18 Αυγούστου 2021
Εκτόξευση του κόστους της Ενέργειας και παραπέρα γιγάντωση της ενεργειακής φτώχειας είναι, πλάι στις υπόλοιπες συνέπειες, το «κόστος» που καλούνται να πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα για να προχωρήσουν τα σχέδια των ενεργειακών ομίλων και για να ανοίξουν τα νέα πεδία της «πράσινης» κερδοφορίας.
Οι νέες μεγάλες αυξήσεις στο ρεύμα έρχονται μάλιστα να προστεθούν στις υπόλοιπες ανατιμήσεις σε είδη λαϊκής κατανάλωσης που «ροκανίζουν» με γρήγορους ρυθμούς το λαϊκό εισόδημα, κι ενώ προ των πυλών είναι το νέο «κύμα» φοροληστείας, ύψους άνω των 25 δισ. ευρώ, που πρέπει να πληρωθούν τους επόμενους έξι μήνες, τα οποία κάνουν «σκόνη» το αφήγημα της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αστικών κομμάτων ότι τα επεκτατικά μέτρα διαχείρισης στο όνομα της πανδημίας δίνουν «ανάσες» στο λαϊκό εισόδημα.
«Ηλεκτροσόκ» στο ρεύμα, εκτίναξη του φυσικού αερίου κατά 73%!
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και πάλι στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκαν λίγες μέρες πριν και αφορούν τον Ιούλη, τα οποία καταγράφουν – μέσα σε ένα χρόνο – αύξηση του κόστους στον δείκτη στέγασης κατά 4%, ως αποτέλεσμα κυρίως της μεγάλης αύξησης των τιμών σε ηλεκτρισμό (0,7%) και της εκτίναξης της τιμής του φυσικού αερίου, όπου οι αυξήσεις αγγίζουν το 73,2%!
Σημειωτέον, τα στοιχεία αυτά, σε συνέχεια και των αντίστοιχων αυξήσεων που παρουσίασε ο δείκτης για τον Ιούνη, δεν αποτυπώνουν τις νέες μεγάλες αυξήσεις που θα δουν τα λαϊκά νοικοκυριά στους λογαριασμούς τους το επόμενο διάστημα, ως αποτέλεσμα των νέων χρεώσεων που ενέκρινε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για την κατηγορία των ρυθμιζόμενων χρεώσεων.
Θυμίζουμε πως από την 1η Αυγούστου σε ισχύ βρίσκονται οι νέες αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος της τάξης του 3% έως 15,6%, και συγκεκριμένα προβλέπονται:
- Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης αυξήσεις κατά 3,3%, με τη χρέωση της Ενέργειας να ανεβαίνει στα 0,56 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,542 ευρώ ανά κιλοβατώρα που ίσχυε για το 2019 και το 2020.
- Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης και δικαιούχους του ΚΟΤ και πολύτεκνους αυξήσεις κατά 3%, με τη χρέωση της Ενέργειας να ανεβαίνει στα 0,62 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,602.
- Για τους λοιπούς πελάτες χαμηλής τάσης, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τον οδικό φωτισμό, κατά 6,5%. Πιο συγκεκριμένα, η χρέωση της Ενέργειας ανεβαίνει στα 0,52 ευρώ ανά κιλοβατώρα έναντι 0,488 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Αποκαλυπτικό, στο μεταξύ, είναι το ότι την ίδια ώρα οι «πελάτες υψηλής τάσης» (ενεργοβόρος και βαριά βιομηχανία) βλέπουν ένα ακόμα αίτημά τους να ικανοποιείται, με τη δική τους χρέωση να μειώνεται κατά 2%, αφού η χρέωση ισχύος καθορίστηκε στα 23.560 ευρώ ανά MW ετησίως έναντι 24.062 ευρώ.
Αυτά ενώ η κυβέρνηση έχει στα σκαριά και νέο μηχανισμό χαρατσώματος που θα διασφαλίζει την εγγυημένη κερδοφορία για τις ΑΠΕ που εντάσσονται στο σύστημα μετά το 2021, μηχανισμός που θα αντικαταστήσει το λεγόμενο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπής Αέριων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ).
Ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να αποσύρονται σταδιακά και ορισμένα ελάχιστα και έκτακτα μέτρα που νομοθετήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, όπως για την επανασύνδεση ρεύματος λόγω απολύσεων και αναστολών εργασίας, για ορισμένες κατηγορίες λαϊκών στρωμάτων στα όρια της εξαθλίωσης, προαναγγέλλοντας έτσι το «ξαναζέσταμα» των εκβιασμών σε λαϊκές οικογένειες και μικρούς επαγγελματίες για την είσπραξη οφειλών, με μαζική αποστολή «ειδοποιητηρίων», αποκοπές ρεύματος και όλα τα υπόλοιπα που αξιοποιούν οι εταιρείες Ενέργειας προκειμένου τα λαϊκά στρώματα, που όλο και περισσότερο αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυξήσεις, να «προσέλθουν στο ταμείο».
Εκτόξευση της ενεργειακής φτώχειας…
Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν τη δραματική κατάσταση στην οποία θα βρεθούν τα λαϊκά στρώματα το επόμενο διάστημα και σε ό,τι αφορά την ενεργειακή φτώχεια, η οποία έτσι κι αλλιώς σπάει κόκαλα, ελέω «απελευθέρωσης» της Ενέργειας που έχουν ακολουθήσει όλες διαδοχικά οι κυβερνήσεις, αποκαλύπτοντας το ψέμα πως τάχα από αυτή θα έβλεπε οφέλη και ο λαός, μεταξύ άλλων με την πτώση των τιμών.
Θυμίζουμε πως σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Φτώχειας στην Ευρώπη (για το 2018), το 22,7% του πληθυσμού της χώρας μας αδυνατούσε να διατηρήσει ζεστό το σπίτι του τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι, ενώ το 35,6% του λαού δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς Ενέργειας.
Ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται και στο αποκαλούμενο «Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ενεργειακής Ενδειας» του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σε αυτό σημειώνεται ότι το 2019 στην Ελλάδα η ενεργειακή φτώχεια αφορά το 22% – 26% του πληθυσμού (ανάλογα με τα ελαστικά κριτήρια μέτρησης που χρησιμοποιούνται και όχι βέβαια με βάση τις σύγχρονες ανάγκες) και ότι 1 εκατομμύριο νοικοκυριά στην Ελλάδα είναι αντιμέτωπα με την ενεργειακή φτώχεια.
Εχει άλλωστε προηγηθεί μια δεκαετία με συνεχείς αυξήσεις για τον λαό ώστε να «προικοδοτηθούν» για τη «νέα, απελευθερωμένη εποχή» η ΔΕΗ, οι ΑΠΕ, οι βιομήχανοι.
Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο που καταγράφεται σε παλιότερη έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία οι αυξήσεις αυτές στα τιμολόγια ρεύματος την περίοδο 2005 – 2016 έφτασαν το 150%!
Πάνω σε αυτά, αλλά και στις αυξήσεις που μεσολάβησαν, όπως αυτές για την υποτιθέμενη «διάσωση» της ΔΕΗ το φθινόπωρο του 2019 ώστε αυτή να «παίξει επί ίσοις όροις» με τον ανταγωνισμό ειδικά σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στην «πράσινη» Ενέργεια, έρχονται τώρα να προστεθούν οι νέες αυξήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ βαδίζει έτσι «επάξια» στα βήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μεταξύ άλλων είχε φροντίσει να πετάξει από το Κοινωνικό Τιμολόγιο πάνω από 120.000 λαϊκά σπίτια, με το πρόσχημα ότι δεν βρίσκονταν στον πάτο της φτώχειας δηλώνοντας «θηριώδη» εισοδήματα, άνω των 9.000 ευρώ.
Ενώ για εκείνους που λένε ότι στόχος πρέπει να είναι η «σύγκλιση» με τα άλλα κράτη της ΕΕ, αποκαλυπτικό είναι το κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Περιφερειών «Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και διατομεακή συνεργασία για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας» (2019), όπου επισημαίνεται ότι «ένας Ευρωπαίος στους δέκα δεν δύναται να θερμάνει ικανοποιητικά την κατοικία του τον χειμώνα, ένας Ευρωπαίος στους πέντε δεν έχει οικονομική δυνατότητα για χρήση κλιματιστικού στην κατοικία του το καλοκαίρι και, επίσης, πάνω από 80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν σε κατοικία με υγρασία και ίχνη μυκήτων, πράγμα που σχετίζεται επίσης με τη δυσκολία επαρκούς θέρμανσης και ψύξης της κατοικίας τους». Οτι περίπου το 11% του πληθυσμού της ΕΕ (54 εκατομμύρια Ευρωπαίοι) πλήττονται από την ενεργειακή φτώχεια.
…ελέω «απελευθέρωσης»
Οι τεράστιες αυτές αυξήσεις δεν έπεσαν βέβαια από τον ουρανό αλλά είναι το «τίμημα» που πληρώνει ο λαός για να προχωρήσει ο ενεργειακός σχεδιασμός που με συνέπεια υπηρετούν όλες διαδοχικά οι κυβερνήσεις, ο σχεδιασμός της ευρωενωσιακής πολιτικής, της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, που αντιμετωπίζοντας την Ενέργεια ως εμπόρευμα και τις επενδύσεις γύρω απ’ αυτή με κριτήριο το κέρδος, οδήγησε με νομοτελειακό τρόπο στη σημερινή κατάσταση. `Η όπως κυνικά το έθεσε τον περασμένο Ιούλη ο υπουργός Ενέργειας: «Η ενεργειακή μετάβαση έχει κόστος», που θα πληρώσουν βέβαια στο ακέραιο τα λαϊκά στρώματα.
Ετσι, την ίδια ώρα κι ενώ η κυβέρνηση έχει ανοίξει τους «κρουνούς» της χρηματοδότησης για τους ενεργειακούς επιχειρηματικούς ομίλους, μέσα από κάθε πιθανή πηγή άντλησης ρευστότητας (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, δανεικά με κρατικές εγγυήσεις κ.λπ.) και έχει διαμορφώσει όλο το θεσμικό πλαίσιο που απαιτούσαν τα μονοπώλια για την υλοποίηση των «πράσινων» επενδύσεών τους (σε ΑΠΕ, φυσικό αέριο, δίκτυα μεταφοράς Ενέργειας κ.ά.), τα λαϊκά νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν τον «λογαριασμό», αποκαλύπτοντας ξανά το ψέμα ότι το «πρασίνισμα» της Ενέργειας και συνολικά της οικονομίας, σε συνδυασμό με την παραπέρα «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας και τη διασυνδεσιμότητα των δικτύων, θα οδηγήσει σε φθηνότερες τιμές ρεύματος για τη λαϊκή οικογένεια.
Θυμίζουμε πως η Ελλάδα από τα τέλη του περασμένου έτους έχει μπει για τα καλά υπό καθεστώς «απελευθερωμένης» αγοράς ηλεκτρισμού, με τις τιμές να «παίζονται» καθημερινά μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας στο χρηματιστήριο που λειτουργεί στο πλαίσιο του «μοντέλου – στόχου» (target model) της ΕΕ, βασικό στόχο της πολιτικής της «απελευθέρωσης» που ακολούθησαν με συνέπεια οι διαδοχικές κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, λέγοντας μάλιστα ότι ο ανταγωνισμός θα έριχνε τάχα τις τιμές.
Τι αποδείχτηκε;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει ο ΑΔΜΗΕ στο μηνιαίο δελτίο μεσοσταθμικής τιμής Ενέργειας, με την έναρξη λειτουργίας του target model οι τιμές εκτινάχτηκαν: Η τιμή προ της έναρξης λειτουργίας κυμαινόταν περί τα 45 ευρώ/Μwh, για να φτάσουμε τον Δεκέμβρη στα 85,72 ευρώ/Mwh και πλέον μέσα στο καλοκαίρι αυτή να ξεπεράσει τα 200 ευρώ!
Οι αυξήσεις αυτές περνάνε αργά ή γρήγορα στα τιμολόγια, φορτώνονται δηλαδή στους καταναλωτές. Οι νόμοι της «απελευθερωμένης» αγοράς και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο διασφαλίζουν ότι οι εταιρείες – πάροχοι θα πουλάνε πάντα με κέρδος, ακόμα κι όταν αγοράζουν το ρεύμα με πολύ υψηλές τιμές χονδρικής.
Την ίδια ώρα, τις τιμές επιβαρύνουν οι εισαγωγές ρεύματος από το εξωτερικό και οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου, η ηλεκτροπαραγωγή από το οποίο – με δεδομένο και ότι οι πανάκριβες ΑΠΕ δεν μπορούν να διασφαλίσουν την ενεργειακή επάρκεια – αντικαθιστά τον «ακριβό» (λόγω των προστίμων και των «πράσινων» φόρων) λιγνίτη, ο οποίος πάντως επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του πρόσφατου μεγάλου καύσωνα προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια του δικτύου, επιβεβαιώνοντας έτσι πως η πολιτική της «απελευθέρωσης» οδηγεί και σε μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας.
Οι εξελίξεις στην Ενέργεια αποκαλύπτουν έτσι τα αδιέξοδα που συνεπάγεται για τον λαό ο ενεργειακός σχεδιασμός με κριτήριο τα κέρδη του κεφαλαίου, τον οποίο μεταξύ άλλων τις μέρες αυτές η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα παρουσιάζουν ως «μονόδρομο» δήθεν για την προστασία του περιβάλλοντος. Για να υπηρετήσει την ευημερία της εργατικής – λαϊκής οικογένειας, ο ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να απαλλαγεί από τους νόμους της αγοράς, τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους, να γίνουν τα μέσα παραγωγής, οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, οι πρώτες ύλες, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής της Ενέργειας κοινωνική ιδιοκτησία.
Πηγή: www.rizospastis.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.