Του Γιάννη Νικολόπουλου
1 Δεκεμβρίου 2020
Η Ολλανδία έχει την ατυχή “πολυτέλεια” να διαθέτει δύο ακροδεξιά κόμματα, με σημαντική όσο και φθίνουσα κοινωνική απήχηση και κρίσιμη τα τελευταία τέσσερα χρόνια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τόσο στα κεντρικά όσο και στα περιφερειακά νομοθετικά σώματα: την ισλαμοφοβική αντιμεταναστευτική ακροδεξιά του Γκερντ Βίλντερς με το “Κόμμα για την Ελευθερία” και την ευρωσκεπτικιστική αντιμεταναστευτική ακροδεξιά του 37χρονου Τιερί Μποντέ (φωτογραφία) με το “Φόρουμ της Δημοκρατίας”. Τις τελευταίες μέρες, το δεύτερο αυτό μόρφωμα έχει εισέλθει σε διαλυτική φάση και έχει ξεσπάσει μια πρωτοφανής εσωτερική κρίση, τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του και μόλις τέσσερις μήνες πριν από τις εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2021.
Όλα ξεκίνησαν την Κυριακή 22 Νοεμβρίου, όταν η σκληροπυρηνική πτέρυγα της νεολαίας του Φόρουμ αντάλλαξε εικόνες και μηνύματα ναζιστικού αντισημιτικού και ομοφοβικού περιεχομένου στους λογαριασμούς της οργάνωσης στο Διαδίκτυο, κυρίως στο Instagram και στο Whatsapp. Σε αυτά τα μηνύματα και ενώ δεν έχει κοπάσει στη χώρα ο θόρυβος από τη δολοφονία ενός 73χρονου συνταξιούχου ομοφυλόφιλου δασκάλου από “ομάδα εκδίκησης” νεαρών στο Άρνεμ στις 28 Οκτωβρίου, οι νεαροί ακροδεξιοί γράφουν: “Οι Εβραίοι έχουν οργανώσει διεθνή δίκτυα παιδοφιλίας και σπρώχνουν τις γυναίκες μας στην πορνογραφία” και “Ο Ναζισμός έχει δώσει το καλύτερο πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης δίνοντας και ένα μάθημα στους Εβραίους”.
Όσο και αν προσπάθησε το κεντρικό συμβούλιο του ακροδεξιού κόμματος να μαζέψει την κατάσταση, απέτυχε να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις και τις καθολικές αντιδράσεις που ξέσπασαν καταρχάς στο διαδίκτυο. Και εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο. Το “Φόρουμ για τη Δημοκρατία” γεννήθηκε εν πολλοίς ως πιστό αντίγραφο της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ το 2016 και ο Μποντέ μαζί με τα άλλα συνιδρυτικά μέλη της οργάνωσης λατρεύει τον ψηφιακό κόσμο και ειδικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου είναι υπερδραστήριος. Αυτό έγινε εν προκειμένω μπούμερανγκ.
Αρχικά καταβλήθηκε προσπάθεια οι όποιες ευθύνες να αποδοθούν αποκλειστικά στα πέντε μέλη της νεολαίας του κόμματος που χειρίζονταν τους εν λόγω λογαριασμούς και στον αναπληρωτή αρχηγό του κόμματος, Φρικ Γιάνσεν που είναι και ο υπεύθυνος για τις οργανώσεις νέων. Όμως η διαδικτυακή κατακραυγή εξώθησε τον ίδιο τον Μποντέ να ανακοινώσει την παραίτηση του από την αρχηγία του κόμματος, στις 23 Νοεμβρίου, δηλώνοντας συνάμα ότι δεν επρόκειτο να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής στις εκλογές της 17ης Μαρτίου. Σχεδόν αμέσως ανακάλεσε και όλα αυτά διαδραματίζονταν στο διαδίκτυο, κυρίως στο Twitter, όπου ο Μποντέ ανεβοκατέβαζε αναρτήσεις με φρενήρη και παραλογισμένο ρυθμό, αν και τα μέλη του κόμματος “αποφάσιζαν” διαδικτυακά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι ο 37χρονος ιστορικός και δημοσιογράφος δεν ήταν πλέον αρχηγός του κόμματος για να εκφέρει άποψη περί του κόμματος ή της δικής του θέσης μέσα σε αυτό.
Η καταιγίδα ξέσπασε. Την επόμενη μέρα, ο 76χρονος δικηγόρος, Τέο Χίντεμα και ο 65χρονος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου, Πωλ Κλίτερ, που είναι και ο πνευματικός πατέρας του Μποντέ, παραιτήθηκαν από μέλη του κόμματος διατηρώντας ως ανεξάρτητοι τις θέσεις του βουλευτή και του γερουσιαστή, αντίστοιχα, απαιτώντας την επαναφορά του Μποντέ στην αρχηγία του κόμματος. Σχεδόν αμέσως τους ακολούθησαν μέλη του κόμματος και περιφερειακά στελέχη που κατέχουν βουλευτικές έδρες στο Άμστερνταμ, τα οποία δήλωσαν την ανεξαρτητοποίηση τους, έως ότου επανέλθει ο Μποντέ στην ηγεσία.
Η πρόκληση της ομάδας Μποντέ δεν έμεινε αναπάντητη από τα στελέχη βάσης που θεωρούν πια “γραφικό” και “επικίνδυνο” τον βαλλονικής καταγωγής ακροδεξιό, όχι απαραίτητα λόγω των ιδεών του, αλλά λόγω της αντίληψης περί συγκεντρωτικής ηγεσίας που είχε. Έτσι, στο Οφεράισελ και το Ζβόλε, στη βορειοανατολική Ολλανδία, τα τέσσερα τοπικά στελέχη που κατέχουν περιφερειακές βουλευτικές έδρες ανεξαρτητοποιήθηκαν και ίδρυσαν δικό τους κόμμα, στο διαδίκτυο πάντα, καταγγέλλοντας “το κόμμα-τσίρκο ενός κάποιου κυρίου Μποντέ που μας έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στην κοινωνία”. Την Παρασκευή το βράδυ, 27 Νοεμβρίου, η αποσκίρτηση στελεχών στις πιο δημοφιλείς για το Φόρουμ περιφέρειες ολοκληρώθηκε με το Φλέβολαντ, όπου όλα τα τοπικά στελέχη αποχώρησαν διαμαρτυρόμενα “για την ανικανότητα του Μποντέ να επιλύσει την κρίση”. Στο πλευρό τους έχουν και τη γενική γραμματέα του κόμματος, την 50χρονη Άστριντ Ντε Γκρουτ που εξαπέλυσε, και αυτή στο Twitter, προσωπική επίθεση στον Μποντέ “για τον τρόπο που εννοεί την ηγεσία σε μια περίοδο κρίσης”.
Μόνο ένας από όσους παραιτήθηκαν από το Φόρουμ, ο 73χρονος γερουσιαστής Μπομπ φαν Πάρερεν υποστήριξε ότι φεύγει από το κόμμα επειδή “το κόμμα δεν τηρεί αποστάσεις από τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τον ναζισμό και από τη στιγμή που δεν το κάνει αυτό, δεν μπορώ να παραμένω γερουσιαστής του”. Όλα αυτά πάντα στο Τwitter.
Πίσω όμως από αυτήν την τραγελαφική κατάσταση υποκρύπτεται η μακροχρόνια συνεργασία του Μποντέ με ναζιστικά στοιχεία, τα οποία ο ίδιος έχει στρατολογήσει εν γνώσει του στο κόμμα, πάντα και κυρίως μέσω διαδικτύου. Τον περασμένο Απρίλιο η ανάλογη “τυχαία” ανάρτηση μιας σβάστικας στο Instagram προκάλεσε την προσωπική παρέμβαση του Μποντέ, προκειμένου να μην επιβληθούν κυρώσεις στους νεολαίους του κόμματος που έχουν την ευθύνη για το διαδίκτυο και την επικοινωνία.
Τα πραγματικά αίτια όμως της διαλυτικής κρίσης στο “Φόρουμ της Δημοκρατίας” είναι βαθύτερα. Ο Μποντέ κατηγορείται για ακραίο και “αντιδημοκρατικό” συγκεντρωτισμό ήδη από το 2017, ενώ την ίδια ώρα του χρεώνονται αλλοπρόσαλλες πολιτικές επιλογές που έχουν δυσαρεστήσει ψηφοφόρους και μέλη, όπως για παράδειγμα η τακτική συνεργασία με την κυβέρνηση Ρούτε στα νομοσχέδια που εγκρίνει η γερουσία και με τις τέσσερις ψήφους του Φόρουμ και έχουν έντονο αντικοινωνικό άρωμα, π.χ. σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Ταυτόχρονα και ενώ ο Μποντέ διατυμπάνιζε ότι έσερνε την κυβέρνηση σε αντιμεταναστευτική γραμμή σε ό,τι αφορά τους εργάτες και τους εργαζόμενους από την Ανατολική Ευρώπη και την Ασία, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι οι ψηφοφόροι του Φόρουμ αποφάσιζαν να ψηφίσουν Ρούτε και όχι Μποντέ στις επόμενες κάλπες, όποτε κι αν αυτές στήνονταν.
Ο εσωτερικός και διαδικτυακός κανιβαλισμός των ακροδεξιών του Φόρουμ είχε αναβληθεί εδώ και μήνες, από τη στιγμή μάλιστα που το κόμμα επεδείκνυε διόλου τυχαία ένα διπλό πρόσωπο στα ζητήματα της πανδημίας τεκμηριώνοντας εντέλει και την κριτική από την ολλανδική Αριστερά για τον ποιον εξυπηρετούσαν αυτές οι επιλογές και οι αποφάσεις: υπερψήφιζε με χέρια και με πόδια τα λοκντάουν σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο και κατόπιν τα μέλη του έγραφαν στο διαδίκτυο ότι ο κορονοϊός είναι συνωμοσία και καλούσαν τους πολίτες να μην υπακούσουν στις εντολές και τις οδηγίες της κυβέρνησης και των περιφερειακών διοικήσεων.
Εν κατακλείδι, το ακροδεξιό “Φόρουμ για τη Δημοκρατία” έχει φτάσει σε σημείο πολιτικής και οργανωτικής εξαφάνισης επειδή οι κάλπες της 17ης Μαρτίου πλησιάζουν και οι περισσότεροι παράγοντες του κόμματος αναζητούν εν μέσω πανδημίας ένα σωσίβιο πολιτικής και κοινοβουλευτικής επιβίωσης. Ο Μποντέ πίστευε ότι θα το έβρισκε και από τους ναζιστές, άλλοι έχουν ήδη αλληθωρίσει προς την “ψύχραιμη” κεντροδεξιά του Μαρκ Ρούτε και του Λαϊκού Κόμματος που τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Εξάλλου, τα περισσότερα στελέχη του Φόρουμ από εκεί προέρχονταν προτού προσχωρήσουν καιροσκοπικά στις εξαλλοσύνες της ακροδεξιάς και του διαδικτύου, ναζιστικές, αντιμεταναστευτικές, ξενόφοβες και μισαλλόδοξες.
Πηγή: kosmodromio.gr