Κυπριακό αδιέξοδο

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Ξανά στα αεροπλάνα ο Γιώργος Παπανδρέου. Μετά τα ταξίδια για την αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους, που κατέληξαν στην απόφαση των Βρυξελλών, ήρθε η ώρα των εθνικών θεμάτων, με πρώτο το κυπριακό, καρδιά της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

Ο Πρωθυπουργός θα επισκεφθεί τη Λευκωσία την Κυριακή, με δύο βασικά επιδιώξεις: να ενισχύσει την επανεκλογή του Ταλάτ και να συμβάλει στο κατέβασμα των τόνων στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Οι ‘Ελληνες της Κύπρου είναι βαθύτατα διχασμένοι, καθώς απορρίπτουν στη μεγάλη πλειοψηφία τους τις προτάσεις που υποβάλλει στις διαπραγματεύσεις ο Πρόεδρος Χριστόφιας, δημιουργώντας μια τραγελαφική, αλλά και πολύ επικίνδυνη κατάσταση./

Στο μεταξύ, η μία ήττα διαδέχεται την άλλη διεθνώς. Μετά την απόφαση του ΕυρωπαΙκού Δικαστηρίου που παραπέμπει σε όργανα των αρχών κατοχής τους διεκδικούντες τις περιουσίες τους Ελληνοκυπρίους, αλλά και φαίνεται να αναγνωρίζει κάποια δικαιώματα τύπου «χρησικτησίας» στους καταπατητές, ήρθε η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, ενεργούσα ως εργαλείο του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον, για να θέσει θέμα απελευθέρωσης του απευθείας εμπορίου με τα κατεχόμενα.

Λευκωσία και Αθήνα αντιμετωπίζουν (στην καλύτερη περίπτωση) ως περίπου «φυσικά φαινόμενα» αυτές τις εξελίξεις. Παρόλο που και ο κ. Κυπριανού και ο κ. Δρούτσας συναντήθηκαν πρόσφατα με τον Επίτροπο Διεύρυνσης κ. Φούλε, δεν έπραξαν τίποτα για να τον αποτρέψουν από το να ανακινήσει στην Κομισιόν το θέμα του απευθείας εμπορίου, για το οποίο Λευκωσία και Αθήνα δηλώνουν άγνοια, παρόλο που και οι δύο πρωτεύουσες διαθέτουν Επιτρόπους στις Βρυξέλλες!

Στην πραγματικότητα, οι ελληνικές πολιτικο-διπλωματικές ήττες αντανακλούν τη σταδιακή επιδείνωση του διεθνούς κλίματος. Η επιδείνωση είναι απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη, για τον εξής απλούστατο λόγο. Η τουρκική διπλωματία και το τουρκικό λόμπι είναι πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα, με τις θέσεις και τα επιχειρήματα της ‘Αγκυρας. Αντιθέτως, Λευκωσία και Αθήνα αποφεύγουν να επικρίνουν την Τουρκία, από φόβο μη χαλάσουν το «καλό κλίμα», με τον Ταλάτ και τον Ερντογάν! Το αποτέλεσμα είναι ότι η διεθνής κοινή γνώμη έχει αχθεί στο συμπέρασμα ότι το κυπριακό δεν λύεται όχι γιατί η Τουρκία επιμένει να διατηρεί στρατό κατοχής και «κράτος» στην Κύπρο, αλλά γιατί οι Ελληνοκύπριοι είναι εγωϊστές και απέρριψαν το σχέδιο Ανάν! Στα ελληνοτουρκικά συμβαίνει το ίδιο, υπάρχουν ορισμένες διαμάχες, δεν υπάρχει επιτιθέμενος και αμυνόμενος.

Λονδίνο, Ουάσιγκτον, ‘Αγκυρα, Ισραήλ έχουν στρατηγική για το κυπριακό. Λευκωσία και Αθήνα δεν έχουν καμία, εκτός αν θεωρείται στρατηγική να εύχεσαι να λυθεί όσο πιο γρήγορα το πρόβλημα, ευχή βεβαίως όλων, αλλά που κινδυνεύει, αν γίνουν δεκτές οι παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, να οδηγήσει όχι σε λύση του προβλήματος, αλλά σε δραματική επιδείνωση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Που ακούστηκε για παράδειγμα ένα κράτος να διοικείται εκ περιτροπής από τους εκπροσώπους της συντριπτικής πλειοψηφίας (των Ελληνοκυπρίων 82%) και της (τουρκοκυπριακής) μειοψηφίας (18%), όπως προτείνει ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ. Που δηλώνουν μεν ότι είναι «μαρξιστές-λενινιστές», αν είναι δυνατόν, αλλά ταυτόχρονα δεν χαλάνε κανένα χατήρι, μικρό ή μεγάλο, στη Μεγάλη Βρετανία, δηλαδή στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, που θάλεγε ένας μαρξιστής-λενινιστής!

Αν αυτά τάγραφε κανένας φοιτητής συνταγματικού δικαίου σε εργασία του, προφανώς θα τον έκοβαν ως άσχετο και θα γελούσαν με τις ιδέες του. Δυστυχώς όμως δεν τα προτείνει κάποιος άσχετος φοιτητής, αλλά ο Πρόεδρος της Κύπρου, παρά τη διαρκή διαφωνία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων στα γκάλοπ (70%) και παρά τη διαφωνία των συμμαχικών κομμάτων, με τις ψήφους των οποίων εξελέγη Πρόεδρος! ‘Ηδη, οι Σοσιαλιστές της ΕΔΕΚ (το αδελφό κόμμα του ΠΑΣΟΚ) αποχώρησαν από την κυβέρνηση, παρά τα τελείως ανοίκεια διαβήματα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος να μην το πράξουν!

‘Οσο για τις ελπίδες που έχουν επενδυθεί από το ΑΚΕΛ και τον κ. Παπανδρέου στον Ταλάτ, δεν επιβεβαιώνονται στην πράξη. Το αντίθετο συμβαίνει, όπως άλλωστε ήταν απολύτως αναμενόμενο με την ακολουθούμενη διαπραγματευτική «τακτική»: οι ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις δίνουν το περιθώριο στον Ταλάτ να τραβάει περισσότερο το σκοινί, προς πιο σκληρές θέσεις, βέβαιος ότι η άλλη πλευρά είναι πιέσιμη. Επιπλέον, αντί να ενισχύουν τον Ταλάτ, οδήγησαν πρακτικά στην ενίσχυση του ‘Ερογλου! Εντούτοις, όσο περισσότερο η πράξη αποδεικνύει το αδιέξοδο της στρατηγικής ΑΚΕΛ και το απομονώνει, τόσο περισσότερο ο κ. Χριστόφιας αγκιστρώνεται απελπισμένα στις δικές του αντιλήψεις και τόσο περισσότερο επιθετικός έως υβριστικός γίνεται, ο ίδιος και το κόμμα του, απέναντι στους επικριτές της πολιτικής του.

Το ίδιο το γεγονός ότι η Λευκωσία και η Αθήνα ποντάρουν τόσο πολύ σε διάφορα πρόσωπα και πολιτικές δυνάμεις στην τουρκική πλευρά, ομολογεί επίσης έλλειψη όχι μόνο στρατηγικής, αλλά και σοβαρότητας. Πρώτον, γιατί είναι προφανές ότι η ‘Αγκυρα κάνει κουμάντο στα κατεχόμενα. Δεύτερο, γιατί δεν είναι δουλειά της Λευκωσίας και της Αθήνας ποιά είναι η τουρκική ή τουρκοκυπριακή ηγεσία. Δουλειά της Λευκωσίας και της Αθήνας είναι να κάνουν σοβαρές και όχι ανόητες προτάσεις για τη λύση των ζητημάτων, να εμμένουν σε αυτές και να κινητοποιούν τη διεθνή κοινή γνώμη υπέρ αυτών. Με τόσες άλλωστε δηλώσεις υπέρ του Ταλάτ, τι θα κάνει αύριο ο κ. Χριστόφιας αν οι Τουρκοκύπριοι εκλέξουν τον ‘Ερογλου;

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα, στις 9.4.2010