Υπό διαρκή παρακολούθηση του Ισραήλ η Κύπρος!

Το φιάσκο του ’98 με τους πράκτορες της Μοσάντ που έκαναν «τουρισμό» στην Κύπρο

Του Μανώλη Καλατζή
25/11/2019

Πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που η Κύπρος πάλευε να ξεμπλέξει το κουβάρι με δύο άλλους Ισραηλινούς. Εκείνοι δεν ήταν πρώην, αλλά εν ενεργεία πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ και μάλιστα την περίοδο που Τελ Αβίβ και Άγκυρα διένυαν τον «μήνα του μέλιτος» στις σχέσεις τους. Και τότε οι υπηρεσίες ασφαλείας της Κυπριακής Δημοκρατίας βρισκόντουσαν σε βαθύ ύπνο και δεν είχαν πάρει χαμπάρι. Είχε χρειαστεί η παρατηρητικότητα ενός εστιάτορα στο Ζύγι, για να τους πιάσουν στα πράσα… για να τους κατευοδώσουν αργότερα στο αεροδρόμιο με απονομή προεδρικής χάρης.

Σαν στο σπίτι τους

Ο Ούντι Χάργκοβ και ο Ιγκάλ Ντεμάρι, πράκτορες της Μοσάντ, είχαν έρθει στην Κύπρο στις 6 Νοεμβρίου 1998, μεταφέροντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό. Δεν διευκρινίστηκε αν είχαν δηλώσει μετεωρολόγοι! Είχαν επισκεφθεί το νησί μας και έναν μήνα νωρίτερα, παρακολουθώντας ανενόχλητοι την άσκηση «Νικηφόρος 1998», τότε που κάναμε πειράματα με τα «ενεργά ηφαίστεια». Είχαν διαπιστώσει ότι είμαστε ξέφραγο αμπέλι και έτσι όταν έφτασαν και πάλι στις 6/11/1998 με την πτήση 429 των Κυπριακών Αερογραμμών από το Τελ Αβίβ, χρησιμοποίησαν τα πραγματικά τους διαβατήρια, χωρίς να αγχώνονται για το ενδεχόμενο αποκάλυψής τους. Νοίκιασαν δωμάτιο στο Ζύγι και μάλιστα επέλεξαν αυτό στο οποίο είχαν διαμείνει έναν μήνα νωρίτερα. Έπιασαν κατευθείαν δουλειά με μηχανήματα παρακολούθησης των συχνοτήτων της ΕΦ και της Αστυνομίας, έχοντας και μαγνητόφωνα στα οποία κατέγραφαν τις συνομιλίες. Όταν πιάστηκαν το μόνο που βρέθηκε γραμμένο στις μαγνητοταινίες ήταν μια συνομιλία αστυνομικών που αναφέρονταν στην είσπραξη ενός προστίμου!

Αστειότητες Μπανανίας

Η παρουσία των δύο πρακτόρων δεν είχε προκαλέσει την υποψία καμίας κρατικής αρχής. Ο εστιάτορας Πανίκος Χριστοδούλου, όμως, δεν είχε δει με καλό μάτι τους νυχτερινούς «περιπάτους» των δύο Ισραηλινών και τις συχνές επισκέψεις τους σε τηλεφωνικό θάλαμο, αν και είχαν μαζί τους κινητά τηλέφωνα GSM. Αποφάσισε να ειδοποιήσει την Αστυνομία και να αναφέρει τις παράνομες κινήσεις σε μια ευαίσθητη περιοχή και περίοδο, καθώς ξεφορτωνόταν στρατιωτικό υλικό που ερχόταν από την Ελλάδα. Η ΚΥΠ έθεσε τους Ισραηλινούς υπό παρακολούθηση και ένα βράδυ, μετά από κάποιο τηλεφώνημα του Ούντι Χάργκοβ στον τηλεφωνικό θάλαμο, ένας πράκτορας της ΚΥΠ επιχείρησε να επαναφέρει τον τηλεφωνικό αριθμό που είχε καλέσει ο Ισραηλινός. Το αποτέλεσμα; Αντί να τον επαναφέρει «κατάφερε» να τον διαγράψει από τη μνήμη! Ωστόσο οι ενδείξεις της ύποπτης δραστηριότητάς τους ήταν αρκετές και έτσι εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας και σύλληψης. Στην κατοχή τους βρέθηκαν υπερσύγχρονα μηχανήματα παρακολούθησης αλλά και τουριστικοί χάρτες στους οποίους είχαν σημειωθεί περιοχές με στρατόπεδα της ΕΦ. Την ημέρα της σύλληψης είχε φτάσει μυστικά μια επιλαρχία αρμάτων Μ-48Α5 από την Ελλάδα. Για την ιστορία να πούμε ότι αυτά τα άρματα αναγκαστήκαμε να τα στείλουμε πίσω στην Ελλάδα γιατί παραβιαζόταν το εμπάργκο των ΗΠΑ.

Άρνηση και παραδοχή

Η σύλληψη των δύο Ισραηλινών πρακτόρων έγινε μόλις τρεις μέρες μετά την ολοκλήρωση της επίσημης επίσκεψης του τότε Προέδρου του Ισραήλ στη Κύπρο Έζερ Βάιζμαν, ο οποίος είχε δώσει διαβεβαιώσεις στην Πρόεδρο Κληρίδη ότι δεν υπάρχει καμία απειλή από τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που είχαν υπογράψει το Ισραήλ και η Τουρκία. Οι δύο πράκτορες στην ανάκριση επέμεναν ότι ήταν τουρίστες και λάτρεις της τεχνολογίας και για αυτό κουβαλούσαν τα μηχανήματα που βρέθηκαν στην κατοχή τους. Το Ισραήλ επισήμως δήλωνε πως δεν έχει καμία σχέση με τους δύο συλληφθέντες, οι οποίοι τον μόνο που δεχόντουσαν στα επισκεπτήρια ήταν ο τότε πρέσβης του Ισραήλ, Σεμί Τσουρ. Το Ισραήλ, όταν είδε πως τα στοιχεία δεν επέτρεπαν να αρνείται άλλο την εμπλοκή των υπηρεσιών του, έστειλε στην Κύπρο τον διευθυντή του γραφείου του Προέδρου, Αριέλ Σούμερ, ο οποίος απολογήθηκε και ζήτησε να θεωρηθεί μεμονωμένο και ατυχές το περιστατικό.

Ο Μπίμπι και το φιάσκο

Πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν και τότε ο Βενιαμίν Νετανιάχου, που χαϊδευτικά αποκαλείται «Μπίμπι». Η σύλληψη των πρακτόρων τον είχε εξοργίσει, και η στάση του εξόργισε και τη Λευκωσία, αφού δήλωσε με απίστευτο θράσος: «Θα τους φέρουμε πίσω το ταχύτερο δυνατόν». Του είχε απαντήσει ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Κόσης: «Αυτοί το βιολί τους και εμείς το δικό μας». Φαίνεται όμως ότι το βιολί των Ισραηλινών έπαιζε πιο δυνατά. Η Λευκωσία δεχόταν απίστευτες πιέσεις για απελευθέρωση των Ισραηλινών, τόσο από το Τελ Αβίβ, όσο και από το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ, αλλά και από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στους δύο πράκτορες είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για κατασκοπεία, αλλά ως εκ θαύματος την παραμονή της έναρξης της δίκης, στις 29/1/1999, αποσύρθηκαν από τον τότε γενικό εισαγγελέα Αλέκο Μαρκίδη και κατηγορήθηκαν απλώς για προσέγγιση σε στρατιωτική περιοχή άνευ γραπτής άδειας! Ο Αλέκος Μαρκίδης είχε δικαιολογήσει την απόφασή του λέγοντας πως υπήρχαν νομικά θέματα. Οι δύο πράκτορες στη δίκη παραδέχτηκαν ότι δουλεύουν για τη Μοσάντ και ότι είχαν έρθει στην Κύπρο για συνάντηση με άλλους πράκτορες ώστε να προλάβουν τρομοκρατικές ενέργειες. Καταδικάστηκαν σε 6 μήνες φυλάκιση για κατοχή απαγορευμένων ηλεκτρονικών συσκευών και σε 3 χρόνια για προσέγγιση σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή.

Στη φυλακή για 6 μήνες και μετά φυγάδευση

Οι δύο πράκτορες έμειναν στη φυλακή συνολικά 6 μήνες μετά την καταδίκη τους. Όσο καιρό ήταν στις φυλακές τελούσαν υπό προστασία, γιατί υπήρχαν Άραβες συγκρατούμενοί τους που ανήκαν σε ισλαμικές οργανώσεις. Δεν έβγαιναν από το κελί, διάβαζαν, άκουγαν μουσική και ειδήσεις από ραδιόφωνο παγκόσμιας λήψης που τους είχε διατεθεί, ενώ όλες οι επιθυμίες τους ικανοποιούνταν από την πρεσβεία του Ισραήλ που έστελνε καθημερινώς υπάλληλο για να τους επισκεφθεί. Οι πιέσεις που δεχόταν η Λευκωσία ήταν αφόρητες και έτσι αποφασίστηκε να τους δοθεί προεδρική χάρη. Ωστόσο επελέγη η απελευθέρωσή τους να γίνει την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου του 1999, σε περίοδο διακοπών ώστε να μετριαστούν οι αντιδράσεις στο εσωτερικό. Ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης, επικαλούμενος λόγους εθνικού συμφέροντος, έκανε εισήγηση για απονομή χάρης προς τον γενικό εισαγγελέα Αλέκο Μαρκίδη, ο οποίος με τη σειρά του διαβίβασε την εισήγηση με τη σύμφωνη γνώμη του στον Πρόεδρο Κληρίδη, ο οποίος υπέγραψε και την απονομή χάρης. Γύρω στις έξι το πρωί, στις 12 Αυγούστου 1999, ένα αυτοκίνητο της ισραηλινής πρεσβείας περίμενε έξω από τις φυλακές για να παραλάβει τους δύο πράκτορες με κάθε μυστικότητα πριν αντιληφθούν τίποτα οι άλλοι κρατούμενοι.

Οι δύο κατάσκοποι επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και με τη συνοδεία ανδρών ασφαλείας έφυγαν για το αεροδρόμιο της Λάρνακας. Στο αεροδρόμιο, η Κυπριακή Αστυνομία είχε λάβει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και οι δύο Ισραηλινοί επιβιβάστηκαν με κάθε μυστικότητα σε αεροσκάφος τύπου Beach Graf και στις οκτώ και τρία πρώτα λεπτά απογειώθηκαν για το Ισραήλ.

Ακολούθησε ανακοίνωση της Προεδρίας στην οποία αναφερόταν ότι «η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη στηρίχθηκε στο καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον της Κύπρου. Η περαιτέρω κράτηση των δύο Ισραηλινών δεν εξυπηρετούσε πλέον το εθνικό συμφέρον, απεναντίας η χειρονομία αυτή προς το φιλικό και γειτονικό κράτος του Ισραήλ γίνεται με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων της κυβέρνησης Μπάρακ εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο φιλικών διμερών σχέσεων».

Διαβάστε επίσης

Οι κατάσκοποι που ήρθαν από… απέναντι