Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο Νίκος Γόδας συλλαμβάνεται και καταδικάζεται, στη δίκη που έμεινε στην ιστορία ως «δίκη του ασύλου της Κοκκινιάς».
21 Νοεμβρίου 2021
«Η τσιριμονιά τελειώνει βιαστικά και δεν έχεις την άνεση να δεις τους μακελάρηδες κατάματα. Σαν βρέχει δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, είναι και το νερό που τρέχει και δεν βλέπεις όπως πρέπει, είναι σαν να σου κλείνουν τα μάτια με το έτσι θέλω. Εγώ θέλω να είναι καλοκαιρία, να τον κοιτάω κατάματα, για να δω πόσο σίγουρος νιώθει αυτός που με σκοτώνει».
Ισως αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκου Γόδα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγκρατούμενού του στις φυλακές Κέρκυρας, Σταμάτη Σκούρτη! Επιθυμία του ήταν, όπως άλλωστε και όλων των αγωνιστών, να εκτελεστεί με καλοκαιριά! Λίγο πριν, είχε αρνηθεί για πολλοστή φορά να αποκηρύξει τα ιδεολογικά του «πιστεύω», όπως του ζήτησε ο διοικητής των φυλακών.
Την προηγούμενη της εκτέλεσης τον πλησίασε για τελευταία φορά με εκείνο τον γλοιώδη υποκριτικό τρόπο που μετέρχονταν οι βασανιστές. Στο χέρι του κρατούσε ένα χαρτί και ένα στυλό.
«Σαν φίλος σού μιλάω. Ακουσέ με. Είσαι και ταλαντούχος στο ποδόσφαιρο. Ξέρεις, μικρός έπαιζα κι εγώ μπάλα. Ετσι ερασιτεχνικά. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Θέλω να σε βοηθήσω, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις και συ. Εχω και ανωτέρους, που πρέπει να δίνω λογαριασμό. Ας βοηθήσει ο ένας τον άλλο. Σε καλό θα σου βγει. Είναι κρίμα… κρίμα να πας έτσι χαμένος. Νέο παλικάρι με τόσες προοπτικές. Μια υπογραφή και στο σπίτι σου, στο ποδόσφαιρο, στις χαρές της ζωής. Διαφορετικά, δεν θα σε ξαναδεί η μάνα σου. Κατάλαβες; Τελευταία σου ευκαιρία, ποδοσφαιριστή. Υπογράφεις;» Ούτε καταδέχεται να απαντήσει. «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» «Ναι». «Αγύριστο κεφάλι είσαι. Εχεις καμιά τελευταία επιθυμία;»
Τρία χρόνια είχαν περάσει. Τρία χρόνια αναμονής και βασανιστηρίων. Μέχρι το τέλος όρθιος, μέχρι το τέλος αλύγιστος. Ηταν 13 Ιουλίου του 1945 όταν ο Νίκος Γόδας και άλλοι 10 συναγωνιστές του καταδικάζονται σε θάνατο. Στις σκληρές φυλακές της Κέρκυρας τον έστειλαν. Τρία ολόκληρα χρόνια να τον λυγίσουν. Δεν μπόρεσαν. «Τον άνθρωπο μπορείς αν θες να τον εξοντώσεις, αλλά δεν μπορείς να τον νικήσεις». Τη φράση αυτή του Ερνεστ Χέμινγουεϊ επιβεβαίωνε στην πράξη ο Νίκος Γόδας, ο ήρωας του αλβανικού μετώπου, ο λοχαγός του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων κατά του φασισμού και ο ήρωας των Δεκεμβριανών. Ποιος μπορούσε να νικήσει έναν τέτοιον άνθρωπο; Ηταν αλύγιστος. Τον εξόντωσαν, αλλά δεν τον νίκησαν. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο Νίκος Γόδας συλλαμβάνεται και καταδικάζεται στη δίκη που έμεινε στην ιστορία ως «δίκη του ασύλου της Κοκκινιάς».
Τον κάρφωσε ο ρουφιάνος των Μανιάτικων Πειραιά. Ο καταδότης; Ενα λαμόγιο ήτανε. Ούτε το όνομά του το πραγματικό δεν γνώριζαν. Αυτό που ήξεραν ήταν όμοιο με αυτό σημερινού φασίστα της Χρυσής Αυγής. Ούτε από πού κρατάει η σκούφια του. Στο περιθώριο κυκλοφορούσε και πέρασε στη βιτρίνα στην περίοδο του Μεταξά και κυρίως στην Κατοχή. Ο αρουραίος, έτσι τον είχαν βαφτίσει, από τις ιδιότητες που κουβαλούσε, σύχναζε και στο γήπεδο. Το έπαιζε πάντα εθνικόφρων, πατριώτης και εξυπηρετούσε την αστυνομία.
Ετσι, για το καλό της πατρίδας! Κατά καιρούς πουλούσε και διάφορα λαθραία με την κάλυψη της αστυνομίας. Οποτε δεν του έβγαινε η ανωμαλία, το έριχνε στο μπανιστήρι. Πρωταθλητής στο μάτι ο αρουραίος. Μερικές φορές το παινευόταν. Οπως παινευόταν ότι είναι και κομμουνιστοφάγος. Γονυπετής και οσφυοκάμπτης στην Κατοχή. Αυτό το λαμόγιο κάρφωσε και τον Νίκο.
Μέχρι το ξημέρωμα της αποφράδας μέρας της 19ης Νοεμβρίου του 1948… «Ναι, έχω μια τελευταία επιθυμία», απάντησε στον διοικητή. «Να φορέσω την κόκκινη φανέλα του Ολυμπιακού». Κόκκινος ντυμένος στα κόκκινα. Κομμουνιστής με τη φανέλα του Ολυμπιακού στο εκτελεστικό απόσπασμα, χωρίς ίχνος φόβου. Φεύγοντας από τη φυλακή για τον τόπο εκτέλεσης φωνάζει με δυνατή ψυχωμένη φωνή: «Νικήσαμε – ζήτω οι Ολυμπιονίκες του Σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου».
Αθλητές-αγωνιστές που παρέμειναν αμετακίνητοι στα ιδανικά του αγώνα, χωρίς να λογαριάζουν ούτε την ίδια τους τη ζωή. Χωρίς να λυγίσουν, δεν αποκήρυξαν τις ιδέες τους, βγαίνοντας μπροστά στον αγώνα για το δίκιο και την προκοπή του λαού.
Ταλαντούχος ποδοσφαιριστής. Μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Το 1942 είναι πλέον βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Το 1942 αγωνίζεται δίπλα στον Βάζο, τον Αναματερό, τον Συμεωνίδη, τον Γραμματικόπουλο και σκοράρει για πρώτη φορά ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού σε βάρος του Εθνικού και εν συνεχεία και επί του Απόλλωνα.
Τον Μάιο του 1943 ξεκινά βασικός στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού, στον τελικό του τουρνουά που διοργανώνει ο Δήμος Πειραιά με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είναι πρωταγωνιστής στον τελικό αγώνα του Κυπέλλου Χριστουγέννων, όταν ο Ολυμπιακός κερδίζει τον Παναθηναϊκό με 5-2.
Ο Νίκος Γόδας εκτελέστηκε ως κομμουνιστής στις 19 Νοεμβρίου του 1948 στη νησίδα Λαζαρέτο της Κέρκυρας, φορώντας την εμφάνιση του Ολυμπιακού, την ερυθρόλευκη φανέλα και το λευκό σορτσάκι, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Η όρθια αυτή στάση των κομμουνιστών είναι αυτή που κάνει ακόμα και τους εχθρούς της ιδεολογίας να σκύβουν με σεβασμό το κεφάλι, σε αντίθεση με την αισχρότητα, τη δειλία, τον στρουθοκαμηλισμό και παράλληλα τον τραμπουκισμό των φασιστών.
Μια μικρή ζωή, μια μεγάλη ιστορία. Μόλις 27 χρόνων παλικάρι και ήδη ο πόλεμος, οι κακουχίες και η ανέχεια είχαν σημαδέψει τη ζωή του. Γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί. Με την καταστροφή της Σμύρνης η οικογένειά του φεύγει και φτάνει στη Μυτιλήνη. Από εκεί πηγαίνουν στην Κρήτη όπου για ένα χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο. Δεν έμειναν για πολύ εκεί· μετακόμισαν στο λιμάνι και εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, όπως και η οικογένεια του Σπύρου Κοντούλη, μεγάλου αθλητή επίσης που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
Η οικογένεια Γόδα ξεκίνησε, όπως και οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, και πάλι από την αρχή. «Να σηκωθούμε, να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας και να συνεχίσουμε». Από μικρός στη βιοπάλη, καθώς έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο του Κεραμεικού, το οποίο έφτιαχνε κεραμικά. Το εργοστάσιο ήταν κοντά στο γήπεδο «Καραϊσκάκη» και ο Γόδας έπαιζε εκεί με την ομάδα του εργοστασίου του.
Και η νύχτα πέφτει βαριά στα «Αραπάκια», πρώτο ρεμπετάδικο του Πειραιά, που ίδρυσε η οικογένεια του Νίκου Γόδα. Το σκοτάδι επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα του θανάτου. Ο Νίκος Γόδας δεν είναι πια εκεί. Και στη μέση του καφενέ ο Πειραιώτης αντάρτης, αφού σέρβιρε για τον φίλο του, σηκώνεται αργά από το τραπέζι του και κατευθύνεται στο γραμμόφωνο. «Τι κάνει;» Αναρωτιούνται. «Τέτοιες ώρες δεν συνηθίζεται η μουσική. Απαγορεύεται. Υπάρχει πένθος». Σκέφτονται. Τίποτα.
Ρυθμίζει το γραμμόφωνο σαν να μην ενδιαφέρεται για τους κανόνες. Ξεκινάει. Αρχίζει έναν χορό, έναν βαρύ χορό, κάτι σαν μυστική συνομιλία με τον εαυτό του. Κατάνυξη και θλίψη. Κανείς δεν τον σταματά, κανείς δεν μιλάει. «Πέντε Ελληνες στον Αδη». Τι του ήρθε ξαφνικά με αυτό το βαρύ και θλιβερό ζεϊμπέκικο. Με τις πρώτες νότες του τραγουδιού προχωράει μπροστά αργά και σταθερά. Περιστρέφεται και «καταδύεται» εντός του. Δεν μετακινείται, παραμένει σταθερός και περιστρέφεται.
Παράπονο βγάζει, πολύ παράπονο. Κάτι για τα ανεκπλήρωτα όνειρα, κάτι για τη ζωή που χάλασε, κάτι σαν άδικο. Τα λέει όλα με τον χορό του. Βαρύ ζεϊμπέκικο, θανατερό. Μοναχικός χορός, όταν μόλις αποχαιρέτησε τον σύντροφο του. Απόλυτη σιωπή, κατανυχτική σιωπή. Μιλούν τώρα με τον σκοτεινό θεό των ψυχών σε έναν ατελείωτο εσωτερικό διάλογο.
*Πανεπιστημιακός – συγγραφέας
Πηγή: www.efsyn.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.