Τεστ αντοχής για τα ακρωτηριασμένα συστήματα υγείας

Της Κορίνας Βασιλοπούλου

14 Μαρτίου 2020

«Αποφασίζουμε ανάλογα με την ηλικία και την κατάσταση της υγείας, όπως στις καταστάσεις πολέμου. Καθώς, δυστυχώς, υπάρχει δυσαναλογία στους νοσοκομειακούς πόρους ανάμεσα στις κλίνες των μονάδων εντατικής νοσηλείας και τους ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση, δεν μπορούν όλοι να διασωληνωθούν. Εάν ένας άνθρωπος ανάμεσα στα 80 και τα 95 πάσχει από σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, είναι πιθανό να μην το προσπαθήσουμε».

Σοκαριστικά ήταν όσα είπε στην ιταλική Corriere della Sera ένας εντατικολόγος του Μπέργκαμο, ο Κριστιάν Σαλαρόλι. Οι ελλείψεις στη δημόσια υγεία αναγκάζουν τους γιατρούς να εφαρμόσουν ένα άτυπο σύστημα ευγονικής: Θα βοηθήσουμε όσους έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν. Οι άλλοι… αν και όσο αντέξουν.

Ενα εξίσου δύσκολο και ζοφερό σκηνικό περιγράφει στη γαλλική Liberation και η «Αννα», ειδικευόμενη γιατρός σε νοσοκομείο του Μιλάνου: «Οι ασθενείς από τον κορονοϊό καταλαμβάνουν όλες σχεδόν τις κλίνες στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Κι αυτό είναι πρόβλημα για άλλα επείγοντα περιστατικά. Ενας πολυτραυματίας ή κάποιος που έχει πάθει έμφραγμα δεν θα μπορεί να χειρουργηθεί λόγω έλλειψης θέσεων».

Σε ολόκληρη την Ιταλία, ο συνολικός αριθμός των θέσεων στις μονάδες εντατικής θεραπείας είναι 5.395. Η απλή αριθμητική δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αισιοδοξία, καθώς τα κρούσματα ξεπερνούν τις 15.000 και οι νεκροί τους 1.000.

Χρειάστηκε να προκύψει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως η επιδημία του κορονοϊού για να αποδειχτεί σε όλο του το μεγαλείο αυτό που φωνάζουν εδώ και χρόνια διάφοροι «πολύ» ή «λιγότερο» αριστεροί: Τα μνημόνια βλάπτουν σοβαρά την υγεία.

Οι πολιτικές της λιτότητας, για να ακριβολογούμε, μια και η Ιταλία δεν πέρασε, επίσημα τουλάχιστον, από μνημόνιο. Οι αδυναμίες όμως του δημόσιου συστήματος υγείας, ακόμα και στον πλουσιότερο Βορρά, είναι εμφανείς.

Η Ιταλία δαπανά μόνο το 6,8% του ΑΕΠ της για την υγεία, πολύ πίσω από χώρες με «ζηλευτό» δημόσιο σύστημα υγείας όπως η Γαλλία (11,5%) και η Βρετανία (9,6%) και όταν το 2012 οι δαπάνες για την υγεία ήταν σχεδόν τρεις μονάδες πάνω (9,2%).

Ιταλία, Ισπανία

Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ελλείψεις, ο υπουργός Υγείας Ρομπέρτο Σπεράντσα δήλωσε ότι γίνονται ενέργειες για να αυξηθούν κατά 50% οι θέσεις στις μονάδες εντατικής θεραπείας, να διπλασιαστεί ο αριθμός των κλινών στις πτέρυγες μολυσματικών ασθενειών και να προσληφθούν άμεσα 20.000 γιατροί και νοσηλευτές, καθώς και να μεταφερθεί ιατρικό προσωπικό από τις ένοπλες δυνάμεις και τις λιγότερο πληγείσες περιοχές στην «κόκκινη ζώνη». Αναμένοντας δε την ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη» απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή υγειονομική κρίση, προς το παρόν εισάγει μάσκες και άλλα απαραίτητα ιατρικά υλικά από την Κίνα.

Δύσκολα τα πράγματα και στην Ισπανία, που επίσης υποβλήθηκε σε ένα άτυπο μνημόνιο. «Η Μαδρίτη έρχεται αντιμέτωπη με την επέλαση του ιού με ένα κορεσμένο σύστημα υγείας», σημείωνε την Τρίτη η El Pais. Xθες Παρασκευή, η χώρα μετρούσε πάνω από 3.700 κρούσματα και 84 νεκρούς. Στην ισπανική πρωτεύουσα πάντως γίνεται ειδική αναφορά όχι μόνο γιατί στην ευρύτερη περιφέρειά της εντοπίζονται περίπου τα μισά κρούσματα της επικράτειας, αλλά και γιατί τα χρόνια της κρίσης έγινε το κατεξοχήν εργαστήρι νεοφιλελεύθερων πειραμάτων όχι μόνο από την κεντρική κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι, αλλά και από τις τοπικές διοικήσεις που αποδείχθηκαν βασιλικότερες του βασιλέως.

«Η Μαδρίτη (περιφέρεια) έχει 33 δημόσια νοσοκομεία και 50 ιδιωτικά, σύμφωνα με την εθνική λίστα νοσοκομείων», διαβάζουμε στην El Pais. «Μεταξύ 2010 και 2018», συνέχιζε η ισπανική εφημερίδα, «ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά σχεδόν μισό εκατομμύριο άτομα, ενώ παράλληλα το υγειονομικό προσωπικό μειώθηκε κατά 3.300 άτομα, σύμφωνα με την Υγειονομική Υπηρεσία της Μαδρίτης (Sermas)».

Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ανακοίνωσε προχθές ότι θα διοχετεύσει 2,8 δισ. ευρώ στις αυτόνομες περιφέρειες της χώρας για την αντιμετώπιση αυτής της έκτακτης υγειονομικής ανάγκης. Στο μεταξύ, χθεσινό ρεπορτάζ της El Pais επισήμαινε τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν έλλειψη τα νοσοκομεία της χώρας σε μάσκες και αναπνευστήρες, όχι τόσο λόγω έλλειψης χρημάτων όσο εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης στη διεθνή αγορά.

«Επιστράτευση» γιατρών

«Ο κορονοϊός θα ξεσκεπάσει ωμά τις συνέπειες μιας δεκαετίας περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες», σημείωνε πρόσφατα η αρθρογράφος της Guardian, Πόλι Τόινμπι. «Μέχρι τώρα, οι Τόρις κέρδιζαν ξανά και ξανά παρά τη βαθύτατη λιτότητα, πιστεύοντας ότι ο περισσότερος κόσμος το μεγαλύτερο διάστημα δεν ξέρει τίποτα για τις περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες τις οποίες δεν χρησιμοποιεί ή δεν μπορεί να δει».

Η Πόλι Τόινμπι επικαλείται άρθρο του Τιμ Κουκ, γιατρού σε μονάδα εντατικής θεραπείας που είχε δημοσιευτεί πάλι στην Guardian. Στο άρθρο του με τίτλο «Tο ΕΣΥ δεν είναι προετοιμασμένο/έτοιμο για την κρίση του κορονοϊού» σημείωνε τις ελλείψεις σε κλίνες, προσωπικό και εξοπλισμό που αντιμετωπίζουν οι βρετανικές ΜΕΘ.

Ο Βρετανός γιατρός ανέφερε ότι σύμφωνα με πανευρωπαϊκά στοιχεία του 2012 -και τα οποία είχαν διαφοροποιηθεί ελάχιστα το 2017, όπως εξηγούσε- η χώρα του ερχόταν 24η ανάμεσα σε 31 χώρες της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τον αριθμό των θέσεων στις ΜΕΘ: συνολικά 4.100 κλίνες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και αυτές των μονάδων αυξημένης φροντίδας.

«Καθώς ο ιός εξαπλώνεται, τα νοσοκομεία θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδια φροντίδας για τους βαριά νοσούντες, να πάρουν περισσότερο προσωπικό και να αναβάλουν τα χειρουργεία ρουτίνας», συμβούλευε ο Κουκ.

«Η Βρετανία έχει μειώσει τις νοσοκομειακές κλίνες της κατά σχεδόν 160.000 από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οπότε οι γιατροί άρχισαν να μειώνουν τον χρόνο νοσηλείας και να προσπαθούν να ελαττώσουν την ανάγκη για νοσοκομειακή φροντίδα, στο πλαίσιο ανάλογων προσπαθειών ανά την Ευρώπη», ανέφερε πρόσφατο άρθρο των New York Times.

«Σήμερα όμως», συνέχιζε η αμερικανική εφημερίδα, «η Βρετανία είναι η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη με τις λιγότερες κατά κεφαλήν νοσοκομειακές κλίνες, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Επί του πρακτέου; Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωσε μεταξύ άλλων πως θα επιστρατεύσει γιατρούς που έχουν βγει στη σύνταξη στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδίου καταπολέμησης του ιού που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα, χωρίς όμως να δώσει λεπτομέρειες για το πώς θα λειτουργήσει αυτό το μέτρο.

Κατά τα άλλα, στο προχθεσινό του διάγγελμα ο Βρετανός πρωθυπουργός είπε ωμά ότι «πολλές οικογένειες θα χάσουν πρόωρα τους αγαπημένους τους», ενώ αρνήθηκε να κλείσει τα σχολεία και ορισμένους δημόσιους χώρους, όπως κάνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στον αντίποδα -για να του αναγνωρίσουμε και κάτι θετικό- ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στο διάγγελμα της Πέμπτης ανακοίνωσε σειρά προληπτικών μέτρων και σε αντίθεση με την ώς τώρα νεοφιλελεύθερη πορεία του δήλωσε πως «η κυβέρνηση θα κινητοποιήσει όλα τα απαραίτητα οικονομικά εργαλεία προκειμένου να φροντίσει τους ασθενείς και να σώσει ζωές, όσο κι αν κοστίσει».

ΗΠΑ-Τραγικές ελλείψεις

Και αν αυτά συμβαίνουν εις τας Ευρώπας, όπου παρά τη λαίλαπα της λιτότητας εξακολουθεί να υπάρχει ένα δημόσιο σύστημα υγείας με τις όποιες ελλείψεις του, ας αναλογιστούμε τι μπορεί να σημαίνει η επιδημία του κορονοϊού για μια χώρα με κατά κύριο λόγο ιδιωτικό σύστημα όπως οι ΗΠΑ.

Ενας από τους λόγους που η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς συσπείρωσε γύρω της πολύ κόσμο είναι το αίτημα για ένα δημόσιο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προσβάσιμο σε όλους. Αυτό, πολύ καιρό πριν η επιδημία του κορονοϊού χτυπήσει και τις ΗΠΑ και ξεγυμνώσει όχι μόνο την ανικανότητα της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό υγειονομικό ζήτημα, αλλά και τη γενικότερη αδυναμία του συστήματος με τη σημερινή του μορφή να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά μια τέτοια κρίση.

Ελλείψεις σε διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό, σε απολυμαντικά και μάσκες, απαγορευτικό κόστος του τεστ για τους ανασφάλιστους (1.000 ευρώ) είναι μερικά μόνο από τα πρώτα δείγματα των προβλημάτων που προκύπτουν σε μια κατά τα άλλα «Μεγάλη Αμερική», όπως διατείνεται στα συνθήματά του ο Ντόναλντ Τραμπ.

Αρθρο της Huffington Post προειδοποιούσε για τον κίνδυνο να δοκιμαστούν σοβαρά οι αντοχές των αμερικανικών νοσοκομείων από την επιδημία του κορονοϊού, εξηγώντας ότι το επίπεδο της «κόπωσης» θα εξαρτηθεί από το πόσοι θα ασθενήσουν συνολικά και πόσων η κατάσταση θα είναι τόσο σοβαρή ώστε να απαιτεί νοσηλεία.

Απόδειξη του πόση σημασία δίνει η κυβέρνηση Τραμπ στη δημόσια υγεία είναι η περικοπή του προϋπολογισμού για τα Κέντρα Ελέγχου Ασθενειών (CDC) πριν από δύο χρόνια. Πράγμα που «ελλείψει ενός ισχυρού δικτύου ασφαλείας ή ενός καθολικά προσβάσιμου συστήματος υγείας μάς έχει στερήσει πολύτιμους πόρους για την αντιμετώπιση νέων παθογενειών», λέει ο επόπτης Δημόσιας Υγείας του Ντιτρόιτ, Αμπντούλ Ελ Σαΐντ.

«Οταν επενδύουμε σε δημόσια αγαθά» κρατάμε τον κόσμο ασφαλή σε πραγματικό χρόνο», σχολιάζει ο επόπτης. «Οταν τα παραμελούμε, συμβαίνουν άσχημα πράγματα».

«Διδακτικό» για τις ΗΠΑ και την κυβέρνηση Τραμπ ήταν πρόσφατο άρθρο γνώμης της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz. «Η αντίθεση ανάμεσα στη δυσλειτουργία του αμερικανικού συστήματος υγείας και της σχετικά γρήγορης ανταπόκρισης του δημόσιου συστήματος του Ισραήλ είναι εντυπωσιακή», σημείωνε το άρθρο, προσθέτοντας:

«Οι ΗΠΑ που διαθέτουν πολλούς από τους κορυφαίους επιδημιολόγους και γιατρούς στον κόσμο δεν στάθηκαν ικανές να εντοπίσουν, να προλάβουν και να ελέγξουν την επιδημία. (…) Το γεγονός ότι οι άνθρωποι που υποψιάζονται πως ίσως έχουν μολυνθεί από τον ιό θα πρέπει να πληρώσουν από την τσέπη τους για το διαγνωστικό τεστ και ενδεχομένως για τη θεραπεία τους είναι ουσιαστικά αδιανόητο για τους Ισραηλινούς. Είναι όμως μια πραγματικότητα στις ΗΠΑ, τουλάχιστον κατά τις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας».

Για κλείσιμο θα παραθέσουμε τον επίλογο του εξαιρετικού άρθρου της Πόλι Τόινμπι στην Guardian:

«Αν αυτή η επιδημία φτάσει στην κλίμακα επικινδυνότητας για την οποία μας προειδοποιεί η Υγειονομική Υπηρεσία της Αγγλίας, τότε οι πολιτικοί που άφησαν τη χώρα τόσο ανυπεράσπιστη θα πρέπει να αναμένουν μπελάδες. Οι ψηφοφόροι θα σοκαριστούν όταν ανακαλύψουν πόσο έχουν αποψιλωθεί τα πράγματα που θεωρούσαν δεδομένα, καθώς κι ότι η κυβέρνηση ίσως να μην είναι πλέον σε θέση να κρατήσει ασφαλείς τους πολίτες της». Ισχύει και εκτός Βρετανίας.

Πηγή: www.efsyn.gr