Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Είμαστε αυτό που λέμε, δίδασκε ο πολύ γνωστός, αλλά και έντονα αμφιλεγόμενος Λακάν. Οι λέξεις, όταν τους δώσεις προσοχή, αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε. Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις, δίδασκε ο Αντισθένης και ο Πλάτων αναφέρεται λεπτομερώς στις λέξεις στον Κρατύλο.
Γλώσσα και Βούληση
Προ ετών πήρα μια συνέντευξη από έναν πολύ γνωστό ‘Ελληνα πολιτικό, που μιλάει έξοχα αγγλικά. Δώσαμε ραντεβού με έναν συνεργάτη του να ελέγξουμε το απομαγνητοφωνημένο κείμενο, πριν δημοσευτεί. Ο συνεργάτης δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο πολιτικός, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε. Του ζήτησα το κείμενο, του μετέφρασα το σημείο που τον προβλημάτιζε στα αγγλικά και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Επρόκειτο για έναν τεχνικό όρο που είχε βάλει πρόσφατα σε χρήση η αμερικανική διπλωματία και τον οποίο χρησιμοποιούσε ο πολιτικός μας. Δεν έκανε βέβαια νόημα στα ελληνικά και αμφιβάλλω ότι ο πολιτικός καταλάβαινε τι στα αλήθεια ήθελε να πει. ‘Οπως και ο κ. Χρυσοχοϊδης δεν καταλάβαινε τι πάνε να πούνε οι «ασύμμετρες απειλές» που άρχισε να χρησιμοποιεί μετά μανίας μόλις ανέλαβε Υπουργός Δημόσιας Τάξης. Δύσκολο να ακούσεις στη Βέροια τέτοιον όρο κι ακόμα πιο δύσκολο να τον σκεφτείς με το δικό σου μυαλό όταν είσαι Υπουργός σε μια χώρα που δεν αντιμετωπίζει τόσο κάποιες ασύμμετρες, όσο τη «συμμετρικότατη» απειλή της Τουρκίας.
Για τους ίδιους τους Αμερικανούς, όπως και για όλους τους «διεθνείς νταβατζήδες», για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς την έκφραση του Καραμανλή, δεν είναι φυσικά μειονέκτημα να μην καταλαβαίνουν οι ‘Ελληνες πολιτικοί αυτά που λένε ή κάνουν. Σημασία έχει να τα λένε και να τα κάνουν. Ισχύει και για αυτούς αυτό που είπε ο Λόρδος Κρόμερ, αναφερόμενος στον τρόπο που η Βρετανική Αυτοκρατορία διοικούσε την Αίγυπτο: «Δεν κυβερνάμε την Αίγυπτο, κυβερνάμε τους κυβερνήτες της Αιγύπτου»
Η επιστολή Σαμαρά
Η επιστολή που απηύθυνε ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ενεχείρισε ο κ. Παπούλιας, με τη σύμφωνη γνώμη όχι μόνο του κόμματός του, αλλά επίσης των κ.κ. Βενιζέλου και Κουβέλη, προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την 27η Ιουνίου έχει βαρύνουσες πολιτικές, νομικές και διπλωματικές συνέπειες. Κατά τη γνώμη μας, δυστυχέστατα, κινδυνεύει να εγκαινιάσει τη φάση της τελικής καταστροφής της Ελλάδας, ολοκληρώνοντας πολύ χειρότερα την πορεία που εγκαινίασε ο Γιώργος Παπανδρέου τον Μάιο 2010 και, πιθανώς, οδηγώντας τη χώρα εκτός ευρώ ή/και ΕΕ. ‘Όταν άλλωστε μια εφημερίδα που υποστήριξε με τόσο φανατισμό, όσο η «Καθημερινή», το Μνημόνιο, τιτλοφορεί το σχετικό πρωτοσέλιδο θέμα της «Κατεβάζει τον πήχυ η Αθήνα», μάλλον περιττεύουν τα δικά μας σχόλια.
Εσείς όμως μπορείτε να έχετε την ακριβώς αντίθετη άποψη, να πιστεύετε ότι καλά τα είπε ο κ. Σαμαράς στους Ευρωπαίους. Ακόμα και αν έχετε αυτή τη γνώμη, πιστεύετε βέβαια ότι η επιστολή, δεν μπορεί, θα είναι αποτέλεσμα μακρού προβληματισμού, συσκέψεων με τους συνεργάτες, ζυγίσματος των διαπραγματευτικών περιθωρίων, εξέτασης των συνεπειών που θα έχει αυτή ή η άλλη διατύπωση, κλπ. κλπ. Δεν έχει ασφαλώς κανείς την απαίτηση από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό της Ελλάδας να αποδίδει Θουκυδίδη, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έχει όμως την απαίτηση να σκέφτεται πάρα πολύ για λογαριασμό μιας χώρας που απειλείται με ολοσχερή εθνική καταστροφή και της οποίας ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών δίνει καθημερινά τέλος στη ζωή του, μην υποφέροντας την ταπείνωση, την απελπισία και την αθλιότητα στην οποία τον έχει σπρώξει η πιθανώς πιο διεφθαρμένη και άπατρις ηγέτις και πολιτική τάξη της όλης Ευρώπης.
Η «ιδιοκτησία του προγράμματος σταθεροποίησης»
Χειρότερο από την ίδια την επιστολή είναι ότι την υπογράφει μεν ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν μοιάζει όμως να την έχει γράψει ούτε ο ίδιος, ούτε κάποιος από τους συνεργάτες του, τουλάχιστον κάποιος εκ των δημοσίως γνωστών συνεργατών του. Για την ακρίβεια, κανείς άνθρωπος που σκέπτεται στα ελληνικά δεν μπορεί να γράψει ότι η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας «αποδέχεται την ιδιοκτησία του προγράμματος σταθεροποίησης», γιατί, απλούστατα, αυτή η φράση δεν κάνει νόημα στα ελληνικά. Αυτός που έγραψε αυτή την επιστολή σκέπτεται σε άλλη γλώσσα, που δεν είναι τα ελληνικά ή χρησιμοποιεί και μεταφράζει όρους που του έχουν υπαγορεύσει. Νοείται ιδιοκτησία πραγμάτων, αντικειμένων, δεν νοείται ιδιοκτησία προγραμμάτων ή διαδικασιών ή μεταρρυθμίσεων. Τα μόνα προγράμματα των οποίων μπορεί να είναι κανείς ιδιοκτήτης είναι προγράμματα υπολογιστών.
Στην πραγματικότητα ούτε στις ευρωπαϊκές γλώσσες είναι συνηθισμένη μια τέτοια έκφραση, γιατί και εκεί η ιδιοκτησία χρησιμοποιείται για αντικείμενα και όχι για διαδικασίες. Η έκφραση «ιδιοκτησία προγράμματος» υπάρχει μόνο σε ορισμένα εξειδικευμένα αμερικανικά εγχειρίδια μάνατζμεντ, και σημαίνει να καταστήσουμε υπεύθυνους τους εντεταλμένους με την υλοποίηση των προγραμμάτων, να κάνουν δηλαδή ότι χρειάζεται, αντί να έρχονται να μας πρήζουν ότι δεν γίνονται και να αναλάβουν την ευθύνη του αποτελέσματος. Κυρίως όμως, η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης στην ειδική τεχνική γλώσσα των αξιωματούχων της ΕΕ, του ΔΝΤ και ορισμένων διεθνών οργανισμών που συναλλάσσονται με τις κατ’ ευφημισμό αναπτυσσόμενες, δηλαδή τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, σαν τον Νίγηρα της Κυρίας Λαγκάρντ καλή ώρα, ασκώντας τη μεταμοντέρνα μορφή αποικιοκρατίας. Συνήθως, οι οργανισμοί αυτοί «διαπραγματεύονται» με απολύτως διεφθαρμένες και ελεγχόμενες από τους ίδιους και μεγάλα δυτικά συμφέροντα κυβερνήσεις.
Ακόμα χειρότερα. Ο όρος «ιδιοκτησία» χρησιμοποιήθηκε ακόμα μια φορά για διαδικασία και η περίπτωση αυτή μας ενδιαφέρει. Στις συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ για το κυπριακό, «αρχιτέκτονες» των οποίων ήταν οι γνωστοί ‘Αγγλοι «ειδικοί», επίσης τις ονόμασαν «κυπριακής ιδιοκτησίας», όρο που επίσης δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς φυσιολογικός άνθρωπος ή διπλωμάτης που να σκέφτεται στα ελληνικά ή στα τουρκικά. Οι «ειδικοί» αυτοί ήθελαν να επαναφέρουν μια μορφή του απορριφθέντος σχεδίου Ανάν και να πιέσουν τους Ελληνοκυπρίους να βρουν λύση πάση θυσία, ή, πάντως, να μην αποχωρήσουν από αυτές καταγγέλλοντας την άλλη πλευρά. Για όσους υποπτεύονται ότι οι συντάκτες του Μνημονίου δεν έχουν μόνο οικονομικές, αλλά και γεωπολιτικές επιδιώξεις, ότι το Μνημόνιο είναι δηλαδή μια επίθεση στην κυριαρχία και την ανεξαρτησία του ελληνικού, όπως το σχέδιο Ανάν ήταν μια επίθεση στην κυριαρχία και ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους, η «σύμπτωση» αυτή μοιάζει να επιβεβαιώνει τους φόβους τους.
Τι θέλουν τα αφεντικά
Τι θέλουν να κάνουν αυτοί που υπαγόρευσαν στην ελληνική κυβέρνηση τον όρο «ιδιοκτησία»; Να καταστήσουν προκαταβολικά υπεύθυνη την Ελλάδα και για το ότι το Μνημόνιο τελικά δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί μέχρι τέλους, γιατί απλώς είναι αδύνατο να εφαρμοστεί και για τις καταστροφές που θα συσσωρεύσει. Απεκδύονται έτσι των δικών τους ευθυνών για την επικείμενη καταστροφή. Αλλά και προσθέτουν ένα νέο επιχείρημα, αν θελήσουν να πιέσουν την Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρώ, αφού αυτή και μόνο θα ευθύνεται για την αποτυχία. Δυστυχώς άλλωστε, δεν είναι μόνο μια φράση της επιστολής Σαμαρά. Ολόκληρη η επιστολή δεν είναι παρά μια ελάχιστα τροποποιημένη παραλλαγή του ανακοινωθέντος του Eurogroup, που εξεδόθη μόλις έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της κάλπης, και στο οποίο όμως δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον απόηχο των εκλογών. Εκεί ακριβώς αναφέρεται ότι «περιμένουμε το σύντομο σχηματισμό μιας νέας ελληνικής κυβέρνησης, που θα αναλάβει την ιδιοκτησία του προγράμματος προσαρμογής».
Με την επιστολή που έστειλε ο κ. Σαμαράς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η ελληνική κυβέρνηση, απαλλάσσει την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ όλων των και δικών τους ευθυνών για την τεράστια αποτυχία του προγράμματος και την καταστροφή που επισώρευσε και, επιπλέον, δεσμεύει εκ νέου τη χώρα σε ένα πρόγραμμα που την καταστρέφει μετά βεβαιότητος και το οποίο είναι και αδύνατο να εφαρμοσθεί. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο αναλαμβάνει την ευθύνη να συνεχίσει την πορεία προς τον γκρεμό, αλλά και αθωώνει της εξελισσόμενης καταστροφής τους Ευρωπαίους, αφοπλίζοντας πολιτικά τη χώρα και καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο το έργο της κυβέρνησης που, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να διακόψει το πρόγραμμα εν μέσω εθνικών ερειπίων.
Οι δανειστές βρίσκονται έτσι, με τούτα και με κείνα, στην πολύ ευχάριστη θέση να έχουν να «επαναδιαπραγματευθούν» μόνο με τον εαυτό τους. Διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, παραμένει δραματικά επίκαιρο το ερώτημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1963: «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;». Κι αν η ελληνική κοινωνία κατεστράφη επί της κυβερνήσεως των «σοσιαλιστών», τώρα, επί των ημερών μιας νέας εκδοχής της «εθνικόφρονος δεξιάς». είναι το ελληνικό έθνος που απειλείται με καταστροφή.
“H Eλλάδα αύριο”, 1.7.2012