Οι βαθύτερες αιτίες για την άνοδο της άκρας δεξιάς στη Γαλλία και την Ευρώπη

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει τόσο η άνοδος της Λεπέν, όσο η έκπληξη των «παρατηρητών», που συνεχίζουν να υποτιμούν την κρίση του δυτικού καπιταλισμού.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Σε όλη τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, η Γαλλία αποτέλεσε το καλύτερο πολιτικό εργαστήρι της γηραιάς ηπείρου. Είναι εκεί που φαίνονται καθαρότερα οι βαθύτερες πολιτικές τάσεις που δρουν και διαμορφώνουν τη γηραιά ήπειρο.

Δεν μπορούμε ασφαλώς να είμαστε σίγουροι για το τι θα γίνει στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, γεγονός όμως είναι ότι η άνοδος των ποσοστών της κυρίας Λεπέν στις δημοσκοπήσεις εξέπληξε τους περισσότερους παρατηρητές, ενώ το ίδιο συνέβη και με την πρόσφατη άνοδο των ποσοστών του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, παρόλο που στην περίπτωσή του μοιάζει απίθανη η περίπτωση να μπει τελικά στον δεύτερο γύρο.

Στην πραγματικότητα αυτό που πρέπει να μας εκπλήσσει δεν πρέπει να είναι τόσο η άνοδος των ποσοστών της Λεπέν (και του Μελανσόν), όσο η έκπληξη των «παρατηρητών». Η έκπληξη αυτή οφείλεται κυρίως στη συστηματική υποτίμηση του βαθιού χαρακτήρα της κρίσης του δυτικού καπιταλισμού, που είναι άλλωστε αυτή που παρήγαγε και το φαινόμενο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τώρα επιπλέον, έχουμε και το γεγονός ότι αυτοί οι «παρατηρητές» εκλαμβάνουν ως επιτυχή και αποτελεσματική την υστερική, ολοκληρωτική προπαγάνδα των μέσων κατά της Ρωσίας. Δεν συνειδητοποιούν ότι ο τόσο έντονος και απόλυτος χαρακτήρας της δημιουργεί αντίθετες ροπές στο εκλογικό σώμα και στο συλλογικό ασυνείδητο, έστω κι αν παραμένουν ανέκφραστες λόγω της τρομοκρατίας που ασκείται έναντι οποιασδήποτε παρέκκλισης από το επίσημο αντιρωσικό αφήγημα.

Πόσο μάλλον συμβαίνει αυτό σε μια χώρα που σφραγίστηκε ιστορικά από τις συγκρούσεις της με τις ΗΠΑ, από την αποχώρηση του Ντε Γκωλ (της «Ευρώπης από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια») από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ έως την αντίθεση Σιράκ και Βιλπέν στην εισβολή στο Ιράκ. Η συνείδηση και το υποσυνείδητο των ανθρώπων δεν διαμορφώνονται μόνο με τις εντυπώσεις του τελευταίου μήνα, όσο έντονες και αν είναι αυτές.

Πιθανότατα αυτό ήταν και ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα του ίδιου του Μακρόν, που προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την εντύπωση ότι η Γαλλίδα πολιτικός είναι φιλορωσικών τάσεων (ας μας επιτραπεί να έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για όλα αυτά), ώστε να την ενοχοποιήσει στα μάτια της κοινής γνώμης. Προφανώς δεν του πέρασε και δεν του περνάει από το μυαλό, ότι έτσι μάλλον έκανε ένα δώρο στην Λεπέν παρά την έβλαψε. Στην Ουγγαρία π.χ. η μία από τις δύο βασικές αιτίες που ο Όρμπαν θριάμβευσε απέναντι σε έναν ετερόκλιτο συνασπισμό αριστερών, δεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων και πολιτικών, όλων «φιλονατoϊκών» και «φιλοευρωπαϊκών», ήταν οι αποστάσεις που πήρε ο Ούγγρος ηγέτης από την εξτρεμιστική πολιτική του ΝΑΤΟ (για την Ουγγαρία βλ. ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο του σπουδαίου Ούγγρου διανοουμένου Τόμας Κράουζ εδώ). Ο δεύτερος λόγος ήταν το ανεκδιήγητο θέαμα του «χωρίς αρχές» συνασπισμού που συναρμολογήθηκε, με τη συνδρομή των Βρυξελλών ασφαλώς, για να τον ανατρέψει.

Η ανικανότητα των ελίτ

Όντες οι ίδιοι οι «παρατηρητές» βαθιά ενσωματωμένοι σε ένα όλο και πιο ολοκληρωτικό δυτικό κατεστημένο, αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις στην κυριαρχία του και την αμφισβήτησή του ως ανεξήγητες «ασθένειες» ή «ατυχήματα». Δεν μπορούν να αντιληφθούν τον λεγόμενο – κατά τρόπο περιφρονητικό για τον λαό και, εν τέλει, την ίδια τη δημοκρατία – «λαϊκισμό», παρά ως δείγμα καθυστέρησης και πνευματικής ανωριμότητας των υποκείμενων λαϊκών στρωμάτων, όχι ως αποτέλεσμα και σύμπτωμα της κρίσης και του αδιεξόδου του ίδιου του συστήματος.

Υπολογίζουν ότι η διαρκής υπενθύμιση του υπαρκτού και πολύ σοβαρού κινδύνου αυταρχισμού και αστυνομοκατίας από την άκρα δεξιά, αλλά και άλλες απεχθείς όψεις της ιδεολογίας της, θα κάνουν τους Γάλλους για τρίτη φορά να ψηφίσουν υπέρ του «μικρότερου κακού» για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Θα δυσκολευτούν όμως πολύ να πείσουν τα Κίτρινα Γιλέκα, για παράδειγμα, να ψηφίσουν υπέρ του απηνούς διώκτη τους, Μακρόν, που έστελνε την αστυνομία να βγάζει μάτια και να ξεριζώνει χέρια, και τους υπόσχεται ακόμα και τώρα αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, για να υπερασπίσουν τα δημοκρατικά και κοινωνικά τους δικαιώματα από τη Λεπέν!

Μόνο αν υπήρχε ένα πολύ μεγάλο μαζικό, ενιαίο μέτωπο της αριστεράς, με περισσότερες αναφορές στα κοινωνικά ζητήματα και λιγότερες στα ατομικά και ατομικιστικά γούστα των μεσοαστών ή υποψήφιων μεσοαστών, που μπορεί κανείς να τα σεβαστεί, όχι όμως βέβαια να αντικαταστήσει με αυτά την έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα και το όραμα μιας σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, μέτωπο που θα υπερασπίζεται λαούς και έθνη, αντι να τους και τα ενοχοποιεί, με συγκροτημένη και διεθνή πολιτική στρατηγική, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την γαλλική άκρα δεξιά.

Οι «παρατηρητές» και οι «αναλυτές» δεν θέλουν ασφαλώς ούτε να δουν, ούτε να αναλύσουν τον συστημικό χαρακτήρα της υποκείμενης και πολυεπίπεδης κρίσης του γαλλικού και, ευρύτερα, δυτικού Καπιταλισμού. Αυτή είναι που αναπόφευκτα παράγει, συνεχιζόμενο και «εμβαθυνόμενο» ριζοσπαστισμό είτε προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά, όπως ακριβώς συνέβη και στον μεσοπόλεμο, την περίοδο μεταξύ του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (*). Γιατί αν τον δουν θα πρέπει να απομυθοποιήσουν το ίδιο το κατεστημένο που υπηρετούν.

Προς πολύ μεγάλη όξυνση της κρίσης

Η κρίση αυτή πρέπει να αναμένουμε ότι θα έχει γρήγορα εκρηκτική συνέχεια, λόγω της έκτασης και της έντασης του πολέμου που εξαπέλυσαν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, με πρόσχημα την επέμβασή της στην Ουκρανία. Και τα λαϊκά στρώματα, περιλαμβανομένων αυτών που ψηφίζουν είτε Λεπέν, είτε Μελανσόν και την υπόλοιπη αριστερά διαισθάνονται τον σεισμό που έρχεται, με το απαράμιλλο ένστικτο των λαών και μάλιστα ενός λαού με την πολιτική και πολιτιστική ιστορία των Γάλλων, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων.

Μιλήσαμε προηγουμένως για πρόσχημα, όχι γιατί θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία. Ούτε γιατί, τα κράτη που ξεκίνησαν την πρωτοφανή καμπάνια κατά της Ρωσίας, μια καμπάνια που μάλλον βοηθάει πρακτικά την καταστροφή και όχι την σωτηρία του ουκρανικού λαού, έχουν τα ίδια επέμβει και καταστρέψει μια σειρά χωρών τα τελευταία τριάντα χρόνια, εκμεταλλευόμενα την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όπως το Αφγανιστάν, τη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ και τη Λιβύη.

Το είπαμε γιατί θεωρούμε αστείο τον ισχυρισμό ότι ο sui generis παγκόσμιος πόλεμος κατά της Ρωσίας, που έχει εξαπολυθεί και που παραβιάζει ο ίδιος το διεθνές δίκαιο, αλλά και η άμεση παρέμβαση του ΝΑΤΟ, με την αποστολή όλο και βαρύτερων όπλων στην Ουκρανία, έχει οτιδήποτε να κάνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο ή την κατανοητή ανάγκη συμπαράστασης στον ουκρανικό λαό.

Τέτοιας έκτασης και έντασης μέτρα, που εμπεριέχουν ακόμα και τον κίνδυνο οικονομικής, οικολογικής ή πυρηνικής καταστροφής της ανθρωπότητας, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν, παρά μόνο επειδή κρίθηκαν απαραίτητα, από ισχυρά κέντρα εντός του συστήματος, για τη διατήρηση και επέκταση της κυριαρχίας του δυτικού Καπιταλισμού στον πλανήτη. Όσο για την «αλλαγή καθεστώτος» που επιδιώκει η Δύση στη Ρωσία, γνωρίζουμε από το πρόσφατο παρελθόν ότι δεν είναι παρά η επιστροφή της στο καθεστώς Μπανανίας που υπήρχε επί Γέλτσιν, στον διαμελισμό της που ευχήθηκε ο Μπρεζίνσκι και στην προετοιμασία του πολέμου κατά της Κίνας, που ξεκίνησε ήδη ο Τραμπ.

Και, ταυτόχρονα, από την ίδια τους τη φύση, τα μέτρα αυτά ολοκληρώνουν την πλήρη υποταγή της Ευρώπης στις Ηνωμένες Πολιτείες σε όλους τους τομείς, μια κεντρική επιδίωξη της Ουάσιγκτον από το 1917, όταν επενέβη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο sui generis παγκόσμιος πόλεμος που ήδη ξεκίνησε, έχει ήδη πλήξει σοβαρά ότι έχει απομείνει από δημοκρατικά δικαιώματα στη Δύση, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς νεομακαρθισμού, και θα τα πλήξει ακόμα περισσότερο. Πλήττει επίσης και θα πλήξει ακόμα περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των δυτικών κρατών, εγκυμονώντας την πιθανότητα σοβαρών κοινωνικών εκρήξεων.

Η συνέχισή του είναι μακροχρόνια ασύμβατη και πάντως θα απειλήσει την ίδια τη διατήρηση ενός αστικοδημοκρατικού καθεστώτος, έστω προϊόντος ολοκληρωτικού κάτω από τη δημοκρατική μορφή του, όπως το γνώρισε η Δυτική Ευρώπη μετά το 1945 και η Ελλάδα μετά το 1974 και θέτει αντικειμενικά, στην ημερήσια διάταξη, την πιθανότητα μετατροπής του ψυχρού σε θερμό πόλεμο και εξάλειψης της ανθρωπότητας, την πιθανότητα του Νεοφασισμού στη Δύση και τη βεβαιότητα, παρατεινόμενος, της κλιματικής και άλλης περιβαλλοντικής καταστροφής.

Σε επόμενο άρθρο μας θα εξετάσουμε τους σταθμούς που διήλθε η εντεινόμενη αμφισβήτηση του δυτικού συστήματος τα τελευταία είκοσι χρόνια και η όλη και πιο έντονη ταλάντωση του πολιτικού εκκρεμούς, ανάμεσα στη ριζοσπαστική αριστερά και τη ριζοσπαστική δεξιά.

 (*) Η σημερινή κρίση του δυτικού καπιταλισμού, έχει βάθος ανάλογο με τις κρίσεις που προκάλεσαν τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τη Ρωσική Επανάσταση και τον Ναζισμό. Αλλά εγκυμονεί πολύ μεγαλύτερους κινδύνους, γιατί έρχεται σε μια εποχή που διαθέτουμε ασύλληπτα μέσα καταστροφής της ζωής και αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο κατάρρευσης του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος που την επιτρέπει, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και όχι μόνο.  

Πηγή: kosmodromio.gr