Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
«Τους έβαλαν στο δίλημμα συνθηκολόγηση ή πόλεμος. Διάλεξαν τη συνθηκολόγηση και είχαν τον πόλεμο».
‘Ετσι σχολίασε ο Τσώρτσιλ τη συμπεριφορά Νταλαντιέ και Τσάμπερλαιν απέναντι στον Χίτλερ το 1938. Ελπίζουμε και ευχόμαστε να μη χρειασθεί να το επαναλάβει ο ιστορικός του μέλλοντος για την Ελλάδα.
‘Εχουμε επανειλημμένα επισημάνει ορισμένες δομικές ομοιότητες, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, μεταξύ της σημερινής κατάστασης και αυτής της δεκαετίας του 1940, γιατί και τότε και τώρα έχουμε κατάλυση της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας και υπονόμευση των βασικών προϋποθέσεων αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού, και τότε και τώρα έχουμε υποταγή στους ξένους και κατάρρευση των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Η αριστερά, υποστηρίξαμε, εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, έχει ιστορικές ευκαιρίες και διατρέχει ιστορικούς κινδύνους, ανάλογους με τη δεκαετία του 1940. Δυστυχώς βέβαια, τέτοια σχόλια προκάλεσαν κυρίως αμηχανία έως ενόχληση σε αυτούς ακριβώς που θα έπρεπε κυρίως να προβληματίσουν και οι οποίοι έτειναν μονίμως να εκλαμβάνουν τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα και να «προσαρμόζουν» την πραγματικότητα σε αυτό που ήθελαν ή εκτιμούσαν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν.
Πλησιάζουμε τώρα γοργά στο σημείο μηδέν, όπου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα τεθεί προ του διλήμματος είτε να υπογράψει μια πολύ μέτρια έως πολύ κακή συμφωνία, είτε να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια ρήξη με την τρόικα, ίσως τη μόνη λύση που απέμεινε πια στη χώρα, μια ρήξη όμως που δυστυχώς δεν προέβλεψε, θέλησε, σκέφτηκε ή ετοίμασε. Και κυρίως για την οποία δεν προετοιμάστηκε η ίδια γιατί η πολιτική βούληση και η βαθιά, «ιεραποστολική» συναίσθηση της ιστορικής ανάγκης είναι η κύρια προϋπόθεση για να μπει κανείς σε αυτόν τον δρόμο. Αλλά όταν η ζωή θέτει το πρόβλημα, δεν σε ρωτάει δυστυχώς αν ετοιμάστηκες.
Μια τέτοια ρήξη προϋποθέτει κατ’ ελάχιστο ειλικρινή απεύθυνση στον ελληνικό λαό, ένα κατάλληλο στρατηγικό σχέδιο και μια αποφασισμένη να το εφαρμόσει ηγεσία.
Κατά τρόπο ειρωνικό ήταν ακριβώς η απροθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να σκεφτεί οτιδήποτε πλην του «σχεδίου Α’», η υιοθέτηση σειράς εσφαλμένων, «υπεραισιόδοξων» υποθέσεων, η ελλιπής κατανόηση του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα, σε συνδυασμό με την πολύ μεγάλη, αντικειμενική δυσκολία του που συνέβαλαν να οδηγούν απευθείας στην ανάγκη του «σχεδίου Β’», μην επιχειρώντας προηγουμένως την αξιοποίηση όσων περιθωρίων έχει η χώρα εντός ευρωζώνης. Ανακηρύσσοντας μονόδρομο το «σχέδιο Α’» έκαναν μονόδρομο το «σχέδιο Β’».
Ελπίζουμε βέβαια ακόμα, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ότι τα πράγματα δεν θα φτάσουν ακριβώς εκεί, ότι ένα θαύμα θα συμβεί. Αλλά τα μεν θαύματα γίνονται σπανίως στη ζωή, η δε διαπραγμάτευση, φοβούμαστε ότι έχει εξ αρχής εγκλωβιστεί στην προσπάθεια βελτίωσης και εξωραϊσμού ενός προγράμματος που δεν επιδέχεται βελτίωση ή εξωραϊσμό. Δεν αμφισβητήθηκε η ουσία του προγράμματος, δεν έγινε επαρκής επίκληση πολλών επιχειρημάτων, δεν ετέθησαν οι «εταίροι» τρομάρα τους, προ των καταστροφικών αποτελεσμάτων της πολιτικής τους, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία των πολιτών και την εθνική ασφάλεια ενός μέλους της Ε.Ε.
Η απόφαση που θα πάρει ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα σφραγίσει ανεξίτηλα την πορεία της χώρας, της αριστεράς, της Ευρώπης και, φυσικά, το προσωπικό του μέλλον. Είτε ο κ. Τσίπρας, από τη δύναμη των πραγμάτων, θα περάσει από τον χώρο της «επικοινωνίας» και της «μικροπολιτικής» απευθείας στο πεδίο της Ιστορίας, θα γίνει εθνικός ηγέτης, είτε θα περάσει στη χορεία των δυστυχώς όχι λίγων πολιτικών που έπαιξαν ολέθριο ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας και της αριστεράς. ‘Ισως διαθέτει ακόμα ένα μικρό περιθώριο «ελιγμών», που περιορίζεται κάθε μέρα που περνάει και θα καταλήξει αναπόφευκτα στο μηδέν, νωρίτερα ή αργότερα. Το πρόβλημα άλλωστε δεν είναι καν πως θα περάσει μια συμφωνία από το κόμμα ή από την Βουλή, ούτε η περίφημη «κομματική πειθαρχία» που έχει την αξία μιας ομπρέλλας απέναντι σε έναν τυφώνα. Και τα προηγούμενα μνημόνια πέρασαν αρχικά. Ξέρουμε που πήγε και η χώρα και αυτοί που τα πρότειναν. Τα πράγματα θα είναι τώρα ακόμα χειρότερα γιατί έχει προηγηθεί η οικονομική εξάντληση και καταστροφή της προηγούμενης πενταετίας. Η αποσύνθεση της Ελλάδας κινδυνεύει να πάρει εκθετικό χαρακτήρα. Τα υπόλοιπα, ότι έλα θα πληρώσουμε τα ομόλογα του καλοκαιριού και μετά θα μπούμε στην άνοδο δεν πρόκειται να επαληθευθούν. Είναι προβλέψεις κατασκευασμένες να καθησυχάσουν όσους τις κάνουν, όπως γίνεται διαρκώς μετά το 2012.
(Αν πάντως ο κ. Τσίπρας καταλήξει να αποδεχθεί μια συμφωνία, θα ήταν πολύ καλύτερο για τον ίδιο και για τη χώρα αν διατηρούσε και επισήμως μια γενική πολιτική και νομική επιφύλαξη, ώστε να μπορεί να επανέλθει αν, που θα χρειαστεί).
Πρόσφατο άλλωστε είναι το παράδειγμα του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ για να μας φωτίσει επαρκέστατα επ’ αυτού. Το ότι μερικοί παράγοντες, που έκαναν «καριέρα» με το «αντιμνημόνιο», για να λένε τώρα τα προβλήματα της ρήξης, προϊδεάζει μόνο για την οργή και την απογοήτευση που πιθανώς θα προκαλέσει η συνθηκολόγηση. Θα αποφύγει έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ τη ρήξη με τους πιστωτές, θα προκαλέσει όμως μια άλλη ρήξη με τη λαϊκή βάση του, θα προκαλέσει ένα διαζύγιο της αριστεράς, υπό την παρούσα τουλάχιστο μορφή της, με την Ιστορία.
Το ότι μερικοί ελπίζουν στα υψηλά τωρινά ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης και την κατάσταση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να στηρίξουν την ελπίδα ότι «θα τα καταφέρουν» είναι τόσο βάσιμο, όσο και η προηγούμενη ελπίδα ότι αρκεί να «βγουμε στην κυβέρνηση» και «θα τα καταφέρουμε» με κάποιο μαγικό τρόπο.
Πριν από το 2012 διάβαζαν λάθος τις δημοσκοπήσεις, που δεν είναι παρά μια ατελής «φωτογραφία», στην καλύτερη περίπτωση, μην μπορώντας να ανιχνεύσουν τη δυναμική που τους οδήγησε στην εκτόξευση. Το ίδιο κάνουν και σήμερα από την ανάποδη. Δεν μπορούν να φαντασθούν το ενδεχόμενο κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν προέβλεψαν την άνοδο, δεν φαντάζονται και την πτώση, αμφότερες εξαιτίας της ίδιας τρομερής δυναμικής που εξαπέλυσε το «πρόγραμμα Βαϊμαροποίησης» της Ελλάδας και όχι κάποιος ελληνικός πολιτικός σχεδιασμός βέβαια.
Ο απολύτως μόνος λόγος που υπάρχει και κυβερνά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η υπόσχεση-προσδοκία ότι θα σταματήσει τη μνημονιακή καταστροφή της χώρας, το πρόγραμμα που οδήγησε αποδεδειγμένα (όσο και το ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον ‘Ηλιο) στη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή μεταπολεμικά στην καπιταλιστική Ευρώπη και απειλεί να τη συνεχίσει. Πόσο μάλλον που το μέχρι πρότινος μικρό κόμμα της αριστεράς δεν διαθέτει σφυρηλατημένους δεσμούς με τον ελληνικό λαό, ούτε πολλά στελέχη με δυνατότητα εκφοράς πολιτικού λόγου. Ούτε δυστυχώς και, πέραν της ορθής διεκδίκησης διακοπής της λιτότητας, σπουδαίες ιδέες, σπουδαίο όραμα για τη χώρα, για την απαραίτητη κοινωνική, ηθική και εθνική της αναγέννηση, χωρίς την οποία ακόμα και η καλύτερη συμφωνία με τους πιστωτές δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει.
‘Οποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό δεν έχει καταλάβει τίποτα. Κάνει πολιτικούς σχεδιασμούς επί χάρτου, που ανταποκρίνονται στις καταστάσεις ενός παρελθόντος που δεν πρόκειται να αναστηθεί και εξηγούνται μόνο από την καθυστέρηση της συνείδησης απέναντι στο είναι και, ίσως, την απότομη, υπερβολικά εύκολη εκτόξευση, που δεν έδωσε ευκαιρία εκπαίδευσης.
Το γεγονός άλλωστε ότι ο πολιτικός διάλογος στη χώρα γίνεται επί παντός του επιστητού, όχι όμως επί του πραγματικού ζητήματος που τίθεται μπροστά στον ελληνικό λαό, να διακόψει και πώς να διακόψει αυτή την πορεία, είναι η ασφαλέστερη ένδειξη για το πόσο μακριά είμαστε ακόμα από τη λύση της τραγωδίας, πόσο είμαστε δέσμιοι ακόμα των αυταπατών, των ψευδαισθήσεων και των ευσεβών πόθων μας – ιδίως το πολιτικό προσωπικό! Γιατί λύση οποιασδήποτε τραγωδίας προϋποθέτει τουλάχιστο να μπορείς να κυττάξεις στα μάτια την πραγματικότητα.
Συνείδηση και πράξη
Ουδείς μέχρι τώρα έχει τολμήσει να πει ποια είναι η πραγματικότητα στον ελληνικό λαό. ‘Ολοι, των φραστικών οπαδών της δραχμής και της ρήξης, που κατά βάθος ελπίζουν ότι δεν θα κληθούν ποτέ να διαχειριστούν αυτά που λένε, έχουν επιχειρήσει να κολακεύσουν τις ψευδαισθήσεις, τις αυταπάτες και τις κατανοητές, πλην αβάσιμες ελπίδες του, ιδίως του μικροαστικού τμήματος, που έχει ακόμα επιβιώσει αν και επλήγη, μισθωτών και συνταξιούχων ιδιαίτερα (και από το οποίο προέρχεται κοινωνικά και το στελεχικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έκανε προσπάθεια να εντάξει στις τάξεις του ή να οργανώσει κοινωνικά άνεργους και κατεστραμμένους).
Χρεωκοπία και πτώση του βιοτικού επιπέδου
Συζητάμε στην Ελλάδα, κατά γελοίο τρόπο, αν η χώρα θα χρεωκοπήσει ή όχι. Αλλά η χώρα έχει χρεωκοπήσει ήδη το 2010! Κάποια πολιτική δύναμη πρέπει να βρει το θάρρος να το πει. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν θα χρεωκοπήσουμε, αλλά πως θα διαχειριστούμε την επισυμβάσα το 2010 (!) χρεωκοπία μας. Συνεχίζοντας ένα πρόγραμμα που μας καταστρέφει ή πηγαίνοντας σε στάση πληρωμών και έκτακτη κατάσταση, οικονομία πολεμικής περιόδου, μιας κι έχουμε πόλεμο, έστω οικονομικό και διακινδυνεύοντας, σε μια τέτοια περίπτωση, την έξοδο από το ευρώ, που ασφαλώς δεν θα είναι περίπατος.
Ο ένας δρόμος είναι να συνεχίσουμε τη «συντεταγμένη καταστροφή και υποδούλωση», που περιγράφουν Μνημόνια και Δανειακές, συνεχίζοντας στον δρόμο της ύφεσης και της αποσύνθεσης. Επί πέντε χρόνια δοκιμάσαμε αυτή τη λύση. Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα γνώρισε, το επαναλαμβάνουμε, τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή της καπιταλιστικής Ευρώπης. Δεν υπάρχει σοβαρός οικονομολόγος στον κόσμο που να μην υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα αυτό ήταν συνώνυμο της οικονομικής καταστροφής
Ο άλλος δρόμος για την Αθήνα είναι να απειλήσει αρχικά και να διακόψει μονομερώς στη συνέχεια, αν δεν γίνεται αλλοιώς, τους αποικιακούς δεσμούς των Μνημονίων, αρνούμενη την περαιτέρω εξυπηρέτηση του χρέους, κατάλληλα προετοιμασμένη νομικά, επιχειρώντας μια μεγάλη διεθνή πολιτική αντεπίθεση στην Ευρώπη και εκτός αυτής, αναζητώντας γεωπολιτικές συμμαχίες σε δυνάμεις που έχουν συμφέρον να μην καταστραφεί η χώρα μας και όχι σε αυτές που επιμένουν στην καταστροφή της (αυτό είναι το κριτήριο, όχι οι διάφορες ιδιοτελείς συνήθως «θεωρίες» της κακιάς ώρας), κινητοποιώντας την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα, οργανώνοντας σε καταναλωτικούς και παραγωγικούς συνεταιρισμούς τους ‘Ελληνες, υιοθετώντας αν υποχρεωθεί εθνικό νόμισμα, εφαρμόζοντας σχέδιο έκτακτης ανάγκης που ανταποκρίνεται σε πολεμική κατάσταση, σε οικονομία χώρας σε πόλεμο.
Σε επίπεδο ΕΕ λόγω του ακόμα παραμένοντος ημιδημοκρατικού τρόπου λήψης πολλών αποφάσεων, υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής της πολιτικής «άδειας καρέκλας», όπως ο Ντε Γκωλ, αλλά αυτό προϋποθέτει σπουδαία πολιτική καμπάνια στην Ευρώπη, πιο σύνθετα και επεξεργασμένα επιχειρήματα από όσα χρησιμοποίησε μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί τώρα ναι μεν έχει δημιουργηθεί, σχεδόν από μόνη της, μια τεράστια προσδοκία στη μισή Ευρώπη, η άλλη μισή όμως παραμένει πεπεισμένη ότι οι ‘Ελληνες είναι αδιόρθωτοι μπαταχτζήδες, που δεν θέλουν να πληρώσουν τα χρέη τους και επιβαρύνουν τους άλλους με το κόστος της δικής τους αποτυχίας, κακοδιαχείρισης και διαφθοράς.
Για να διατηρηθεί η εθνική και κοινωνική συνοχή κατά τη διάρκεια του συγκλονισμού που θα σημειωθεί, πρέπει το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης που θα καταρτιστεί να παίρνει υπόψι του κατά προτεραιότητα τις κρίσιμες ανάγκες του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού για επιβίωση, διατροφή και περίθαλψη, αφετέρου να γίνει κατανοητό ότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία της χώρας. Μερικές κινήσεις, όπως η μείωση του συνόλου των άμεσων και έμμεσων αποδοχών των βουλευτών στα 2000 ευρώ θα ήταν μια θαυμάσια αρχή. Για ένα διάστημα η χώρα θα χρειαστεί, αν δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς, να επιτάξει τις δυνατότητες που διαθέτει, είτε στον τομέα της περίθαλψης, είτε στον τομέα των μεταφορών π.χ. Τι θα έκανε δηλαδή αν βρισκόταν σε πόλεμο;
Και στις δύο περιπτώσεις το βιοτικό επίπεδο της χώρας θα πέσει σε μια πρώτη περίοδο, κάτι που φυσικά δεν τολμά ακόμα να πει κανείς, ούτε οι αντιπολιτεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, στη δεύτερη περίπτωση όμως διατηρείται μια ελπίδα, μια προοπτική για την Ελλάδα. Για να διατηρηθεί η εθνική-κοινωνική συνοχή στην περίπτωση της σύγκρουσης χρειάζεται επίσης μια ηγεσία που να εξηγεί στον λαό την αλήθεια, τι κάνει και γιατί το κάνει, να υφαίνει δεσμούς εμπιστοσύνης με τον κόσμο, όπως και χρειάζεται μια κινητοποιημένη κοινωνία. Χρειάζονται τελείως διαφορετικές ιδιότητες για να ηγηθεί κανείς μιας τέτοιας διαδικασίας, από αυτές που χρειάζεται για να ηγηθεί ενός γραφειοκρατικού οργανωτικού μηχανισμού.
(Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι δεν συνιστούν σπουδαία προετοιμασία τα σχέδια επί χάρτου για διπλό νόμισμα, που κινδυνεύουν να παγιώσουν την εξαθλίωση για τον ελληνικό λαό και την κανονική εξυπηρέτηση των τοκογλύφων. Αν η χώρα, στραγγαλιζόμενη, υποχρεωθεί να αλλάξει το εθνικό της νόμισμα, οφείλει, παρά τις νομικές δυσκολίες, να μετατρέψει πάραυτα και όσο χρέος τελικά αναγνωρίσει στο εθνικό της νόμισμα, αλλά και να προχωρήσει σε μια γενική ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική αντεπίθεση, με ένα δημόσιο διεθνή πολιτικό λόγο πολύ σοβαρότερο από αυτόν που μέχρι τώρα διαθέτει).
Ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να στηρίζει την κυβέρνηση, γιατί καταλαβαίνει που θέλουν να τον πάνε οι πιστωτές-αποικιοκράτες και οι υπηρέτες τους, το κάνει όμως όλο και περισσότερο από απελπισία και ανυπαρξία άλλης εναλλακτικής, όλο και λιγότερο από αληθινή ελπίδα. Η διάψευση της υπεραισιοδοξίας που καλλιεργήθηκε την τελευταία διετία (και εμπόδισε την αναγκαία προετοιμασία για όσα αναπόφευκτα θα έρχονταν), αλλά και η έλλειψη ορισμένες φορές σοβαρότητας και συνοχής στην κυβερνητική δράση, που αντανακλά κι αυτή απουσία επεξεργασμένου πολιτικού σχεδίου, αλλά και προσωπικής, ηθικής δέσμευσης στη συλλογική επιτυχία, προκαλούν ήδη έντονα αισθήματα ανησυχίας και απογοήτευσης. Μαζί και μέτρα όπως η «λεύκανση» του μαύρου χρήματος στο εξωτερικό με 15%, χωρίς να ζητείται τουλάχιστο η επιστροφή του, τη στιγμή που ο εργαζόμενος των 500 ευρώ φορολογείται από το πρώτο ευρώ πολύ περισσότερο ή το «κατοστάρικο» στη ΔΕΗ που μαρτυρά ότι δεν ξέρουμε αλήθεια που βρισκόμαστε, και πολλά άλλα. Το επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καλύτερος από τους άλλους δεν ενδιαφέρει πέραν ενός σημείου μια χώρα που έχει απελπιστική ανάγκη επιβίωσης και ανόρθωσης.
Το πρόβλημα δεν είναι πως θα περάσει μια κακή συμφωνία από τη βουλή και το κόμμα. (Για το τελευταίο άλλωστε, ορισμένα που ακούμε από την «αριστερή αντιπολίτευση», ότι οι διαφωνούντες δεν σκέφτονται να ρίξουν την κυβέρνηση, αλλά να πάνε σπίτι τους, σε περίπτωση συνθηκολόγησης, αν αληθεύουν, μάλλον θυμίζουν Πόντιο Πιλάτο παρά … Λένιν! Ελπίζουμε να είναι απλά κακοήθειες! Δυστυχώς, μέχρι τώρα, δεν έχουμε δει σπουδαία προετοιμασία, θεωρητική, πολιτική και πρακτική, για οποιαδήποτε «ρήξη» από τους υποτιθέμενους οπαδούς της, τις διάφορες μεγαλύτερες ή μικρότερες ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ όπως και της εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς. Διερωτάται κανείς μερικές φορές αν η πραγματική επιδίωξή τους είναι η αντιμετώπιση των δραματικών πορβλημάτων του ελληνικού λαού, ή η αναπαραγωγή του στελεχιακού τους δυναμικού. Να καταλαβαίνεις σε βάθος κάτι, σημαίνει και να ενεργείς. Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε στην αριστερή πλατφόρμα την ορθότατη εμμονή στον ρωσικό αγωγό του Λαφαζάνη, που δεν επαρκεί από μόνη της ως πρόγραμμα).
Μια κακή συμφωνία μπορεί ίσως να περάσει από τη Βουλή. Από τη ζωή δεν θα περάσει, όχι την Κωνσταντοπούλου, αλλά την πραγματικότητα της συνεχιζόμενης ύφεσης και αποσύνθεσης της χώρας.
Εθνική-κοινωνική ενότητα
Μια κακή συμφωνία θα βάλει τα θεμέλια για διάρρηξη της εθνικής-κοινωνικής ενότητας που πήγε να δημιουργηθεί υπό τους ΣΥΡΙΖΑ-Αν.Ελλ., θα μεγαλώσει τους κινδύνους ακόμα πιο μεγάλης εθνικής-κοινωνικής αποσύνθεσης, χάους, άτυπου εμφύλιου πόλεμου, θα εντείνει την πρωτοφανή μετανάστευση από τη χώρα του πιο εκπαιδευμένου και ενεργού δυναμικού της, θα αποτελέσει μια βαθιά ηθική ήττα του ελληνικού λαού.
‘Εχουμε διατηρήσει την εμφύλια ειρήνη και τη δημοκρατία στην Ελλάδα γιατί υπήρχε, δια του ΣΥΡΙΖΑ, μια λογική ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης των καταστρεφόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Η διάψευσή της εμπεριέχει τον κίνδυνο εμφυλιοπολεμικών, αυταρχικών και χαοτικών εξελίξεων, σύμφυτων όχι με κάποια πρόθεση, αλλά με την αντικειμενική λειτουργία ενός «προγράμματος Βαϊμάρης».
Η εθνική-κοινωνική ενότητα είναι ακόμα υπαρκτή, αλλά είναι τρωτή. Δεν στηρίχτηκε σε αξιόπιστο εθνικό πολιτικό σχέδιο και θεμελιώθηκε επί της αυταπάτης ότι θα μπορέσει εύκολα, «χωρίς αναταράξεις», ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει μια πολύ καλύτερη συμφωνία από τους εταίρους.
Υπάρχουν τρία κομμάτια στην ελληνική κοινωνία. ‘Ένα που υποστηρίζει την εθνική υποδούλωση και καταστροφή (οι πιστωτές, η ΕΕ, η Δύση υπεράνω όλων είναι το σύνθημά του). ‘Ένα δεύτερο, που αποτελείται από κοινωνικά στρώματα όπως οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, που έχουν βαριά τραυματισθεί, αλλά επιβιώνουν ακόμα και δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν αυτά που έχουν. Τρίτο, από στρώματα ήδη κατεστραμμένα, που δεν έχουν να χάσουν τίποτα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε το δεύτερο και το τρίτο κομμάτι, υποστηρίζοντας όμως ότι θα βρει εύκολα την ανώδυνη λύση, όχι βασιζόμενος σε σχέδιο που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά στις προσδοκίες και ψευδαισθήσεις της «μικροαστικής θάλασσας» της ελληνικής κοινωνίας, από την οποία προέρχεται άλλωστε και η μεγάλη πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών του. Τις κολάκεψε για να κερδίσει τις εκλογές, αντί να επιχειρήσει να ενώσει το έθνος γύρω από την ανάγκη να δώσει υπέρ πάντων αγώνα για τη σωτηρία του.
Αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε εκλογικά αφενός λόγω της πλήρους κατάρρευσης του αστικού πολιτικού κόσμου, αφετέρου λόγω της ικανότητας του Αλέξη Τσίπρα να υιοθετήσει ιδέες και συνθήματα που παρήχθησαν (και δεν μπορούσαν να παραχθούν παρά) εκτός του κόμματός του, όπως π.χ η κριτική των Δανειακών και Μνημονίων από μια εθνική σκοπιά, οι ιδέες της «Σπίθας» για το αγγλικό δίκαιο ως επίθεσης κατά της χώρας, άρα και για την ανάγκη υπεράσπισής της, για ένα αντμνημονιακό μέτωπο εθνικής-κοινωνικής σωτηρίας «από τον Καμμένο μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ» (σύνθημα που επίσης λάνσαρε η «Σπίθα»), ή με την «διακήρυξη Μίκη-Γλέζου» για τη σωτηρία των λαών της Ευρώπης, που έθεσε το ελληνικό ζήτημα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πέτυχε, λόγω και της ανικανότητας όλων των υπολοίπων, να «καναλιζάρει» σχεδόν όλο το αντιμνημονιακό κίνημα του 2010-12, τις σχεδόν «εξεγερσιακές» μαζικές διαδηλώσεις του, τα διάφορα κινήματα των «Αγανακτισμένων» κλπ. στο εκλογικό ποτάμι του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν όμως υιοθέτησε φραστικά τα καλύτερα συνθήματα και ιδέες όσων είδαν σε βάθος και ανέλυσαν την πραγματική λειτουργία των μνημονίων, χωρίς τα οποία δεν θα είχε γίνει κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ (και οι Αν.Ελλ) δεν αφομοίωσε το σκεπτικό τους, ούτε εξήγαγε τις συνέπειες αυτών των αναλύσεων. Σπατάλησε εποίσης δυόμισυ χρόνια που του χάρισε η ιστορία, χωρίς να κάνει την απαραίτητη τεράστια προετοιμασία, προγραμματική, νομική, διεθνή, γεωπολιτική, χωρίς να επιχειρήσει τον μετασχηματισμό του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι πολύ διαφορετικό, τη δημιουργία ευρύτατου κινήματος συνεταιρισμών και πολλά άλλα. ‘Ισως δεν μπορούσε. Αλλά δεν το προσπάθησε καν. ‘Οσο για την καθεαυτό κομματική γραφειοκρατία, όλων των αποχρώσεων και τάσεων, η άνοδος και προοπτική της εξουσίας την έκανε ακόμα λιγότερο κριτική και απολύτως αλλεργική σε οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση απόψεων. Απέδωσε εις εαυτήν μια πολιτική επιτυχία που έγινε παρά αυτήν και όχι εξαιτίας της.
Ο άξονας του ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίστηκε έτσι ανεπαίσθητα μετά το 2012 από τη διεκδίκηση της εθνικής-κοινωνικής απελευθέρωσης, με ότι αυτό συνεπάγεται, στην απλή διεκδίκηση μιας εκλογικής νίκης με νοοτροπία και «επικινωνιακή προσέγγιση» που ανταποκρινόταν στην προ-2010 εποχή. Δεν μπορεί να υπάρξει δυστυχώς καμία αριστερή ή μη αριστερή σοσιαλδημοκρατία σε περιβάλλον Βαϊμάρης, γιατί δεν υπάρχει πλεόνασμα αλλά μόνο φτώχεια προς διανομή.
Δεν έγινε επίσης σε βάθος αντιληπτό ότι η επίθεση στην Ελλάδα, το οικονομικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε δεν είναι μια παραφωνία, είναι η έναρξη μιας εποχής βαθύτατου μετασχηματισμού της Ευρώπης, κατεδάφισης των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων μετά το 1945, είναι η λογική εξέλιξη ενός συστήματος που αλλάζει, όχι μια παραξενιά. Ματαίως επιχείρησε ο κ. Βαρουφάκης να πείσει τους ομολόγους του ότι το πρόγραμμα είναι λάθος από κεϋνσιανής απόψεως. Το ξέρουν ήδη, το έχουν σχεδιάσει αυτοί που το επέβαλαν στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να είναι «λάθος». Το πρόγραμμα είναι σωστό για κάποιον που θέλει τη μισή τώρα και ολόκληρη αύριο την Ευρώπη τρίτο κόσμο, που θέλει να τερματίσει επιτέλους το ενοχλητικό «πείραμα» της δημοκρατίας ή να εμπεδώσει τη κυριαρχία μιας συμμαχίας διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και Γερμανίας σε όλη την ήπειρο, για κάποιον που θέλει να μετατρέψει την ΕΕ σε ολοκληρωτική δομή.
ΗΠΑ-Ισραήλ και γεωπολιτική
Στρατηγικής επίσης σημασίας ήταν οι εσφαλμένες ανομολόγητες προσδοκίες στη συνδρομή του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ εναντίον της Γερμανίας, ένα ιστορικών διαστάσεων σφάλμα που συνεχίζεται και σήμερα κι ας αποδεικνύει το ΔΝΤ, υπό δεσπόζουσα αμερικανική επιρροή το αντίθετο καθημερινά.
Δεν έχουμε ιδέα αν αυτό συνέβη, αλλά δεν μπορούμε και να αποκλείσουμε ότι από αυτή την κατεύθυνση διοχετεύθηκαν τεχνηέντως «πληροφορίες» που χρειαζόταν ψυχολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ για να στηρίξει την παντελώς αβάσιμη όπως απεδείχθη «αισιοδοξία». Πληροφορίες μάλιστα που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις προειδοποιήσεις που έδωσαν συνεχώς προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι πραγματικοί φίλοι της Ελλάδας και της αριστεράς, από την κορυφή του γερμανικού Λίνκε, εκ της θέσεώς τους σε πολύ καλύτερη θέση να εκτιμήσουν τις προθέσεις Μέρκελ.
Την «πάτησαν» άλλωστε ιστορικά έτσι, και στην Ελλάδα και διεθνώς, πολύ περισσότερο έμπειροι «αποδέκτες» παραπλανητικών πληροφοριών από τον ΣΥΡΙΖΑ. Προτιμάμε συνήθως να ακούμε ότι μας αρέσει, ότι έχουμε ανάγκη. Φυσικά δεν γνωρίζουμε αν τα πράγματα έγιναν έτσι, αλλά δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε.
Δεν πρέπει κανείς να είναι αντίθετος με την εκμετάλλευση τυχόν διεθνών αντιθέσεων, ούτε βέβαια και με συμβιβασμούς στα δευτερεύοντα προκειμένου να διασώσεις τα κύρια. ‘Άλλο όμως να εκμεταλλεύεσαι τις αντιθέσεις κι άλλο να σε εκμεταλλεύονται εκείνες! ‘Άλλο να κάνεις συμβιβασμούς κι άλλο να δίνεις χωρίς να παίρνεις! Δεν θέλουμε να γίνουμε προσβλητικοί, για αυτό δεν θα σχολιάσουμε την τυχόν ελπίδα ότι οι ΗΠΑ (ως σύνολο, δεν είναι μόνο ο Ομπάμα) ή το Ισραήλ του Νετανιάχου θα μπορούσαν ποτέ να εύχονται την επιτυχία μιας αριστερής κυβέρνησης
στην Ελλάδα!
Να σημειώσουμε επίσης στο σημείο αυτό, ότι η παρατηρούμενη ριζική στροφή της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, τουλάχιστο με τον τρόπο που γίνεται, προς την κατεύθυνση του άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ, μεταξύ άλλων με την ενθουσιώδη συμμετοχή της Αθήνας στον νέο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», δεν συνιστά μόνο εγκατάλειψη θεμελιωδών αξιακών αναφορών της αριστεράς και της Ελλάδας, αλλά συνεπάγεται και μεγάλους κινδύνους για τον πυρήνα των ελληνικών εθνικών συμφερόντων και για την μακροχρόνια πολιτική επιβίωση της αριστεράς. ‘Οσο για το μέλλον μας σε περίπτωση διάλυσης της ΕΕ ή αποχώρησης, ορισμένοι διεθνώς το φαντάζονται στα πλαίσια μια Μεσογειακής ‘Ενωσης υπό την αιγίδα ΗΠΑ και Ισραήλ. Είναι αυτό εθνική μας επιδίωξη; Το θέλουμε; Γιατί;
Δεν είναι απολύτως κατανοητό γιατί πηγαίνει ο Πρωθυπουργός στη Μόσχα για να διακηρύξει από το Κρεμλίνο προσήλωση στο ΝΑΤΟ, ούτε γιατί υποσχόμαστε ότι θα πάμε στις 9 Μαίου για να μην πάμε τελικά, κάτι πολύ χειρότερο από το να πούμε ευθύς εξαρχής ότι δεν πάμε. Δεν είμαστε οπαδοί αχρείαστων ρήξεων, αλλά η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, της αρέσει ή δεν της αρέσει, να εξετάσει ξανά το σύνολο των συμμαχιών της με αποκλειστικό κριτήριο ποιος είναι διατεθειμένος να βοηθήσει και ποιος καταστρέφει τη χώρα.
Στο παρόν άρθρο αναφερθήκαμε κυρίως στα ζητήματα της διαπραγμάτευσης και της ρήξης. Υπάρχει βέβαια και το επίσης κρίσιμο των ιδεών και προγραμματικών επεξεργασιών για μια κοινωνική-εθνική αναγέννηση της χώρας, που όφειλε να ξεκινάει από την κριτική ανάλυση της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας και της «κουλτούρας», του «επικοδομήματος» του καταρρεύσαντος ελληνικού «κλεπτοκρατικού καπιταλισμού». Η αριστερά, μέρος εν μέρει και αυτή, του συστήματος, όχι βέβαια με τη βαθιά εμπλοκή των κύριων αστικών και απολύτως διαφθαρεισών πολιτικών δυνάμεων, δεν βρήκε ακόμα το κουράγιο και τον τρόπο, σε καμιά από τις εκδοχές της, να αναλύσει σε βάθος το φαινόμενο, ούτε και να σκεφτεί καινούριες ιδέες. ‘Ολο κι όλο στο οποίο στηρίζονται οι οικονομολόγοι της είναι ο αυτοματισμός των αγορών. Φοβούμεθα ότι δεν θα λειτουργήσει.
Δεν γνωρίζουμε τι μπορεί και τι θέλει να κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και πόσο χρόνο έχει για να τα κάνει. Ελπίζουμε πάντως ότι θα βρει έστω και τώρα το κουράγιο μιας αναγκαίας μείζονος στρατηγικής αναθεώρησης και «σοβαροποίησης» σε όλα τα επίπεδα, χρησιμοποιώντας την τεράστια πίστωση πολιτικής εμπιστοσύνης που ακόμα διαθέτει και την τεράστια ελπίδα που έχει προκαλέσει διεθνώς, προετοιμαζόμενος για αυτό που πρέπει να κάνει και ζητώντας την ανανέωση της λαϊκής εντολής για να το κάνει. Αλλοιώς ο ελληνικός λαός θα χρειαστεί νέο υποκείμενο για να παλέψει, υπό ακόμα πιο δυσμενείς συνθήκες, για τη σωτηρία του.
31 Μαίου 2015-06-03
Konstantakopoulos.blogspot.com