5% των ενηλίκων πάσχει από κατάθλιψη
Οι γυναίκες προσβάλλονται σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άντρες
23 Δεκεμβρίου 2021
Ως μια διαδομένη ψυχική ασθένεια, η οποία ταλαιπωρεί περίπου 280 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, η κατάθλιψη είναι ετερογενής και πολυδιάστατη. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) για το 2021, το 5% των ενηλίκων σε παγκόσμιο επίπεδο πάσχουν από κατάθλιψη, ενώ η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στην δεκάδα με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της νόσου, έχοντας δει ραγδαία ανάπτυξη κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, την περίοδο της κρίσης υπήρξε τετραπλασιασμός της μείζονος κατάθλιψης και αύξηση του αυτοκτονικού ιδεασμού, όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε σε πρόσφατη επιστημονική ενημέρωση για την κατάθλιψη, που πραγματοποιήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά από την Janssen Ελλάδος.
Όσον αφορά στην επιδημιολογία της ψυχικής νόσου, η κατάθλιψη δεν έχει ηλικιακούς περιορισμούς. Ενδέχεται να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε φάση της ζωής ενός ανθρώπου, με μεγαλύτερη πιθανότητα προσβολής του κατά μέσο όρο στα τέλη της εφηβείας και την πρώιμη ενήλική ζωή, δημιουργώντας έτσι εμπόδιο στους στόχους και τα όνειρά του. Παρατηρείται ωστόσο, όπως σημειώνει και o Ειδικός Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος και Medical Affairs Director της Janssen Ελλάδος Μάνος Κουταλάς, πως οι γυναίκες προσβάλλονται από τη νόσο σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άντρες (5.1% έναντι 3.6%), ενώ ο επιπολασμός της κατάθλιψης κορυφώνεται κυρίως κατά την ενήλικη ζωή (55-74 έτη).
Η κατάθλιψη, ως πολυδιάστατη νόσος, μπορεί να λάβει διαφορετικές αιτιολογίες, όπως γενετικούς, επιγενετικούς ή ακόμα και περιβαλλοντικούς παράγοντες, διαφορετική παθοφυσιολογία και ποικίλα συμπτώματα, που κατηγοριοποιούνται σε κοινές και πιο σύνθετες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ένας ασθενής που πάσχει από κατάθλιψη μπορεί να εκδηλώσει από θλίψη, ενοχή, αϋπνία έως και αυτοκτονικές τάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία που επισημάνθηκαν από τον καθηγητή ψυχιατρικής ΕΚΠΑ Ιωάννη Χατζημανώλη, οι επιπτώσεις της διαταραχής κάνουν την εμφάνιση τους, στην καθημερινή και κοινωνική λειτουργικότητα, μειώνοντας δραστικά την ποιότητα ζωής και προκαλώντας μεταβολές στην διάθεση και τις γνωστικές λειτουργίες των ασθενών. Εκτιμάται μάλιστα ότι όσοι ασθενείς έχουν εμφανίσει ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο στη ζωή τους, έχουν 50% πιθανότητα επανεμφάνισης της νόσου μέσα στα επόμενα 3 χρόνια, ενώ ο κίνδυνος υποτροπής ξεπερνάει το 90%.
Επιπλέον, η Market Access Director της Janssen Ελλάδος, Θωμαΐς Κωνσταντοπούλου, αναφέρθηκε στο κοινωνικό και οικονομικό φορτίο που φέρει η κατάθλιψη και επεσήμανε πως η πανδημία της νόσου COVID-19 αναμένεται να αυξήσει την επιβάρυνση της ψυχικής υγείας ακόμα και μετά την πανδημία.
Σημειωτέον, το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει την ψυχική ασθένεια αποτυπώνεται ανεξίτηλα στην ταυτότητα του ασθενή, επιδεινώνοντας την ήδη επιβαρυμένη ψυχική του υγεία και αποτελώντας ανατρεπτικό παράγοντα στην αναζήτηση βοήθειας και κατ’ επέκταση στην εύρεση της σωστής θεραπείας. Σύμφωνα, μάλιστα, με στοιχεία που παραθέτει ο ΠΟΥ, το 50% των ασθενών στην Ευρώπη δε λαμβάνουν καμία μορφή θεραπείας, καθιστώντας έτσι την αντιμετώπιση της νόσου αδύνατη. Άλλες βασικές αιτίες της αναποτελεσματικής φροντίδας, πέρα από την προκατάληψη, περιλαμβάνουν ακόμα την έλλειψη πόρων και εκπαιδευμένων παροχών υγειονομικής περίθαλψης.
Ο κύριος Φωκίων Δημητριάδης, εκπρόσωπος του Ελληνικού Δικτύου Φροντιστών ΕΠΙΟΝΗ, αναφέρθηκε ακόμα στο αυξημένο βάρος φροντίδας που επωμίζονται οι άτυποι οικογενειακοί φροντιστές, που προσφέρουν την υποστήριξή τους αφιλοκερδώς σε όσους πλήττονται από την νόσο της κατάθλιψης.
Η Janssen, η φαρμακευτική εταιρεία του Ομίλου της Johnson and Johnson, με μακροχρόνια επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη, συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόβλεψη, την πρόληψη και την αντιμετώπιση μερικών από τις πιο δύσκολες παθήσεις του νευρικού συστήματος. Επενδύει σε καινοτόμες προσεγγίσεις και σύγχρονες πρωτοποριακές θεραπευτικές επιλογές, έχοντας στο επίκεντρο το όφελος των ασθενών, τη στήριξη γιατρών, των φροντιστών και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.