Το άρθρο αυτό του Cemal Kafadar, ενός από τους σπουδαιότερους και επιδραστικότερους ειδικούς της εποχής μας στην οθωμανική ιστορία, ασχολείται με ένα ζήτημα που κυριάρχησε στις συζητήσεις της οθωμανολογικής κοινότητας την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα.
Ακόμα και σήμερα, είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η άποψη ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά από μια περίοδο ακμής τον 15ο και τον 16ο αιώνα (ή, αλλιώς, μια «κλασική» περίοδο, όπως την ονόμασε ο Halil İnalcık), πέρασε σε μια μακρόχρονη περίοδο «παρακμής» από τα τέλη του 16ου μέχρι τη διάλυσή της στις αρχές του 20ού αιώνα.
Στο σχήμα αυτό, μια σειρά θεσμών όπως το τιμαριωτικό σύστημα ή το παιδομάζωμα και το γενιτσαρικό σώμα λειτουργούσαν καλά όσο ακολουθούσαν τις αρχές που είχαν τεθεί κατά την ίδρυσή τους, άρχισαν όμως να δυσλειτουργούν σταδιακά όσο απομακρύνονταν από αυτές, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της οθωμανικής στρατιωτικής μηχανής, ενώ και η διαφθορά και η ηθική εξασθένιση των σουλτάνων οδήγησε στην αποδιάρθρωση του πολιτικού εποικοδομήματος.
Μια σειρά άρθρων και βιβλίων, γραμμένων από σημαντικές μορφές όπως ο Rifaat Abou-El-Haj ή η Suraiya Faroqhi, αμφισβήτησαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυτό το σχήμα: ο Abou-El-Haj υποστήριξε ότι αυτή η εικόνα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους οθωμανούς συγγραφείς του ύστερου 16ου και του πρώιμου 17ου αιώνα, οι οποίοι όμως δεν θα πρέπει να λαμβάνονται τοις μετρητοίς καθώς είχαν τους δικούς τους πολιτικούς στόχους, ενώ η Faroqhi τόνισε την παράλληλη πορεία του οθωμανικού με τα ευρωπαϊκά κράτη και έκανε λόγο για «κρίση και μετασχηματισμό», καθώς είναι οξύμωρο να μιλάμε για μια παρακμή μεγαλύτερη σε διάρκεια από τη φερόμενη ακμή.
Στο ίδιο πλαίσιο, μια σειρά μελετών την ίδια εποχή έδειξε, λόγου χάριν, ότι η οικονομική γραφειοκρατία αναζήτησε επιτυχώς τρόπους προσαρμογής του φορολογικού και του δημοσιονομικού συστήματος στις απαιτήσεις του εκχρηματισμού και των νέων συνθηκών (Linda Darling)…
Πηγή: congress1821.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.