Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Σοβαρές επιφυλάξεις, αν όχι θυμηδία, προκάλεσε η “γνωμάτευση” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της αγοράς ασφαλίστρων αντιστάθμισης κινδύνου (CDS) και της μεγάλης ανόδου των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών την περασμένη άνοιξη.
Με άλλα λόγια, ήρθε η Κομισιόν και μας είπε ότι, αίφνης, η Goldman Sachs, που μαγείρευε τα ελληνικά στοιχεία και ήταν ένας από τους κύριους συμβούλους της ελληνικής κυβέρνησης για τη διαχείριση του χρέους και τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν ήξερε τι γινότανε στην Ελλάδα, το κατάλαβε ξαφνικά και τίναξε, μαζί με τις συναδέλφους της, τα επιτόκια στον ουρανό.
Τελείως τυχαία διάλεξε τον προεκλογικό Σεπτέμβριο του 2009 για να δημιουργήσει κονσόρτσιουμ 12 τραπεζών που άνοιξαν λογαριασμό χρεωκοπίας της Ελλάδας στην αγορά CDS, μια αγορά που η Κομισιόν και οι άλλοι αρμόδιοι διεθνείς θεσμοί έχουν επιτρέψει να λειτουργεί χωρίς καμία ρύθμιση και σε πλήρη αδιαφάνεια. ¨Οσο για τους Σόρος, Πόλσον και δεν συμμαζεύεται, οι συναντήσεις των οποίων έγιναν γνωστές από τον τύπο, προφανώς αντήλασαν ανέκδοτα και αστειάκια.
Αν κάτι μοιάζουν να υποδεικνύουν τα συμπεράσματα της έρευνας, είναι αυτό που ήδη γίνεται απολύτως σαφές σε μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων πολιτών: ότι η ΕΕ, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός κεντρικών τραπεζών, κυβερνήσεων, πολιτικών και media εκφράζουν όχι τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά τις μεγάλες διεθνείς τράπεζες και τους πάσης φύσεως κατόχους χρηματιστικού κεφαλαίου. Η αμερικανική μάλιστα Goldman Sachs είναι η πρωτοπόρος, αφού “έχωσε” τους ανθρώπους της σε όλα τα κρίσιμα πόστα του ευρωπαϊκού τραπεζικού οικοδομήματος, περιλαμβανομένου του ¨Οτμαρ Ϊσσινγκ, εκ των αρχιτεκτόνων του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος.
Σαράντα χρόνια αποφορολόγησης, απορρύθμισης, απελευθέρωσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, “εισοδισμού” στο πολιτικό σύστημα, οδήγησε στη δημιουργία ενός τέρατος, μιας γιγαντιαίας φούσκας χρήματος και κερδών, που δεν ανταποκρίνεται σε παραχθέντα ή προεξοφλούμενα υλικά αγαθά, και με το οποίο καμιά πολιτική εξουσία δεν είναι πια σε θέση να τα βάλει, αν υποθέσουμε ότι το θέλει. Μη δυνάμενο να απειληθεί, κινδυνεύει να γίνει μήτρα ολοκληρωτισμού, πολέμου ή αποσύνθεσης μέσα στο χάος των κοινωνιών μας. Ακόμα κι ο Ομπάμα, που επιχειρεί να εφαρμόσει κάποια ίχνη κευνσιανισμού, μοιάζει οικτρά αδύναμος μπροστά στο τέρας: παρέτεινε προ ημερών τις φοροαπαλλαγές των υπερπλούσιων.
Η ΕΕ θα μπορούσε να τα βάλει μαζί του αν γινόταν αληθινή πολιτική ένωση, και όχι ένωση των τραπεζών, όπως είναι σήμερα. Αυτό θα σήμαινε αλλαγή μοντέλου, πρόγραμμα ευρωπαϊκών επενδύσεων, επαναρρύθμιση και επαναφορολόγηση κεφαλαίων, εξωτερικός προστατευτισμός. Χωρίς αυτά, με καταλύτη τις επιθέσεις στη μία μετά την άλλη χώρα (ήδη προστίθεται το Βέλγιο στον κατάλογο των υποψηφίων, αρχίζουν οι πρώτοι ψίθυροι για τη Γαλλία, ανεβαίνουν τα γερμανικά επιτόκια και πέφτουν οι γερμανικές εξαγωγές) και στη βάση της αρχής των συγκοινωνούντων δοχείων, σε συνθήκες ελεύθερου παγκόσμιου ανταγωνισμού, η Ευρώπη οδηγείται στον τρίτο κόσμο, με εξίσωση προς τα κάτω των οικονομικών, κοινωνικών, οικολογικών στάνταρτς. Θα χρειαζόντουσαν πολιτικοί σεισμοί για να αλλάξει πορεία και, επί του παρόντος, δεν υφίστανται τα υποκείμενα. Βεβαίως η κατάσταση μπορεί να αλλάξει με απρόβλεπτο τρόπο, όταν η καταστροφή μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων και ολόκληρων κρατών περάσει ένα κρίσιμο σημείο.
Η πρόταση Γιουνκέρ για τα ευρωομόλογα δεν θα έλυνε ασφαλώς το πρόβλημα, αφού θα εξακολουθούσαν να δρουν οι μακροχρόνιοι παράγοντες που τροφοδοτούν την τάση μετανάστευσης της παραγωγής σε ζώνες χαμηλού κόστους. Αλλά θα συνιστούσε τουλάχιστο ανακουφιστική ένεση, επιβράδυνση της δίνης της κρίσης χρέους.
Η Γερμανία όμως δεν θέλει να βάλει το χέρι στην τσέπη. Θέλει, αντίθετα, να χρησιμοποιήσει τα πλεονάσματά της για να αγοράσει ότι αξίζει στην Ευρώπη, κατοχυρώνοντας την οικονομική κυριαρχία της και εντείνοντας την αποικιοποίηση της ευρωπαικής περιφέρειας. Αλλά έτσι παροξύνει την κρίση και υπονομεύει την πολιτική της ηγεμονία στην Ευρώπη. Το πιθανότερο είναι ότι, όπως έπραξε με την Ελλάδα, θα παρέμβει μόνο στο και πέντε και με τέτοιο τρόπο, που δεν θα έχει και σπουδαίο όφελος.
Η γερμανική ελίτ μοιάζει όμηρος των επιλογών που έκανε και η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι τις έκανε αυτές τις επιλογές ακριβώς για να απαλλαγεί κάποτε από τον μακροχρόνιο ζυγό των ΗΠΑ. Αποδέχθηκε πλήρως τον αγγλοαμερικανικό καπιταλισμό-καζίνο και τους κανόνες του, ξεχνώντας ότι κανείς πελάτης δεν κέρδισε ποτέ τον ιδιοκτήτη του καζίνου. Και θέλοντας όλα τα πλεονεκτήματα, αλλά καμμιά από τις ευθύνες της Ευρώπης στέλνει πιθανώς την ευρωπαική περιφέρεια στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον, ίσως, ποιος ξέρει, και του Πεκίνου αύριο.
Δησιεύτηκε στον Κόσμο του Επενδυτή, 11.12.2010