Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Μια νέα, σοβαρότερη και πιο επικίνδυνη φάση της ελληνικής κρίσης εγκαινίασε το εκλογικό αποτέλεσμα που ανακοίνωσε η Singular Logic το βράδυ της 17ης Ιουνίου και ο σχηματισμός της τρίτης «μνημονιακής» κυβέρνησης, από τους κ.κ. Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη. Η λογική της κυβέρνησης μοιάζει να είναι η συνήθης και ελάχιστα ευρωπαϊκή «λογική» των «ευρωπαϊστικών» ελληνικών ελίτ: πάμε στον πολυχρονεμένο αφέντη, του κάνουμε μια βαθιά υπόκλιση και ελπίζουμε στο έλεός του. Είναι ακόμα, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, προ της συνόδου κορυφής, πρόωρο να αποφανθούμε οριστικά, αν κρίνουμε όμως από τις πρώτες δηλώσεις Σόιμπλε, στο απωθητικό θέαμα του έλληνα ραγιά που προσκυνάει τον σουλτάνο, έχει προστεθεί και η … κλωτσιά του σουλτάνου. Πόσο θα διατηρηθεί μια τέτοια κυβέρνηση;
Στους μήνες που έρχονται, είναι αυξημένος ο κίνδυνος να επιχειρηθεί, με άγνωστες συνέπειες, μια «βίαιη λύση» του ελληνικού, και δεν εννοούμε ότι κάποιος θα την προκαλέσει επί τη βάσει σχεδίου, εννοούμε ότι μπορεί να προκύψει αυτόματα, ως αποτέλεσμα της λαϊκής απελπισίας, σε συνδυασμό με την αδυναμία του κοινοβουλευτικού πλαισίου και της πολιτικής τάξης να δώσει λύσεις, αν τουλάχιστο δεν γίνουν κάποιες ουσιαστικές παραχωρήσεις στην Αθήνα. Είναι επίσης πιθανό να επιχειρηθεί η αποβολή, με κάποια μορφή, της Ελλάδας από το ευρώ ή και την ΕΕ. Επειδή είναι νομικά, θεσμικά, πολιτικά πολύ δύσκολο κάτι τέτοιο, αλλά και επειδή είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρεθούν σπουδαίες δυνάμεις στο ελληνικό πολιτικό προσωπικό που να κάνουν σημαία τους την έξοδο από την Ευρώπη, αυξάνεται και ο κίνδυνος «ανώμαλων» καταστάσεων που θα δικαιολογήσουν/επιτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Τέτοιες «ανώμαλες» καταστάσεις μπορούν να αφορούν την οικονομική και ανθρωπιστική κατάσταση της χώρας, φαινόμενα αναρχίας και καταστάσεων ανάγκης στο εσωτερικό, εξωτερική προβοκάτσια με την Τουρκία και προσπάθεια διοχέτευσης της κοινωνικής οργής αφενός εναντίον των μεταναστών, αφετέρου εναντίον του «εξωτερικού εχθρού».
Ο ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο των εξελίξεων
Οι «μνημονιακές» δυνάμεις, η τρόικα, οι κυρίαρχες διεθνείς δυνάμεις του Χρήματος και της Ευρώπης πέτυχαν αναμφισβήτητα μια σημαντική πολιτική νίκη με το εκλογικό αποτέλεσμα, μια νίκη όμως που μπορεί να αποδειχθεί Πύρρεια. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορέσουν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση και τον έλεγχό τους στη χώρα, εκτός αν αλλάξουν άρδην την πολιτική τους, κάτι που δεν φαίνεται πιθανό. Ο «μεγάλος ηττημένος» των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ταυτόχρονα και ο «μεγάλος νικητής» τους, όπως και αντίστροφα! Ανεδείχθη μέχρι τώρα στο κύριο υποψήφιο πολιτικό εργαλείο του ελληνικού λαού για τη σωτηρία της χώρας του και είναι αυτός που, σε μεγάλο βαθμό, κρατάει στα χέρια του το «κλειδί» της ελληνικής κατάστασης. Αν μπορέσει να συνεχίσει επιτυχώς τη «μεταμόρφωσή» του, με ρυθμούς ακόμα ταχύτερους από αυτούς της προεκλογικής περιόδου, αν δεν φοβηθεί και κιοτέψει, μπορεί να γίνει κυβέρνηση, ίσως και σε διάστημα μηνών, ανάλογα με το πώς θα χειρισθεί και τις προκλήσεις που θα προκύψουν στο μεσοδιάστημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, από τη μια μέρα στην άλλη, να αντιμετωπίσει επιτυχώς, τις τεράστιες και διαρκώς αυξανόμενες προκλήσεις που θέτει η εσωτερική κατάρρευση και μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια (όχι μόνο οικονομική) κρίση. Αναγκαστικά, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει «βήμα-βήμα» τα προβλήματα που του τίθενται και από την ικανότητά του να μην οδηγείται σε «τακτικές» λύσεις με καταστροφικές όμως στρατηγικές συνέπειες, θα εξαρτηθεί όχι μόνο το μέλλον του, αλλά και η επιβίωσή του η ίδια, σε μια κατάσταση οξυνόμενης εθνικής και διεθνούς κρίσης. Στις όλο και πιο δυνατές φουρτούνες πούρχονται, ο καπετάνιος θα πρέπει κυρίως να προσέχει τον άξονα του καραβιού, να επιδεικνύει ατσάλινη αποφασιστικότητα στα στρατηγικώς κύρια, μεγάλη φαντασία και ικανότητα ελιγμών στα υπόλοιπα, για να μην τουμπάρει το καράβι, να στηρίζεται στην όσο πιο καλή κατανόηση του ελληνικού και διεθνούς ιστορικού γίγνεσθαι, που είναι η βάση της «έλλογης αυτοπεποίθησης». Θα χρειαστεί επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ ένα πολύ πιο επεξεργασμένο και, κυρίως, αυθεντικά ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την Ελλάδα.
Κλεπτοκρατικός καπιταλισμός και μετανάστευση
Ο Κάρολος Μαρξ ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επαναστατικά πνεύματα της ιστορίας. Αναλύοντας τον βιομηχανικό καπιταλισμό της Αγγλίας του Δέκατου ‘Ενατου Αιώνα, πρότεινε τη θεωρία της υπεραξίας που την έκανε κέντρο της οικονομικής του ανάλυσης. Ανακάλυψε τον μηχανισμό δηλαδή της «κλοπής» από τον καπιταλιστή τμήματος της παραγόμενης από τον εργάτη αξίας. Αυτή η θεωρία υπήρξε το θεμέλιο για το κλασικό πολιτικό πρόγραμμα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος.
Τώρα, δεν είναι επαναστάτης και αριστερός, είναι συντηρητικός και συμβιβασμένος αυτός που μεταφέρει μηχανικά τα συνθήματα των εργατών του Μάντσεστερ στην Ελλάδα της διαπλοκής, της διαφθοράς και της κλεπτοκρατίας, του μέσου και του ρουσφετιού, για να παριστάνει τον «αριστερό», χωρίς να αγωνίζεται έμπρακτα κατά του «υπαρκτού ελληνικού καπιταλισμού». ‘Οσο κι αν ψάξουμε, δεν θα βρούμε στις σελίδες του Κεφαλαίου καμιά αναφορά στον οφθαλμίατρο που μου πήρε 120 ευρώ χωρίς να μου δώσει απόδειξη, στον έφορα που καθορίζει αυτός, κι όχι το κοινοβούλιο με τον προϋπολογισμό την οικονομική πολιτική της χώρας. Είναι εύκολο σε μια χώρα σαν την Ελλάδα να μιλάς αφηρημένα για «ταξικές διαφορές», παραδόξως όμως φαίνεται πολύ δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς την κολοσσιαία ταξική διαφορά που μπορεί να προκύπτει από την έγκαιρη πρόσβαση ενός καρδιοπαθούς στην περίθαλψη, κυριολεκτικά διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, πολύ περισσότερο να την εξηγήσει. Δεν είναι αριστερός αλλά βαθύτατα συντηρητικός αυτός που δεν θέλει να θίξει τους ιδιοκτήτες ΙΧ ή τα ποδοσφαιρικά σωματεία, αλλά αντίθετα προσφέρει και μια «αριστερή» εσάνς στις αντικοινωνικές συμπεριφορές μιας χώρας ενός έξαλλου ατομικισμού, που είναι το κοινωνικό ισοδύναμο του άναρχου, «εγωϊστικού» πολλαπλασιασμού των κυττάρων, που ονομάζει καρκίνο η ιατρική. ‘Όπως ένας «αναρχικός» φίλος που δεν έβαζε ένσημα στο προσωπικό, λέγοντας ότι είναι κατά του κράτους! Ο ελληνικός «κλεπτοκρατικός καπιταλισμός» κατέρρευσε και τίποτα δεν μπορεί να τον αναστήσει. Χρειάζεται ένα πρόγραμμα ανόρθωσης που να στρέψει τους ‘Ελληνες στην παραγωγή, αρχίζοντας από την πρωτογενή, στη συλλογικότητα, αρχίζοντας από τη διανομή των προϊόντων και των μετασχηματισμό των ατύπων δικτύων σε παραγωγικούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και φτάνοντας σε ένα πατριωτικό κίνημα σωτηρίας της χώρας μας και ανόρθωσης και γνήσιου εκδημοκρατισμού του κράτους μας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται επίσης και μια πολιτική για το μεταναστευτικό, γιατί δεν μπορεί να συνεχίσει να μην αναγνωρίζει το πρόβλημα. ‘Όταν είναι ειλικρινής, είναι άξια συγχαρητηρίων η ηθική προσέγγιση του ζητήματος, γιατί αλλοιώς κινδυνεύει και η Αριστερά και η Ελλάδα να χάσουν την ψυχή τους και τη χρειάζονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει το καταφύγιο των κατατρεγμένων όλου του πλανήτη. Μια Ελλάδα με τη Χρυσή Αυγή στο 60% δεν θα ωφελήσει ούτε και τους ξένους της.
Η αριστερά από τη διάσπαση του 1968 στις εκλογές του 2012 (και το παράδειγμα των Ναζί)
Ειρήσθω εν παρόδω, μιας και μιλήσαμε για «εκτροπές», η ιστορική λειτουργία του ναζισμού ήταν να στρέψει με «εθνικά» και «σοσιαλιστικά» κατά τα άλλα συνθήματα, τα καταστρεφόμενα μεσαία στρώματα της Γερμανίας κατά των εργατών, τους εργάτες εναντίον των ανέργων και των λούμπεν και τελικά τη Γερμανία εναντίον της Ρωσίας. Αυτό έγινε για να μη γίνει το ανάποδο: να ενωθούν οι άνεργοι με τους εργάτες και οι εργάτες με τους μεσαίους και να στραφούν εναντίον των Γερμανών καπιταλιστών και των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που επέβαλαν στη Γερμανία τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (το γερμανικό Μνημόνιο της εποχής), επαναλαμβάνοντας και στη Γερμανία το παράδειγμα των Ρώσων εργατών και αγροτών του 1917. Ανήμπορη να αντιμετωπίσει την κρίση και φοβούμενη τον κομμουνιστικό κίνδυνο, η άρχουσα τάξη της Γερμανίας, και όχι μόνο, στήριξε το εγχείρημα του Χίτλερ, που εξαπάτησε επιτυχώς τον γερμανικό λαό, καταφέρνοντας να υποσκελίσει τους κομμουνιστές, καθιστάμενος δήθεν κύρια «αντικαπιταλιστική, εθνική δύναμη» και πήγε τα πράγματα εκεί που τα πήγε, αφού πρώτα έσφαξε όσους πήραν στα σοβαρά τα λεγόμενά του (τα Ες Α, του Ρεμ, το πλέον ακραιφνώς αντικαπιταλιστικό τμήμα των Ναζί).
Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ακολούθησε την εποχή εκείνη το ισοδύναμο, τηρουμένων των αναλογιών, της πολιτικής της ΔΗΜΑΡ και το γερμανικό ΚΚ το ισοδύναμο της τωρινής πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ, εξασφαλίζοντας την άνετη, ουσιαστικά χωρίς αντίσταση, επικράτηση των χιτλερικών. ‘Όπως στην Ελλάδα, δεν θα είχαμε τώρα μνημονιακή κυβέρνηση, αν ο κ. Κουβέλης δεν διασπούσε το κόμμα του επικαλούμενος λόγους που ίσχυαν είκοσι χρόνια, χωρίς να προκαλούν διάσπαση ή αν ο Περισσός συνεργούσε σε ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο. Και τα δύο δεν πρόκειται να τα συγχωρήσει η ιστορία, σηματοδοτούν πιθανώς το τέλος των δύο ακραίων εκφράσεων των τάσεων που ανέδειξε η διάσπαση του 1968. Της ακραίας σταλινο-ζαχαριαδικής πτέρυγας, που θεωρούσε ότι επαναστάτης σημαίνει τυφλό όργανο της Μόσχας και που έπαυσε εδώ και καιρό, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, να έχει λόγο ύπαρξης. Και της εξίσου ακραίας «ευρωκομμουνιστικής» τάσης, που θεώρησε ότι, δεδομένης της ήττας, πρέπει η αριστερά να μεταβληθεί σε «σοφό, κοινωνικά προσανατολισμένο σύμβουλο» της εγχώριας και διεθνούς αστικής τάξης, του εν γένει κατεστημένου. Ορισμένοι υπήρξαν πρωτοπόροι, όπως ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, που, από ηγέτης της Β’ Πανελλαδικής δεν κατέληξε απλώς στη ΝΔ, υπήρξε και ο βασικός συντελεστής της μνημονιακής «κωλοτούμπας» του Σαμαρά.
Και τα δύο ρεύματα, το τυφλά σοβιετόφιλο και το ακραία ευρωκομμουνιστικό αντανακλούν μια βαθιά έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, ισχυρή στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο, όσο και το επαναστατικό στοιχείο και παντοδύναμη στο επίπεδο της ελληνικής ελίτ. Υπό την πίεση της ιστορίας και της λαϊκής βάσης του, απείρως «υγιέστερης» των στελεχών του, χάρη και στον ηγέτη του, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαινίασε μια αντίστροφη πορεία με τη στροφή Τσίπρα προς τον πατριωτισμό και την έντιμη προσπάθειά του να γίνει συγκεκριμένη αντιπολίτευση στα μνημόνια. Ακολούθησε δηλαδή μια αντίστροφη πορεία αυτοκαθορισμού, στήριξης στο λαό, έκφρασης των αναγκών του έθνους, που μετέβαλε συντριπτικά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς και της χώρας γενικά. Στην ανεπαρκή ακόμα, αλλά επιτυχή έως τώρα μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, συνέβαλε ασφαλώς αποφασιστικά η εμφάνιση ενός νέου, δυναμικού ανθρώπου, εκφραστή μιας νέας γενηάς μορφωμένων Ελλήνων, που θέλει να κάνει τη δική της «επανάσταση» εναντίον των γονιών της, δεν κουβαλάει και δεν νοιώθει υπεύθυνη για τις αμαρτίες τους, δεν κατατρύχεται από το «σύνδρομο της ήττας», που σφράγισε τη συντριπτική πλειοψηφία της κομμουνιστογενούς αριστεράς μετά τον Εμφύλιο.
Η πύρρεια νίκη του Μνημονίου
Η σημαντική εκλογική και πολιτική νίκη του «Μνημονίου» στις εκλογές της 17.6 μπορεί να αποδειχθεί Πύρρεια γιατί στηρίχτηκε σε υποθέσεις-υποσχέσεις που, ενώ αφορούν ζωτικά συμφέροντα των πολιτών και της χώρας, είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθούν:
– ότι μπορεί να υπάρξει Μνημόνιο χωρίς τα αποτελέσματά του
– ότι μπορεί να γίνει διαπραγμάτευση χωρίς να γίνει ρήξη και χωρίς επομένως να διακινδυνεύσει τίποτα η Ελλάδα. ‘Άλλο όμως διαπραγμάτευση και άλλο παρακάλια. Μακάρι να πάρουν κάτι αξιόλογο με τα παρακάλια, συνήθως όμως δεν συμβαίνει αυτό
– ότι μπορεί να σωθεί η χώρα χωρίς να ανατραπεί το σύστημα «κλεπτοκρατικού καπιταλισμού», που δεν αφορά μόνο τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και το ανώτερο στρώμα του κρατικού και πολιτικού προσωπικού, αλλά έχει διαχύσει την κουλτούρα του σε όλη την κοινωνία, συνιστά τμήμα του «κοινωνικού συμβολαίου» της μεταπολίτευσης, αν όχι όλης της νεώτερης Ελλάδας με περιορισμένες εξαιρέσεις κατά τη διάρκεια επαναστατικών ή ριζοσπαστικών περιόδων
Αυτές οι υποθέσεις-υποσχέσεις είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν και επομένως η νέα κυβέρνηση ξεκινάει το έργο της με σοβαρές αντιφάσεις στο «σχέδιό» της, που κινδυνεύουν να την οδηγήσουν πολύ σύντομα σε κατάρρευση. Επιπλέον, παραλαμβάνει μια χώρα σε επιταχυνόμενη κατάρρευση σε όλους τους τομείς.
Τα πρόσωπα αντανακλούν αυτές τις πραγματικότητες. Μετά από όσα συνέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και τις απίθανες καταστροφές που συσσώρευσε στη χώρα το πολιτικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, και μόνο το άκουσμα των ονομάτων των Υπουργών που αναλαμβάνουν πάλι να μας «σώσουν», μόνο σφίξιμο μπορεί να προκαλέσει στο στήθος οποιουδήποτε ‘Ελληνα πονάει την πατρίδα του. Τι διάολο πρέπει να συμβεί για να αναδειχθούν άνθρωποι και δυνάμεις που θα μπορέσουν να δώσουν μια διέξοδο στη χώρα; Θα υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες να δοθεί τέτοια διέξοδος, όταν τυχόν εμφανισθούν δυνάμεις αρκετά έτοιμες για αυτό το ηράκλειο καθήκον ή θα πρέπει να προηγηθεί μια καταστροφή; Τι θα απομείνει από μια καταστροφή για να στηρίξει μια ενδεχόμενη ανόρθωση;
‘Οσοι ενδιαφέρονται για την «ιατροφιλοσοφία», επιχειρούν δηλαδή να αντιληφθούν την «υγεία» και την «ασθένεια» όχι ως τυχαίες καταστάσεις, των οποίων οφείλουμε να καταστέλλουμε τα συμπτώματα, αλλά ως ενδείξεις της βαθύτερης, δυναμικής ισορροπίας ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον του, αντανακλάσεις και αποτέλεσμα του σημείου που βρίσκεται στη ζωή και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει, θα προβληματισθούν ασφαλώς για το τι ακριβώς συνέβη και ένας άνθρωπος που μόλις πραγματοποίησε το όνειρο της ζωής του, εκλεγόμενος Πρωθυπουργός, αναγκάζεται από το σώμα του να εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο. Μήπως το σώμα «γνωρίζει» μια πληροφορία που η συνείδηση του κ. Σαμαρά δεν έχει τι να το κάνει; Τέλος πάντων, ας είναι καλά ο άνθρωπος. Δεν μας είναι εξάλλου απαραίτητα τολμηρά ερμηνευτικά σχήματα, ή ο Ιπποκράτης και ο Φρόιντ, για να αντιληφθούμε το δραματικό σημείο στο οποίο βρίσκονται και ο ελληνικός λαός και η ελληνική κυβέρνηση την επαύριο των εκλογών.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά επίσης τον φόβο του ελληνικού λαού να εμπιστευθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, που ανεδείχθη, ήδη από τις εκλογές της 6ης Μαίου ως το κύριο, αν και όχι το μόνο, «αντιμνημονιακό» πολιτικό εργαλείο του. Το «αντιμνημονιακό» ρεύμα προτίμησε τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει την πλέον έλλογη, πλέον προοδευτική και δημοκρατική τάση που ανεδείχθη ως αντίπαλος του Μνημονίου, και γιατί οι «πολιτικο-ιδεολογικές» ορίζουσες της ελληνικής κοινωνίας είναι βασικά κεντροαριστερές. Το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ενώ μετατοπίζεται στην κατεύθυνση να καταλάβει τον χώρο που παραδοσιακά εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ, ιδιόμορφο «ελληνικό ισοδύναμο» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με έντονα αρχικά στοιχεία και «αριστερού εθνικισμού» που αντανακλούν την ειδική θέση της Ελλάδας, εξαφανίζονται ταυτόχρονα οι βάσεις για να παίξει οποιονδήποτε σπουδαίο αναδιανεμητικό ρόλο, αλλά και εξασθενούν οι προϋποθέσεις αξιοπρεπούς ύπαρξης του ελληνικού έθνους κράτους. Για να το πούμε με ανακριβείς αλλά πιο συνήθεις όρους, πρέπει ταυτόχρονα να κινηθεί και «προς τα δεξιά» και «προς τα αριστερά». Από τον τρόπο που θα τα συνδυάσει αυτά θα εξαρτηθεί η ευστάθεια και η τελική επιτυχία του όλου εγχειρήματος.
Hellenic Νexus, Ιούλιος 2012