρηματοδότησης και ενδιαφέροντος, προϋπόθεση για απορρόφηση και ευρωπαϊκών κονδυλίων, κρίνονται απαραίτητα για την αναζωογόνηση της υδροθεραπείας στην Ελλάδα και για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Λάμπουν ωστόσο δια της απουσίας τους και, ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει το νέο νόμο της ως φάρο στην πορεία του Ελληνικού θερμαλισμού, και έτσι η αξιοπιστία του κυβερνητικού λόγου χάνεται.

Ομολογουμένως, οι εξοντωτικές «θεραπείες» λιτότητας στις οποίες έχει υποβληθεί η Ελλάδα για περισσότερα από 10 χρόνια δεν ευνοούν τις δημόσιες επενδύσεις.  Ωστόσο, όπως έχει καταδειχθεί από αρκετούς οικονομολόγους, οι αποδόσεις τέτοιων κοινωνικών επενδύσεων, άμεσα και έμμεσα φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, εκτιμώμενες για τη Γαλλία σε 260 εκατομμύρια ευρώ για το ετήσιο σύνολο των δραστηριοτήτων του ιατρικού θερμαλισμού, 800 ευρώ ανά ατομική θεραπεία διάρκειας 3 εβδομάδων. Μέρος των εσόδων αυτών αποδίδεται στις περιφερειακές και οικονομικά αδύναμες περιοχές, για τις οποίες ο θερμαλισμός αποτελεί σημαντική πηγή οικονομικής δραστηριότητας.

Η ελληνική πολιτική αντιπολίτευση (ΜΕΡΑ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) εκφράζει και διαφορετικού τύπου κριτικές για αυτόν τον νόμο, μέσα από παρεμβάσεις και αρθρογραφία στελεχών της.  Για την ελληνική Αριστερά, πρόκειται απλά ένα επιπλέον βήμα στη διαδικασία δημοπράτησης κοινών αγαθών και εθνικής κληρονομιάς.  Όσο «ουδέτερο» και αν φαίνεται αυτό το νομοσχέδιο στα μάτια εκείνων που αγνοούν τα τεκταινόμενα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, είναι φανερή η αναλογία με τα νομικά πλαίσια που διέπουν το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ – Υπερταμείο) θεσμοί που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τους διεθνείς πιστωτές της υπό την απειλή οικονομικού στραγγαλισμού.

Το μόνο θετικό σημείο του νέου νόμου είναι η αναγνώριση, και κατά κάποιο τρόπο προστασία, μιας εδαφικής ακτίνας 500 μέτρων γύρω από την ιαματική πηγή. Η ακτίνα αυτή είναι σίγουρα μικρότερη από το ανώτατο όριο των 1000 μέτρων που προέβλεπε ο νόμος του 1920, αλλά είναι σαφές ότι έκτοτε τα δημογραφικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας έχουν αλλάξει.

Προτάσεις

Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω, είναι αδύνατο να αγνοήσουμε την πραγματική ανάγκη αναβίωσης του θερμαλισμού στην Ελλάδα με μια σύγχρονη μορφή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των σημερινών πολιτών και της κοινωνίας της. Αυτή η ανάγκη είναι συνάμα υγειονομική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική.

Για να γίνει αυτό πραγματικότητα χρειάζονται φυσικά επενδύσεις κεφαλαίων αλλά και ένα νομικό πλαίσιο που να λαμβάνει υπόψη τον ιατρικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα του θερμαλισμού καθώς και την ανάγκη κοινωνικού ελέγχου των επιλογών που σχετίζονται με αυτόν.

Εάν υπήρχε πράγματι η βούληση να θεμελιωθεί η υδροθεραπεία στην Ελλάδα σε γερές βάσεις, θα ήταν απαραίτητο να ξεκινήσουμε με την αναθεώρηση του άρθρου 18 κατά την επόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση, διατυπώνοντας στο Σύνταγμα της Πολιτείας την εθνική κοινή ιδιοκτησία στους ιαματικούς πόρους και στα άλλα κοινά αγαθά με θετικό αποφαντικό τρόπο. Η παρούσα διατύπωση του άρθρου 18 (αμετάβλητη από το Σύνταγμα του 1911) αναφέρει το καθεστώς των ιαματικών πηγών, όπως του ορυκτού, αρχαιολογικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας, ως απλή ιδιαιτερότητα ή εξαίρεση του καθολικού δικαιώματος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, παραπέμποντας σε ειδική ρύθμιση από το κοινό δίκαιο, και όχι ως καθεαυτή συνταγματική αρχή κοινής εθνικής ιδιοκτησίας. Αφήνοντας έτσι μια πόρτα ανοιχτή σε ανησυχητικές και επικίνδυνες διολισθήσεις.

Πέρα από τη συζήτηση για το καθεστώς ιδιοκτησίας και διαχείρισης των ιαματικών πόρων και εγκαταστάσεων, τίθεται το ζήτημα του υγειονομικού προσανατολισμού τους και των τεχνογνωσιών που σχετίζονται με τον θερμαλισμό. Σε αυτά τα ζητήματα ο πρόσφατος νόμος παραμένει εντελώς σιωπηλός.

Κατά συνέπεια οι φορείς του θερμαλισμού και το κοινό παραπέμπονται στον νόμο 3498/24-10-2006 και στις υπουργικές αποφάσεις που απορρέουν από αυτόν.

Αν και αυτό το νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκετά εξελιγμένο, και μάλιστα προηγείται της υπαρκτής πραγματικότητας, η έρευνα και συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν από τότε προχωρήσει και ορισμένες πτυχές πρέπει να εξεταστούν εκ νέου.

Ειδικότερα, η ιατρική και παραϊατρική στελέχωση των ιδρυμάτων πρέπει να εξεταστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της γνώσης και της τεχνογνωσίας, την δημογραφία των ιατρικών και παραϊατρικών επαγγελμάτων στην χώρα μας, καθώς και τις δυνατότητες που προσφέρει η Τηλεϊατρική. Στο ίδιο πεδίο προβληματισμού εντάσσεται και το ζήτημα της συνάρθρωσης του θερμαλισμού με το σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Πρέπει επίσης να ερευνηθεί το ζήτημα της εκπαίδευσης και πιστοποίησης των εργαζομένων όλων των ειδικοτήτων που παρεμβαίνουν στον θερμαλισμό, καθώς και η πιθανή ένταξή στο Εθνικό Σύστημα Υγείας εκείνων που ασκούν την ιατρική υδροθεραπεία σε ωφελούμενους του ΕΦΚΑ.

Δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση αυτού του άρθρου χωρίς αναφορά στην ασφαλιστική κάλυψη από τον ΕΟΠΠΥ της ιατρικής υδροθεραπείας.

Σύμφωνα με την από 15/06/2020 εγκύκλιο του ΕΟΠΠΥ (σε εφαρμογή ΚΥΑ 80157/2018) χορηγείται επίδομα λουτροθεραπείας 150 ευρώ ανά ετήσια λουτρική περίοδο, με ανώτατο αριθμό 15 λούσεων, κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης, με βάση τις 3 εγκεκριμένες ομάδες ενδείξεων που είναι οι αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις εκτός οξέος σταδίου, οι μετατραυματικές αρθρίτιδες και δυσκαμψίες και οι ρευματοπάθειες.

Αν και η παροχή αυτή είναι πολύ χαμηλού κόστους για τον ασφαλιστικό φορέα, η συνέχεια της μπορεί να μπει στο στόχαστρο ενός νέου κύματος μέτρων λιτότητας, όπως έχει γίνει επανειλημμένα από το 2010 και μετά.

Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ανεπαρκής και δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφοροποίηση των θεραπειών που προτείνει σήμερα η σύγχρονη ευρωπαϊκή υδροθεραπεία ούτε το εύρος των επιστημονικά τεκμηριωμένων ενδείξεων. Υπάρχει επομένως και σε αυτό το επίπεδο πεδίο έρευνας, επεξεργασίας και διεκδίκησης.

Πέρα από τα θέματα κανονισμών και νομοθετικών ρυθμίσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι απαραίτητη η ευαισθητοποίηση σε σχέση με την ιατρική υδροθεραπεία των επιστημονικών φορέων, του ιατρικού επαγγελματικού σώματος και των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επίσης του κοινού, ένα κόκκινο νήμα που οι εμπλεκόμενοι με τον θερμαλισμού φορείς δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουν.

Για να επιστρέψουμε στα ζητήματα της χρηματοδότησης, η απεύθυνση τόσο σε εθνικά όσο και σε ευρωπαϊκά «κοινωνικά κεφάλαια», για παράδειγμα ασφαλιστικών ταμείων δημοσίου δικαίου και σωματείων εργαζομένων, καθώς και η εισαγωγή κριτηρίων κοινωνικής, οικολογικής και πολιτιστικής σκοπιμότητας για την επιλογή των μελλοντικών επενδυτών είναι προτάσεις που απορρέουν φυσικά από τις διαπιστώσεις και τοποθετήσεις που προηγουμένως ανέπτυξα.

Γλωσσάριο

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου, και την αποφυγή συγχύσεων που προκαλεί η χρήση συνωνύμων, προτείνονται οι παρακάτω ορισμοί, αντίστοιχοι εκείνων που χρησιμοποιούνται στον ευρωπαϊκό χώρο

Θερμαλισμός: Ελληνικής ετυμολογίας, ο όρος θερμαλισμός αναφέρεται στο σύνολο των ερευνών, εφαρμογών και δραστηριοτήτων που είναι σχετικές με την αξιοποίηση των ιαματικών πόρων για σκοπούς θεραπείας, πρόληψης, αποκατάστασης, ευεξίας ή πολιτιστικής εμπειρίας.

Ιαματική πηγή ή πόρος: Σημείο ανάβλυσης νερού (ή παράγωγου του νερού) με σαφώς προσδιορισμένες σταθερές ιδιότητες που θεωρείται ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για θεραπεία ή αποκατάσταση ιατρικών παθήσεων. Τα παράγωγα μπορεί να είναι ιαματικές λάσπες (ιλυθεραπεια), υδρατμοί ή αέρια.

Ιστορικά όταν αναφερόμαστε σε «πηγές» έχουμε στον νου μας την εικόνα των φυσικών πηγών που ομορφαίνουν τα τοπία με το θέαμα και τον γάργαρο ήχο που προσφέρουν.

Όμως η ανάβλυση μπορεί να γίνεται «διακριτικά» στον πυθμένα της θάλασσας ή λιμνών ή υπό μορφή «αργής» εκροής. Μπορεί επίσης να μην υπάρχει καθόλου σημείο φυσικής ανάβλυσης ή η ποσότητα του νερού που εκρέει φυσικά να είναι ανεπαρκής. Σε τέτοια περίπτωση το ιαματικό νερό μπορεί να αντληθεί από τον υπόγειο ταμιευτήρα με γεώτρηση, ορισμένες μάλιστα γεωτρήσεις έχουν γίνει σε βάθος που ξεπερνά τα χίλια μέτρα. Για όλους τους παραπάνω λόγους προτιμάται ο όρος «πόρος» αντί του όρου «πηγή» ως πλέον συμπεριληπτικός, αν και οι δύο όροι μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλάξ ως συνώνυμα.

Ιατρική υδροθεραπεία: Η χρήση του ιαματικού νερού και των παραγώγων του (λάσπη, υδρατμοί, αέρια) για την θεραπεία και αποκατάσταση ιατρικών παθήσεων και συμπτωμάτων. Η ιατρική υδροθεραπεία διαφέρει από την χρήση των ιαματικών πόρων για σκοπούς ευεξίας, εμπειρίας ή αισθητικής (SPA) στον βαθμό που έχει θεραπευτική στόχευση, εμπλέκει ιατρικές και παραϊατρικές πράξεις και επαγγέλματα. Η ιατρική υδροθεραπεία συνδέεται ιστορικά και επιστημονικά με την ιατρική κλιματολογία και αποτελεί το αντικείμενο πολλών πανεπιστημιακών εδρών στον κόσμο. Έδρα «Ιατρικής υδρολογίας και κλιματολογίας» λειτουργούσε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1950. Στην εποχή μας, της οικολογικής κρίσης, η Ιατρική υδρολογία μπορεί να προσεγγίσει και το πεδίο της ιατρικής οικολογίας, κλάδου που μελετά την επίδραση του περιβάλλοντος στην υγεία και αντίστροφα της ιατροφαρμακευτικής βιομηχανίας και τεχνικών στο περιβάλλον.

Νομοθετικός καβαλάρης: Δικιά μου απόδοση του ξενόγλωσσου όρου «legislative rider/ cavalier législatif» που αποδίδει την παρουσία σε ένα νομοθετικό κείμενο διατάξεων που αφορούν θέματα ξένα προς το καθεαυτό αντικείμενο του νόμου. Η παρουσία τέτοιων διατάξεων αποτελεί σε πολλές χώρες λόγο συνταγματικής ακυρότητας, διότι ένα νομοθετικό κείμενο οφείλει να έχει συνεκτικότητα και να γίνεται κοινά κατανοητό. Αν και ο όρος δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, η κατάσταση την οποία εκφράζει είναι δυστυχώς πολύ κοινή, ιδίως από την εποχή των μνημονίων και μετά.

Ταμιευτήρας: Όρος που χρησιμοποιείται στην ελληνική βιβλιογραφία για να αποδώσει τον ξενόγλωσσο όρο «reservoir» που σημαίνει βαθύ υπόγειο κοίλο χώρο που περιέχει νερό, υπόγεια δεξαμενή νερού. Τα υπόγεια ύδατα κάθε περιοχής έχουν χαρακτηριστικά πυκνότητας, θερμοκρασίας, οξύτητας, κλπ. Τα νερά που χαρακτηρίζονται ιαματικά παρουσιάζουν διαφορές από τα υπόλοιπα υπόγεια νερά της περιοχής και αθροίζονται σε καθορισμένους ταμιευτήρες. Κάποιοι ταμιευτήρες μπορεί να είναι πολύ μεγάλης χωρητικότητας όπως αυτοί που βρίσκονται κάτω από την διασυνοριακή περιοχή Γαλλίας και Γερμανίας.

Παραπομπές :

* Ιατρός Ψυχίατρος, Μεταπτυχιακός σπουδαστής ιατρικής υδρολογίας και κλιματολογίας στο Πανεπιστήμιο LorraineNancy, Μέλος του ΔΣ της Ένωσης για την Πολιτική Υγείας στην Ευρώπη (IAHPE)

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.