Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» αναμένεται να σχηματίσει ο κ. Σαμαράς, πλην απροόπτου, μόνο που, με τα υπάρχοντα δεδομένα, καμία εθνική σωτηρία δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, μάλλον το αντίθετο φοβούμεθα μπορεί να συμβεί.
Πρώτον, η Ελλάδα κινδυνεύει να απωλέσει μια ιστορική, ενδεχομένως μη επαναλήψιμη ευκαιρία ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων και των δανειακών. Η ευκαιρία αυτή υφίσταται αντικειμενικά σήμερα, αλλά δεν ξέρουμε αν θα ξαναϋπάρξει πάλι σε τρεις ή έξη μήνες, όταν δηλαδή θα αποτύχει και το τρίτο μνημόνιο, προς το οποίο τώρα προσανατολίζονται Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης.
Δεύτερο, η Ελλάδα χάνει ενδεχομένως την τελευταία ευκαιρία ενός σωτήριου εσωτερικού restart, χωρίς να προηγηθούν μείζονες καταστροφές ή εμφύλιες συρράξεις. Για να γίνει τέτοιο restart, προϋποθέτει την αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού που τη διοίκησε επί τρισήμισυ δεκαετίες, επικεφαλής ενός συστήματος κλεπτοκρατών.
Τρίτο, η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει οριστικά και τα δικαιώματα επί του ορυκτού και υποθαλασσίου πλούτου της, και το στρατηγικό χαρτί της με τους αγωγούς, αν το τρομοκρατημένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που εξακολουθεί, και μετά τις εκλογές, να μας διοικεί, αποφασίσει να τον εκποιήσει αντί πινακίου φακής στην τελευταία προσπάθειά του να σωθεί, παρασέρνοντας όλη τη χώρα στον δικό του, δυστυχώς παρατεινόμενο επιθανάτιο ρόγχο. (Στην απόσπαση από τρίτες δυνάμεις και όχι στην εθνική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, αποβλέπει και η αβάσιμη «ΑΟΖολογία», γεωπολιτικό «Νερό του Καματερού», που αναπτύσσεται εντέχνως τα τελευταία δύο χρόνια). Τρεις μήνες ζωή έδωσε ο Σόρος στη νέα κυβέρνηση, έξη ο Ρουμπινί και στη συνέχεια προβλέπουν είτε γενική κρίση της ευρωζώνης (Σόρος), είτε έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (Ρουμπινί).
Λυπούμεθα και δεν θα θέλαμε να κάνουμε τόσο απαισιόδοξες προβλέψεις, που κινδυνεύουν να αποθαρρύνουν. Ελπίζουμε να διαψευσθούμε. Μακάρι να γίνει ξαφνικά ένα «θαύμα» κι ας γίνει από όποιον μπορεί να το κάνει. Πάντα λαοί και έθνη που αγωνίζονται, μπορούν να πετύχουν κάτι και πάντα υπάρχει μια πιθανότητα επέμβασης ενός ευνοϊκού «τυχαίου» παράγοντα, ας τον ονομάσουμε «Θεό της Ελλάδας» στην περίπτωση αυτή. Μόνο που, συν Αθηνά και χείρα κίνει. Ακόμα κι αν παρουσιαστεί το «τυχαίο», χρειάζεται την εναργή παρέμβαση της ανθρώπινης βούλησης για να γονιμοποιηθεί. Ο ελληνικός λαός, η απέραντη «μικροαστική θάλασσα» που διαμορφώθηκε από δυόμισυ δεκαετίες «εθνικόφρονος αυταρχισμού» (1949-1974) και τρισήμισυ «επιδοτούμενης κλεπτοκρατίας» (1974-2008), δεν τόλμησε να ολοκληρώσει μαζικά το διάβα του Ρουβίκωνα στις 17 Ιουνίου και, πιθανώς, και το ίδιο το διαθέσιμο εργαλείο για να το κάνει δεν τόνοιωσε επαρκώς σταθερό για να το ακολουθήσει. ‘Εμεινε στη μέση του ποταμού όπου και κινδυνεύει τώρα να πνιγεί. Φοβόμαστε, μακάρι να διαψευστούμε, ότι θα «εκπαιδευτεί» τώρα, πιθανώς, με ακόμα πιο σκληρό, οδυνηρό και επικίνδυνο τρόπο απότι τα τελευταία δύο χρόνια. Ας ελπίσουμε αυτή η «εκπαίδευση», βάσης και ηγεσίας, να ολοκληρωθεί σε χρόνο που να προλαβαίνει να σωθεί κάτι. Δεν έχει νόημα όμως να εξωραϊζουμε διαρκώς την πραγματικότητα, δεν βοηθάει. Εθνικόν είναι το αληθές, είπε ο Διονύσιος Σολωμός. Αντεθνικόν το αναληθές, θα προσθέταμε.
Τι πρέπει να διεκδικήσει η Αθήνα
Η Αθήνα μπορεί ενδεχομένως να αποσπάσει σήμερα, στον παρόντα συσχετισμό ισχύος και διάταξη δυνάμεων, μια συμφωνία που να επιτρέπει τη βιωσιμότητα του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας και να προσφέρει στην Ελλάδα μια διέξοδο, μια ανάσα από τη δίνη θανάτου, στην οποία την έχει τοποθετήσει το Μνημόνιο, σε συνδυασμό με την εσωτερική κρίση των θεσμών της «κλεπτοκρατίας». Δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκατατεθεί στη συνέχιση εφαρμογής ενός Μνημονίου που οδηγεί αναπόφευκτα, εξαιτίας και όχι παρά τους στόχους του, όπως ισχυρίζεται ο κ. Σαμαράς, σε μέτρα που οδηγούν σε περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ, μείωση των κατώτερων αμοιβών εργασίας και ζωτικότερων κοινωνικών δαπανών και αύξηση της ανεργίας.
Μπορεί να το κάνει αυτό «αντικειμενικά», είναι τελείως αμφίβολο όμως ότι μπορεί να το κάνει «υποκειμενικά», ότι έχει δηλαδή την κυβέρνηση, το κράτος, το προσωπικό με τα ηθικά, ψυχολογικά και διανοητικά προσόντα και την ανεξαρτησία που χρειάζονται για μια τέτοια, σκληρή διαπραγμάτευση.
Το τελευταίο που θα ισχυριστούμε είναι ότι μια επαναδιαπραγμάτευση είναι εύκολη ή ακίνδυνη υπόθεση. Μακάρι η Ελλάδα να μην είχε υπογράψει τις δύο τερατώδεις συμφωνίες των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου αντίστοιχα. Μακάρι να μπορούσαμε να επιβιώσουμε ως κράτος, έστω και οδυνηρά, σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς να πρέπει να αρνηθούμε τις υπογραφές των Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου και Παπαδήμου-Βενιζέλου. Αυτό δεν γίνεται όμως, το ίδιο το πρόγραμμα έχει προγραμματίσει την καταστροφή της Ελλάδας. Πρέπει να διακοπεί πάση θυσία, ανεξαρτήτως υπογραφών.
Τα αδύνατα σημεία της ‘Αγκελα Μέρκελ
Θα επιχειρήσουμε στο άρθρο αυτό να δούμε τους κύριους παράγοντες που καθιστούν δυσανάλογο για τη Γερμανία το κόστος μιας «μετωπικής» με την Ελλάδα και γιατί, επομένως, διαπραγματευόμενη «στα άκρα», αλλά με ευφυή τρόπο, η Ελλάδα μπορεί, θεωρητικώς, να αποσπάσει μια ικανοποιητική συμφωνία από το Βερολίνο. Σε άλλο άρθρο, θα εξηγήσουμε τι θα μπορούσε να ζητηθεί και τι πρέπει να περιέχει ένας συμβιβασμός, για να θεωρηθεί ικανοποιητικός
Α) Κατ’ αρχήν, η παγκόσμια οικονομική επιστήμη, ακόμα και οι ίδιοι οι σύμβουλοι του Βερολίνου, έχουν αποδεχθεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα Μνημονίου και Δανειακής είναι η «απόλυτη καταστροφή», μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην παγκόσμια οικονομική ιστορία όλων των εποχών. Η εκτίμηση του Μνημονίου ως καταστροφικού είναι τώρα εξίσου αξιόπιστη με το Νόμος της Βαρύτητας του Νεύτωνα. Μπορεί να λένε «τα συμφωνηθέντα να τηρηθούν», αλλά δεν έχουν βρει ούτε τη σκιά ενός σοβαρού «επιχειρήματος» υπέρ των συμφωνηθέντων. Πρέπει βέβαια κάποιος να τα πει αυτά, όχι να κάνουμε ψοφοδεείς δηλώσεις υποτέλειας
Β) Η Ελλάδα μπορεί να ζητήσει τη λήψη άμεσων μέτρων για την αποτροπή σοβαρών κινδύνων ανθρωπιστικής καταστροφής, κατάρρευσης του κράτους και απειλών για την εθνική της ασφάλεια. Ποιος θα απαντήσει ότι οι ‘Ελληνες πρέπει να πέφτουν από τα μπαλκόνια και να πεθαίνουν χωρίς περίθαλψη, για να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα;
Γ) είναι αλήθεια ότι ένα σημαντικό τμήμα της γερμανικής ηγεσίας προσανατολίζεται εδώ και αρκετό καιρό στην αναζήτηση προσχήματος για την εκδίωξη της Ελλάδας από το ευρώ και προετοιμάζει αυτό το ενδεχόμενο, ενώ στην κατεύθυνση αυτή σπρώχνει τη Μέρκελ και το Λονδίνο. Είναι όμως εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις. Για να δούμε γιατί είναι δύσκολο.
Νομικές, οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες αποβολής από το ευρώ
Δεν υπάρχει νομικός τρόπος για να γίνει αυτό. Η πολιτική ξέρει βεβαίως να παρακάμπτει τα νομικά εμπόδια, αλλά η ΕΕ είναι, παρά το μέγεθος και την οικονομική της ισχύ, μια δομή πιο τρωτή από τις συνήθεις μεγάλες δυνάμεις. Η αχίλλειος πτέρνα της ΕΕ είναι ότι στηρίζεται, για να λειτουργήσει, σε ένα περίπλοκο σύστημα αμοιβαίων νομικών δεσμεύσεων μεταξύ 27 κρατών που, ακόμα και σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις, προβλέπει δικαίωμα βέτο. Αν η ΕΕ αρχίσει να παραβιάζει η ίδια το πλέγμα συνθηκών επί των οποίων βασίζει τη λειτουργία της, το πιθανότερο είναι ότι θα καταρρεύσει εν μέσω χάους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολύ περισσότερο θα συμβεί αυτό σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, με σοβαρή πιθανότητα επιδείνωσης, νέου και ισχυρότερου κύματος παγκόσμιας ύφεσης από του χρόνου.
Η ΕΚΤ μπορεί να διακόψει τη χρηματοδότηση στην Ελλάδα και να οδηγήσει την ίδια ή τις ελληνικές τράπεζες σε «έμφραγμα», αναγκάζοντάς την να εισάγει επειγόντως δικό της εσωτερικό μέσο πληρωμής. Εύκολο να τρομοκρατείς με ένα τέτοιο όπλο μια εξαθλιωμένη χώρα διοικούμενη από δειλούς και ασχέτους ανθρώπους. Μόνο που ας το δούμε ανάποδα. Τι ακριβώς διακινδυνεύει το Βερολίνο, στην περίπτωση αυτή
– να προκαλέσει μια εκτεταμένη κατάρρευση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και να δώσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην παγκόσμια οικονομική κρίση, που ήδη βαδίζει, πιθανότατα, σε νέο, βαθύτερο κύκλο ύφεσης
– να αναγκάσει την Ελλάδα σε πλήρη χρήση του βέτο της σε όλη την κλίμακα των ευρωπαϊκών θεσμών, παραλύοντας σε σημαντικό βαθμό την όλη λειτουργία της ΕΕ (πολιτική της άδειας καρέκλας του Ντε Γκωλ), για να μην πούμε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει αποφασιστικά, σε μια περίπτωση απειλής κατά της κρατικής και εθνικής της επιβίωσης και όλα τα γεωπολιτικά χαρτιά της.
– να προκαλέσει την κατάρρευση όλου του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού πολιτικού οικοδομήματος, εν μέσω «σειράς» ενδοευρωπαϊκών πολέμων χρέους. Ουδείς χρειάζεται μια ‘Ενωση που καταστρέφει τα μέλη της, αυτό θα είναι το τέλος της Ευρώπης
– να προκαλέσει ανθρωπιστική κρίση άνευ προηγουμένου στην Ελλάδα που θα στιγματίσει πολιτικά την Ευρώπη και ειδικά τη Γερμανία για μισό αιώνα ακόμα, τερματίζοντας απότομα την όποια φιλοδοξία της
– να μεταβάλει μια οικονομική κρίση σε γεωπολιτική. Το ενδεχόμενο αυτό, με τις συνακόλουθες πιθανότητες συγκρότησης άξονα
Σερβίας-Ελλάδας-Κύπρου ή τους κινδύνους τουρκικής προσπάθειας να εκμεταλλευθεί την ελληνική κρίση, άρχισε να αντιμετωπίζεται σοβαρά από το διεθνές σύστημα μόνο μετά τις εκλογές της 6.5, οδηγωντας σε κινητοποίηση σημαντικών δυνάμεων, και μέσα στη Γερμανία. Αυτές οι δυνάμεις «διέταξαν» τον Γερμανό Φιλελεύθερο ΥΠΕΞ Βεστερβέλλε, όλως παραδόξως κατά τα άλλα, να προτείνει μόνος του την παράταση τουλάχιστον της δημοσιονομικής προσαρμογής, προκαλώντας οργισμένη διάψευση της Καγκελλαρίου, που είναι προφανώς οπαδός μια πιο «γερμανικής» μεθόδου αντιμετώπισης της Αθήνας και φοβάται ότι, αν αρχίσει τις «παραχωρήσεις» δεν θα τελειώσει ποτέ
– να αναγκάσει την Ελλάδα να πάει μονομερώς σε στάση εξωτερικών πληρωμών και μετατροπή όλου του εξωτερικού χρέους στο νέο νόμισμα, αν αναγκασθεί να το εισάγει, παρά τις νομικές δυσκολίες που της δημιούργησε η αντεθνική δανειακή Παπαδήμου
Η Μέρκελ δεν είναι μόνη της
Ακόμα και αν η Μέρκελ αποφάσιζε να κάνει το «απονενοημένο διάβημα», ακολουθώντας το ιστορικό παράδειγμα του πως οι ανώτερες τάξεις της Γερμανίας οδηγήθηκαν στην καταστροφή της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας, με τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα έπρεπε επίσης να υπερβεί την έντονη, σε μια τέτοια περίπτωση, αντίθεση σχεδόν όλων των διεθνών παικτών¨
– ο Πρόεδρος Ομπάμα, που αγωνίζεται να επανεκλεγεί το Νοέμβριο, το τελευταίο που χρειάζεται είναι μια σοβαρή κρίση και διάσπαση της ευρωζώνης
– ο Φρανσουά Ολάντ θα έβλεπε την προεδρία του να κινδυνεύει να οδηγηθεί άμεσα στη χειρότερη κρίση της Ευρώπης μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ΕΕ να απειληθεί με διάσπαση. Θα καταστρεφόταν ο ίδιος αν συνεργούσε στην καταστροφή της Ελλάδας
– ο Πούτιν το μόνο που δεν θέλει είναι ανεξέλεγκτη κρίση της Ευρώπης που καταλαβαίνει καλύτερα από τους ίδιους τους Γερμανούς ότι θα οδηγούσε σε κρίση της Γερμανίας, σημαντικού εταίρου της Μόσχας στην Ευρώπη
– όπως φάνηκε στους G20, όπου μόνο δεν έδειραν την Μέρκελ, όλος ο πλανήτης οικτίρει Βερολίνο και Βρυξέλλες για τον τρόπο που δεν αντιμετωπίζουν την ευρωπαϊκή κρίση
‘Ενας παράγων μόνο, και όχι ο πιο ασήμαντος, θα μπορούσε να έχει συμφέρον από την έκρηξη της Ευρώπης και την κατάρρευση του ευρώ. Είναι η «Αυτοκρατορία του Χρήματος», οι μεγάλες δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Και αυτές ακόμα, αιφνιδιασμένες άλλωστε από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν ανέμεναν, δεν είναι ενδεχομένως έτοιμες ή διατεθειμένες να προωθήσουν δραστικά ένα τέτοιο σχέδιο τώρα, μέσα στο καλοκαίρι, πολύ περισσότερο με όλες σχεδόν τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη απέναντι.
Επειδή αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα, επειδή δηλαδή τέτοια είναι η αντικειμενική αποτρεπτική ισχύς της Ελλάδας, ολόκληρος ο πλανήτης παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα τις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Για να χρησιμοποιηθεί όμως επιτυχώς η αποτρεπτική αυτή ισχύς, προς όφελος της χώρας, πρέπει να τη διοικεί ένας πολύ έξυπνος και πολύ ανεξάρτητος παίκτης, που θα επιχειρήσει να βρει έναν τρόπο να καταστήσει και «υποκειμενικά» σαφείς τους τεράστιους κινδύνους για τις ίδιες, που αναλαμβάνουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, αν επιμείνουν στον δρόμο της ελληνικής καταστροφής, αλλά και να προτείνει λύσεις. Δυστυχώς δεν είναι τέτοιοι παίκτες τα ανθρωπάκια που παίζουν τον ρόλο «πράκτορα του χάους», πεταλούδας που προκαλεί παγκόσμια καταστροφή. Αυτός είναι ο ιστορικός, παγκόσμιας σημασίας ρόλος των ελληνικών ελίτ μετά τον Οκτώβριο του 2009, για λόγους που αξίζει να δούμε λεπτομερώς σε άλλο άρθρο. Εξηγώντας τις ήττες των βαρβάρων από τους ‘Ελληνες, ένας αρχαίος συγγραφέας έγραψε ότι υποτάσσονται γιατί δεν μπορούν να πουν όχι, «δια το μη δύνασθαι την ου συλλαβήν λέγειν». Για να σωθούμε πρέπει να πούμε το όχι, και το όχι μας να είναι έλλογο και όχι άναρθρο.
Δημοσιεύτηκε, με ελάχιστες τροποποιήσεις, στην εφημερίδα Η Ελλάδα Αύριο, στις 20.6.2012