Υφαλοκρηπίδα, πετρέλαιο και Κύπρος
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Τις αντοχές Ελλάδας και Κύπρου δοκιμάζει τώρα η Άγκυρα, πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες σε υφαλοκρηπίδα νοτίως του Καστελόριζου, που ανήκει στην Ελλάδα, κατά τη διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Έχουν προαναγγελθεί ταυτόχρονα και έρευνες στην γειτνιάζουσα κυπριακή υφαλοκρηπίδα.
H Ελλάδα “αντέδρασε” στέλνοντας ένα σκάφος του λιμενικού (λες και επρόκειτο για παράνομο ψαρά) που είπε στον Τούρκο πλοίαρχο να φύγει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αυτό, κατά τα Υπουργείο Εξωτερικών, συνιστά άσκηση κυριαρχίας, στην πραγματικότητα όμως είναι ανεπιτυχής άσκηση κυριαρχίας. Το Πίρι Ρέις ασκεί κυριαρχία, αφού αυτό κάνει ότι θέλει. Εκτός όμως από το διεθνές δίκαιο, καλούμεθα τώρα να ξεχάσουμε και τα ελληνικά. Ταυτόχρονα ο Ανυπεξ κ. Δρούτσας που συναντήθηκε δύο φορές με τον κ. Νταβούτογλου στο Καζαχστάν του ζήτησε επίσης την διακοπή των ερευνών, ομοίως χωρίς αποτέλεσμα.
Για να δώσουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει “βυθίσατε το Χόρα” σε αντίστοιχη περίπτωση το 1976, ενώ το 1987 Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν σε σχεδόν πόλεμο όταν το τουρκικό Σισμίκ απείλησε να βγει στο Αιγαίο. Πιο πρόσφατα, η Τουρκία έστειλε μια φρεγάτα στα ανοιχτά της Κύπρου, αναγκάζοντας νορβηγικό σκάφος που εκτελούσε έρευνες να τις διακόψει, ενώ ελληνική κανονιοφόρος ζήτησε από νορβηγικό σκάφος να αποχωρήσει από την περιοχή Καστελλόριζου.
Βεβαίως, κανείς δεν επιθυμεί αψήφιστα μια κλιμάκωση. Αλλά κάπως δεν πρέπει και η Ελλάδα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της; Για ποιόν ακριβώς λόγο αγοράζει πανάκριβες φρεγάτες; Γιατί δεν εμφανίζονται καν στη θαλάσσια περιοχή του Καστελλόριζου, ούτε στην περιοχή της Κύπρου, με την οποία υποτίθεται ότι μας συνδέει το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου; Αλλά τις βρίσκει κανείς να πλέουν στο ΄Αντεν κατά των … πειρατών ή στον Κόλπο κατά των “τρομοκρσατών”, εις βάρος των Ελλήνων φορολογουμένων;
Προφανώς, η κυβέρνηση θεωρεί ότι τυχόν χρήση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού θα κλιμάκωνε την ένταση. Με αυτό όμως το επιχείρημα που ακριβώς, διερωτάται κανείς, πρέπει να φτάσουν τα τουρκικά πλοία, για να ενεργοποιηθεί το ελληνικό ναυτικό; Στην πραγματικότητα, η ελληνική υποχωρητικότητα είναι που τροφοδοτεί την τουρκική επιθετικότητα και καθιστά πιθανότερη μια σοβαρότερη, πιο επικίνδυνη κρίση στο μέλλον. Η ¨Αγκυρα συμπεραίνει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να της κάνει απολύτως τίποτα και εγγράφει δικαιώματα, την ίδια ώρα που στην Αθήνα ο Αν ΥΠΕΞ κάνει κοπλιμέντα στον εαυτό του για την μετριοπάθειά του, εφευρίσκοντας όρους όπως “ειρηνική επιθετική στρατηγική”. Σε σημείο που, ακόμη και η Ντόρα Μπακογιάννη, εγκαλεί την κυβέρνηση για υποχωρητικότητα.
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι η ελληνική κυβέρνηση καλώς δεν θέλει ούτε να εμφανίζει το ναυτικό και την αεροπορία της χώρας, γιατί δεν χρησιμοποιεί τα διπλωματικά όπλα που διαθέτει; Γιατί επιμένει να στηρίζει παντοιοτρόπως την τουρκική ένταξη στην ΕΕ; Μόλις προ ολίγων ημερών Αθήνα και Λευκωσία άνοιξαν ένα ακόμα κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ¨Αγκυρας, η οποία, σε αντάλλαγμα, πολλαπλασίασε τις προκλήσεις της! Γιατί η Αθήνα συνεχίζει κανονικά τις διαπραγματεύσεις για το Αιγαίο, παρόλο που δεν σημειώνεται καμμία πρόοδος; Γιατί δεν χαλάει τον κόσμο πολιτικο-διπλωματικά, αλλά περιορίζεται σε ρηματικές διακοινώσεις, προορισμένες για τον σκουπιδοφάγο του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών;
Δεν είναι άλλωστε μόνο το Καστελλόριζο. ¨Εχουμε σειρά επιθετικών δράσεων, το τελευταίο διάστημα, στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Η κυβέρνηση αντέδρασε στις δράσεις αυτές περιορίζοντας τις αναχαιτίσεις από ελληνικά μαχητικά και υποδεχόμενη στην Αθήνα τη μισή κυβέρνηση Ερντογάν, κατά τρόπο που θα ταίριαζε στον μεγαλύτερο σύμμαχο και φίλο της Αθήνας. ¨Όχι σε μια κυβέρνηση που απειλεί την Ελλάδα και κατέχει την Κύπρο!
Εδώ και 15 χρόνια, η Ελλάδα εμφανίζει διεθνώς την Τουρκία ως την καλύτερη φίλη της, με την οποία είναι απαραίτητο να τερματισθούν οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Εδώ και 11 χρόνια, είναι ένας από τους κυριότερους υποστηρικτές της ένταξής της στην ΕΕ και μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, εις βάρος των σχέσεών της με τη Γαλλία και τη Γερμανία. Από τη διεθνή πολιτική και διπλωματία έχουν εξαφανισθεί η απειλή κατά της Ελλάδος, ως αποτέλεσμα της οποίας κατεστράφη οικονομικά η χώρα, όπως και η συνεχιζόμενη εισβολή και κατοχή της Κύπρου. ¨Εχουν μείνει κάποιες διαφορές που πρέπει να λυθούν, για το κυπριακό μάλιστα μάλλον μεγαλύτερη ευθύνη έχουν οι Ελληνοκύπριοι, αφού ουδείς μπήκε στον κόπο να εξηγήσει στη διεθνή κοινή γνώμη, με καταληπτά επιχειρήματα, γιατί απερρίφθη το σχέδιο Ανάν. Με δύο λόγια, η Τουρκία έχει πρακτικά αθωωθεί για όσα διαπράττει εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Θα είναι πολύ δύσκολο αύριο, να επανέλθει ξαφνικά η Αθήνα και η Λευκωσία σε μια πολιτική καταγγελίας της τουρκικής δράσης.
Την ίδια περίοδο, η ¨Αγκυρα όχι μόνο δεν παραλείπει να προβάλλει τις θέσεις της διεθνώς, χωρίς να τη συγκρατεί η επιδίωξη της προσέγγισης και της φιλίας, αλλά και δεν κάθεται καθόλου ήσυχη στο μέτωπο των διαρκώς διευρυνόμενων διεκδικήσεών της, όπως τώρα που διεκδικεί μια τεράστια περιοχή στην Αν. Μεσόγειο, πιθανώς πλούσια σε υδρογονάνθρακες, αλλά και στρατηγικής σημασίας γιατί συνδέει τον ελλαδικό με τον κυπριακό χώρο και είναι απαραίτητος κρίκος στην άμυνα του δεύτερου. (Δεν είναι τυχαίο ότι το σχέδιο ¨Ατσεσον, στο μέτρο που υπήρξε, προέβλεπε την παράδοση του Καστελόριζου στην Τουρκία).
Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμμερίζεται την επιδίωξη του Γιώργου Παπανδρέου για προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και του κυπριακού. ¨Όμως δεν συμμερίζεται καθόλου την επίλυση εις βάρος των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Επιπλέον, η πολιτική του κατευνασμού που ακολουθεί συστηματικά η Αθήνα, είτε ως αποτέλεσμα του φοβικού συνδρόμου της, είτε ως αποτέλεσμα ιδεοληψιών, είτε ως αποτέλεσμα ξένης εξάρτησης, δεν οδηγεί παρά στην επιδείνωση της κατάστασης. Με δεδομένη την ελληνική οικονομική κρίση και την υπαγωγή στην εξουσία των διεθνών τραπεζιτών και του ΔΝΤ, οι διαρκείς υποχωρήσεις εγκυμονούν είτε κίνδυνο μεγάλης κρίσης από χειρότερες θέσεις αύριο, είτε τη σημαντικότερη απειλή για τα ελληνικά εθνικά δικαιώματα μετά το 1974.
Κάθε πολιτική κρίνεται εν τέλει εκ του αποτελέσματος. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά το 1996, είχε μόνο αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα και την Κύπρο. Το μόνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί θετικό ήταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Αλλά η ένταξη αυτή δεν οφείλεται στην ασκηθείσα πολιτική, έγινε παρά την πολιτική αυτή. Πρώτον, ήταν αδύνατο για το ελληνικό κοινοβούλιο να εγκρίνει τη μεγάλη διεύρυνση χωρίς την Κύπρο. Δεύτερο, ήταν αδύνατο να προχωρήσει το αγγλοαμερικανικό σχέδιο ένταξης της Τουρκίας, χωρίς προηγούμενη ένταξη της Κύπρου. Τρίτο και κυριότερο, ο προγραμματισμός ήταν να έχει διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να έχει αντικατασταθεί από ένα προτεκτοράτο τριών ξένων δικαστών και τριών ξένων στρατών πριν από την ένταξη. Η πολιτική αυτή ανετράπη με το δημοψήφισμα του 2004, που διέσωσε το κυπριακό κράτος.
Κάθε πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος και όχι εκ των προθέσεων, αληθών ή προσχηματικών. Η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και υποστήριξης πάση θυσία (της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης) της τουρκικής ένταξής στην ΕΕ έχει προ πολλού αποτύχει με το κριτήριο της πράξης και όχι των πολιτικο-ιδεολογικών προτιμήσεων. Οδηγεί μάλιστα σε απομόνωση τη χώρα, που έχει κερδίσει σφαλιάρες από αυτούς που ωφελούνται (Τουρκία, ΗΠΑ, Βρετανία) και περιφρόνηση από τους Γερμανούς και τους Γάλλους.
Επίκαιρα, 23.7.2010