Κυπριακό: Η γεωπολιτική συμπύκνωση του “Ελληνικού Προβλήματος”

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου (*)

H Κύπρος είναι από τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία στον κόσμο, με τεράστια και προφανή γεωπολιτική σημασία (όπως και γεωοικονομική, λόγω των υδρογονανθράκων της θαλάσσιας περιοχής της). Βρίσκεται σε απόσταση «αναπνοής» από το Τζεϊχάν, κεντρικό κόμβο μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας (σύμφωνα με τον αμερικανοτουρκικό σχεδιασμό), όπως και από το Ισραήλ, τον Λίβανο, τη Συρία, τη διώρυγα του Σουέζ. Ειδικά από την Κύπρο είναι εφικτή η ηλεκτρονική παρακολούθηση μιας τεράστιας περιοχής, περιλαμβανομένης της Κεντρικής Ασίας, ενώ τεράστια είναι η σημασία των βρετανικών βάσεων για τους πολέμους και τις επεμβάσεις ΗΠΑ και Βρετανίας στη Μέση Ανατολή. Για το Ισραήλ, η Κύπρος είναι ένα είδος στρατηγικής «εφεδρείας». Σε συνδυασμό με την Ελλάδα και ειδικά την Κρήτη, ο ελληνικός χώρος στο σύνολό του (τμήμα του οποίου αποτελεί η Κύπρος, αν τον ορίσουμε με την εθνικότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του) ελέγχει ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου και την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, παρεμβάλλεται μεταξύ «Γαλλογερμανίας» και Μέσης Ανατολής και συνιστά ορμητήριο για τις αποικιακές εξορμήσεις στην τελευταία.

Αυτή η «στρατηγική», «γεωπολιτική» εξίσωση είναι μόνιμη και έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην «κακοδαιμονία» των Ελλήνων, όχι σε αντίθεση, αλλά σε αλληλεπίδραση με τις εσωτερικές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές τάσεις, όπως άλλωστε παγίως συμβαίνει (Η προσπάθεια μηχανικού διαχωρισμού «εσωτερικών» και «εξωτερικών» αιτιών δεν έχει κανένα νόημα στην πραγματικότητα). Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός, έγραφε στην κυβέρνησή του ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Sir Lyons το 1844, η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική, είτε αγγλική, κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική θα είναι αγγλική. ‘Εναν αιώνα αργότερα, ο εκπρόσωπος της Βρετανικής κυβέρνησης δήλωνε, εννοώντας την Κύπρο, ότι ορισμένες κτήσεις δεν θα γίνουν ποτέ ανεξάρτητες. Οι επεμβάσεις Βρετανών και ΗΠΑ στην Ελλάδα ήταν μόνιμο φαινόμενο μετά το 1821 (των ΗΠΑ μετά το 1947), από την ενδεχόμενη συμμετοχή στη δολοφονία του Καποδίστρια έως την Βρετανική επέμβαση στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944, άμεσα υπεύθυνη για την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε. Μετά το 1947, όταν οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν τον έλεγχο της Ελλάδας και ιδρύουν κατ’ ουσίαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος, υπό την υψηλή εποπτεία του Πρέσβη τους Πιουριφόι, οι επεμβάσεις είναι διαρκείς, με κορυφαία την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου το 1965 και την επιβολή της δικτατορίας του 1967 στην Ελλάδα από τη CIA, επεμβάσεις που δεν ερμηνεύονται τόσο από την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας, όσο από την επιθυμία να ελεγχθεί ο ελλαδικός και κυπριακός χώρος, να καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να προωθηθούν οι επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Για τις επεμβάσεις της χώρας του έφτασε στο πρωτοφανές σημείο να ζητήσει συγγνώμη ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Κλίντον.

Στην περίπτωση της Κύπρου, αντιμέτωπο με μια επανάσταση (1955-59) που δεν μπορούσε, πολιτικά και στρατιωτικά, να αντιμετωπίσει, το Λονδίνο (και αργότερα η Ουάσιγκτον του Κίσσινγκερ), χρησιμοποίησε όλο το οπλοστάσιο της γνωστής και από παμπολλες άλλες περιπτώσεις αποικιοκρατικής «πανουργίας» του:

Α) χρησιμοποίησε κάθε είδους αντιθέσεις εντός του ελληνικού χώρου (π.χ. αριστερά-δεξιά, κομμουνιστές- εθνικιστές, Γ. Παπανδρέου-Κ. Καραμανλής κοκ)

Β) χρησιμοποίησε εντατικά τον τουρκοκυπριακό και τουρκικό παράγοντα, προκαλώντας και εκμεταλλευόμενο την δευτερογενή αντίθεση που προκλήθηκε (Τούρκοι ερευνητές έχουν εντοπίσει τον ρόλο του Φόρειν ‘Οφις, ως «εισηγητή» του πογκρόμ των Ελλήνων της Πόλης, αλλά ακόμα και της προβοκάτσιας στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσαλλονίκη που το προκάλεσε)

Γ) χρησιμοποίησε την πλήρη εξάρτηση (π.χ. Ευάγγελος Αβέρωφ) και τις φιλοδοξίες των Ελλήνων πολιτικών (Κωνσταντίνος Καραμανλής), για να αναγκάσει την ηγεσία των εξεγερμένων Κυπρίων να συγκατατεθεί στον ακρωτηριασμό της κυριαρχίας του κράτους, που η ένοπλη επανάστασή τους ανάγκασε το Λονδίνο να παραχωρήσει εν τέλει. Το 1959-1960, υπογράφοντας τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, η κυβέρνηση Καραμανλή διακήρυσε πανηγυρικά ότι έλυσε το κυπριακό ενώ στην πραματικότητα εγκαινίαζε μια νέα, πιο τραγική και αιματηρή φάση τόσο του ίδιου του κυπριακού, όσο και της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν ακούμε τόσα λόγια για την ανάγκη λύσης του κυπριακού.

Απολύτως ιστορικά τεκμηριωμένος, ο αποικιοκρατικός κυνισμός των Βρετανών έναντι του ελληνικού λαού, ενός λαού που έκανε το 1821 τη μεγαλύτερη Επανάσταση μετά τη Γαλλική στην Ευρώπη και που πολέμησε, όσο κανείς άλλος τον Χίτλερ, μπορεί να συγκριθεί μόνο με την υποτέλεια και έλλειψη πατριωτισμού μιας πλειάδας Ελλήνων πολιτικών. Υπήρξε τόσο μεγάλος αυτός ο κυνισμός που έκανε να αγανακτήσουν ακόμα και οι άνθρωποι των Βρετανικών υπηρεσιών – ο Τσώρτσιλ απέσυρε για τον λόγο αυτό τον Μάγιερς από την Ελλάδα της κατοχής και αργότερα «φόρτωσαν» τον πράκτορά τους Πάκαρντ σε ένα αεροπλάνο, εξηγώντας του ότι δεν βρίσκονται στην Κύπρο για να λύνουν, αλλά για να δημιουργούν προβλήματα! Αλλά και η δουλοπρεπής ψυχολογία πολλών Ελλήνων πολιτικών ομοίως εντυπωσίασε αρκετούς ξένους μελετητές των ελληνικών πραγμάτων, όπως αίφνης ο Ζακ Μεϊνώ, συγγραφέας μιας κλασικής μελέτης για τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις.

Οι Βρετανοί έκοψαν στην πραγματικότητα, με τις συμφωνίες του 1960, ένα «φιλέτο» του ελληνικού χώρου, όπως έκαναν π.χ. με το Κουβέιτ (ή όπως έκαναν οι Γάλλοι με τον Λίβανο) και, στη συνέχεια, προικοδότησαν το υποτιθέμενο ανεξάρτητο κράτος, στη δημιουργία του οποίου συγκατατέθηκαν τελικά, με ένα σύνταγμα που ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί (και το οποίο οι επιφανέστεροι δικοί τους νομικοί χαρακτήρισαν ως το χειρότερο στον κόσμο, εκτός ίσως του κενυατικού). Για νάναι μάλιστα βέβαιοι ότι το νέο κράτος θα καταρρεύσει, ενεθάρρυναν οι ίδιοι τον Μακάριο να ζητήσει την αναθεώρησή του, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα πρόσχημα για την εξαπόλυση των διακοινοτικών ταραχών και να χαράξουν για πρώτη φορά την «πράσινη γραμμή». Από το 1970-72, οι (συνειδητοί ή ασυνείδητοι) πράκτορες των αμερικανικών υπηρεσιών επιχειρούν να ανατρέψουν και/ή να εξοντώσουν τον Μακάριο. Το 1974, βρίσκεται επιτέλους ένας «’Ελληνας» αξιωματικός, ο Δημήτριος Ιωαννίδης, να διατάξει την επιχείρηση κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και δολοφονίας του Μακαρίου, που δεν είναι παρά η πρώτη πράξη του δίπρακτου έργου που διηύθυνε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσσινγκερ («ελληνικό» πραξικόπημα-τουρκική εισβολή-δολοφονία Μακαρίου-εγκατάσταση Γλαύκου Κληρίδη).

Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2004, επεχειρήθη στην πραγματικότητα η «ολοκλήρωση» του «ημιτελούς» έργου του 1972-74, με πολύ διαφορετικά μέσα και ιδεολογία, αλλά με το αυτό περιεχόμενο, την κατάλυση δηλαδή του κυπριακού κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλ. της υπάρχουσας και διεθνώς αναγνωρισμένης θεσμικής έκφρασης της κυριαρχίας του κυπριακού λαού στον τόπο του. Δια του σχεδίου Ανάν, που ο κυπριακός λαός απέρριψε πανηγυρικά στο δημοψήφισμα, δεν επιχειρήθηκε να αναγνωριστούν απλώς τα «τετελεσμένα» – επιχειρήθηκε να καταλυθεί το κράτος, δηλ. να επεκταθεί θεσμοποιούμενος ο «μετααποικιακός» έλεγχος των Αγγλοαμερικανών (και τα δικαιώματα της Τουρκίας) σε όλη την Κύπρο. Η ιδεολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο «αντιεθνικισμός» (δηλ. η μη διεκδίκηση από τα θύματα της εισβολής και τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των φυσικών και νομίμων δικαιωμάτων του) και η ανάγκη «λύσης του κυπριακού» (μια φόρμουλα με την οποία μπορούν άνετα να συμφωνήσουν οι πάντες, αφού δεν προσδιορίζεται ποτέ το περιεχόμενό της και ειδικά ποιός και με ποιά μέσα θα κάνει κουμάντο, θα ασκεί νόμιμη εξουσία στο νησί), η ανάγκη προσέγγισης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μιας προσέγγισης όμως όχι στη βάση της δικαιοσύνης, αλλά στη βάση μιας αδικίας που έφερε μέσα της τον σπόρο μελλοντικών συγκρούσεων. Το 1972-74 χρησιμοποιήθηκε ο εθνικισμός, οι βόμβες, οι μητροπολίτες, σήμερα επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί ο (αγγλοασξωνικός!) «διεθνισμός» της αυτοκρατορίας, ακόμα και η αριστερά.

Ας ανοίξουμε στο σημείο αυτό μια παρένθεση. Στα χέρια των Ελλήνων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού του, το νησί συνιστά μείζονος σημασίας ελληνική «θέση» στην Ανατολική Μεσόγειο. Στα χέρια άλλων δυνάμεων, ή μέσω μη βιώσιμων ρυθμίσεων, όπως αυτές που παρολίγον να επιβληθούν με το σχέδιο Ανάν, το νησί και οι κάτοικοί του μπορούν να γίνουν:

– είτε μοχλός ελέγχου, «ομηροποίησης» και «προτεκτοροποίησης» ολόκληρου του ελληνικού χώρου,
– είτε θρυαλλίδα νέου γύρου ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης,

για τον απλούστατο λόγο ότι καμμιά κυβέρνηση της Αθήνας, όσο κι αν το θέλει, δεν θα μπορέσει να αδιαφορήσει για την τύχη των Ελλήνων της Κύπρου. ‘Οπως το διατύπωσε παραστατικά, αν όχι με μια δόση ελάχιστα συγκαλυμμένης απελπισίας ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «δεν μπορούμε να χωρίσουμε από την Κύπρο».

Για την άμυνα της Ελλάδας το νησί έχει κρίσιμη σημασία. Αν Αθήνα και Λευκωσία οργανώσουν την άμυνά του με αποφασιστικότητα, ολοκληρώνει την άμυνα του ελληνικού χώρου απέναντι στις τουρκικές δυνάμεις που παρατάσσονται από τη Θράκη μέχρι την κατεχόμενη σήμερα Κύπρο. Στην αντίθετη περίπτωση, το νησί θα αποτελεί εσαεί αχίλλειο πτέρνα της ελλαδικής άμυνας και μέσο εκβιασμού της Ελλάδας (1).

Σήμερα, η ύπαρξη κράτους στην Κύπρο συνιστά την πιο ζωτική, αναγκαία προϋπόθεση για την ευημερία, ελευθερία, αλλά και την ίδια την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων, όπως και για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματά τους. ‘Αδηλο παραμένει το μέλλον της ΕΕ, ενώ οι πολεμικές εξελίξεις και απειλές σε Μέση Ανατολή και πρώην ΕΣΣΔ και η βαθιά παγκόσμια οικονομική κρίση, έχουν κονιορτοποιήσει τα (ιδιοτελή) ιδεολογήματα της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης» και τις απίστευτες ανοησίες που χρησιμοποιήθηκαν για να «πουληθεί» το σχέδιο Ανάν και η ανισοβαρής ελληνοτουρκική «προσέγγιση», της οποίας υπήρξε προϊόν. ‘Οτι δηλαδή δήθεν οι εθνικοί ανταγωνισμοί, αν όχι τα ίδια τα έθνη ανήκουν σε ένα παρωχημένο παρελθόν ή ότι έχουν ως αιτία μια ιδιόμορφη αντίληψη και ψυχολογία «καθυστερημένων» ανθρώπων και ομάδων. Αν επρόκειτο αύριο να καταργηθούν τα κράτη, διαλυόμενα σε μια ευρωπαϊκή ή παγκόσμια συνομοσπονδία αδελφωμένων λαών, θα μπορούσαμε να κάνουμε κι εμείς το πείραμα. Μόνο που στην Κύπρο, με το σχέδιο Ανάν, δεν κατηργούνταν το κράτος, η κυριαρχία, η εξουσία. Καταργούνταν η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή το ανεξάρτητο, δημοκρατικό κυπριακό κράτος προς ώφελος της εξουσίας και κυριαρχίας τριών ξένων δικαστών διορισμένων από τον Ανάν (δηλαδή τη Βρετανία και τις ΗΠΑ) που θα διόριζαν τους διαδόχους τους! Η «αποστρατιωτικοποιημένη» Κύπρος του Ανάν θα ήταν το πρώτο κράτος στον κόσμο οι κάτοικοι του οποίου θα απαγόρευαν στον εαυτό τους το δικαίωμα και το μέσο της αυτοάμυνας, θα αναγνώριζαν όμως δια της ψήφου τους, το δικαίωμα τριών ξένων στρατών να επεμβαίνουν στον τόπο τους, ενώ θα εγκαθίδρυαν ένα συνταγματικό χάος χωρίς προηγούμενο παγκοσμίως (2). Συνοψίζοντας σε μια φράση την κριτική στο σχέδιο Ανάν, ο συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος δήλωσε ότι μόνο ένας παράφρων θα μπορούσε να το συντάξει.

Η ίδια η εμφάνιση αυτού του σχεδίου, προϊόντος ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης υπό την αιγίδα Λονδίνου και Ουάσιγκτον, και πολύ περισσότερο η αποδοχή του από την πλειοψηφία των ελλαδικών και κυπριακών πολιτικών δυνάμεων, αριστεράς και δεξιάς, είναι η πιο τρανή απόδειξη ότι, δύο σχεδόν αιώνες μετά την Επανάσταση του 1821, δεν κατορθώσαμε να αποκτήσουμε τη στοιχειώδη ανεξαρτησία και κυριαρχία των ευρωπαϊκών κρατών, παρόλο που τη χρειαζόμαστε ίσως περισσότερο από κάθε άλλο κράτος της ηπείρου. Η ελληνική κρατική κουλτούρα παραμένει στην «προνεωτερική» εποχή, για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς την φρασεολογία του «εκσυγχρονισμού», βαθειά βουτηγμένη στην παράδοση ενός έντονου ραγιαδισμού, που ανταγωνίζεται, στον ελληνικό χώρο, ισχυρότατες ανεξαρτησιακές, δημοκρατικές, εξεγερσιακές και επαναστατικές καταβολές (4). Η «στρατηγική» της ελληνικής ελίτ είναι η πολιτική του «καλού παιδιού», συνιστά συνήθως μια σύγχρονη εκδοχή του μεσαιωνικού ευγενούς, που προσήρχετο στον Ηγεμόνα, τον προσκυνούσε και ανέμενε το έλεός του. Επειδή η Κύπρος, όπως και συνολικά ο ελληνικός χώρος έχουν λίαν αυξημένη σημασία για τον σύγχρονο Ηγεμόνα, επειδή ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η Τουρκία και επειδή η τελευταία, παρά τους δεσμούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ, διαθέτει κράτος και ελίτ με εθνική συνείδηση, η τακτική του «καλού παιδιού» οδήγησε παγίως σε καταστροφικά αποτελέσματα, όπως π.χ. οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960, η εισβολή του 1974, ή ο εξαναγκασμός της Ελλάδας σε μια καταστροφική κούρσα εξοπλισμών έκτοτε. Αυτά τα διαπίστωσαν κατά καιρούς και πάμπολλοι ξένοι μελετητές του ελληνικού χώρου, που δεν έχουν το συμφέρον των δικών μας να εξωραϊζουν την πραγματικότητα.

Επειδή βεβαίως αυτά τα προβλήματα παραμένουν και σήμερα ισχυρά, επειδή δεν έχουμε αποκτήσει καλύτερη ελίτ και κρατική κουλτούρα, και γιατί επιπλέον αλληλοτροφοδοτούνται με τη βαθιά, «συστημική» και έκδηλη πλέον κρίση της ελληνικής κοινωνίας (κρίση πολιτικού συστήματος, κρίση κράτους, κρίση κοινωνίας και ιδεολογίας, εξάντληση του «κλεπτοκρατικού» τρόπου συσσώρευσης και αποσύνθεση της χώρας υπό την επιρροή της ιδεολογίας που τροφοδοτεί), ο κίνδυνος για το κυπριακό κράτος παραμένει και σήμερα σοβαρός, ίσως σοβαρότερος και από αυτόν που το απείλησε το 1972». Η βαθύτατη σύγχυση γύρω από τα ίδια τα θεμέλια της κρατικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της ανεξαρτησίας, που αποκαλύφθηκε το 2002-04, παραμένει δυστυχώς ενεργή και συνιστά απειλή εθνικής ασφάλειας για τους ‘Ελληνες πολύ σοβαρότερη της όποιας εξωτερικής απειλής.

‘Ενα κράτος δεν καταλύεται μόνο με τη βία των όπλων, καταλύεται επίσης και δια των διεθνών συμφωνιών που συνομολογεί. Συχνά μάλιστα, οι ιδέες είναι περισσότερο επικίνδυνες από τις σφαίρες και τα τανκς. Στις συνθήκες του 1970, η κατάλυση του κυπριακού κράτους επιχειρήθηκε με την υποδαύλιση του ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού, προκειμένου η σύγκρουσή τους να διαλύσει τη Δημοκρατία. Σήμερα, επιχειρείται με την υποτιθέμενη κατάργηση των εθνικών ταυτοτήτων και έναν «διεθνισμό» που «λύνει» τις εθνικές διαφορές, καθιστώντας όλα τα έθνη υπηκόους της Αυτοκρατορίας και χρησιμοποιεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων για να στερήσει τις πλειοψηφίες από τα δικαιώματά τους! Η παντοειδής επίθεση στο ανεξάρτητο, δημοκρατικό και κυρίαρχο κράτος, η διάλυση του κόσμου, των εθνών και των λαών, σε μια «κοινότητα κοινοτήτων», είναι μια κεντρική ιδεολογική και πολιτική επιδίωξη της Αυτοκρατορίας στις μέρες μας, τις μέρες δηλαδή που ακολούθησαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1989-91 και την παγκόσμια άνοδο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων.

Στην Κύπρο π.χ. ανακαλύφθηκε η λεγόμενη «πολιτική ισότητα» πλειοψηφίας και μειοψηφίας, όπως και διάφορες άλλες πολιτικές «αρχές», made in London, που δεν σκέφτηκε να εφαρμόσει κανένα άλλο από 200 κράτη στον κόσμο (φαίνεται ότι η ελληνική ράτσα -και ιδίως οι ηγέτες της – είναι πολύ εξυπνότερη από τις υπόλοιπες!). Αλλά η πολιτική ξέρει δύο μόνο τρόπους για να καταργεί την αριθμητική, τις πλειοψηφίες και τις μειοψηφίες: τη δικτατορία και τη γενοκτονία. Μια άλλη παγκόσμια πρωτοτυπία, με την οποία μάλιστα συμφωνεί (!!!) η μεγάλη πλειοψηφία των κυπριακών πολιτικών κομμάτων, είναι η απαγόρευση στους Κυπρίους να ασκούν το ιερό δικαίωμα στην αυτοάμυνα και να έχουν στρατό. Η «αποστρατιωτικοποιημένη» Κύπρος, μόνο τέτοιο «κράτος» στον κόσμο αν υπάρξει, θα φιλοξενεί βέβαια ένα σωρό ξένους στρατούς και βάσεις στην πραγματικότητα! Καταντά δύσκολο ακόμα και να σχολιάσει κανείς ευπρεπώς και λογικά το είδος των γελοιοτήτων που οι εκπρόσωποι του ελληνικού και κυπριακού κράτους και οι πολιτικοί ηγέτες Ελλάδας και Κύπρου, όχι μόνο αποδέχονται, αλλά και συχνά προτείνουν οι ίδιοι!

Μετά το δημοψήφισμα του 2004, Λονδίνο και Ουάσιγκτον επεξεργάστηκαν μια στρατηγική «ψυχολογικού πολέμου» που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τον φόβο, την ενοχή και την ιδιοτέλεια, για να παραπλανήσει τον κυπριακό λαό, εγκλωβίζοντάς τον σε μια πορεία στο τέλος της οποίας θα συγκατατεθεί αυτοβούλως σε ένα σχέδιο Ανάν, που ο σχεδιασμός του προβλέπει να φτάσουμε σε ένα δημοψήφισμα τον Σεπτέμβριο του 2009, όπου τα δύο μεγάλα κόμματα της Κύπρου και τα περισσότερα αν όχι όλα τα κόμματα της Ελλάδας θα ταχθούν υπέρ ενός ελαφρά αναθεωρημένου σχεδίου Ανάν, και οι Κύπριοι θα βρεθούν προ του διλήμματος να ξαναπούν όχι, εναντίον όλου του κόσμου και ενός σχεδίου που θα φέρει την υπογραφή Χριστόφια, χωρίς να έχουν εξηγήσει ούτε καν γιατί είπαν όχι την πρώτη φορά, και δρώντες υπό την πίεση εκβιαστικού δήθεν διλήμματος «λύση ή διχοτόμηση». Δεν γνωρίζουμε αν αυτή τη φορά θα τα καταφέρουν, γνωρίζουμε όμως ότι έως τώρα ο σχεδιασμός αυτός που περιγράφεται άλλωστε ανοιχτά στα ντοκουμέντα του International Crisis Group (όπου επίσης επισημαίνεται η ανάγκη αντικατάστασης του Παπαδόπουλου) βαίνει σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.

Ο φόβος είναι ο φόβος της «απομόνωσης» και ο φόβος της Τουρκίας. Η ανάμνηση των ηττών του 1922 και του 1974 και των εξευτελισμών της δεκαετίας του 1950, διατρέχει όλη την ελληνοτουρκική «εξίσωση» και αποτελεί τον άξονα τόσο της τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Αθήνα (όχι γιατί οι Τούρκοι είναι βάρβαροι, αλλά γιατί, πολύ ορθολογικά, είδαν ότι αποδίδει η στρατηγική του εκβιασμού, εξευτελισμού και τρομοκράτησης), όσο και του «φοβικού συνδρόμου» της ελληνικής ελίτ, φόβου που «ορθολογικοποιεί» το συμφέρον της όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται. Η ελληνική ελίτ θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της η καλύτερη δυνατή ενσωμάτωσή της στο δυτικό σύστημα, έστω και με όρους εξευτελιστικούς για τη χώρα και δεν έχει διάθεση να μπει στην «περιπέτεια» μιας σθεναρής υπεράσπισης των ελληνικών εθνικών συμφερόντων που, εκτός από τους κινδύνους μιας αντιπαράθεσης με την ‘Αγκυρα, θα την φέρει, εκτιμά, σε τροχιά σύγκρουσης με τους δυτικούς «προστάτες».

Χωρίς να θέλει κανείς να πάρει αψήφιστα τουτς κινδύνους που συνεπάγεται η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, πρέπει να υπογραμμίσει ότι ο ελληνικός χώρος ποτέ δεν έμοιαζε σε τόσο καλή αντικειμενική κατάσταση για να αντιμετωπίσει εξωτερικές απειλές (το βασικό του πρόβλημα είναι η εσωτερική «συστημική» κρίση κι αυτή θα χρησιμοποιηθεί για να κάμψει την αντίστασή του). Ελλάδα και Κύπρος είναι μέλη ενός ισχυρού κλαμπ όπως η ΕΕ, Ελλάδα και Τουρκία είναι χοντρικά σε κατάσταση «στρατηγικής ισοτιμίας», με μια ενδεχόμενη σύγκρουση να αποτρέπεται από τα ευκόλως προβλεπόμενα αμοιβαία καταστροφικά αποτελέσματα, μια ελληνοτουρκική σύγκρουση θα ήταν καταστροφική για τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, Ελλάδα και Κύπρος είναι οχυρωμένες έναντι νομισματικών επιθέσεων. Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια τεράστια εσωτερική κρίση με τους Κούρδους και έχει θέσει ως στρατηγική της επιδίωξη την ένταξή της στην ΕΕ. Θα ήταν τρέλλα από την πλευρά της οποιαδήποτε περιπέτεια στην Κύπρο ή στο Αιγαίο, την οποία θα επιχειρούσε μόνο αν ήταν βέβαιη ότι η εδώ πλευρά θα την άφηνε να εξελιχθεί χωρίς αντίδραση.

Δυστυχώς βέβαια ο φόβος βρίσκει έρεισμα στην κοινωνική ψυχολογία των Κυπρίων. Στο συλλογικό τους ασυνείδητο είναι εγγεγραμμένη η εμπειρία μακραίωνης επιβίωσης υπό τον κατακτητή. Ο ραγιαδισμός είχε στοιχείο ορθολογισμού, στους αιώνες που ήταν αδύνατη η εθνική διεκδίκηση. Είναι λογικό για μια απειλούμενη και διαρκώς προδιδόμενη από τη «μητέρα πατρίδα» εθνική κοινότητα, όπως οι Ελληνοκύπριοι, να φοβούνται νάρθουν σε «αντιπαράθεση» με τον ισχυρό γείτονά τους και τους δυτικούς «προστάτες» του. Στην πραγματικότητα όμως δεν μπορούν να τους κάνουν πολλά πράγματα. Η Τουρκία και οποιοσδήποτε άλλος δεν μπορεί, όχι μόνο για στρατιωτικούς, πρωτίστως για πολιτικούς λόγους να καταλάβει την ελεύθερη και διεθνώς αναγνωρισμένη Κύπρο, κι αν ακόμα μπορούσε να την καταλάβει, δεν θάχει τι να την κάνει (αυτός ήταν ο λόγος που διέκοψε μόνη της την προέλασή της το 1974).

Ο βασικός κίνδυνος προέρχεται από το ότι σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική ψυχολογία των Κυπρίων αντανακλά, κατά τρόπο ασυνείδητο, συνθήκες του παρελθόντος που έχουν αλλάξει θεμελιωδώς. Στην εποχή της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι εθνικές και θρησκευτικές ομάδες της ελάχιστα σκέφτονταν την ανεξαρτησία τους και η Πύλη γνώριζε ότι δεν αντιμετώπιζε μεγάλη τέτοια απειλή. Η οικονομική δύναμη των ραγιάδων και η ικανότητα του Κύπριου εμπορευόμενου να ξεγελάει τον συναλασσόμενο μαζί του ήταν μεγάλα ατού. Ο έλεγχος του χώρου από την κεντρική εξουσία εξασφαλιζόταν από ένα αλισβερίσι παραχωρήσεων και καλής συμπεριφοράς (ή απειθαρχιών και καταπίεσης). Τώρα, όσο υπάρχει ανεξάρτητο και διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, ο μόνος πολιτικά εφικτός τρόπος για τον έλεγχο του χώρου είναι η κατάλυση αυτού του κράτους. Και πιθανώς δεν φτάνει ούτε καν αυτή, χρειάζεται και η αλλαγή της δημογραφίας. ‘Οσο για την οικονομική δύναμη των Κυπρίων τους παραπλανά – αυξάνει την όρεξη των άλλων να βάλουν χέρι και στο τέλος οι Ελληνοκύπριοι αστοί κινδυνεύουν να διαπιστώσουν ότι η κουτοπονηριά τους (στην οποία εν μέρει οφείλεται η μη σαφής διεκδίκηση αυτού που θέλουν και η παραπομπή σε ατέλειωτα ανατολίτικα παζάρια) θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. ‘Οταν ο οθωμανικός ζυγός ήταν ακλόνητος, η μη διεκδίκηση της ελευθερίας ήταν τρόπος επιβίωσης και αυτό σφράγισε το συλλογικό ασυνείδητο. Μόνο που τώρα, στις σημερινές συνθήκες η μη διεκδίκηση της ελευθερίας, εν προκειμένω της ύπαρξης και κυριαρχίας κυπριακού κράτους, είναι συνταγή για καταστροφή. Η ιδεολογία του ραγιαδισμού είχε έναν ορθολογικό πυρήνα όταν αναπτύχθηκε, είναι σήμερα αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι η ενοχή. Ενοχή γιατί οι Κύπριοι διεκδίκησαν, και μάλιστα ενόπλως, την ελευθερία τους, ενοχή γιατί «κυνήγησαν» τους Τουρκοκυπρίους, γιατί δεν «κάθησαν φρόνιμα», γιατί «έκαναν λάθη» κλπ. Αυτό είναι το νόημα των διαφόρων εκδοχών της «θεωρίας των χαμένων ευκαιριών», της σύγχυσης εθνισμού και εθνικισμού, της απάλειψης κατά το δυνατόν της ανάμνησης της τουρκικής εισβολής και κατοχής και των δραματικών της συνεπειών κ.ο.κ., η παρουσίαση του κυπριακού ως προβλήματος καταπίεσης μιας απειλούμενης μειονότητας, των Τουρκοκυπρίων από την πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων και όχι της πλειονότητας των Ελληνοκυπρίων από τις επεκτατικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Βρετανία, ΗΠΑ, Τουρκία) που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν το ζήτημα της «μεινότητας» για να αρνηθούν στην «πλειονότητα» την άσκηση των δικαιωμάτων της. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι οι Ελληνοκύπριοι φέρουν και φέρουν όντως ευθύνη για τα εθνοτικά προβλήματα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την συνεργασία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την αποικιακή δύναμη, ούτε και το γεγονός ότι η τουρκική εισβολή και κατοχή ξεπέρασε κατά πολύ οτιδήποτε μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμη απάντηση στο πραξικόπημα της χούντας. Η οποία χούντα δεν ήταν άλλωστε στην πραγματικότητα ελληνικό προϊόν, αντίθετα, η δικτατορία επεβλήθη στον ελληνικό λαό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους πράκτορές τους στην Ελλάδα για να γίνει δυνατή η κατάλυση του κυπριακού κράτους. Πάει πολύ να φορτώνουμε στα θύματα, τον ελληνικό λαό, την ευθύνη για αυτό που του κάνανε!

Το τρίτο στοιχείο στο οποίο εδράζεται ο ψυχολογικός πόλεμος είναι η ιδιοτέλεια. Η επικράτηση, σε Ελλάδα και Κύπρου, ενός οικονομικού μοντέλου που στηρίζεται σε διεθνείς παρασιτικές δραστηριότητες, σε κοινοτικά κονδύλια, στην εσωτερική «κλεπτοκρατία», που κάνει την ελληνική ελίτ διεθνώς εκβιάσιμη, σε μια λίγο παραγωγική οικονομική δομή και στην ιδεολογία που αυτή παράγει, μας δίνει ένα χώρο που δύσκολα μπορεί να υπερασπιστεί τα εθνικά του συμφέροντα. ‘Ολοι έχουν τον πειρασμό κάπου να «πουληθούν» και συχνά υποκύπτουν. Η κύρια προσπάθεια της πλειοψηφίας της ελληνικής «ελίτ» δεν συγκεντρώνεται στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων, αλλά στον εξωραϊσμό μιας πολιτικής που τα υπονομεύει!

Δυστυχώς όσα είδαμε μετά το δημοψήφισμα και τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, ήρθαν να επιβεβαιώσουν τον μεγάλο κίνδυνο για την ύπαρξη του κυπριακο΄κράτους και κατ’ επέκταση για τον ελληνικό χώρο στο σύνολό του

– το όχι του 2004 παρέμεινε ορφανό. Κανείς δεν το υπεράσπισε προπαγανδιστικά διεθνώς και εσωτερικά, με έστω και ελάχιστα καταληπτά επιχειρήματα. Η κυπριακή κυβέρνηση κυιρολεκτικά κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου με αποτέλεσμα να χάσει και τις εκλογές
– δεν το υπεράσπισε κανείς και πολιτικά, αφού Ελλάδα και Κύπρος (η δέυτερη υπό την πίεση είναι αλήθεια της πρώτης) συμφώνησαν για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, με την ‘Αγκυρα να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και να διατηρεί στρατό κατοχής! (Κι αυτό παρόλο που και η Κυρία Μέρκελ πριν γίνει Καγκελλάριος και ο Πρωθυπουργός Βιλπέν έθεσαν ζητήματα κατοχής και αναγνώρισης). Αυτό δεν είναι καν διπλωματία κατευνασμού, τύπου Τσάμπερλαιν, είναι διπλωματία του Καραγκιόζη. Ποιός θα πάρει στα σοβαρά ένα κράτος που δεν απαιτεί τη δική του αναγνώριση!
– Υπό την πίεση της λαϊκής βάσης του, το μεγαλύτερο κόμμα της κυπριακής αριστεράς, το ΑΚΕΛ, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να αντιταχθεί στο σχέδιο Ανάν, το 2004. ‘Εκτοτε όμως, τα στελέχη που πρωταγωνίστησαν στο ‘Οχι εκκαθαρίσθηκαν από την κομματική ηγεσία. Η στάση του ΑΚΕΛ το 1931, το 1955 και το 2004, αποδεικνύει, συχνά με την ομολογία των δικών του ντοκουμέντων, πέραν αμφιβολίας, βαθύ πρόβλημα μη κατανόησης του εθνικού φαινομένου, που το οδηγεί σε συχνή ταύτιση στα πράγματα με τις επιδιώξεις του ιμπεριαλισμού (χωρίς αυτό να προδικάζει τη μελλοντική του στάση γιατί, όπως είπαμε, το ΑΚΕΛ είναι και ένα λαϊκό κόμμα). Το ΑΚΕΛ και ο Χριστόφιας, που αγωνίζονται, είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, να διατηρήσουν ζωντανή την εντύπωση ότι διαθέτουν ακόμα μια αίσθηση ιστορικής αποστολής, βρίσκονται υπό την ισχυρή πίεση των Αγγλοαμερικανών να «δώσουνι» το κράτος με αντάλλαγμα τη διακυβέρνηση του χώρου, βαφτίζοντας το όλο «λύση του κυπριακού για να αποφευχθεί η διχοτόμηση». Με άλλα λόγια, το ΑΚΕΛ καλείται να κάνει αυτό που έκαναν οι σύντροφοί του της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989, να «δώσουν» δηλαδή τα κράτη τους σε αντάλλαγμα της δυτικής εύνοιας. Το αστείο, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, είναι ότι η Κύπρος είναι τόσο καθυστερημένη κοινωνία και κράτος που το παγκόσμιο κύμα του 1989 έφτασε στο νησί όταν ο υπόλοιπος κόσμος αρχίζει και αμφισβητεί πια σοβαρά την αμερικανική ηγεμονία!
– Οι συνομιλίες που διεξάγονται εν κρυπτω και εν παραβύστω, λες και αφορούν τις προσωπικές σχέσεις του «ζευγαριού» Χριστόφιας-Ταλάτ και όχι το σύνταγμα ενός υποτίθεται ενιαίου κράτους, ήδη απειλούν την ίδια την ύπαρξη του κυπριακού κράτους και παραβιάζουν την εντολή του κυπριακού λαού το 2004. ‘Ηδη προτού αρχίσουν, ο κ. Χριστόφιας αναγνώρισε αυτοβούλως και χωρίς αντάλλαγμα τις «υποχρεώσεις» για την Κύπρο από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (!), περιλαμβανομένου του δικαιώματος εγκατάστασης βρετανικών στρατιωτικών βάσεων (έδωσε δηλ. μόνος του το σημαντικότερο διπαραγματευτικό «χαρτί» που είχε), κατεδάφισε το πιο ορατό σύμβολο της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής, το οδόφραγμα της Λήδρας, χωρίς ικανοποίηση των ελληνικών όρων, διόρισε τους αρχιτέκτονες του σχεδίου Ανάν επικεφαλής της διαπραγμάτευσης, ενώ αποδέχθηκε την πρωτοφανή πρόβλεψη υποχρεωτικής εκ περιτροπής πρεδρίας του κράτους από ‘Ελληνα και Τούρκο Πρόεδρο (!).

Πίσω από την κινητικότητα για «λύση του κυπριακού» βρίσκεται πρωτίστως η επιδίωξη της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου να αφαιρέσουν το κυπριακό από την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας (βάζοντας ταυτόχρονα την Τουρκία από το παράθυρο στην ‘Ενωση, ήδη από τώρα, αλλά και εξασφαλίζοντας έναν ελεγχο της ίδιας της Κύπρου που δεν διέθεταν ποτέ μέχρι τώρα). Πρόκειται για μια επιδίωξη καταστροφική για τα ελληνικά εθνικά και για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, που υποστηρίζουν Αθήνα και Λευκωσία, είτε γιατί θέλουν να κερδίσουν την εύνοια της Ουάσιγκτον, είτε γιατί φοβούνται να τα βάλουν μαζί της. Τουλάχιστο όμως θα έπρεπε να ανταλλάξουν μια τέτοια υποστήριξη με πολύ μεγάλες παραχωρήσεις της ‘Αγκυρας, με μια αξιοπρεπή και κυρίως σταθερή και βιώσιμη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. ‘Οσο δεν το κάνουν, όχι μόνο αφήνουν αναξιοποίητη μια τεράστια, ιστορική ευκαιρία, την πρώτη που παρουσιάστηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια, αλλά και οργανώνουν στην πραγματικότητα έναν νέο ελληνοτουρκικό «γύρο», σε Κύπρο, Θράκη και Αιγαίο, από πολύ χειρότερες μάλιστα θέσεις.

Αλλά θα χρειαζόμαστε για να το κάνουμε ηγεσίες επιπέδου από Βενιζέλο και πάνω! Που να τις βρούμε? Ποιά κοινωνία να τις παράγει? ‘Ετσι όπως διεξάγονται, οι συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ αποσκοπούν στην επαναφορά του σχεδίου Ανάν, στην κατάλυση δηλαδή του κυπριακού κράτους και τον εξωραϊσμό μιας τέτοιας λύσης με διάφορα φραστικά τερατουργήματα. Απορεί κανείς γιατί πραγματικά πολλοί Ελληνοκύπριοι ηγέτες προτιμούν μια τέτοια λύση, που συνδυάζει διχοτόμηση και κατάλυση του κυπριακού κράτους, από μια επώδυνη μεν, αλλά όντως λύση, που θάταν η αναγνώριση των κατεχομένων έναντι πολύ μεγάλων εδαφικών ανταλλαγμάτων και άλλων παραχωρήσεων. Ο γράφων δεν την υποστηρίζει μια τέτοια λύση, στο μέτρο όμως που ούτε οι ελληνικές ηγεσίες, ούτε η κοινωνία Κύπρου και Ελλάδας δείχνουν διατεθειμένες να υπερασπισθούν τα πιο ζωτικά εθνικά τους συμφέροντα, τότε καλύτερα θα ήταν να βρουν το θάρρος να προτείνουν μια τέτοια λύση, παίρνοντας μεγάλα ανταλλάγματα, μια λύση που θα άφηνε τουλάχιστο τους Ελληνοκύπριους υπό κρατική προστασία, αντί να συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στο εξωραϊσμό μιας καταστροφικής λύσης. Στο κάτω-κάτω, αν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θέλουν μετά να ανασυστήσουν μια μορφή θεσμικής οντότητας, ελεύθεροι είναι να το κάνουν. Ούτε κι αυτό όμως δεν φαινόμαστε ικανοί να κάνουμε.

Καράκας, Βενεζουέλα, Οκτώβριος 2008

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(*) Το κείμενο αυτό είναι η συμβολή του συγγραφέα στον συλλογικό τόμο “Κύπρος, Γεωπολιτικές εξελίξεις στον 210 αιώνα”, επιμ. Β. Χωραφάς-Λ. Ριζάς, εκδ. Monthly Review, Αθήνα 2009

(1) Εκτός αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν υτάρχει τουρκική απειλή, κάτι που θα θέλαμε πολύ, δυσκολευόμαστε όμως να εκλάβουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Οι τουρκικές δυνάμεις στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο μάλλον δεν παρατάσσονται για … τουριστικούς λόγους. Να μην είμαστε εθνικιστές (με τη «νοσηρή» τουλάχιστο έννοια του όρου) ή σωβινιστές, να επιδιώκουμε λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών και ειρήνη, αλλά δεν προωθούμε τέτοιες επιδιώξεις εξωραϊζοντας την πραγματικότητα ή ξεχάνώντας ότι η Τουρκία απειλεί επισήμως με πόλεμο την Ελλάδα και έχει καταλάβει στρατιωτικά τη μισή Κύπρο, εκδιώκοντας 200000 ‘Ελληνες, δια πυρός και σιδήρου, από τα σπίτια τους. Αν οι ‘Ελληνες πολιτικοί πιστεύουν ότι η τουρκική απειλή είναι «εθνικιστικός μύθος» πρέπει να εξηγήσουν γιατί ξοδεύουν τον μισό προιϋπολογισμό σε εξοπλισμούς. Αν όχι, πρέπει να πάρουν σοβαρότερα την άμυνα της χώρας.

(2) Για μια κριτική του σχεδίου Ανάν, βλ. π.χ. Μίκη Θεοδωράκη, Γιατί ξαναλέμε ‘Οχι στο Σχέδιο Ανάν, Κυριακάτικη Καθημερινή, 3.5.2004, Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, Η Αρπαγή της Κύπρου, Λιβάνης, Αθήνα 2004 ή Η Κύπρος σε Παγίδα, Λιβάνης, Αθήνα 2008

(3) Ο ελληνικός λαός πραγματοποίησε στο διάστημα των τελευταίων δύο αιώνων τρεις μεγάλες επαναστάσεις, εθνικές αλλά και κοινωνικές, με παγκόσμια σημασία και ακτινοβολία. Η επανάσταση του 1821 υπήρξε η δεύτερη μεγάλη επανάσταση στην Ευρώπη μετά τη γαλλική, αστραπή στη σκοτεινή νύχτα της Ιεράς Συμμαχίας. Η αντίσταση του ελληνικού λαού στον Χίτλερ (1941-44) υπήρξε η σπουδαιότερη στην Ευρώπη, αναλογικά με το μέγεθος της χώρας. Η επανάσταση της ΕΟΚΑ (1955-59) εναντίον της βρετανικής κατοχής υπήρξε μια από τις πρώτες που συγκλόνισαν την αποικιοκρατία (ακόμα παραμένει ζωντανή η ανάμνηση του Μακάριου και του Λυσσαρίδη στην Ασία και την Αφρική). Οι επαναστάσεις αυτές παρέμειναν όμως ανολοκλήρωτες και «προδόθηκαν» από την άρχουσα «ελίτ» Ελλάδας και Κύπρου, που συχνά έθεσε τους δεσμούς της με το δυτικό σύστημα, όπως η ίδια τους αντιλαμβανόταν (με όρους δηλ. υποτελούς του Μεσαίωνα και όχι ευρωπαίου ηγέτη), υπεράνω και των πιο ζωτικών εθνικών συμφερόντων του λαού της. Το αποτέλεσμα ήταν μια (ουσιαστικά) υποθηκευμένη ανεξαρτησία της Ελλάδας και μια (και τυπικά) υποθηκευμένη ανεξαρτησία της Κύπρου.

Το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος ήταν το αποτέλεσμα της βρετανικής (1944) και αμερικανικής επέμβασης (1947) και του εμφυλίου πολέμου. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε, σε τελική ανάλυση, παρά να κάνει αυτό που του ζητούσε το Λονδίνο, δηλ. να ματαιώσει ουσιαστικά την άσκηση του δικαιώματος των Κυπρίων στην αυτοδιάθεση, που, πολύ φυσικά και δίκαια, την ονειρεύονταν ως ένωση με την Ελλάδα. Αβέρωφ και Καραμανλής αναγνώρισαν στην Τουρκία δικαίωμα επί της Κύπρου και επέβαλαν στην ηγεσία των εξεγερθέντων τις αποικιακές συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, στην ανεφάρμοστη δομή των οποίων εμπεριείχετο το σπέρμα, η δυνατότητα της κυπριακής τραγωδίας που ακολούθησε, συμπαρασύροντας και την Ελλάδα στη δίνη μισού αιώνα αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Στο κυπριακό αποκρυσταλλώθηκε η μισο-χρεωκοπία του σχεδίου της ελληνικής ανεξαρτησίας, στην εξωτερική και στην εσωτερική του διάσταση.