ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
στο ομώνυμο βιβλίο του Κώστα Λάμπιου από τις εκδόσεις Κουκκίδα
Το βιβλίο αυτό του Κώστα Λάμπου, «Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας», που κρατάτε στα χέρια σας, όπως και τα υπόλοιπα που έγραψε τα τελευταία χρόνια, διακρίνεται, πριν από όλα, για ένα αναμφισβήτητο και πολύ σημαντικό προσόν. Ξαναγυρνάει τη συζήτηση στα πιο θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνίας και του πολιτισμού μας, αυτά που επιδιώκεται λυσσωδώς στην εποχή μας να μη συζητιούνται, να θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα, και ασφαλώς να μην τίθενται σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Κεντρικό ανάμεσά τους ο θεσμός της Ατομικής Ιδιοκτησίας, ιδιαίτερα των μέσων παραγωγής, από τους βασικότερους της σημερινής κοινωνικής μας οργάνωσης και της κουλτούρας που τη συνοδεύει.
Τέτοια θέματα έχουν τεθεί εκτός δημοσίου διαλόγου, αλλά και εκτός επιστημονικής έρευνας, σε μεγάλο βαθμό. Τα πανεπιστήμια διεθνώς βρίσκονται τώρα στον αντίποδα του αναγεννησιακού προτύπου της επιστήμης. Παράγουν πλήθη «εξειδικευμένων ηλιθίων», που γνωρίζουν πολύ καλά πώς να λύνουν συγκεκριμένα προβλήματα, αλλά καλούνται να θεωρούν αξιωματικά δεδομένες τις βάσεις του διαβήματός τους και οπωσδήποτε δεν έχουν ούτε τη διάθεση ούτε την ικανότητα και τη δυνατότητα να συνθέσουν τις παραγόμενες γνώσεις ή να ελέγξουν τη χρήση των τεχνικών στις οποίες συμβάλλουν.
Ο καπιταλισμός, μέσα στα πολλά κακά του, είχε τουλάχιστον ένα καλό – προήγαγε την αντίθεση και επομένως την «αλήθεια» που ο Ζαν Ζορές έλεγε ότι «είναι στην αντίθεση». Σήμερα το οικονομικό σύστημα εξελίσσεται προς μια νέα, μεταμοντέρνα «φεουδαρχία», που έχει απομακρυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από το μοντέλο του «ανταγωνισμού μεμονωμένων παραγωγών» και διακρίνεται από τη χωρίς ιστορικό προηγούμενο υπερσυγκέντρωση παγκόσμιας οικονομικής (και επίσης πολιτικής, στρατιωτικής και διανοητικής) ισχύος σε μια φούχτα μεγάλες τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Η οικονομική πραγματικότητα αντανακλάται και στο πνευματικό επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ατροφία ιδεών και την παραγωγή σε μαζική κλίμακα νέων επιστημονικών γνώσεων που κανείς δεν συνθέτει – ή μάλλον τις συνθέτουν πιθανότατα και τις χρησιμοποιούν, οπωσδήποτε για κακό μας, τα μυστικά «ιερατεία» του σύγχρονου κόσμου, που έχουν τη δύναμη και την ικανότητα να διαστρεβλώσουν ακόμα και ένα εν δυνάμει φανταστικό εργαλείο ενημέρωσης και δημοκρατίας όπως το Ίντερνετ, μετατρέποντάς το σε εργαλείο σύγχυσης και παραπλάνησης (προηγήθηκε η χρήση της ιδιωτικής τηλεόρασης ως βασικού εργαλείου αποβλάκωσης).
Είναι πολύ φυσικό σε παρόμοιες συνθήκες ακόμα και οι περισσότεροι «ειδικοί», όπως θα έπρεπε να είναι οι απόφοιτοι των κοινωνικών, οικονομικών ή νομικών σχολών των πανεπιστημίων μας, να μην έχουν ποτέ σκεφτεί με όρους ιστορικούς το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Ακόμα κι όταν η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία δεν μπορεί να αποφύγει την αναφορά σε «εξισωτικούς» διανοητές του παρελθόντος, κάνει ό,τι μπορεί για να τους παρουσιάσει ως είδος «νεκρής φύσης».
Φαντάζομαι πως οι «ειδικοί» αυτοί, όπως και όλοι μας, που θεωρούμε τόσο αυτονόητο τον παρόντα κόσμο, με την ιδιοκτησία και τον καταναλωτισμό του, θα εκπλήσσονταν πολύ και δεν θα καταλάβαιναν πώς γίνεται η γλώσσα ενός κατεξοχήν «συλλογικού» λαού όπως οι Εβραίοι να μη διαθέτει το ρήμα έχω. Ή ότι στα ρώσικα υπάρχει μεν το έχω, σπανίως όμως χρησιμοποιείται. Σ’ αυτή τη γλώσσα, η έννοια έχω σχηματίζεται κατά λέξη από την έκφραση σ’ εμένα υπάρχει (ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι, κτλ.). Εδώ η γλώσσα αντανακλά μια κοινωνική συνείδηση στην οποία η ιδιοκτησία είναι περιορισμένη, χρηστική και σχετική, είναι η απόδοση ενός αντικειμένου από την κοινωνία σε κάποιον που το έχει ανάγκη, δεν έχει την απόλυτη έννοια ότι «άπαξ και το κατέχω, το κατέχω καθ’ ολοκληρίαν, δεν έχω να εξηγήσω σε κανέναν την προέλευση αυτής της κτήσης και μπορώ να χρησιμοποιήσω το κτήμα μου όπως θέλω, ακόμα και να το καταστρέψω».
Θα εκπλήσσονταν επίσης αυτοί οι «ειδικοί» αν κάποιος τους έλεγε ότι στη Δύση η σφαίρα της Οικονομίας ελεγχόταν, έως πριν από δύο έως τρεις αιώνες, από τη σφαίρα της Ηθικής. Ότι μπορούσε ο Άγιος Αυγουστίνος, λόγου χάρη, να διαπραγματεύεται θέματα εμπορίου κάνοντας λόγο για «δίκαιη τιμή». Στη σημερινή κοινωνία, πολύ περισσότερο μετά το θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ουδείς καλείται να απολογηθεί ή να εξηγήσει την προέλευση της ιδιοκτησίας του και θεωρείται απολύτως λογικό και ηθικό κάποιοι να είναι πάμπλουτοι και κάποιοι να μην έχουν να φάνε.
Κανείς ασφαλώς δεν μπαίνει στον κόπο να πληροφορηθεί ότι ο ίδιος ο όρος ιδιωτική ιδιοκτησία (privateproperty στα αγγλικά) προέρχεται από το λατινικό ρήμα privareπουσημαίνει στερώ (και επίσης παίρνω ή ληστεύω).
Αν οι ιδιοκτήτες άγχονται να επιδείξουν την ιδιοκτησία τους, εξίσου φανατικά θέλουν να συγκαλύψουν την προέλευσή της, αλλά και να καταστείλουν κάθε ρεύμα αμφισβήτησης και κατηγορίας εναντίον της ιδιοκτησίας, ρεύμα που τη συνοδεύει σε όλη την ιστορική της διαδρομή.
«Κανένας πλούσιος δεν μπορεί να πάει στον Παράδεισο», έλεγαν οι Χριστιανοί, προτού, στην πορεία προς τη μετατροπή τους σε καθεστώς, προσθέσουν: «Κανένας πλούσιος και μη ελεήμων».
Είναι λοιπόν ένα βασικό προσόν του Κώστα Λάμπου το γεγονός ότι ξαναβάζει αυτή τη συζήτηση στο κέντρο του προβληματισμού. Πολύ περισσότερο ότι έχει το κουράγιο να το κάνει σε μια Ελλάδα πρωτοφανούς ηθικής και διανοητικής αποσύνθεσης, όπου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθούμενη από μερικές χιλιάδες δήθεν «αριστερά» στελέχη σε κυβερνητικές, κρατικές και κομματικές θέσεις, πρωτοστατεί, με τη στάση και το παράδειγμά της, στην προσπάθεια να τυλίξει όλο το έθνος (και την αριστερά) στη δική της αναξιοπρέπεια.
Η αξιοπρέπεια υπήρξε το μεγαλύτερο όπλο του Ανθρώπου στην προσπάθεια να γίνει άνθρωπος. Αντίστροφα, η αναξιοπρέπεια είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο για να καταστραφούν άνθρωποι και να διαλυθούν κοινωνίες ηθικά, προτού τους συμβεί και υλικά και με τρόπο πιο οριστικό.
Στη δική μας μάλιστα περίπτωση είναι εμφανής η βαθιά ειρωνεία της ιστορίας, που προσέφερε σε εκτεταμένα στρώματα του ελληνικού λαού, τους λεγόμενους «μικρομεσαίους», μια ευκαιρία σχετικά εύκολης κοινωνικής ανόδου για να τους καταστρέψει τώρα παραδειγματικά, σε μια Ελλάδα που αποτελεί πρωτοπορία στη μετάβαση από το νεοφιλελεύθερο στον καπιταλισμό της καταστροφής.
Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στηρίχτηκε στη Δύση στη διαρκή διεύρυνση της μάζας των καταναλωτών και του ύψους της κατανάλωσής τους και προπαγάνδισε την άποψη ότι όλοι μπορούμε να γίνουμε πλούσιοι, ότι ο πλούτος είναι αποτέλεσμα δεξιοτήτων ή ικανότητας και όχι, όπως όντως είναι για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, αποτέλεσμα έμμεσης τουλάχιστο συμμετοχής σε μηχανισμούς εκμετάλλευσης.
Για «λαϊκό καπιταλισμό» μιλούσε η Θάτσερ όταν κατεδάφιζε το κράτος πρόνοιας των Εργατικών στην Αγγλία, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το λαϊκό στον καπιταλισμό του 1% της ΓκόλντμανΖακς και της Μονσάντο. Δεν υπάρχει καν τίποτα το ανθρώπινο. Πηγαίνετε να απολαύσετε τα Μάτια ερμητικά κλειστά του ΣτάνλεϊΚιούμπρικ, για μια εκπληκτικής οξυδέρκειας κατάδυση στον κόσμο της σύγχρονης άρχουσας τάξης. Σήμερα, το ίδιο σύστημα που αποθέωσε την ιδιοκτησία καταστρέφει μαζικά ιδιοκτήτες και ιδιοκτησία, μετατρεπόμενο σε νεο-φεουδαρχία.
Μια από τις μεγαλύτερες συμβολές του Μαρξ στην κριτική κοινωνική σκέψη είναι ακριβώς αυτή, η μελέτη δηλαδή του πώς ο ίδιος ο μηχανισμός της μισθωτής εργασίας εμπεριέχει αναπόφευκτα την κλοπή από τον καπιταλιστή ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής της υπεραξίας που παράγουν οι εργάτες.
Βεβαίως, το σχήμα αυτό, κεντρικής σημασίας για την κατανόηση και απομυθοποίηση του καπιταλισμού, είναι ακριβώς εφαρμόσιμο στην περίπτωση του κλασικού και παραγωγικού βιομηχανικού καπιταλισμού. Σήμερα θα έπρεπε να συμπληρωθεί από μια πολύ πιο σύνθετη προσέγγιση του νόμου της αξίας, ιδίως της συμμετοχής της πνευματικής εργασίας στη σύστασή της.
Εντούτοις, ό,τι και να πούνε, ό,τι και να γράψουνε, η κοινωνική ανισότητα, όπως αντανακλάται στα διαφορετικά επίπεδα πλούτου και ιδιοκτησίας σε εθνική και σε παγκόσμια κλίμακα, δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα ατομικών διαφορών ευφυΐας ή εργατικότητας των ιδιοκτητών. Προκύπτει ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης και καταπίεσης της συντριπτικής πλειονότητας της ανθρωπότητας, κι αυτό τη στερεί από την ηθική νομιμοποίηση. Η προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου και ιδιοκτησίας είναι εξάλλου η βασικότερη τελική αιτία των περισσότερων μορφών αδικίας και καταπίεσης, η κεντρική αιτία των συγκρούσεων και των πολέμων στη διάρκεια της ιστορίας, περιλαμβανομένου και του πολέμου κατά του οικοσυστήματος, της «Γενοκτονίας», κατά την προσφυή έκφραση της Σούζαν Τζορτζ, που απειλεί με αφανισμό το ανθρώπινο γένος.
Στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, η προσήλωση στην ιδιοκτησία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως «εσωτερίκευση» της ανάγκης που ένιωθαν οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν την ανασφάλεια που προέκυπτε από την ανεπάρκεια των υλικών μέσων που είχαν στη διάθεσή τους. Ορισμένοι πιστώνουν στον καπιταλισμό ‒και «συγχωρούν» κάπως τη βαρβαρότητά του‒ την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (όπως και στο σταλινισμό και τη δική του βαρβαρότητα την εκβιομηχάνιση της Ρωσίας). Δεν θα συζητήσουμε εδώ αυτά τα επιχειρήματα, κυρίως γιατί η φανταστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, έχει ήδη προσφέρει στην ανθρωπότητα τα μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης και κάλυψης όλων των «εύλογων», βασικότερων υλικών αναγκών των ανθρώπων. Και μάλιστα για έναν πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από τον σημερινό.
Το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι πια η στέρηση, αλλά οι σχέσεις παραγωγής, διανομής και ο συνακόλουθος πολιτισμός που κυριαρχούν. Ο καπιταλισμός γίνεται όλο και πιο φανερά ασύμβατος με την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας, τη στιγμή ακριβώς που μοιάζει πιο αναμφισβήτητος από ποτέ άλλοτε στην Ιστορία!
Γίνεται άλλωστε όλο και λιγότερο «παραγωγικός», ακόμα και με την περιορισμένη και σχετική σημασία του όρου όπως χρησιμοποιείται συμβατικά (χωρίς δηλαδή εξέταση της κοινωνικής χρησιμότητας των παραγόμενων προϊόντων). Τώρα, ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της παραγόμενης αξίας, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, των απαιτήσεων των τραπεζικών νεοφεουδαρχών από την ανθρωπότητα, είναι προϊόν της απαγωγής από ιδιωτικά συμφέροντα της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής χρήματος, μέσα στα πλαίσια της όλο και μεγαλύτερης «αποπαραγωγικοποίησης» και «χρηματικοποίησης» του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αν η ίδια η πραγματικότητα όμως θέτει στην ανθρωπότητα (επί ποινή μη επιβίωσης!) το καθήκον ενός βαθύτατου μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και της ιδεολογίας που τις συνοδεύει, ιδεολογίας που διατηρεί βαθιές ρίζες στην ιστορικά διαμορφωμένη ανθρώπινη ψυχολογία, αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι, έχουν καταλάβει, θέλουν ή μπορούν να κάνουν αυτή τη μεταβολή.
Η μονογραφία του Κώστα Λάμπου για την ατομική ιδιοκτησία μπορεί, από την άποψη αυτή, να αποτελέσει την αρχή μιας πιο συστηματικής εξέτασης των εμπειριών κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, που επίσης σφράγισαν τον 20ό αιώνα, του πώς μια μεταβατική πολιτική «από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» (οριζόμενο όχι ως κρατική ιδιοκτησία αλλά ως γενικευμένη κοινωνική αυτοδιαχείριση) μπορεί ή δεν μπορεί να συνδυάζει μορφές αγοράς και σχεδίου, της σημασίας που έχει η αυτοδιαχείριση οριζόμενη, στη γενικευμένη κοινωνικά μορφή της, ως σοσιαλισμός.
Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, που σε μια στιγμή αποκρυστάλλωσε την ελπίδα ενός ανοίγματος της Ευρώπης προς τα αριστερά, η εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ και η πιθανή εκλογή της Λεπέν στη Γαλλία προοιωνίζονται μια σκοτεινή εποχή για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Δεν πρέπει όμως ταυτόχρονα να υποτιμήσει κανείς την ανάδυση εναλλακτικών στη μονοκρατορία των ΗΠΑ πόλων γεωπολιτικής ισχύος, ή ριζοσπαστικών σοσιαλιστικών ρευμάτων στο κέντρο της υπερδύναμης (όπως αυτό που συσπειρώθηκε γύρω από τον Σάντερς) ή στη Βρετανία (Κόρμπιν).
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η όλο και ευρύτερη αμφισβήτηση της υπάρχουσας νέας τάξης πραγμάτων γίνεται στο τέλος μιας περιόδου μείζονος, παγκόσμιας ιδεολογικής παρακμής. Μετά τα μεγάλα κινήματα επαναστατικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού (και του θεσμού της ιδιοκτησίας) που σφράγισαν όλο τον 20ό αιώνα μέχρι το 1970, μετά τις νικηφόρες επαναστάσεις των εθνών και των γυναικών, ζήσαμε τέσσερις δεκαετίες ιδεολογικής στασιμότητας και μεγάλης διανοητικής παρακμής. Δεν υπάρχει έτσι το αντίπαλο όραμα, που μπορεί να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις γύρω από θετικές επιδιώξεις ανοικοδόμησης των χωρών και του κόσμου μας.
Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο πρέπει κανείς να επαινέσει συγγραφείς όπως ο Κώστας Λάμπος που επιμένουν, εις πείσμα του κυρίαρχου κυνισμού, να επαναφέρουν τη συζήτηση στα βασικά και τα θεμελιώδη.
Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
Αθήνα, 1.12.2016