Αποστρατικοποίηση νησιών, Κύπρος, Πομπέο και Βερολίνο

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Η απόφαση της Τουρκίας να αποσύρει το σεισμογραφικό της σκάφος από τη μη οριοθετημένη θαλάσσια ζώνη μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, αποκλιμάκωσε προσωρινά την ένταση. Οι παραπλήσιες δηλώσεις Καλίν και Δένδια, για την ανάγκη πολλού χρόνου για τη διαπραγμάτευση, δημιουργούν την εντύπωση ότι υπάρχει ίσως τώρα ένα παράθυρο ευκαιρίας για ένα βήμα πίσω σε μια κρίση που, εν τέλει, δεν είναι προς ώφελος καμίας από τις δύο χώρες. Το ίδιο και τουρκικά δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία δεν βρέθηκαν ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων από τις έρευνες στην Αν. Μεσόγειο.

Αλλά βέβαια, η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του «‘Αρη» και της «Αφροδίτης» στην Αν. Μεσόγειο δεν έχει ακόμα κριθεί. Παραμένει ο κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, ή τουλάχιστον μιας παρατεταμένης κρίσης με μεγάλους κινδύνους και καταστροφικό οικονομικό και άλλο κόστος, όπως επίσης και ο κίνδυνος να αχθεί η Αθήνα σε εθνικά απαράδεκτες παραχωρήσεις, όπως αυτές που φημολογούνται για μερική αποστρατικοποίηση των νησιών

Λέγεται ότι τέτοιες ζητούν οι κ.κ. Πομπέο και Μάας τώρα, για τη «μερική αποστρατιωτικοποίηση» νήσων και αυτός ίσως είναι λόγος για τον επίσκεψη του Αμερικανού Υπουργού στην Ελλάδα.Στην έγερση αυτού του θέματος έχει συμβάλλει και η ανόητη φιλολογία περί ανάγκης “πρώτου πλήγματος” διάφορων νεο-εθνικοφρόνων τουρκοφάγων, που αναπτύσσεται στο social media εδώ και  δύο χρόνια.

Η Τουρκία είναι σοβαρό κράτος. Μαζεύει όλα τα δημοσιεύματα και μετά τα πάει στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ για να πει ιδού, η Ελλάδα είναι που σκέφτεται να μας χτυπήσει και να ζητήσει αφαίρεση των “όπλων πρώτου πλήγματος” από τα νησιά !

‘Εχουμε εξηγήσει αλλού γιατί το πρώτο πλήγμα είναι μια αυτοκτονική πολιτική, από τη στιγμή που δεν μπορείς να εμποδίσεις τον αντίπαλο να επιφέρει καταστρεπτικό ανταποδοτικό πλήγμα. Επιπλέον, αυτή όλη η φιλολογία δημιουργεί κίνητρο στην από κει μεριά, αν πιστέψει ότι όντως ετοιμάζεσαι για πρώτο πλήγμα να το κάνει εκείνη και να το σκηνοθετήσει και ως δικό σου! Προς το παρόν πάντως, οι θεωρίες του πρώτου πλήγματος είχαν ως πρώτο αποτέλεσμα πλήγμα στην ελληνική διπλωματία που καλείται να απολογηθεί  και για αυτά.

Τέτοιες παραχωρήσεις πάντως, όπως η αποστρατιωτικοππίηση νήσων, είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να κάνει η κυβέρνηση και, αν τις κάνει, θα κινδυνεύσει να πέσει και να μπούμε σε περίοδο αστάθειας. Μεσο-μακροπρόθεσμα θα αυξήσουν, δεν θα μειώσουν τις εντάσεις και την πιθανότητα σύρραξης.

Τα ελληνοτουρκικά δεν καθορίζονται μόνο από τις επιλογές Αθήνας (και Λευκωσίας) και ‘Αγκυρας, καθορίζονται και από διεθνείς παράγοντες που έχουν τις δικές τους στοχεύσεις και χρησιμοποιούν αφενός τον έξαλλο τουρκικό εθνικισμό, αφετέρου τη βαθύτατη εξάρτηση των ελληνικών κυπριακών ελίτ, για να πετύχουν τους σκοπούς τους.

Ενα βασικό στοιχείο που επηρεάζει πολύ έντονα τη διεθνή κατάσταση και την ελληνοτουρκική σύγκρουση, και δεν πρέπει να ξεχνάει η ανάλυση, είναι επίσης η ανελέητη διαμάχη δύο τάσεων μέσα στο ίδιο το δυτικό κατεστημένο.

Από τη μια είναι οι κλασικές νεοφιλελεύθερες ελίτ, στις οποίες περιλαμβάνεται η γερμανική ηγεσία και το αμερικανικό βαθύ κράτος. Δεν τους αρέσουν τα ανοίγματα Ερντογάν προς τους Ρώσους, αλλά δεν είναι έτοιμοι να διακινδυνεύσουν μια σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας για να «τιμωρήσουν» τον Ερντογάν.

Από την άλλη, είναι οι δυνάμεις του Χάους και του Πολέμου των Πολιτισμών (Πομπέο, Τραμπ, Νετανιάχου κλπ.) που θέλουν να πιέζουν την Τουρκία δια της Ελλάδας και της Κύπρου, κατ’ ελάχιστον συντηρώντας μια διαρκή κρίση, κατά μέγιστο προκαλώντας πόλεμο.

Η σύγκρουση των δύο τάσεων εκδηλώθηκε με τον τορπιλισμό από τον κ. Πομπέο του μορατόριουμ Μέρκελ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας 48 ώρες μετά τη συνομολόγησή του.Σημειώνουμε επίσης το κυπριακό βέτο που ετέθη στην ΕΕ λίγο μετά την ξαφνική επίσκεψη Πομπέο στο νησί και τις συναντήσεις του με τον κ. Χριστοδουλίδη και τον κ. Αναστασιάδη (ανεξαρτήτως του αν το βέτο ήταν δικαιολογημένο ή όχι και αν έπρεπε να τεθεί ή όχι τώρα).

Με την ευκαιρία να πούμε ότι μας έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση τα πολλά χαμόγελα του συμπαθέστατου κ. Χριστοδουλίδη κατά τη συνάντηση. Εμείς βέβαια, ως «Κασσάνδρες»,   θυμηθήκαμε την επίσκεψη Κίσσινγκερ τον Μάιο 1974 στην Κύπρο. Ο Κίσσινγκερ είπε, φεύγοντας, στον Μακάριο «Μακαριώτατε, είστε πολύ μεγάλος ηγέτης για έναν τόσο μικρό τόπο», απέφυγε όμως να του εξηγήσει  τι είχε σκαρφιστεί για να λύσει αυτό το πρόβλημα. ‘Ισως συνέβαλε έτσι στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση που επέδειξε ο Αρχιεπίσκοπος με την επιστολή του προς Γκιζίκη.

Και οι δύο πλευρές στη Δύση συγκλίνουν τώρα, σύμφωνα με πληροφορίες, στην άσκηση πιέσεων στην Αθήνα για να συζητήσει θέμα αποστρατιωτικοποίησης νησιών στα πλαίσια ΝΑΤΟϊκών ΜΟΕ, με αντάλλαγμα μετακίνηση στο εσωτερικό της τουρκικής Στρατιάς του Αιγαίου, στα πλαίσια ΝΑΤΟϊκών ΜΟΕ. Η συμφωνία τους όμως υπαγορεύεται από τακτικούς λόγους, ενώ η στρατηγική τους στόχευση παραμένει πιθανότατα διαφορετική.

Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης

ΜΟΕ θα μπορούσαν ίσως να συζητηθούν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μόνο με δική τους και όχι με πρωτοβουλία ΝΑΤΟ. Θα έπρεπε να ακολουθήσουν τη λογική των αντίστοιχων μέτρων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, δηλαδή την αφαίρεση ισοδύναμης επιθετικής ισχύος από τις δύο χώρες, κυρίως για την αποτροπή αιφνιδιαστικού πρώτου πλήγματος. Θα έπρεπε να μην είναι τοπικά, αλλά να λαμβάνουν υπόψιν τους την πραγματικότητα, ότι δηλ. το μέτωπο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης εκτείνεται από τον ‘Εβρο μέχρι την Αμμόχωστο. Θα έπρεπε να ελέγχονται αποτελεσματικά από σύστημα εθνικών επιθεωρητών και όχι από το ΝΑΤΟ. Τα μέτρα που συζητώνται δεν είναι προϊόν τέτοιας λογικής.

Αμφιβάλλουμε ομοίως ότι το ελληνικό κράτος έχει σήμερα τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να διαπραγματευθεί ΜΟΕ όπως αυτά που περιγράψαμε, που θα ήθελαν και μεγάλο χρόνο διαπραγμάτευσης.  Καλύτερα επομένως η κυβέρνηση να προτάξει ένα γενικό βέτο σε τέτοια συζήτηση, περιοριζόμενη σε ανώδυνα και χρήσιμα μέτρα όπως οι κόκκινες γραμμές μεταξύ Αθήνας και ‘Αγκυρας, που δεν αντιλαμβανόμαστε ποιός και γιατί σταμάτησε, το 2016, τη λειτουργία τους.

Παραχωρήσεις στην Τουρκία ή στην Αμερική; Που πάει η κυριαρχία

Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ένα σημείο πολύ μεγάλης σημασίας. Οι λεγόμενες παραχωρήσεις προς την Τουρκία δεν συνεπάγονται στην πραγματικότητα τόσο παραχώρηση ελληνικής κυριαρχίας στην Τουρκία, όσο αφαίρεση κυριαρχίας από την Ελλάδα προς όφελος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Αυτό συνέβη με τα Ίμια, που δεν κατέληξαν στην Τουρκία, αλλά «γκριζοποιήθηκαν». Οι Αγγλοαμερικανοί δεν θα αποδεχθούν ποτέ να αποκτήσει η Τουρκία τα δικαιώματα στα ελληνικά νησιά που επιθυμεί, γιατί τότε θα αποκτούσε μονοπωλιακό έλεγχο του Αιγαίου, που είναι η προέκταση των Στενών. Χρησιμοποιούν όμως τις τουρκικές διεκδικήσεις για να αποσπούν ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο προς όφελος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Το ίδιο συνέβη εν μέρει και με το μεταναστευτικό, με ένα σωρό διεθνείς οργανισμούς να μοιράζονται πρακτικά με το ελληνικό κράτος την κυριαρχία στο Αν. Αιγαίο.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Κύπρο. Το σχέδιο Ανάν προέβλεπε την παραχώρηση της υπέρτατης νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας σε τρεις δικαστές που θα διόριζε ο ΓΓ του ΟΗΕ (ούτε καν το ΣΑ) και οι οποίοι θα εξέλεγαν τους διαδόχους τους. Δεδομένης της καθοριστικής επιρροής των ΗΠΑ και της Βρετανίας στον ΓΓ του ΟΗΕ και του Ισραήλ στη μεσογειακή πολιτική Ουάσιγκτων και Λονδίνου, τα τρία αυτά κράτη θα αποκτούσαν τον έλεγχο της Κύπρου.

Υποστηρίζοντας το τουρκοκυπριακό αίτημα απόλυτης ισοτιμίας, οι δυτικοί δεν έδιναν την κυριαρχία της Κύπρου στην Τουρκία, την έπαιρναν οι ίδιοι. Γι’ αυτό και ο τουρκικός στρατός αντιτάχθηκε τότε στο σχέδιο Ανάν. Η Δύση δεν θέλει ούτε ελληνική, ούτε τουρκική κυριαρχία στην Κύπρο, θέλει τη δική της.

Συγκλίνουσες τακτικές, αποκλίνουσες στρατηγικές

Αν οι δύο πλευρές που αναφέραμε προηγουμένως συμφωνούν στην ανάγκη ελληνικών παραχωρήσεων το κάνουν πιθανώς για διαφορετικούς λόγους. Οι μεν για να εξομαλύνουν την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά και να διευκολύνουν την επαναπροσέγγιση της Δύσης με την ‘Αγκυρα. Οι δε, αφενός για να διασκεδάσουν την μεγάλη γερμανική καχυποψία για τις πραγματικές προθέσεις Πομπέο, κυρίως όμως γιατί αναμένουν ότι τέτοιες παραχωρήσεις, αφού εξασθενήσουν την ελληνική κυριαρχία, θα τροφοδοτήσουν τελικά, μέσω και των αντιδράσεων στο εσωτερικό της Ελλάδας, εξελίξεις που θα οδηγήσουν στην επαναφορά των σεναρίων Ψυχρού ή Θερμού Πολέμου με την Τουρκία.

Στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει και σοβαρότατη οικονομική και άλλες κρίσεις, ενδεχόμενες εθνικές παραχωρήσεις αυτού του τύπου θα μπορούσαν  να προκαλέσουν πιθανώς την πτώση της κυβέρνησης, μια γενικευμένη αστάθεια (με ομοιότητες με την περίοδο 1965-67) και την άνοδο ενός «εκτονωτικού εθνικισμού». Τον λέμε εκτονωτικό γιατί θα είναι αντίδραση σε ήδη γενόμενες και ανεπίστρεπτες παραχωρήσεις, όπως το ενωτικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Κύπρο μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου και οδήγησε στα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. ‘Ετσι δεν αποκλείεται, δεδομένου ότι οι εστίες έντασης δεν θα λείψουν, να επιστρέψουν στο τέλος ισχυρότερα, τα σενάρια Ψυχρού ή Θερμού Πολέμου με την Τουρκία, που βολεύουν το παγκόσμιο κόμμα του Χάους. Οι εξελίξεις αυτές μπορούν, στην πιο ακραία περίπτωση, να απειλήσουν μακροχρόνια τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ και το πολίτευμα.

Οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα, την Τουρκία και την ΕΕ δεν συνειδητοποιούν ότι η ελληνοτουρκική σύγκρουση δεν είναι τοπικό φαινόμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά ότι, παράλληλα με τους τοπικούς παράγοντες όπως ο τουρκικός εθνικισμός, εντάσσεται πιθανότατα και σε υπο-κεφάλαιο της δράσης διεθνών δυνάμεων που επιδιώκουν παγκόσμια πορεία προς πόλεμο και οι οποίες χρησιμοποιούν και τον τουρκικό επεκτατισμό και τις ελλαδικές και κυπριακές εξαρτήσεις. ‘Εχουμε στην αρένα δύο ταύρους, έναν ταυρομάχο (το κόμμα του Χάους) και έναν ταυροδαμαστή (τους “παγκοσμιοποιητές”).

Λευκωσία και Αθήνα ακολούθησαν πολιτικές που τους υπέβαλαν ξένα κέντρα αποφάσεων (παραχώρηση κοιτασμάτων Κύπρου, EastMed, “κατά φαντασίαν συμμαχίες” με το Ισραήλ) χωρίς να διαθέτουν αυτόνομη εθνική στρατηγική και χωρίς να ζητήσουν τουλάχιστο, σε αντάλλαγμα, να λάβουν επαρκείς διεθνοπολιτικές και αμυντικές εγγυήσεις στην απολύτως προβλέψιμη περίπτωση που θα εκδηλώνονταν, όπως και εκδηλώθηκαν, οι τουρκικές αντιδράσεις. ‘Ηδη η κρίση αυξάνει την πίεση για λύση του κυπριακού, τη στιγμή που η μόνη λύση στο τραπέζι είναι το σχέδιο Ανάν, δηλαδή η αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους.

Η Κύπρος έφτασε έτσι στο σημείο να σκέπτεται το βέτο στην ΕΕ για να επιβληθούν συμβολικές κυρώσεις στην Τουρκία και τη συνακόλουθη κρίση που θα προκαλέσει, τη στιγμή που δεν το έβαλε για πολύ πιο κρίσιμα για την υπόστασή της θέματα στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή που τα πράττει αυτά, έχει αποδεχθεί, αν είναι δυνατόν, τη σύγκλιση νέας πενταμερούς, δηλαδή την αυτοκατάργησή της. Στην πενταμερή θα συμετάσχει η Βρετανία (αν είναι δυνατόν), αλλά δεν θα συμμετάσχει η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία.

Θα χρειαστεί πολλή τέχνη, στρατηγική ενάργεια και ανεξαρτησία σκέψης για να ξεφύγει η Λευκωσία και η Αθήνα από αυτό το γεμάτο παγίδες περιβάλλον, όπου βρεθήκαμε και εξαιτίας της απουσίας αυτόνομης εθνικής στρατηγικής και των μεγάλων εξαρτήσεων των δύο χωρών.

Διαβάστε επίσης

Χρειαζόμαστε ιθαγενή στρατηγική: Ούτε πόλεμο, ούτε συνθηκολόγηση

Ελλάδα, Τουρκία και μεγάλες Δυνάμεις