Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Μια έκπληξη περίμενε τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτη Λαφαζάνη σε πρόσφατη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Μια συμμαχία «δεξιών ανανεωτών» και «αριστεριστών αντιεθνικιστών» του προσήψε τις θέσεις που πήρε στη Βουλή και τον κατηγόρησε ότι δεν θέλει την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση. Αφορμή δύο ερωτήσεις που υπέβαλε στον Πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών, ρωτώντας τον γιατί η ‘Αγκυρα συνεχίζει ενταξιακές διαπραγματεύσεις χωρίς να συμμορφώνεται με τα πλεόν στοιχειώδη προαπαιτούμενα, όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εφαρμογή του τελωνειακού πρωτοκόλλου. Αλλά δεν ήταν μόνο οι δύο ερωτήσεις που είχαν ενοχλήσει. ‘Ηταν επίσης η παρουσία του κ. Λαφαζάνη σε δημόσια συζήτηση με τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Γιώργο Λιλλήκα και διάφορες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα. Για το ΑΚΕΛ, που δεν ξέχασε ποτέ τη σταλινο-μπρεζνιεφική οργανωτική νοοτροπία, ο Λιλλήκας είναι «αποστάτης» και ο κ. Χριστόφιας του έχει υποσχεθεί ότι ο «λαός του ΑΚΕΛ» θα περάσει από πάνω του σαν «οδοστρωτήρας». Μιλώντας στην εν λόγω συζήτηση, ο κ. Λαφαζάνης υπογράμμισε ότι η διεύρυνση της ΕΕ παρακολουθεί ουσιαστικά τον ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό και εξελίσσεται, με τους όρους που γίνεται, σε κοινωνική καταστροφή, ενώ ετάχθη υπέρ του «παγώματος» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων υπό τις παρούσες συνθήκες.
Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα ο κ. Λαφαζάνης απάντησε κάπως ειρωνικά στους επικριτές του. Κυττάξτε, τους είπε περίπου, η συζήτηση για το αν η Τουρκία πρέπει να μπει ή να μη μπει στην ΕΕ είναι για σοβαρές χώρες. Εδώ κουβεντιάζουμε αν τηρεί ή δεν τηρεί τουλάχιστο τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της. Οι επικριτές του φρόντισαν να διοχετεύσουν την υπόθεση στις εφημερίδες, με την παραπλανητική προσθήκη ότι ο Αλέξης Τσίπρας επέκρινε, και αυτός, τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, κάτι που δεν συνέβη.
Τα ίδια είχαν γίνει και το περασμένο καλοκαίρι. ‘Όταν ο τότε Πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκος Αλαβάνος, αντιδρώντας στην κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων πάνω από το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι και στη διαιώνιση του παραλογισμού της μη αναγνώρισης και κατοχής της Κύπρου και του casus belli, ζήτησε πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας έπεσαν να τον φάνε από το κόμμα του. Ο κ. Μπαλάφας με δηλώσεις του ζήτησε τότε να μην οξύνουμε τα ελληνοτουρκικά (λες και μπορούσε να το κάνει αυτό ο Αλαβάνος!), ο κ. Τριγάζης έγραψε δύο σελίδες άρθρο στην Αυγή για να πει όλο κι όλο ότι πρέπει να συνεχισθεί η πορεία της Τουρκίας προς την πλήρη ένταξη και ο «αντιεθνικιστής» κ. Θεοδωρίδης ζήτησε περίπου να τα δώσουμε όλα στην ‘Αγκυρα και να αφοπλισθούμε μονομερώς έναντι της Τουρκίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Θεοδωρίδης συνυπέγραψε το 2006 με τον Γιάννη Μηλιό και τη Σίσσυ Βωβού άρθρο, που η «Αυγή» και η «Εποχή» πρόβαλαν δεόντως στην πρώτη σελίδα και χωρίς αντίλογο, άρθρο το οποίο ουσιαστικά υιοθετεί, και στα ελληνοτουρκικά και στο κυπριακό, όλη την επιχειρηματολογία, της κακιάς ώρας κατά τα άλλα, του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, για να ζητήσει εν κατακλείδι την άρση του “εμπάργκο” στην “Βόρειο Κύπρο”, ουσιαστικά δηλαδή την αναγνώριση της “ΤΔΒΚ”. Αντίθετα, η «Εποχή», που έχει καταστήσει, από τότε που βγήκε, έμβλημά της την ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεών και τον ελεύθερο διάλογο στην αριστερά, αρνήθηκε να δημοσιεύσει άρθρο επικριτικό του ΑΚΕΛ, με το επιχείρημα ότι θέλει να διατηρήσει ένα επίπεδο σχέσεων με το κόμμα αυτό!
Υπάρχει βλέπετε μια κάπως … παραδοσιακή Αριστερά, η Αριστερά του ΕΑΜ, του ‘Αρη και του Γλέζου, της ΕΔΑ και των διαδηλώσεων για την ένωση με την Κύπρο, μια Αριστερά που υπάρχει ακόμα καταναλώνοντας, όχι μόνο τη συμπαράταξή της με τους κοινωνικά αδύναμους, αλλά και το τεράστιο πολιτικό και ηθικό κεφάλαιο της μεγαλειώδους Εθνικής Ατίστασης και των αγώνων της ενάντια στην ξένη εξάρτηση της Ελλάδας. Υπάρχει όμως και μία άλλη αριστερά, που … θεωρεί περίπου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως εγκληματία πολέμου! Ο βουλευτής Δρίτσας π.χ., που εξελέγη με τα χρώματα του ΣΥΡΙΖΑ, πήγε στη Βουλή τις προάλλες για να υποστηρίξει την καινοφανή για αριστερό και «αντιιμπεριαλιστή» βουλευτή άποψη ότι, για την κυπριακή τραγωδία, ευθύνονται οι «τουρκοφάγοι» και «υπερπατριώτες» ‘Ελληνες. Δεν φτάνει δηλαδή που στον ελληνικό λαό επεβλήθη από τις ΗΠΑ δικτατορία το 1967 για να γίνει το πραξικόπημα και η εισβολή στην Κύπρο, θα φορτώσουμε τώρα στους ‘Ελληνες την ευθύνη για όσα έκανε η CIA το 1967 και το 1974? Στην αγγλική και την αμερικανική πρεσβεία τρίβουν πάντως, όπως είναι φυσικό, τα χέρια τους με τέτοιες θέσεις.
Αυτή η αριστερά είναι μια ντε φάκτο αμερικανική αριστερά, αφού συμφωνεί, σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, με όσα ζητά η Ουάσιγκτον στην περιοχή μας (όπως η κρατούσα, τάση στο ΑΚΕΛ τείνει δυστυχώς να μετατραπεί σε όργανο της βρετανικής πολιτικής). Από την υποστήριξη, βρέξει χιονίσει, της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, που είναι και μια κεντρική ατλαντική, αλλά και κεντρική νεοφιλελεύθερη πολιτική, έως την ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος – που εύκολα φαντάζεται κανείς σε ποια «δημοκρατία» θα οδηγήσει. Είναι αυτή η αμερικανική «αριστερά» που ωρυόταν στο παρελθόν για τα «εγκλήματα των Σέρβων», δεν έκανε όμως τίποτα για να αποτρέψει τα σχέδια μεγάλου, ακόμα και ατομικού πολέμου κατά της Τεχεράνης. Που υποστηρίζει ότι το μόνο που έχει σημασία είναι ο “ταξικός” αγώνας και θεωρεί απαράδεκτη κάθε αναφορά στο έθνος. Λες και μπορεί ένας αριστερός να εξεγείρεται για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη, αλλά να αδιαφορεί για την καταπίεση ενός έθνους από ένα άλλο!
Αυτή η «αμερικανική αριστερά» εκτείνεται από την «ανανεωτική πτέρυγα» μέχρι τους “αντιεθνικιστές αριστεριστές”. Δεν θέλουμε να τους το προσάψουμε ως πρόθεση, γεγονός όμως είναι ότι το το “αντιεθνικιστικό” χαρτί θάταν μεγάλο ατού σε ένα αλισβερίσι με το κατεστημένο μιας χώρας που ελάχιστη διάθεση έχει να την υπερασπίσει, ιδίως πηγαίνοντας κόντρα στις ΗΠΑ και τους φίλους τους εν Ευρώπη. Οι ΅αντιεθνικιστές αριστεριστές΅ διανοούμενοι, δεν μας έχουν καταπλήξει με τις μαρξιστικές αναλύσεις τους, ούτε για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ούτε για τις νέες μορφές του μεταψυχροπολεμικού «ανθρωπιστικού ιμπεριαλισμού». Το μόνο που μας προσφέρουν είναι μια εκτός τόπου και χρόνου ΅διεθνιστική΅ ιδεοληψία, η μεταφορά δηλαδή σε τελείως διαφορετικές συνθήκες διάφορων τέτοιων υποτίθεται «διεθνιστικών» σχημάτων.
Μπορεί η επιρροή αυτής της συμμαχίας να είναι μειοψηφική στην βάση της Αριστεράς, είναι όμως δυσανάλογα μεγάλη στην «γραμμή» του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, έχει καθοριστική επιρροή στην «Αυγή» και την «Εποχή» και συντριπτική υποστήριξη μεταξύ των «αριστερών» πανεπιστημιακών – τόσο «αριστερών» και τόσο «επιστημόνων» που, στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν δεν μπορούσαν να κάνουν απλή πρόσθεση και αφαίρεση και ετάχθησαν υπέρ ενός σχεδίου που μετέτρεπε την πλειοψηφία του πληθυσμού σε μειοψηφία στα όργανα αποφάσεων! Τέτοιο ήθος, τέτοια επιστήμη, τέτοια αριστεροσύνη!
Το 2004, η γραμμή υπέρ του σχεδίου Ανάν πέρασε με λίγες ψήφους διαφορά στην Κεντρική Επιτροπή του Συνασπισμού. Είχαν τότε αντιταχθεί στο σχέδιο μια πλειάδα στελεχών του Κόμματος, με επικεφαλής τον Αλέκο Αλαβάνο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Τα στελέχη αυτά κέρδισαν και την πλειοψηφία στο συνέδριο που ακολούθησε. Ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν λειτουργούν με πολιτική, αλλά με λογική καρτέλ μηχανισμών. Οι «ανανεωτές» πήραν τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και καμία συζήτηση δεν έγινε έκτοτε, ούτε στον ΣΥΝ, ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, όπως και για όλα τα θέματα.
Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι όμως δευτερεύοντα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Η ελληνική αριστερά, αν είναι ακόμα ζωντανή, αν είναι αριστερά, δεν πρόκειται να γλυτώσει από το πρόβλημα με ασκήσεις οπορτουνισμού, ούτε μπορεί να περιορισθεί στην οικονομική και κοινωνική θεματολογία, αν υποθέσουμε ότι κι εκεί τα πάει καλύτερα. Οι εξελίξεις στο κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά πλησίασαν στο σημείο που θα απειλήσουν ευθέως την κυριαρχία του ελληνικού και κυπριακού κράτους. Οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας, οι πληβείοι της, αυτοί άλλωστε που εντέλει την υπεράσπισαν από το 1821 μέχρι
το 2004, είναι κυρίως αυτοί που έχουν ανάγκη τα δύο κράτη τους, μοναδικό υπαρκτό σήμερα πλαίσιο άσκησης κάποιου δημοκρατικού ελέγχου της εξουσίας και κάποιας κοινωνικής προστασίας για τον ελληνικό λαό.
περιοδικό “Επίκαιρα”, 21.1.2010