13 Αυγούστου 2021
Ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος και διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων μίλησε για τον σωστό τρόπο αναδάσωσης στις εκτάσεις που έχουν καταστραφεί και για το αν πρέπει ή όχι να επέμβει ο άνθρωπος με αναδασώσεις.
Εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα έχουν γίνει στάχτη από τις πυρκαγιές στη χώρα μας. Πότε μπορεί όμως ο άνθρωπος να επέμβει προχωρώντας σε αναδάσωση και πότε υπάρχει ο κίνδυνος να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή;
Ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος και διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων έδωσε τις απαντήσεις.
Στη συνέντευξη του ξεκίνησε χαρακτηρίζοντας «παράλογο» όταν η φύση μας εξασφαλίζει -στην πλειοψηφία των περιπτώσεων- μια φυσική αναγέννηση, οικολογικά σωστή, ισορροπημένη και κατάλληλη, «να προχωρήσουμε εμείς σε μια βίαιη αναδάσωση ακούγοντας “σειρήνες”, οι οποίες μιλάνε για την εισαγωγή ειδών τα οποία είναι πιο ανθεκτικά στις πυρκαγιές» αντικαθιστώντας δέντρα, όπως το πεύκο.
«Το κόστος θα είναι τεράστιο γιατί και οι εκτάσεις είναι τεράστιες και το τελικό αποτέλεσμα επέχει τον κίνδυνο να έχουμε τεράστιες εκτάσεις με νεκρωμένα δέντρα, πολύ σύντομα» όπως λέει.
Και συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό θα γίνει γιατί τα είδη τα οποία προτείνονται σε πολλές περιπτώσεις (σ.σ. και είναι ανθεκτικά στις πυρκαγιές, όπως δρυς και χαρουπιά), δεν έχουν καμία σχέση με τις οικολογικές δυνατότητες ανάπτυξης που υπάρχουν».
Πότε μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι αναδάσωση;
Σύμφωνα πάντως με τον ειδικό, η αναδάσωση από χέρι ανθρώπου δεν απαγορεύεται.
Μπορούμε πρέπει να κάνουμε να κάνουμε αναδασώσεις, όπως λέει, «εκεί που δεν είναι εξασφαλισμένη η φυσική αναγέννηση ή εκεί που υπάρχουν καλύτερες συνθήκες. Για παράδειγμα σε ένα ρέμα όπου υπάρχει νερό και μπορεί να “σηκώσει” είδη που θέλουν υγρασία όπως πλατάνια και λεύκες».
«Αν δεν το κάνουμε με αυτόν τον τρόπο, φοβάμαι ότι θα γίνουν μεγάλες αναδασώσεις που θα πάνε χαμένες γιατί τα είδη αυτά θα πεθάνουν στον επόμενο καύσωνα» προειδοποιεί ο κ. Ξανθόπουλος.
Με τα είδη που υπάρχουν στα δάση μπορούμε να κάνουμε «εμπλουτισμό», σημειώνει, αλλά «άλλο ο εμπλουτισμός κι άλλο να προσπαθήσουμε να αντικαταστήσουμε τα πευκοδάση της Εύβοιας. Το κόστος είναι τρομακτικό και το αποτέλεσμα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο».
Εάν μιλάμε για είδη τα οποία βγαίνουν στην ίδια ζώνη, ελάχιστα είναι αυτά που μπορούν να υποκαταστήσουν το πεύκο, μας πληροφορεί και προσθέτει πως σε κάποια μέρη μπορούμε να βάλουμε χαρουπιά για παράδειγμα. «Αλλά το πεύκο είναι προσαρμοσμένο και γι’ αυτό βρίσκεται εκεί που βρίσκεται» παρατηρεί.
«Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει μεγαλύτερη ζημιά»
Κατά τον ειδικό, ο ρόλος του ανθρώπου πρέπει να είναι «συμπληρωματικός και όχι να πάει εξ αρχής. Αν μπει ένα συνεργείο να κάνει αναδάσωση σε μια καμένη περιοχή, ουσιαστικά διαταράσσει το έδαφος με τις αρβύλες του, με τα μηχανήματά του και το αποτέλεσμα θα είναι να κάνει μεγαλύτερη ζημιά ως προς τη διάβρωση και ως προς τις πιθανές πλημμύρες. Το κάνουμε βέβαια όταν δεν έχουμε άλλο τρόπο για να έχουμε ξανά βλάστηση».
Συνεχίζοντας, επισημαίνει πως δεν πρέπει να δημιουργήσουμε μια ατελείωτη συνέχεια βλάστησης, δηλαδή «όπου βρούμε κενό, να πάμε να φυτεύσουμε» και εξηγεί τον λόγο:
«Ένας από τους λόγους που οι παλιοί αντιμετώπιζαν τις φωτιές είναι γιατί μέσα στα δάση υπήρχαν διάκενα προερχόμενα είτε από σημεία βραχώδη είτε από αγροτικές καλλιέργειες τα οποία ήταν σημεία που μπορούσαν να σταματήσουν εκεί τις φωτιές. Αν αυτό εμείς το ανατρέψουμε και πάμε να γεμίσουμε τα πάντα, μέσα στην προσπάθειά μας να πρασινίσουμε τον τόπο, θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά στη συνέχεια».
Ο δρ Ξανθόπουλος, καταλήγει λέγοντας πως «πρέπει να ακούγονται οι πραγματικοί ειδικοί που έχουν εφαρμόσει δασική οικολογία και όχι αυτοί, οι οποίοι νομίζουν ότι ξέρουν, γιατί “έχουν διαβάσει κάτι, κάπου”. Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την έννοια του δάσους και της δασικής οικολογίας σε αντίθεση με ένα πάρκο πόλης ή με έναν κήπο».
Πηγή:iskra.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.