Επιστολή στην εφημερίδα Zeit

Με ένα συκοφαντικό και ταυτόχρονα μάλλον γελοίο άρθρο
η γερμανική εφημερίδα Die Zeit επεχείρησε να εμπλέξει τον γράφοντα, τον Μίκη Θεοδωράκη και τους Υπουργούς Εξωτερικών και ‘Αμυνας Κοτζιά και Καμμένο σε ένα “δίκτυο” επιρροής Ρώσων “ιδεολόγων” και “ολιγαρχών”. Στη συνέχεια παραθέτουμε την επιστολή που απευθύναμε προς τον αρχισυντάκτη της
Προς τον αρχισυντάκτη της Die Zeit on Line

κ. Giovanni di Lorenzo

Αγαπητέ κύριε,

Την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου ο ρεπόρτερ σας Ζαχαρίας Ζαχαράκης μου έστειλε ένα εξαιρετικά αγενές, αν όχι προκλητικό και προσβλητικό email, λέγοντάς μου ότι ερευνούσε τις σχέσεις μου με ένα ρώσο διπλωμάτη, αν είμαστε φίλοι, τι είδους φίλοι και αν η φιλία αυτή επηρέασε τα γραπτά μου! Στο τέλος μου έθεσε και ένα τελεσίγραφο να του απαντήσω μέχρι την επόμενη μέρα στις 1!

Την επόμενη μέρα ετοίμαζα πράγματι μια επιστολή προς εσάς, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτού του ατόμου και διερωτώμενος αν οι τρόποι του αντιπροσωπεύουν τα δημοσιογραφικά στάνταρτς, ή ακόμα και τα στάνταρτς απλής ευγένειας της Die Zeit, όταν για δεύτερη φορά εξεπλάγην άσχημα από ένα άρθρο που ο ίδιος και δύο ακόμα δημοσιογράφοι υπέγραψαν και δημοσίευσαν στην Online έκδοση της εφημερίδας σας.

Δεν είμαι αναγνώστης του γερμανικού τύπου αλλά είχα την εντύπωση ότι η Die Zeit ήταν μια σοβαρή γερμανική εφημερίδα που δεν μπέρδευε την (κακής ποιότητας) αστυνομική φιλολογία με την δημοσιογραφία και δεν επιχειρούσε αυτό που ονομάζουμε «δολοφονία χαρακτήρων» (character assassination, rufmord στα γερμανικά). Νόμιζα, πιθανώς λαθεμένα, ότι ήταν μια εφημερίδα που επιθυμούσε να ενημερώνει τους αναγνώστες της, όχι να τους παραπληροφορεί με ψυχροπολεμικά αμαλγάματα, δημιουργημένα με μαζική χρήση διαστρεβλώσεων, κακόβουλων ερμηνειών, ανακριβειών και προσωπικών δεδομένων, αληθινών ή πλαστών. ‘Όλα αυτά με προφανή επιδίωξη την επίθεση κατά της προσφάτως εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης και των υποτιθέμενων σχέσεών της με τη Ρωσία. Και επίσης την «τρομοκράτηση» όποιου υποστηρίζει τον διάλογο και τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία.

Το προφανές και αρκετά «παλαβό» συμπέρασμα από αυτό το άρθρο είναι ότι ένα τμήμα τουλάχιστον των ελληνικών κυβερνητικών κομμάτων δρα τρόπον τινά υπό κάποιο είδος κακόβουλης επιρροής Ρώσων «ιδεολόγων» και «ολιγαρχών». Πιάστηκαν, όπως υποδεικνύει ο τίτλος του άρθρου, σε ένα «δίκτυο Ρώσων ιδεολόγων». ‘Όχι μόνο οι ‘Ελληνες εξέλεξαν δύο κακά κόμματα στην εξουσία, αλλά και σημαντικοί άνθρωποι σε αυτά τα κόμματα φλερτάρουν τώρα, υπό την κακόβουλη επιρροή της Μόσχας, με την εξίσου κακή οντότητα της Ρωσίας του Πούτιν. Χωρίς μάλιστα να έχουν ζητήσει την άδεια των αρχών του Βερολίνου.

Αυτός είναι ένας αρκετά παρανοϊκός τρόπος να βλέπει κάποιος όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και τις διεθνείς της σχέσεις. Είναι γελοίο να παρουσιάζονται όλες οι πολιτικές και οικονομικές τάσεις ως αποτέλεσμα συνομωσιών. Συνωμοσίες όντως υπάρχουν (μερικές φορές μάλιστα οδηγούν και σε κακή δημοσιογραφία). Αλλά, ακόμα κι όταν υπάρχουν, μπορούν να πετύχουν μόνο αν υπάρχει αντικειμενική βάση για την επιτυχία τους.

Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένος, τουλάχιστον σε ότι αφορά εμένα. Οι συγγραφείς του άρθρου υποστηρίζουν ότι είμαι ένα είδος «συνδέσμου» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Μόσχας. Αλλά δεν παρουσιάζουν κανένα ίχνος στοιχείου που να τεκμηριώνει έναν τέτοιο ισχυρισμό.

Να σημειώσω με την ευκαιρία αυτή, ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στις επαφές μεταξύ διαφόρων οντοτήτων και χωρών. ‘Ολοι παγκοσμίως το κάνουν αυτό. Γιατί θα έπρεπε να απαγορευθεί στους ‘Ελληνες και τους Ρώσους; Απλά στην περίπτωση αυτή οι ρεπόρτερ σας κάνουν λάθος. Δεν είμαι ο σύνδεσμος που ψάχνουν. Πρέπει πρώτα να τον βρουν, αν υπάρχει, και μετά να τον κατονομάσουν, όχι το ανάποδο.

‘Οσο για τον ισχυρισμό των ευφάνταστων συγγραφέων σας ότι είμαι ένας «σημαντικός ιδεολόγος» του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να τους ευχαριστήσω για την προαγωγή. Ελπίζω η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να το σημειώσει και να μου προσφέρει μια θέση αντίστοιχη με τη σημασία μου.

Σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί από το τίποτα όλη αυτή η ιστορία, το άρθρο ισχυρίζεται ότι είμαι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας Αυγή, που συνδέεται με τη σειρά της με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αλήθεια ότι αυτή η εφημερίδα δημοσίευσε πιθανώς τρία ή τέσσερα άρθρα μου τα τελευταία δύο χρόνια. Θα συμφωνήσετε ελπίζω ότι δύσκολα με κάνει αυτό «τακτικό συνεργάτη» της.

Και πάλι δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να είναι κανείς τακτικός συνεργάτης της Αυγής. Πρότεινα μάλιστα εδώ και κάποιο καιρό στον διευθυντή της να γίνω. Μου απάντησε ότι θα το ήθελε αλλά δεν το επιτρέπουν τα οικονομικά της εφημερίδας. Πάλι, όμως, οι συγγραφείς σας, με αυτή την κατά τα άλλα ασήμαντη λεπτομέρεια, αποκαλύπτουν άθελά τους τη βιασύνη με την οποία προσπάθησαν να μαζέψουν τις «αποδείξεις» μιας προκατασκευασμένης «κατηγορίας».

Στη συνέχεια το άρθρο συνεχίζει αποδίδοντάς μου έναν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, σε ένα μέιλ που έστειλα σε έναν Ρώσο διπλωμάτη, αναφέρθηκα σε προτάσεις συνεργασίας που έκανε ο κ. Καμμένος στον ΣΥΡΙΖΑ μέσω εμού τον Οκτώβριο του 2014. ‘Όχι μόνο δεν υπάρχει ένα τέτοιο μέιλ, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ο κ. Καμμένος και ο κ. Τσίπρας

βρίσκονται σε στενή απευθείας επαφή από το τέλος του 2011, όταν αμφότεροι αντιτάχθηκαν στο κοινοβούλιο στις συμφωνίες αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και την αντικατάσταση του ελληνικού από το αγγλικό αποικιακό δίκαιο σε θέματα σχετικά με το χρέος. Σύμφωνα με τη δημοσιογραφική μου πληροφόρηση, ήταν έτοιμοι να σχηματίσουν κυβέρνηση ήδη από το 2012, σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε την εξουσία στις εκλογές εκείνης της χρονιάς.

Οι κ.κ. Καμμένος και Τσίπρας ήρθαν σε επαφή και συνεργασία πολύ νωρίτερα από τον χρόνο του υποτιθέμενου μέιλ και δεν χρειάζονταν τη δική μου ή οποιουδήποτε άλλου βοήθεια για να πετύχουν μια τέτοια επιδίωξη. Φοβούμαι ότι οι ρεπόρτερ σας υποφέρουν από ένα είδος παράνοιας, αναζητώντας παντού ύποπτους δεσμούς. Θα τους συμβούλευα να μελετήσουν την ήδη καλά γνωστή και δημοσιευμένη πληροφόρηση. Οι δύο πολιτικοί και τα κόμματά τους ήρθαν κοντά όχι εξαιτίας κάποιας μυστηριώδους «συνωμοσίας» ή με τη βοήθεια δημοσιογράφων που επικοινωνούν με Ρώσους διπλωμάτες, αλλά μάλλον για τον απλό λόγο ότι συμμερίζονται τη θεμελιώδη αντίθεση προς τις πολιτικές που επεβλήθησαν στην Ελλάδα και γιατί χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να έχουν την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία να κυβερνήσουν.

Αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Φαίνεται ότι πήρα και δημοσίευσα μια συνέντευξη με τον Ρώσο γεωπολιτικό Ντούγκιν. Και λοιπόν; Ο κ. Brzezinksi ή ο κ. Fukuyama π.χ. επίσης συζήτησαν δημόσια ή ιδιωτικά με τον κ. Ντούγκιν. Πρόκειται μήπως να ερευνήσετε και τις δικές τους σχέσεις με δίκτυα της Μόσχας; ‘Η αυτό που επιτρέπεται στους πολίτες των ΗΠΑ, δεν επιτρέπεται στους ‘Ελληνες πολίτες;

Εξ όσων γνωρίζω η ανταλλαγή ιδεών με Ρώσους δεν είναι ακόμα στη λίστα των κυρώσεων. Επιπλέον πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να διατηρήσουμε ένα σοβαρό διάλογο με όλο το πολιτικό και «ιδεολογικό» φάσμα της Ρωσίας. Ο διάλογος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην συμφωνία. ‘Ενας τέτοιος διάλογος και η συνεργασία ακόμα με τους Ρώσους, όπου αυτή είναι δυνατή, είναι εξαιρετικά σημαντική όχι μόνο για τους ‘Ελληνες, αλλά επίσης και για τους Γερμανούς και όλους τους Ευρωπαίους. Πιστεύω βαθειά ότι οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, πολιτικοί πρέπει να συζητούν και να συνεργασθούν με τους Ρώσους ομολόγους τους, προκειμένου να αναστρέψουν την εξαιρετικά επικίνδυνη πορεία προς ένα Ψυχρό, αν όχι Θερμό Πόλεμο. Η εναλλακτική στον διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας υπάρχει. Είναι ο Πόλεμος.

Πιστεύω επίσης ότι οι δημοσιογράφοι από τη Δυτική Ευρώπη, τη Ρωσία και την Ουκρανία θα έπρεπε να συνεργαστούν για να αντιστρέψουν το κλίμα υστερίας και μονομερούς (παρα)πληροφόρησης για τα γεγονότα στην Ουκρανία, ώστε να δοθούν στο κοινό τα μέσα να κάνει τις δικές του ισορροπημένες κρίσεις. Αν δεν κάνω λάθος ήταν ο εκδότης της Handelsblatt, που είχε το περασμένο καλοκαίρι το κουράγιο να γράψει ένα άρθρο συγκρίνοντας την ατμόσφαιρα που δημιούργησαν τα γερμανικά μέσα για το ουκρανικό, με την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στη Γερμανία στις αρχές του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ελπίζω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη είναι να επαναλάβει την ιστορία της.

Αλλά υπάρχει επίσης εδώ ένα ζήτημα αρχής. Ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος και ελεύθερος άνθρωπος παίρνω συνεντεύξεις, διατηρώ επαφές, ανταλλάσσω απόψεις με οποιονδήποτε θέλω και θα συνεχίσω να το κάνω. Αυτή είναι η δουλειά μου και η ευχαρίστησή μου. Δεν έχω να απολογηθώ γι’ αυτό ή να ζητήσω την άδεια των δημοσιογράφων σας για να το κάνω. Γερμανικές εφημερίδες όπως η Handelsblatt ζήτησαν και δημοσίευσαν άρθρα μου σε ορισμένες περιπτώσεις, έδωσα συνεντεύξεις σε μέσα από τη Γαλλία, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ κλπ., συνεργάστηκα για πολλά χρόνια με την Deutsche Welle. Είχα πολύ ενδιαφέρουσες αναλυτικές συνομιλίες με τον προηγούμενο Γερμανό Πρέσβη στην Αθήνα για την ελληνική κρίση. Θυμάμαι μια μακρά συζήτηση που είχα μαζί του στο κτίριο της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα τον Φεβρουάριο 2013, στη διάρκεια μιας δεξίωσης. Σε κάποια στιγμή μάλιστα πλησίασε και ο κ. Τσίπρας και αντήλλαξε δύο κουβέντες μαζί μας. Μήπως οι ρεπόρτερ σας πρέπει να επεκτείνουν τις έρευνές τους από τη «ρωσική connection» στην πιθανή «γερμανική επέκταση»;

Υποστηρίζω εδώ και πολύ καιρό, και ποτέ δεν το έκρυψα, την ανάπτυξη μιας ισχυρής ελληνορωσικής εταιρικής σχέσης. Ειρήσθω εν παρόδω το ίδιο πιστεύω και για τις γερμανο-ρωσικές σχέσεις. Νομίζω ότι σχέδια όπως ο αγωγός Nordstream είναι πολύ σημαντικά και δεν καταλαβαίνω γιατί έγιναν τα πάντα για να ακυρωθεί το ανάλογο σχέδιο του Southstream μέσω Βουλγαρίας και Ελλάδας. Διερωτώμαι επίσης αν αυτός που πρώτος άναψε τη φωτιά στην Ουκρανία δεν προσπαθούσε ταυτόχρονα να καταστρέψει τις σχέσεις Βερολίνου και Μόσχας.

Ισχυρές ελληνο-ρωσικές και ισχυρές γερμανο-ρωσικές σχέσεις συνιστούν θεμέλια για έναν εξίσου ισχυρό συνεταιρισμό μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Θεωρώ ότι ένας τέτοιος συνεταιρισμός είναι θεμελιώδους σημασίας για τη σταθερότητα, την ευημερία και την αυτονομία της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία είναι τμήμα της Ευρώπης, έστω και αν ακολούθησε ένα διαφορετικό δρόμο κατά ένα τμήμα της ιστορίας της.

Μπορεί να συμφωνείτε ή να διαφωνείτε με αυτές τις ιδέες. Αλλά είναι απολύτως γελοίο να υπονοεί κάποιος ότι σχηματίστηκαν ως αποτέλεσμα επαφών με Ρώσους διπλωμάτες ή διανοουμένους. Γράφω για τα διεθνή θέματα και την εξωτερική πολιτική εδώ και πολλά χρόνια, τα βιβλία και τα άρθρα μου είναι εύκολα προσβάσιμα (και περιέχουν και κάμποσες κριτικές στη ρωσική πολιτική, όταν θεώρησα ότι έπρεπε να κάνω τέτοια κριτική). Οι ιδέες μου σχηματίστηκαν πολύ πριν ο Πούτιν έρθει στην εξουσία ή γίνει γνωστός ο Ντούγκιν και συναντηθώ μαζί του. Είναι αλήθεια ότι παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον ιδέες που έρχονται από τη Ρωσία και τι λένε οι Ρώσοι. Δεν χρειάζομαι όμως κανένα Ρώσο «ιδεολόγο» για να αποκτήσω άποψη για τις ελληνορωσικές ή ευρωρωσικές σχέσεις. Η πολιτική και οι ιδέες του Charles de Gaulle, του Jacques Chirac, του Dominique de Villepin, των Καγκελαρίων σας Willy Brandt and Helmut Schmidt, των Ελλήνων επαναστατών του 19ου αιώνα, για να αναφέρω μόνο μερικά ονόματα, μου προσφέρουν περισσότερο από επαρκή πηγή έμπνευσης.

Και πάλι σας ξαναρωτώ, ποια είναι η αντιπρόταση; Να ξεκινήσουμε έναν ψυχρό, ή πιθανώς θερμό πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης, κατηγορώντας τη Ρωσία ότι έκανε (αφού προκλήθηκε) ότι κάναμε εμείς στο Κόσοβο; Χρειαζόμαστε ένα Βιετνάμ στην Ουκρανία; Ποιος είναι ο σκοπός κυρώσεων που, όλη η σχετική ιστορική εμπειρία απέδειξε, αποτυγχάνουν στις υποτιθέμενες επιδιώξεις τους, αλλά δηλητηριάζουν τις διεθνείς σχέσεις; ‘Όπως διερωτήθηκε προσφάτως σε ένα άρθρο του ο Serge Halimi, διευθυντής της Le Monde Diplomatique, θα περιμένουμε ξανά, πάνω από μισό αιώνα, όπως έγινε με τους Βορειοαμερικανούς στην Κούβα, για να αναγνωρίσουμε και να διορθώσουμε ένα τέτοιο σφάλμα;

Στο άρθρο σας αναφέρεται επίσης ότι έδωσα μια συνέντευξη στον κ. Ντούγκιν. Ξανά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι παράξενο ή κακό σε αυτό. Μου ζήτησε, του έδωσα. Δίνω συνεντεύξεις σε όποιον μου ζητάει από το εξωτερικό. Το θεωρώ μάλιστα αυτό ηθική μου υποχρέωση, γιατί υπάρχει μια τεράστια ανάγκη να ενημερωθεί σωστά η παγκόσμια κοινή γνώμη για το τι και γιατί συμβαίνει στην Ελλάδα. Η τραγική κατάσταση της σημερινής Ελλάδας δεν οφείλεται, μόνο ή κυρίως, στα αρκετά σοβαρά εσωτερικά της προβλήματα, αλλά επίσης, και κυρίως, στο πρόγραμμα που της επιβλήθηκε το 2010 και το 2011 προκειμένου να τη «σώσει». Η «θεραπεία» στην περίπτωση της Ελλάδας απεδείχθη χειρότερη από την «αρρώστια». ‘Οσο για το ίδιο το πρόγραμμα είναι πλήρες αποικιακών όρων, απαράδεκτων στη σημερινή Ευρώπη.

Πιστεύω ότι πήραμε, οι Ευρωπαίοι, ένα λάθος δρόμο και ένας τέτοιος δρόμος δεν μπορεί παρά να επηρεάσει βαθιά τις ίδιες τις δικές μας δημοκρατίας. Αυτό είδαμε δυστυχώς στη μαζική, υστερική και παραπλανητική καμπάνια εναντίον της Ελλάδας από ένα μεγάλο μέρος των γερμανικών μέσων το 2009-10, ή με τις εξίσου μαζικές παραμορφώσεις της πραγματικότητας με την κάλυψη της ουκρανικής κρίσης από τα ευρωπαϊκά main stream media. Το άρθρο που δημοσιεύσατε προσφέρει άθελά του ένα καλό παράδειγμα του πολύ αληθινού κινδύνου επιστροφής στα χρόνια της Stasi και του Μac Carthy, όταν όλες οι αρχές και η ίδια η έννοια της αλήθειας θυσιάζονταν για τους σκοπούς του Ψυχρού Πολέμου. Απλώς, οι λέξεις «Ρωσία» και «Ρώσοι» αντικατέστησαν τώρα τις λέξεις «κομμουνισμός» και «κομμουνιστές». Κάθε επαφή με τους πρώτους μοιάζει πηγή υποψιών και κατηγοριών.

Βεβαίως μπορεί να σας αρέσει ή να μη σας αρέσει η Ρωσία του Πούτιν ή ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι και σοβαροί, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτά τα φαινόμενα είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτελέσματα των δικών μας, mainstream δυτικών πολιτικών. Θυμάμαι τη Ρωσία το 1990. ‘Ηταν η πιο φιλοδυτική χώρα στον κόσμο. Εφήρμοσαν όλες τις ιδέες του ΔΝΤ – τις ίδιες που επεβλήθησαν στην Ελλάδα τώρα – και καταστράφηκαν οικονομικά και κοινωνικά. Αποδέχθηκαν τη γερμανική επανένωση, διέλυσαν με δική τους πρωτοβουλία την οικονομικο-στρατιωτική συμμαχία τους, ακόμα και την ίδια την ΕΣΣΔ. Ως αποτέλεσμα είδαν το ΝΑΤΟ να προχωράει βαθιά στην πρώην σοβιετική επικράτεια και τις ΗΠΑ να αποκηρύσσουν τη συνθήκη ΑΒΜ και να αυξάνουν δραματικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες.

Τα ίδια και στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε, υποτίθεται για να τη βοηθήσει, έσωσε στην πραγματικότητα τα συμφέροντα των ιδιωτών πιστωτών της, με κόστος την καταστροφή κυριολεκτικά μιας ευρωπαϊκής χώρας, μέλους της ΕΕ. Η Ελλάδα οδηγήθηκε στην ίδια κατάσταση με τη Γερμανία στη δεκαετία του 1930. Είσαστε τότε υπό την εξωτερική πίεση τεραστίων πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η Ελλάδα σήμερα είναι υπό την εξωτερική πίεση ενός τεράστιου και αυξανόμενου χρέους που προφανώς δεν μπορεί να εξυπηρετήσει. Μεταξύ 1930 και 1933, ο καγκελάριος Bruenning εφήρμοσε ακριβώς την ίδια πολιτική που η τρόικα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) εφαρμόζει τώρα στην Ελλάδα.

Το αποτέλεσμα είναι μια πτώση περισσότερο από 25% του ελληνικού ΑΕΠ από το 2010, η ουρανομήκης εκτόξευση της ανεργίας, η καταστροφή των ελληνικών συνταξιοδοτικών ταμείων και του συστήματος υγείας, μια μαζική φυγή εγκεφάλων, χωρίς να μιλήσουμε για το τεράστιο ηθικό, κοινωνικό κόστος που κανείς δεν μπορεί να μετρήσει με αριθμούς, αλλά που είναι πιθανώς η μεγαλύτερη απώλεια αυτών των ετών. Το πρόγραμμα προκάλεσε μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας. Τι πέτυχε με αυτά; Μια αύξηση του χρέους από το 120% στο 180% του ΑΕΠ και την πτώση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας! ‘Όπως συνέβη προηγουμένως με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αυτή η οικονομική και κοινωνική καταστροφή θέτει τις βάσεις για την καταστροφή του παληού πολιτικού συστήματος. Αυτό ακριβώς βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Ελλάδα. Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο βλέπουμε την μεγάλη κρίση του 2008, που προκλήθηκε από τις πολιτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, να μετατρέπεται τελικά σε πολιτική και οικονομική «μάχη» μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών.

Τα μακροχρόνια οικονομικά, πολιτικά και γεωπολιτικά αποτελέσματα της εμμονής στο ελληνικό πρόγραμμα κινδυνεύουν να αποδειχθούν τρομερά για την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ευρώπη. Δεν ξέρω αν η κυβέρνησή σας έχει τη δύναμη να δοκιμάσει να συντρίψει οικονομικά την Ελλάδα. Είμαι όμως σίγουρος ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει, σε μια τέτοια περίπτωση, το τεράστιο πολιτικό fall-out που θα προκύψει. Γι’ αυτό νομίζω ότι οι Γερμανοί θα έπρεπε να δουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ όχι τόσο ως πρόβλημα, όσο ως ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τη μεγάλη διόρθωση που χρειάζεται.

Αν δεν σταματήσουμε τώρα αυτόν τον κολασμένο φαύλο κύκλο, πιστεύω ότι μπορεί να τελειώσει καταστρέφοντας, μεταξύ άλλων, το πολιτικό κεφάλαιο που η ίδια η Γερμανία συγκέντρωσε για πάνω από μισό αιώνα, με τα οικονομικά της επιτεύγματα και με τη συμβολή της στο ευρωπαϊκό σχέδιο, αν όχι το ίδιο το σχέδιο. Κι αν αύριο αυτή ή μια άλλη ελληνική κυβέρνηση αναζητήσει βοήθεια στη Ρωσία, την Κίνα ή οποιονδήποτε άλλο θέλει να βοηθήσει, δεν θα είναι το αποτέλεσμα ορισμένων ατόμων, δρώντων υπό κακόβουλη ρωσική «επιρροή». Θα είναι το αποτέλεσμα της απλής ανάγκης επιβίωσης αυτής της χώρας.

Πρέπει να γυρίσουμε στην κριτική εξέταση των αιτίων αυτών των κρίσεων και των τρόπων αντιμετώπισής τους. Φοβούμαι ότι δεν είναι ψάχνοντας μέιλ ή «ύποπτους» γάμους (!) στη Μόσχα που θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα τεράστια, σχεδόν υπαρξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα η Ευρώπη.

Σας ζητώ να δημοσιεύσετε αυτή την επιστολή και αισθάνομαι, πιστέψτε με, μεγάλη λύπη γιατί είμαι υποχρεωμένος να σας την απευθύνω.

Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος

Αθήνα, 18/2/2015D