Ελληνική Σχιζοφρένεια απέναντι στην Τουρκία

Δεν συμμεριζόμαστε κατ’ ανάγκην όλες τις απόψεις του αρθρογράφου. Εντούτοις είναι χρήσιμο να θυμόμαστε τα όσα αναφέρει. Μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα η αναφορά του στον Ανδρέα Ανδριανόπουλο και την πρόωρη ένταξη του θέματος Τουρκία στον αντιισλαμικό άξονα που αργότερα θα εμφανισθεί γενικότερα ως “πόλεμος των πολιτισμών”. Η ταλάντωση σήμερα των ελληνικών πολιτικών απέναντι στην Άγκυρα μπορούν να εξηγηθούν ως αντανάκλαση διαφορετικών δυτικών στρατηγικών

Καρντάσια στα πρόβατα

Του Τάσου Κωστόπουλου
13 Σεπτεμβρίου 2020

Ο εξωτερικός παρατηρητής της ελληνοτουρκικής διένεξης είναι αδύνατο να μη διαπιστώσει μια κραυγαλέα αντίφαση στα μηνύματα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα θινκ τανκ και τα ΜΜΕ της εκπέμπουν το τελευταίο δεκαπεντάμηνο προς κάθε κατεύθυνση. Από τη μια, έχουμε ένα φούντωμα της εθνικιστικής προπαγάνδας, με την καλλιέργεια πολεμοχαρούς κλίματος επικείμενης σύρραξης και καρύκευμα την έρπουσα μιντιακή παραφιλολογία περί ελληνικού «πρώτου πλήγματος» και συναφών φαιδροτήτων.

Από την άλλη, σποραδικές αλλά εμβληματικές επιδείξεις ψυχραιμίας που διαψεύδουν πανηγυρικά την παραπάνω εικόνα −με χαρακτηριστικότερη την πρόσφατη δήλωση του Μάκη Βορίδη στον «Σκάι» (7/9) ότι «δεν έχουμε διαπιστώσει παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων» από την Αγκυρα και πως οι προκλήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν παραμένουν στο επίπεδο μιας αφηρημένης διακήρυξης προθέσεων.

Η εξήγηση γι’ αυτή την πολυγλωσσία δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπιστεί σε τρεις, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, λόγους:

● Ο πρώτος αφορά τη λειτουργικότητα του εθνικισμού (και των «εθνικών κρίσεων») ως βολικών εργαλείων για τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, που μπροστά στην εξωτερική «απειλή» συσπειρώνεται αυθόρμητα γύρω από την εκάστοτε πολιτική εξουσία (τουλάχιστον μέχρι αυτή να διαψεύσει πλήρως τις προσδοκίες «δυναμικής» πολιτικής που καλλιέργησε). Σε συνθήκες οικονομικής καθίζησης κι απροκάλυπτης λεηλασίας του δημόσιου ταμείου από τα ημέτερα τρωκτικά, η επίκληση του εξ Ανατολών μπαμπούλα συνιστά ως εκ τούτου περίπου μονόδρομο για τη Ν.Δ. και την κυβέρνησή της.

● Ο δεύτερος είναι η διατρανωμένη επιθυμία της πολιτικής και (κυρίως) της στρατιωτικής ηγεσίας για νέες αγορές όπλων. Είτε αυτό υπαγορεύεται από την αυθόρμητη τάση των επαγγελματιών στρατιωτικών ν’ αναβαθμίσουν το οπλοστάσιό τους σε βάρος άλλων κοινωνικών αναγκών, είτε σε λιγότερο ευγενείς προθέσεις (όπως έδειξε η εξοπλιστική κούρσα του Τσοχατζόπουλου μετά τα Ιμια), η υλοποίηση ενός παρόμοιου προγράμματος σε συνθήκες δημοσιονομικής δυσπραγίας είναι αδιανόητη δίχως την πολιτική νομιμοποίησή της από μια παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση. Πώς αλλιώς θα δεχτούν δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι τις «αναγκαίες» δραστικές περικοπές των ήδη συρρικνωμένων εισοδημάτων τους, για ν’ αποκτήσουμε καινούργιες πυραυλακάτους και Ραφάλ;

● Τα όρια του πολεμικού συναγερμού υπαγορεύει, από την άλλη, η επίγνωση των εκατέρωθεν πραγματικών συσχετισμών. Τα ελληνοτουρκικά δεν είναι Μακεδονικό, μ’ έναν στρατιωτικά αδύναμο γείτονα, ανέξοδες τζάμπα μαγκιές και μοναδικό υπαρκτό κίνδυνο την πολιτική νομιμοποίηση των εγχώριων (και αντίπερα) ακροδεξιών εθνοχουλιγκάνων. Μια στρατιωτική αναμέτρηση με τον τουρκικό στρατό, που εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες ασκείται σε συνθήκες πραγματικού πολέμου στο Κουρδιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη, δεν θα είχε δε την παραμικρή σχέση με την πρόσφατη «νικηφόρα» ανάσχεση (με πραγματικά πυρά) των άοπλων μεταναστών και προσφύγων που μετέφερε ο Ερντογάν στον Εβρο ως εργαλείο εκβιασμού των Δυτικοευρωπαίων.

Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, και η συνακόλουθη διγλωσσία, δεν είναι βέβαια αποκλειστικό γνώρισμα της τωρινής κυβέρνησης· χαρακτήρισε διαχρονικά κάθε προσπάθεια εθνικιστικής χειραγώγησης της εγχώριας κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου. Οπως έχουμε αποκαλύψει σε τούτη τη στήλη, ακόμη και στο αποκορύφωμα της «εθνικά υπερήφανης» αδιαλλαξίας της η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βολιδοσκοπούσε το 1983 υπόγεια την Αγκυρα μέσω Βουλγαρίας για μια συνολική διαπραγμάτευση, ακόμη και συνεκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου από τις δυο χώρες («Η πίσω όψη του λιονταριού», «Εφ.Συν.», 11/1/2020).

Οπως ακριβώς συνέβη και το 1991-1992 με την ανάδειξη (ακριβέστερα: την κατασκευή) του «Σκοπιανού» σαν «μείζονος εθνικού θέματος», ικανού ν’ απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς από την αντιλαϊκή πολιτική του πατρός Μητσοτάκη, η συνδρομή των παραπάνω αντιφατικών παραγόντων μπορεί να συνδυάζεται με τη διαπάλη διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό της κυβέρνησης (ιδίως μεταξύ διπλωματικής και στρατιωτικής ηγεσίας). Παρόμοιες αντιθέσεις έχουν μακρά ιστορία στην ελληνική –και όχι μόνο– εξωτερική πολιτική· οφθαλμοφανείς είναι δε οι κίνδυνοι σε περίπτωση εκτροχιασμού τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κρίση των Ιμίων.

Σε κάθε περίπτωση, η έκταση κι η αποτελεσματικότητα της εθνικιστικής χειραγώγησης δεν εξαρτώνται μόνο από τη συγκυρία ή τον επικοινωνιακό καταιγισμό, αλλά και από μακροχρόνιες ιδεολογικές εγχαράξεις. Το είδαμε καθαρά σε ζητήματα όπως το Μακεδονικό ή το Βορειοηπειρωτικό, όπου ο σκληρός πυρήνας της βαθιάς Δεξιάς επέβαλε τα τελευταία χρόνια τις θέσεις του στη φιλελεύθερη ηγεσία της Ν.Δ. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις σημερινές παλινδρομήσεις των κυβερνητικών επιτελείων και μηχανισμών, μια επισκόπηση της διαχρονικής στάσης της μείζονος Δεξιάς στα ελληνοτουρκικά καθίσταται, ως εκ τούτου, πολλαπλά χρήσιμη.

Ο μόνος μας φίλος

Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η Τουρκία εκλαμβανόταν από τους εθνικόφρονές μας σαν το μοναδικό μας αποκούμπι σε μια γειτονιά όπου κυριαρχούσαν πλέον, όχι μόνο οι Σλάβοι αλλά και οι κομμουνιστές.

Εξαιρετικά εύγλωττες επ’ αυτού αποδεικνύονται οι αναμνήσεις του διπλωμάτη Αγγελου Βλάχου, ανιψιού του τότε εκδότη της «Καθημερινής» και μετέπειτα στενού συνεργάτη του Καραμανλή, για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του το 1945 ενώ κατευθυνόταν προς το νέο πόστο του, του υποπροξένου στην Κωνσταντινούπολη: «Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε με μικρή ταχύτητα στους κακούς δρόμους της Ανατολικής Μακεδονίας, ξετυλίγονταν, μακριά στα αριστερά μας, οι οροσειρές που μας χωρίζουν από την Βουλγαρία. Απ’ τη Ροδόπη ένα πήδημα γαϊδάρου και θα βρεθεί στη θάλασσα. Τα ελληνικά σύνορα είναι εξωφρενικά. Μια μεγάλη ακανόνιστη περισπωμένη με μήκος μεγαλύτερο των χιλίων χιλιομέτρων. Τρίγωνο ανεστραμμένο, με την κορυφή στην θάλασσα και την εύτρωτη βάση της που τη χωρίζει από τέσσερις γειτόνους, η Ελλάς ζει, ασυνείδητα ευτυχώς, σε μια συνεχή επισφαλή ισορροπία. […] Απ’ όλους τους γείτονές μας ένας ήταν φιλικός, η Τουρκία. Τι θα μπορούσε να γίνει με τον τεράστιο όγκο του σλαβισμού που με την ύπαρξή του και μόνο δημιουργούσε αγχώδη ανισορροπία;» («Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης…», τ. Β΄, σ. 15-6).

Στη συνέχεια των απομνημονευμάτων του, ο Βλάχος εξηγεί πώς στηρίχθηκε στην «τουρκική αντικατασκοπεία» για την παρακολούθηση του σοβιετικού συναδέλφου του (και των κομμουνιστών γενικότερα), τη στενή αλληλοϋποστήριξη των δυο χωρών για την κοινή εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ, αλλά και την προσοχή που κατέβαλλε κατά τη διακίνηση της ελληνικής κυβερνητικής προπαγάνδας, προκειμένου ν’ αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις: «Επρεπε να κάνω προσεκτική επιλογή ώστε τα Δελτία Τύπου που έστελνα στις τουρκικές εφημερίδες να μην περιέχουν καμιά πιθανή αιχμή που μπορούσε να ενοχλήσει την άκρα τουρκική ευθιξία. Η θέση μας για το “παιδομάζομα”, την ακατανόμαστη αυτή πράξη των κομμουνιστών, ήταν δύσκολη αφού συνδεόταν, ιστορικά, με το τουρκικό παιδομάζομα» (τ. Β΄, σ. 130).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν, άλλωστε, σύμπας ο εμφυλιοπολεμικός και μετεμφυλιακός κρατικός μηχανισμός. Χαρακτηριστικό δείγμα, μια εγκύκλιος του γενικού επιθεωρητή προς τους γυμνασιάρχες της Μακεδονίας, που εντοπίσαμε στο αρχείο Λυκείου της Εδεσσας (ΓΑΚ Ν. Πέλλας, φ.18):

«Κατόπιν της υπ’ αριθ., Ε.Π. 980/10-3-54 επειγούσης διαταγής του σεβαστού Υπουργείου Παιδείας, παραγγέλλομεν όπως κατά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου αποφευχθή παν ό,τι αμέσως ή εμμέσως θα ηδύνατο να θίξη την ευαισθησίαν του Τουρκικού Εθνους. Τα παρασκευάσαντα την 25ην Μαρτίου γεγονότα ως και τα απορρεύσαντα εξ αυτής παρέχουν πλούσιον από θρησκευτικής, Εθνικής, Ηθικής, Πολιτιστικής και Ανθρωπιστικής απόψεως υλικόν, το οποίον δύνανται να εξάρουν οι ομιληταί χωρίς να υποθάλπωσιν αισθήματα εχθροπαθείας και μίσους.

Επί τη βάσει της αυτής γενικής αρχής πρέπει να επιλέγωνται και αι κατά τον εορτασμόν χρησιμοποιούμεναι ποιητικαί, δραματικαί και μουσικαί συνθέσεις.

Επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται η υπόθαλψις μίσους κατά του Τουρκικού Λαού, όστις σήμερον προασπίζει τα πολιτιστικά ιδεώδη υπέρ των οποίων ο Ελληνικός Λαός αγωνίζεται.

Τα ανωτέρω ισχύουν ου μόνον διά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου, αλλά και διά τας πάσης φύσεως σχολικάς συγκεντρώσεις και δημοσίας εκδηλώσεις».

Προς «νέα Λωζάννη»;

Η σταδιακή όξυνση του Κυπριακού και οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εθνικιστών υπονόμευσαν βέβαια αρκούντως αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, διαρρηγνύοντας σε αξιοσημείωτο βαθμό τις διαχωριστικές γραμμές κι υγειονομικές ζώνες του Ψυχρού Πολέμου.

Για μια μερίδα υψηλόβαθμων εθνικοφρόνων, η Τουρκία παρέμεινε ωστόσο μέχρι το 1974 ο ιδανικός περιφερειακός σύμμαχος. Στην περίφημη συνέντευξή του προς τη «Μιλιέτ» (30/5/1971), ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δεν περιορίστηκε λ.χ. στη διακήρυξη πως Ελληνες και Τούρκοι έπρεπε να διαμηνύσουν τους Κυπρίους ομοεθνείς τους «ότι δεν προτιθέμεθα να φιλονικήσωμεν προς χάριν των», αλλά οραματίστηκε ακόμη και τη μελλοντική συγκρότηση κοινού ελληνοτουρκικού κράτους: «Εγώ προσωπικώς πιστεύω ότι αι εξελίξεις οδηγούν προς μίαν Ομοσπονδίαν Τουρκίας και Ελλάδος. Ισως τούτο πραγματοποιηθή μετά 20 ή 50 έτη. Ομως θα πραγματοποιηθή. Πρέπει να παραδεχθώμεν ότι είμεθα μικρά κράτη. Εάν έχωμεν ενότητα, τότε η ισχύς μας θα πολλαπλασιασθή» («Νέα Πολιτεία», 1/6/1971).

Από το σκληρό πυρήνα των εθνικοφρόνων ξεκίνησε και η ιδέα μιας συνολικής αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, που σήμερα κραδαίνει ο Ερντογάν. «Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν ανάγκη από ριζική επανεκτίμηση για να ξαναβρούν τον δρόμο τους προς το μέλλον. Εναν δρόμο καρποφόρο και για τις δυο χώρες. Μια καινούρια συνθήκη της Λωζάννης, με τον ίδιο πάντα προσανατολισμό, αλλά με συγχρονισμένο περιεχόμενο και καινούριο πνεύμα», διαβάζουμε στις αναμνήσεις του παλαίμαχου διπλωμάτη Χρήστου Ξανθόπουλου-Παλαμά, υπηρεσιακού υπουργού Εξωτερικών το 1964 και διαδόχου του Πιπινέλη στην ηγεσία του ΥΠ.ΕΞ. επί χούντας («Διπλωματικό Τρίπτυχο», Αθήναι 1979, σ. 240).

Ακόμη σαφέστερος είναι στα δικά του απομνημονεύματα ο Σπύρος Μαρκεζίνης, που διεκδικεί για τον εαυτό του την όλη ιδέα. Την έθεσε, μάλιστα, στον Τούρκο Υπ.Εξ. Μπαγιουλκέν κατά τη διάρκεια «ιδιωτικής» συνομιλίας τους στην Κωνσταντινούπολη (15/1/1972): «Συνέχισα εξηγών διά βραχέων την θεωρίαν περί συμβιβασμού και περί της ανάγκης μιας νέας Συνθήκης Λωζάννης, αποκλειστικώς μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων και όχι ως η πρώτη, την οποίαν ενόθευσαν αι παρεμβάσεις των ξένων, ευλόγως ενδιαφερομένων να εξυπηρετήσουν τα ιδικά των συμφέροντα. Ετσι εγεννήθη η θεωρία του Package Deal και η ανάγκη μιας νέας συμφωνίας Λωζάννης, την οποίαν κατ’ αντίθεσιν προς την παλαιάν απεκάλεσα μίνι-Λωζάννην. Είναι παράδοξον πώς το έφερε η φορά των πραγμάτων, την ιδέαν μου να υποστηρίζουν ήδη οι Τούρκοι, ημείς δε εν αρχή τουλάχιστον να την αποκρούωμεν διά ν’ αναγκασθώμεν τελικώς κάποτε να την δεχθώμεν» («Αναμνήσεις 1972-1974», Αθήναι 1979, σ. 61).

Την πατρότητα της ιδέας επιβεβαιώνει και ο γαμπρός του Μαρκεζίνη, διπλωμάτης Γεώργιος Χέλμης, στο δημοσιευμένο ημερολόγιό του, διαφωτίζοντάς μας για την περαιτέρω προώθησή της: «19 Μαρτίου 1974. Ο πατέρας [= ο Μαρκεζίνης] εκάλεσε σε πρόγευμα τον Τούρκο πρέσβη Γκιουρούν και συνεζήτησαν το Κυπριακό, την υφαλοκρηπίδα κτλ. […] Ο πατέρας υποστηρίζει ότι θα πρέπει να συγκληθεί μια “μίνι-Λοζάννη” προς επίλυσιν όλων των θεμάτων (Κυπριακού, μειονοτικού, Οικουμενικού Πατριαρχείου, υφαλοκρηπίδας κτλ), πράγμα, όμως, που προϋποθέτει ισχυρή ελληνικήν κυβέρνησιν» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ.136-7).

Το μακρύ χέρι των ΗΠΑ

Η κυπριακή τραγωδία του 1974 τίναξε, ως γνωστόν, στον αέρα όλους αυτούς τους οραματισμούς, ανατρέποντας εκ βάθρων την κυρίαρχη εικόνα για τις συμμαχίες της χώρας. Η απροκάλυπτη στήριξη της τουρκικής εισβολής από τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την απόδοση της πραξικοπηματικής ανατροπής του Μακαρίου από τους «εθνικιστές» του Ιωαννίδη σε υποκίνηση ή υπαγόρευση της CIA, αποτέλεσε πραγματικό σοκ για τους εγχώριους εθνικόφρονες. Τα συναισθήματά τους συμπυκνώθηκαν στο δημοφιλές σύνθημα «ΝΑΤΟ-CIA-Προδοσία», η δε τουρκική απειλή θεωρήθηκε ευρύτατα, όχι προϊόν ενός περιφερειακού ανταγωνιστικού εθνικισμού, αλλά απόρροια των ιμπεριαλιστικών μηχανορραφιών της Ουάσινγκτον.

Τυπικό δείγμα η ανάλυση του έγκυρου συντηρητικού περιοδικού «Επίκαιρα» (8/4/1976), την επαύριο της αμερικανοτουρκικής αμυντικής συμφωνίας: «Η κοινοβουλευτική Ελλάς μισοεγκατέλειψε το ΝΑΤΟ. Είναι ένας άλλος ατίθασος ταραξίας στη Μεσόγειο, όπως η Ισλανδία στο Βόρειο Ατλαντικό. Ποιος θα τη σωφρονίση; Ο σωφρονιστικός υπάλληλος είναι έτοιμος: μία πάνοπλη Τουρκία. Και δυο ενδεχόμενα θα προκύψουν: Ή η Ελλάς, όπως η Ισλανδία [μετά τον «πόλεμο της μουρούνας» με τους Βρετανούς], θα προσκολληθή στην Αμερική, για να την προστατέψη από την Τουρκία. Ή, αν δεν σπεύση να σωφρονισθή, θα επιπέση επάνω της η βαρειά εξοπλισμένη Τουρκία». Ακόμη και η έξοδος του «Χόρα» στο Αιγαίο, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ερμηνεύθηκε από το περιοδικό ως μέρος του ίδιου εκβιαστικού υπερατλαντικού σεναρίου (12/8/1976).

Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, αλλά και καθ’ οδόν προς αυτή, το παραπάνω σχήμα νομιμοποιήθηκε ακόμη περισσότερο από τις αλλεπάλληλες απειλές αμερικανικών ΜΜΕ. «Μια ρήξη με την Ουάσινγκτον ή υπερβολικά στενές σχέσεις με τη Μόσχα θα εξέθεταν την Αθήνα σε πολιτική και στρατιωτική πίεση από τη γειτονική Τουρκία», ξεκαθάρισε λ.χ. κάποια στιγμή το άτυπο όργανο του αμερικανικού Πενταγώνου («U.S. News & World Report», 31/1/1983). Οπως γνωρίζουμε δε από άλλες πηγές, η κυβέρνηση Παπανδρέου έπαιρνε πολύ σοβαρά αυτές τις προειδοποιήσεις («Εφ.Συν.» 11/1/2020).

Βραδυφλεγής προβοκάτσια

Το φόβητρο μιας τουρκικής επίθεσης δεν το επικαλούνταν όμως τη δεκαετία του 1980 μονάχα οι Αμερικανοί. Το σχετικό έδαφος καλλιεργήθηκε υπόγεια και από πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη της Ν.Δ., που έστρωσαν τις κατάλληλες πεπονόφλουδες στους ενθουσιώδεις –πλην άπειρους– διαδόχους τους.

Μετά την ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 1976, οι δυο κυβερνήσεις είχαν υπογράψει στη Βέρνη μυστικό Πρωτόκολλο (11/11/1976), αναλαμβάνοντας «την υποχρέωσιν όπως απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήση την διαπραγμάτευσιν» (§6).

Βάσει αυτής της διάταξης, το ΓΕΝ απαγόρευσε στις αρχές του 1978 «πάσαν ερευνητικήν ή γεωτρητικήν δραστηριότητα» ανατολικά της Θάσου, επικαλούμενο λόγους εθνικής ασφαλείας. Η πολυεθνική Κοινοπραξία, στην οποία είχε εκχωρηθεί το 1970 και το 1975 το δικαίωμα έρευνας και άντλησης πετρελαίου στο Βόρειο Αιγαίο, συμμορφώθηκε πλήρως μ’ αυτή την απαγόρευση μέχρι τις εκλογές του 1981. Στις παραμονές αυτών των τελευταίων, ο υπουργός Βιομηχανίας Στέφανος Μάνος, με σύμφωνη γνώμη του ΥΠΕΘΑ Ευάγγελου Αβέρωφ, ενημέρωσε ωστόσο την εταιρεία (24/8/1981) πως οι λόγοι της απαγόρευσης «εξέλιπον» και «είναι συνεπώς δυνατόν να προχωρήσει στην διεξαγωγή ερευνητικών εργασιών στην προαναφερθείσα περιοχή».

Το σχετικό έγγραφο γνωστοποιήθηκε από τον Μάνο στην ελληνική Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου δυο μόλις μέρες πριν από τις εκλογές (16/10/1981), κι από τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΠ στη νέα κυβέρνηση τον επόμενο μήνα (Αναστάσης Πεπονής, «Για το ζήτημα του Αιγαίου», Αθήνα 2008, σ. 29-40).

Ακολούθησε μια πενταετία τριβών ανάμεσα στην Κοινοπραξία και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με την πρώτη να πιέζει για γεωτρήσεις στη διαμβισβητούμενη υφαλοκρηπίδα ανατολικά της Θάσου και τη δεύτερη παγιδευμένη ανάμεσα στην «εθνικά υπερήφανη» ρητορεία της και τον φόβο πυροδότησης μιας αναμέτρησης με τη γειτονική Τουρκία.

Μετά την ανάληψη της ηγεσίας της Ν.Δ. από τον Μητσοτάκη, η τελευταία υιοθέτησε το 1985 το αίτημα της Κοινοπραξίας, κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ για «εθνική μειοδοσία»· ο βασικός εταίρος της Κοινοπραξίας, η καναδική Denison, πρόβαλλε πάλι τον ισχυρισμό ότι «δεν υπάρχει ελληνοτουρκικό πρόβλημα και είναι δυνατόν, αν αλλάξει η κυβέρνηση, να μην υπάρξει και ζήτημα αναστολής της γεώτρησης ανατολικά της Θάσου» (ό.π., σσ. 66-69).

Τελική κατάληξη της όλης διελκυστίνδας υπήρξε, ως γνωστόν, η ανακοίνωση εξαγοράς της Κοινοπραξίας από το Δημόσιο (18/2/1987), η δημόσια απαίτηση Μητσοτάκη για επανάληψη των ερευνών (20/2/1987), η έξοδος του «Σισμίκ» στο Βόρειο Αιγαίο και η ελληνοτουρκική «κρίση του Μάρτη» (26-27/3/1987), με τις δυο χώρες να σχοινοβατούν στο χείλος του πολέμου.

Την κρίση διαδέχθηκε η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής Αντρέα – Οζάλ στο Νταβός (30-31/1/1988), η πανηγυρική εξαγγελία του «μη πολέμου» και η δρομολόγηση μιας δωδεκαετίας άκαρπων διαπραγματεύσεων. Οσο βρισκόταν στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, η Ν.Δ. δεν δίσταζε να καταγγείλει σε όλους τους τόνους αυτή την «υποχωρητική», «ατελέσφορη» και «μειοδοτική» πολιτική, για να την υιοθετήσει πλήρως όταν έγινε κυβέρνηση το 1990. Ως ιδέα, η ηγεσία της Δεξιάς την είχε άλλωστε από καιρό υποβάλει προς διάφορες κατευθύνσεις.

Εξαιρετικά εύγλωττο επ’ αυτού το δημοσιευμένο ημερολόγιο του τότε Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, μετέπειτα ευρωβουλευτή της Ν.Δ., Χρήστου Ζαχαράκι: «Ο Π. Μολυβιάτης με παρακάλεσε στις 7 Φεβρουαρίου [1987] να διαβιβάσω στον Πρωθυπουργό παρεμφερείς, προσωπικές –υποτίθεται– σκέψεις του, που προφανώς απηχούσαν τη θέση του Κ. Καραμανλή, επί της ανάγκης διευθετήσεως συναντήσεως του Παπανδρέου με τον Ozal εντός των προσεχών μηνών, προς επίτευξη συμφωνίας μη επιθέσεως και ειρηνικής επιλύσεως των διμερών ελληνοτουρκικών διαφορών, με επακόλουθη έναρξη διαλόγου σε τεχνικό επίπεδο» («Ακρως Απόρρητο – Ειδικού Χειρισμού», Αθήνα 2008, σ. 358).

Τα ίδια ακριβώς είχε υποστηρίξει κατ’ ιδίαν και ο Μητσοτάκης, σε συνάντησή του με τον Τούρκο πρέσβη Ναζμί Ακιμάν (16/4/1986), προεξοφλώντας όμως την ανικανότητα του Αντρέα να δρομολογήσει μια τέτοια εξέλιξη: «Ο διάλογος είναι απαραίτητος μεταξύ των δύο χωρών. Αλλη λύση των διαφορών δεν υπάρχει, γιατί τον πόλεμο ουδείς τον επιθυμεί […]. Ο διάλογος θα πρέπει να γίνει σε ανώτατο επίπεδο (π.χ. μεταξύ πρωθυπουργών Οζάλ – Παπανδρέου) και να δοθούν λύσεις σε γενικές γραμμές που θα παραπέμπουν για τις λεπτομέρειες σε χαμηλότερα επίπεδα (υπουργούς, πρέσβεις κλπ). Ο Παπανδρέου δεν θέλει διάλογο, άλλωστε εκεί που έχει φθάσει (έχει παρατραβήξει το σχοινί – He went too far), δεν μπορεί να προχωρήσει σε διάλογο εξαιτίας ιδίας υπαιτιότητας» (Σωτήρης Ριζάς, «Από την κρίση στην ύφεση», Αθήνα 2003, σ. 235-6).

Βοήθεια, το Ισλάμ!

Το 1987 δεν υπήρξε όμως μόνο η χρονιά ενός παραλίγο πολέμου, αλλά κι ένα σημείο τομής στην πρόσληψη της Τουρκίας στο δημόσιο λόγο. Από «όργανο» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η τελευταία αναγορεύεται ξανά από τα ΜΜΕ σε «πατροπαράδοτο» εχθρό, με τον οποίο «είναι αδύνατο να αποφύγουμε μιαν αναμέτρηση κάθε δεύτερη γενιά», ανεξαρτήτως καθεστώτος: «είτε στρατιωτική δικτατορία, είτε κεμαλική δημοκρατία, είτε σουλτανάτο, είτε λαϊκή δημοκρατία, τα συμφέροντά της μας σπρώχνουν στη σύρραξη» («Εθνος», 19/1/1987).

Το 1989 μια «φιλελεύθερη» νεοδημοκρατική πένα θα προσθέσει το στοιχείο της θρησκείας σ’ αυτή την ολική επαναφορά του παραδοσιακού εθνικισμού. Στο βιβλιαράκι του «Ο ισλαμικός φανατισμός και οι κίνδυνοι για την Ελλάδα», ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος (δήμαρχος, τότε, του Πειραιά) οραματίζεται μια Τουρκία κυριαρχούμενη «από το ρεύμα της ισλαμικής αναβίωσης», εξέλιξη που «θα τοποθετήσει την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή άμυνας μιας χριστιανικής Ευρώπης απέναντι σε μια ενδεχόμενα επεκτατική μουσουλμανική Ανατολή», ανοίγοντας για τη χώρα μας «μια σειρά από καινούριες προοπτικές για το μέλλον» (σ. 21).

Λοιδωρώντας την προσκόλληση στην παραδοσιακή διπλωματία που «είτε σιωπά είτε επικαλείται… τη συνθήκη της Λωζάνης!», ο πρωτεργάτης του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού διακηρύσσει έτσι πως «θα έπρεπε να υψώνουμε σε κάθε, δυτικό κυρίως, φόρουμ τη φωνή μας επισημαίνοντας τον έρποντα ισλαμικό φανατισμό. Αυτόν ακριβώς που καθοδηγεί τις πράξεις της Τουρκίας ανοίγοντας σιγά σιγά ένα εξαιρετικά επικίνδυνο νέο μέτωπο για ολόκληρη τη χριστιανική Δύση. Η υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων δεν πρέπει να αποτελεί για τη Δύση αποτέλεσμα κάποιας ηθικής επιλογής. Αλλά συνειδητή πράξη υπεράσπισης των δικών της συμφερόντων πάνω στη βάση μιας χριστιανικής αλληλεγγύης μπροστά στον κίνδυνο του ισλαμικού επεκτατισμού» (σ. 41-2). Δεν λείπει ακόμη και η πρόβλεψη μιας επιστροφής «στην περίοδο των μηδικών πολέμων, χωρίς όμως αυτή τη φορά να αρκούν οι Θερμοπύλες [sic] και οι Πλαταιές για να οδηγηθούμε στη σωτηρία…» (σ. 43).

Οπως μας πληροφορεί άρθρο του Δήμου Βερύκιου στον «Ριζοσπάστη» (25/11/1990), η επίδραση αυτού του κηρύγματος στην τότε στρατιωτική ηγεσία υπήρξε καταλυτική. Το επιβεβαιώνει άλλωστε η ομιλία που εκφώνησε την επόμενη χρονιά ο υπουργός Αμυνας, Γιάννης Βαρβιτσιώτης, για το «ελληνικό αμυντικό πρόβλημα», με έμφαση στον υποτιθέμενο «πανισλαμισμό» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής («ELIAMEP Yearbook 1991», σσ. 265-72). Αρκετά γρήγορα, το φόβητρο ενός «Ισλαμικού Τόξου» στα Βαλκάνια θα υιοθετούνταν επίσης από μια μερίδα του ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι από ορισμένα τμήματα της Αριστεράς.

Τη δεκαετία του 1990, αυτό που συντηρούσε την ένταση με την Ελλάδα δεν ήταν όμως οι (πολιτικά ευάλωτοι) ισλαμιστές της γείτονος, αλλά το στρατοκρατικό «βαθύ κράτος» της. Μόνο μετά το οικονομικό κραχ του 2000, η «θεραπεία σοκ» του ΔΝΤ και η κατάρρευση του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού έφεραν το 2003 στην εξουσία τον Ταγίπ Ερντογάν − ως φορέα, αρχικά, μιας σαφώς συντηρητικής αλλά φιλολαϊκότερης (και πιο δημοκρατικής) εναλλακτικής διαχείρισης.

Από τη βάση της εγχώριας Δεξιάς όλα αυτά θεωρούνταν, ωστόσο, ψιλά γράμματα, καθώς το «τουρκοϊσλαμικό» σκιάχτρο ανταποκρινόταν και με το παραπάνω στη μείζονα ιδεολογικοπολιτική πρόκληση των ημερών: τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών.

Για το ιδιόμορφο χαρμάνι «φιλελευθερισμού» κι ακροδεξιάς που προέκυψε απ’ αυτή την ώσμωση, αποκαλυπτικό είναι ένα άρθρο της προσωπικής εφημερίδας των Μητσοτάκηδων για την 23η επέτειο της Μεταπολίτευσης: «Υπάρχει και Τέταρτος Αττίλας και αφορά την χώρα μας με την λαθραία εισαγωγή άνω των 500 χιλ. μουσουλμάνων. Πρόκειται περί ενός μεγίστου κινδύνου που θα γίνει μεγαλύτερος με την εφαρμογή της συνθήκης του Μάαστριχτ που θα επιτρέπει Τούρκους της Ευρώπης να εγκαθίστανται ελεύθερα στην χώρα μας. […] Μας μιλούν συνεχώς δι’ όλων των μέσων για Ρατσισμό, ξενοφοβία. Εμείς από την μεριά μας θα μιλάμε πάλι για Ρατσισμό, αλλά για τον Ελλαδικόν Ρατσισμόν κατά των ιδίων Ελλήνων» («Κήρυξ», 24/7/1997).

Ο κουμπάρος από την Αγκυρα

Παρ’ όλη τη μουσουλμανοφαγία της δεκαετίας του 1990, η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία δεν έγινε αντιληπτή από τη Ν.Δ. ως απειλή, αλλά ως καλοδεχούμενη ευκαιρία σύμπραξης μ’ έναν συνομιλητή που συμμεριζόταν τις ίδιες βαθιά συντηρητικές αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Καραμανλή τζούνιορ, ακυρώθηκε μάλιστα τότε η μοναδική ευκαιρία που είχε μεταπολιτευτικά η Ελλάδα για έναν οριστικό, ειρηνικό διακανονισμό των εκατέρωθεν υφαλοκρηπίδων στο Αιγαίο βάσει του Διεθνούς Δικαίου.

Οπως είναι γνωστό, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι, το Δεκέμβριο του 1999, η κυβέρνηση Σημίτη είχε καταφέρει να περάσει (ως αντάλλαγμα για την άρση του ελληνικού βέτο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας) την υποχρέωση της τελευταίας «να φέρει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου διαστήματος κάθε εκκρεμή συνοριακή διαφορά» με την Ελλάδα, το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2004 (§4 της απόφασης).

Καθώς η κυβέρνηση Ερντογάν έβλεπε τότε την Ε.Ε. σαν την ισχυρότερη προστάτιδά της απέναντι στο κεμαλικό «βαθύ κράτος», η πιθανότητα συμμόρφωσης της Αγκυρας μ’ αυτή τη διάταξη (και η συνακόλουθη ρύθμιση της ελληνοτουρκικής διαφοράς βάσει του Διεθνούς Δικαίου κι όχι τής απειλής στρατιωτικής βίας) ήταν κάτι παραπάνω από πιθανή. Αυτός που έσπευσε, ωστόσο, ν’ απαλλάξει τον Ερντογάν απ’ αυτή την υποχρέωσή του δεν ήταν κάποιος σκοτεινός ανθέλληνας, αλλά ο «εθνικά αδιάλακτος» Κωστάκης!

Δυο μήνες μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ., τα ζεύγη Καραμανλή και Ερντογάν πέρασαν μιαν «ιδιωτική» βραδιά στην πρωθυπουργική κατοικία της Ραφήνας (6/5/2004), την παραμονή ακριβώς της προγραμματισμένης επίσημης συνάντησης των δυο ηγετών. «Οι εκπρόσωποι του Μεγάρου Μαξίμου επέμεναν μέχρι τις πρωινές ώρες πως δεν ειπώθηκε κατά τη διάρκεια των τρεισήμιση ωρών τίποτε που να έχει σχέση με την πολιτική ή τη διπλωματία», διαβάζουμε στα «Νέα» της επομένης, «αλλά ο Υπουργός Επικρατείας της Τουρκίας, κ. Αϊντίν, έκανε λόγο για “δεύτερο γύρο” που θα υπάρξει σήμερα, στις επίσημες συνομιλίες».

Στις επάλξεις της πληροφόρησης, το «Βήμα» της ίδιας μέρας μας πληροφόρησε πάντως ότι «το μενού, που επιμελήθηκε η κυρία Νατάσα Καραμανλή, περιείχε αποκλειστικά ελληνικούς ψαρομεζέδες και εδέσματα από ολόκληρη τη χώρα, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου έπαιζε μουσική, που είχε επιλέξει επίσης η κυρία Καραμανλή, από έργα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μαρκόπουλου και ορχηστρικά κομμάτια από έργα των Ακη Πάνου και Απ. Καλδάρα».

Τελικό αποτέλεσμα των επίσημων κι ανεπίσημων διαβουλεύσεων Καραμανλή-Ερντογάν ήταν η πανηγυρική απαλλαγή της Τουρκίας από την υποχρεωτική συμμόρφωσή της με το Διεθνές Δίκαιο: «Οι δυο πλευρές συμφώνησαν, κατά δήλωση του Ελληνα πρωθυπουργού, πως οι συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα θα παραταθούν πέραν του προσεχούς Δεκεμβρίου και δεν υπάρχει χρονική δέσμευση για την παραπομπή του θέματος στη Χάγη» («Καθημερινή», 8/5/2004). Για την ακρίβεια, ο μικρός Καραμανλής ξεκαθάρισε πως «οι διερευνητικές συνομιλίες [για τη Χάγη] έχουν ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια, συνεχίζονται, δεν έχουν ολοκληρωθεί και δεν μπορεί κανείς να προβλέψει αν θα ολοκληρωθούν στο άμεσο μέλλον». Γιαβάς-γιαβάς, εφέντιμ…

Ο επίλογος γράφτηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του επόμενου Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με το τελικό κείμενο, που αναθεώρησε την απόφαση του Ελσίνκι, η Τουρκία δεν όφειλε πλέον να δεχτεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου σε τακτή προθεσμία αλλά μονάχα «εφόσον απαιτείται» κάτι τέτοιο, γενικώς και αορίστως. Από τον επίσημο βιογράφο της κυβέρνησης Καραμανλή, αυτή η μεταβολή παρουσιάζεται σαν μεγάλη εθνική νίκη: «Ο Μολυβιάτης πέτυχε και κάτι άλλο: “εξουδετέρωσε” το Ελσίνκι, ακυρώνοντας την υποχρεωτική προσφυγή στη Χάγη. […] Η προσθήκη “εφόσον απαιτείται” παρέπεμψε την προσφυγή στη Χάγη στις ελληνικές καλένδες» (Μανόλης Κοττάκης, «Καραμανλής off the Record», Αθήνα 2011, σ. 269). Ως λόγους που υπαγόρευσαν αυτή τη στροφή, πέρα από την προσωπική γοητεία που ο «ξηγημένος» Ερντογάν ασκούσε στον Κωστάκη (σ. 363, 365, 374), ο Κοττάκης υποδεικνύει την αναντιστοιχία του Διεθνούς Δικαίου (και της σχετικής νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου) με τις μαξιμαλιστικές ελληνικές θέσεις όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα ειδικά του Καστελόριζου (σ. 276).

Η εποχή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για το Αιγαίο (και μόνο) ανήκε πια στο παρελθόν. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η «γραμμή άμυνας» του ελληνισμού θα μεταφερόταν ανεπαίσθητα από τη μικρή μας περιοχή στο μαλακό υπογάστριο του «αντιπάλου», σε απόσταση αναπνοής από τις τουρκικές ακτές κι εκατοντάδες μίλια μακριά από τα νοτιοανατολικά σύνορά μας. Με όσα ρίσκα συνεπάγεται, βέβαια, μια παρόμοια, καταφανώς ανορθολογική φαντασίωση…

Πηγή: www.efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.