Βηματισμός σε ναρκοπέδιο – Ελλάδα και ένταξη Τουρκίας

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο γείτονες που όλο τσακωνόντουσαν. Μετά, ανακάλυψαν ότι μπορούν να γίνουν φίλοι. Η Αθήνα θα βοηθούσε την ‘Αγκυρα να γίνει μέλος της Ευρώπης, που θα της μάθαινε καλούς τρόπους κι αυτή θα μάθαινε με ευχαρίστηση πως φέρονται οι πολιτισμένοι. Οι καλοί ευρωπαϊστές, εκσυγχρονιστές, ισλαμιστές θα στρίμωχναν τους κακούς πασάδες. Θα ζούσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα».

‘Ετσι έλεγε το ευχάριστο «παραμύθι» του «παπού», που επαναλαμβάνεται διαδοχικά στους ‘Ελληνες εδώ και αρκετά χρόνια. Οι ισλαμιστές όντως «στρίμωξαν», με τη βοήθεια και της ευρωπαίκής υπόσχεσης, τους κεμαλιστές στρατιωτικούς. ‘Οσο για μας, τα «εγγόνια» που άκουγαν το ευχάριστο παραμύθι, μπορούμε να κρίνουμε τη θεωρία από τα αποτελέσματά της (η πραγματικότητα είναι πεισματάρικη, κι αυτή κρίνει τελικά και κάθε θεωρία). Ο μέσος ‘Ελληνας μπορεί άνετα να βγάλει σήμερα τα συμπεράσματά του δια «γυμνού οφθαλμού». ‘Οσοι έπιναν προχθές τον καφέ τους στην Κάλυμνο είδαν με τα ματάκια τους την τουρκική ακταιωρό, υπερηφάνως φέρουσα την ημισέληνο και με τον οπλισμό της προτεταμένο να κατευθύνεται ολοταχώς προς το … λιμάνι του νησιού! Οι κάτοικοι του Αγαθονησίου παρακολούθησαν ζωντανό θέαμα αερομαχίας και οι γείτονές τους στην Ικαρία είδαν τα τουρκικά μαχητικά να γυρνάνε στη βάση τους μετά από ασκήσεις βομβαρδισμού και αποστολές φωτογράφισης του μικρού νησιού. Σπανίως γεγονότα είναι τόσο εύγλωττα, που να καθιστούν περίπου περιττό τον σχολιασμό τους.

Τα τελευταία επεισόδια του αιγαιακού «σήριαλ» ήταν η τουρκική απάντηση στις «διαμαρτυρίες» της Κυρίας Μπακογιάννη για τουρκικές υπερπτήσεις στο δείπνο των Ευρωπαίων Υπουργών στις Βρυξέλλες την περασμένη Δευτέρα. «Διαμαρτυρίες» που δεν φάνηκαν να συγκινούν ή να ανησυχούν ιδιαίτερα τους ομολόγους της (ή τον ευρωπαϊκό τύπο), όπως άλλωστε, εκ του αποτελέσματος προκύπτει, δεν συγκίνησαν και δεν ανησύχησαν την ‘Αγκυρα. Το αντίθετο συνέβη, η υποτονικότητα των αντιδράσεων της Αθήνας, σε συνδυασμό με την ανόητη δημόσια φιλολογία μιας τρομοκρατημένης πολιτικής ελίτ, για τον φόβο «θερμού επεισοδίου» αλά ‘Ιμια, ερμηνεύθηκε (ορθώς) στην ‘Αγκυρα ως σημάδι ότι μπορεί να κλιμακώσει τις προκλήσεις χωρίς συνέπειες. Οι τουρκικές προκλήσεις χρησιμεύουν προφανώς ως εγγραφή υποθήκης και αξιώσεων, χρησιμεύουν όμως επίσης ως απειλή, σε Αθήνα και Λευκωσία, να μην τολμήσουν να σταματήσουν την τουρκική πορεία προς την Ευρώπη.

Με τον τρόπο που αντιδρά η ελληνική πολιτική ελίτ, υπογραμμίζουν πεπειραμένοι διπλωμάτες, μεταφέρει τον ψυχολογικό πόλεμο που της κάνει η ‘Αγκυρα, με το σιγοντάρισμα της Ουάσιγκτον, στο εσωτερικό της χώρας. Θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα, υποστηρίζουν κατ’ιδίαν στελέχη και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, εσχάτως δε και της αριστεράς (σχετική δήλωση έκανε προ ημερών ο κ. Αλαβάνος), αν οι κ.κ. Καραμανλής και Παπανδρέου έστελναν το μόνο απλό και σαφές μήνυμα στην Τουρκία: εφόσον απειλείτε την εδαφική μας ακεραιότητα, δεν πρόκειται να ανοίξει ούτε μισό κεφάλαιο διαπραγμάτευσης από δω και πέρα. Επειδή δεν το λένε αυτό, και επειδή Τουρκία και ΗΠΑ το γνωρίζουν, οι προκλήσεις θα κλιμακώνονται αναπόφευκτα, υποστηρίζουν οι ίδιοι παρατηρητές.

Η αμερικανική διπλωματία έρχεται μετά, ως «έντιμος διαμεσολαβητής», να «λύσει» το πρόβλημα, πότε επιβάλλοντας Τούρκο πτέραρχο στη Λάρισα, πότε προτείνοντας ΜΟΕ στο Αιγαίο που συνεπάγονται ελληνικές παραχωρήσεις, πότε συστήνοντας διάλογο για το αν είναι ελληνικά το Φαρμακονήσι και οι Φούρνοι και πότε καλώντας την Κύπρο και την Ελλάδα, όπως ο κ. Μπράιζα, να μην εντείνουν το αίσθημα «ασφυξίας» της Τουρκίας. Στο αυτί δε, οι Αμερικανοί λένε στους ‘Ελληνες πολιτικούς ότι «φοβούνται» θερμό επεισόδιο!

Η κοινή λογική λέει, υποστηρίζουν στρατιωτικές πηγές, ότι ένα τέτοιο θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να γίνει γιατί θα μπορούσε να αποβεί ήταν καταστροφικό για μείζονες επιδιώξεις της αμερικανικής και τουρκικής πολιτικής. Επειδή όμως η Ελλάδα έχει πάρει εδώ και καιρό διαζύγιο με την κοινή λογική, οι πολιτικοί μας, για να αποφύγουν τα «νέα ‘Ιμια» κάνουν δύο πράγματα. Αφενός περιορίζουν τις όποιες αντιδράσεις τους στο ελάχιστο όριο που κρίνουν αναγκαίο για να μην τους πάρει με τις πέτρες η ελληνική κοινή γνώμη, της οποίας τις αντιδράσεις μάλλον υποτιμούν. Και, δεύτερο, πολλαπλασιάζουν τις παραχωρήσεις χωρίς αντάλλαγμα προς τις ΗΠΑ.

Στις παραχωρήσεις συγκαταλέγονται νέα διεύρυνση της Σούδας, αλλά και παραχώρηση κάθε είδους προσωπικών δεδομένων Ελλήνων πολιτών στη CIA. Η Αμερική θα δεήσει, με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζουν, να μη ζητάει βίζα για τους ‘Ελληνες υπηκόους που ταξιδεύουν εκεί και, μάλιστα, ο ίδιος οι Πρωθυπουργός σκέφτεται να ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον για να υπογράψει τη σχετική συμφωνία, λένε καλά πληροφορημένες πηγές (παρόλο που και η δική του πείρα θα έπρεπε να τον έχει πείσει ότι οι ψηφοφόροι του θα εκτιμούσαν πολύ περισσότερο μια συνάντηση με τον Πούτιν στη Μόσχα). Η Ουάσιγκτον βέβαια παίρνει ήδη, δια των συμφωνιών ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων που έσπευσε να συνομολογήσει η κυβέρνηση, μια πολύ σπουδαιότερη «βίζα» για να επηρεάζει τη δημόσια ζωή της Ελλάδας, συγκεντρώνοντας ακόμα περισσότερα στοιχεία για τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς, τους δημοσιογράφους, τους πανεπιστημιακούς και τους επιχειρηματίες της.

Η πολιτική ελίτ της χώρας υποστήριζε στο παρελθόν ότι είναι υποχρεωμένη να στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, όχι γιατί αυτό επιθυμούν οι ΗΠΑ, αλλά γιατί θεωρεί ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την ειρήνη. Σήμερα, επισήμως εξακολουθεί η κυβέρνηση να λέει «πλήρης ένταξη, πλήρης συμμόρφωση», διερωτάται όμως κανείς ποιός θα «συμμορφωθεί» στο τέλος: η Τουρκία ή η Ελλάδα και η Κύπρος; Κατ’ ιδίαν διολισθαίνει σταδιακά στην άποψη «δεν μπορούμε να διακόψουμε την ενταξιακή πορεία γιατί αυτό θα μας βλάψει περισσότερο» και αύριο ετοιμάζεται να μας πει «δεν μπορούμε να διακόψουμε γιατί θα μας κάνει πόλεμο». Υπό παρόμοιες συνθήκες όμως, κινδυνεύει η κρίση της Τουρκίας από την ΕΕ τον Δεκέμβρη να μετατραπεί σε κρίση της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η κυβέρνηση σχεδιάζει (ή έχει πείσει τον εαυτό της) να θέσει τα μεγάλα, βαριά ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στο κεφάλαιο για την ΚΕΠΠΑ της ενταξιακής διαπραγμάτευσης, ενώ πήρε μια σημαντική θετική πρωτοβουλία με τις περιπολίες της Frontex στο Αιγαίο. Αλλά όσο χρήσιμες μπορούν να είναι οι ευρωπαϊκές τεχνοκρατικές διαδικασίες, ή η Frontex, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πολιτική και να αντιμετωπίσουν βαριά, μεγάλα πολιτικά ζητήματα όπως την απειλή πολέμου και τις εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας, την μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη στρατιωτική κατοχή εδάφους της. ‘Οταν ο άλλος απειλεί να σε σκοτώσει δεν κάνεις μια απλή διαμαρτυρία στον … συνήγορο του πολίτη, γιατί τότε δεν σε παίρνει κανένας στα σοβαρά.

Το εξωφρενικό αποτέλεσμα είναι ότι Αθήνα και Λευκωσία δεν έχουν κανένα σύμμαχο στην Ευρώπη. Ούτε μεταξύ όσων προωθούν (με φανατική ελληνική υποστήριξη) την τουρκική ένταξη. Ούτε και μεταξύ όσων αντιτίθενται σε αυτήν και δοκίμασαν να υποστηρίξουν τις ελληνικές αιτιάσεις για να την μπλοκάρουν (το έπραξε ο κ. Βιλπέν ζητώντας αναγνώριση της Κύπρου προ της έναρξης διαπραγματεύσεων, η κ. Μέρκελ καταδικάζοντας την τουρκική κατοχή, προσπάθησε ο κ. Σαρκοζί, για να συναντήσουν απροθυμία Αθήνας-Λευκωσίας!)

Η τουρκική ενταξιακή πορεία, που θα μπορούσε να είναι, τουλάχιστο θεωρητικά, μοχλός πίεσης επί της ‘Αγκυρας, μετετράπη σταδιακά σε μοχλό πίεσης στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Οι πρόσφατες δηλώσεις Μπιλντ και Φερχόιγκεν, με τις οποίες απέδωσαν στους ‘Ελληνες την ευθύνη για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, ακόμη και τη λεηλασία της πολιτιστικής της κληρονομιάς, προκάλεσαν μόνο ψελίσματα από Αθήνα-Λευκωσία. Αντανακλούν τη δεινή πολιτικο-διπλωματική κατάσταση στην οποία περιήλθαν Ελλάδα-Κύπρος. Προειδοποιούν για το τι θα συμβεί αν οι δύο χώρες εξακολουθήσουν να μην υπερασπίζονται διεθνώς τον εαυτό τους, πολιτικά, επικοινωνιακά, διπλωματικά. Είτε θα οδηγηθούν σε μείζονες εθνικές παραχωρήσεις ως προς την ύπαρξη κυπριακού κράτους και το καθεστώς του Αιγαίου, είτε θα βρεθούν κατηγορούμενες για «εθνικισμό» έναντι της Τουρκίας.