Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Υποψήφιου Ευρωβουλευτή με την ΛΑΕ-Μέτωπο Ανατροπής
Aποδέχτηκα την πρόταση της ΛΑΕ να συνεργαστώ μαζί της και να συμμετάσχω στο ευρω-ψηφοδέλτιό της για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Οι ευρωεκλογές είναι πολύ σημαντικότερες από όσο θέλουν να πιστεύουμε. Δεν θάταν καθόλου αξιοπρεπές να στείλουμε ως εκπροσώπους μας στο Ευρωκοινοβούλιο, ανθρώπους και κόμματα που στηρίζουν και εφαρμόζουν τις εγκληματικές πολιτικές της Μέρκελ, του Σόιμπλε και των υπολοίπων κατά της Ελλάδας, είτε «νέο-μνημονιακούς», είτε «παλαιο-μνημονιακούς», είτε το κάνουμε άμεσα, ψηφίζοντας ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, είτε έμμεσα, απέχοντας από τις εκλογές.
Αν μόνο τέτοιους στείλουμε στην Ευρωβουλή, οι Πιστωτές θα εισπράξουν τον θρίαμβο που θα τους προσφέρουμε στο πιάτο, για να στραγγαλίσουν ακόμα πιο άνετα αύριο την όποια ελληνική κυβέρνηση.
Χρειαζόμαστε πατριώτες, όχι Μνημονιακούς Ευρωβουλευτές. Χρειαζόμαστε εκπροσώπους που να μην αφήνουν ούτε μέρα σε χλωρό κλαρί τους Πιστωτές, να καταγγέλλουν και να εμποδίζουν, όσο και όπως μπορούν, ένα Μνημόνιο από το οποίο ποτέ δεν φύγαμε και του οποίου όροι και πολιτικές ισχύουν επί δεκαετίες. Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ έφυγαν. Από την Αλήθεια και από την Αξιοπρέπεια.
Το Μνημόνιο εξακολουθεί να ισχύει και αυτό οργανώνει το Νέο Παιδομάζωμα των νέων επιστημόνων μας, οδηγώντας τελικά σε μια Ελλάδα χωρίς Έλληνες.
Χρειαζόμαστε Ευρωβουλευτές που να μην είναι όργανα της παγκόσμιας Τραπεζοκρατίας, που να μπορούν να σφυρηλατήσουν και στην Ευρωβουλή το πλατύ Μέτωπο που μας είναι εντελώς απαραίτητο για μια δημοκρατική, κοινωνική, οικολογική, ανεξάρτητη Ευρώπη, μια Ευρώπη που χρειαζόμαστε, οι ‘Ελληνες και οι άλλοι λαοί της ηπείρου, όσο και τον αέρα που αναπνέουμε.
Με τη ΛΑΕ αλλού συμφωνούμε, αλλού διαφωνούμε. Συμφωνούμε όμως στο κύριο, αποφασιστικό ζήτημα ότι, χωρίς αποκατάσταση ενός ελάχιστου εθνικής, λαϊκής, κρατικής κυριαρχίας, η Ελλάδα δεν σώζεται. Δεν είναι ικανή αυτό, είναι όμως αναγκαία συνθήκη. Το απέδειξε όλη η ιστορία μας, το απέδειξε κατ’ εξοχήν η μνημονιακή δεκαετία.
Αυτό δεν περιορίζεται στην οικονομία. Όσο καταστροφικό είναι να καθορίζουν την οικονομική πολιτική μας Γερμανία, ΕΕ και ΔΝΤ, το ίδιο και περισσότερο επικίνδυνο είναι να καθορίζουν εξωτερική-αμυντική πολιτική, ελέγχοντας τούς πιο κρίσιμους τομείς κυβέρνησης-κράτους, ο Πάιατ, η Αμερική και οι σύμμαχοί της.
Γέμισαν την Ελλάδα βάσεις εκθέτοντάς μας σε μεγάλους κινδύνους χωρίς κανένα αντάλλαγμα, έκαναν όργανό τους τις ένοπλες δυνάμεις, κατέστρεψαν τις σχέσεις με τη Ρωσία, θέλουν να το κάνουν και με την Κίνα.
Στο «τσακ» γλυτώσαμε ένα νέο σχέδιο Ανάν, όχι όμως τη Συμφωνία των Πρεσπών, που επέβαλαν με το ζόρι στον ελληνικό λαό, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου την απορρίπτει.
Αύριο, κινδυνεύουμε να μας μπλέξουν σε πόλεμο με την Τουρκία, τη Ρωσία, το Ιράν, να καταστραφούμε οριστικά και τελικά για τα δικά τους συμφέροντα.
Πως βέβαια να ξαναμπούμε σε αγώνα για την ανεξαρτησία και κυριαρχία μας, μετά το ηθικο-ψυχολογικό Βατερλώ «χωρίς μάχη και χωρίς λόγο» του ’15, μετά τη Μεγάλη Κοροϊδία και μια Διαπραγμάτευση της Πυρκαγιάς που δεν έγινε ποτέ στα σοβαρά, ενός Δημοψηφίσματος που μας πήγανε χωρίς σχέδιο, στρατηγική και προετοιμασία, για να το προδώσουν οι ίδιοι που το προκήρυξαν;
Τους πιστέψαμε και μας πρόδωσαν, με τον πιο σκληρό, τον πιο άτιμο τρόπο. Αφήνοντας μια ματωμένη πληγή στη θέση της ψυχής μας.
Γι’ αυτό δεν μιλάμε, γι’ αυτό δεν κουνιόμαστε. Δεν θέλουμε να θυμόμαστε ή να σκεφτόμαστε. Δεν θέλουμε να ξέρουμε, μας χτύπησαν μεθοδικά, «επιστημονικά» την ίδια την πεποίθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση που ζούμε, δεν έχουμε ιδέα πως θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Θάψαμε – προς το παρόν – στα κατάβαθα της ψυχής μας την απέραντη Οργή που μας κατακλύζει.
Η δυσκολία είναι τεράστια, αλλά είναι υποκειμενική, όχι αντικειμενική. Η χώρα, ο ελληνικός λαός έχουμε ακόμα τεράστια χαρτιά στα χέρια μας για να παλέψουμε, αν ξαναβρούμε το κουράγιο, την αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθησή μας.
Έχουμε υπέρ μας την εμπεδωμένη διεθνώς αντίληψη ότι οι πολιτικές που ασκήθηκαν στην Ελλάδα είναι απαράδεκτες και εγκληματικές. Έχουμε το δικαίωμα του βέτο σε σειρά αποφάσεων της ΕΕ. Έχουμε την παγκόσμια πολιτιστική ακτινοβολία της χώρας μας. ‘Εχουμε την άφθαστη γεωπολιτική της αξία. ‘Εχουμε και τις θεμιτές αξιώσεις μας για τα όσα υποστήκαμε στην Κατοχή.
Ισάριθμα και ισχυρότατα όπλα που περιμένουν τον λαό και τους ηγέτες που θα τα χρησιμοποιήσουν με τη σοβαρότητα βέβαια που είναι απαραίτητη, όχι με τις γελοιότητες του ‘15.
Κι αν μπορεί να έχουμε πολλά ελαττώματα, η εξυπνάδα, η εφευρετικότητα και το φιλότιμο του απλού Έλληνα δεν έχουν όμοιό τους στη Γη, όταν αποφασίσει να αγωνιστεί για την πατρίδα του.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρεκτός να αρχίσουμε, έστω και σχεδόν από το μηδέν, παίρνοντας υπόψιν μας τα σκληρά, οδυνηρά μαθήματα της πανωλεθρίας του ’15, να οικοδομούμε το τόσο απαραίτητο μαζικό, δημοκρατικό, σοβαρό, αξιόπιστο Μέτωπο Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης και Σωτηρίας. Για να παλέψουμε και τη μεταμοντέρνα αποικιοκρατία των Δανειστών, αλλά και για ένα κράτος σύγχρονο, ισχυρό, δημοκρατικό, πολιτισμένο.
Μπορούμε να το κάνουμε αν πιστέψουμε ότι το μπορούμε. ‘Ηταν πιο εύκολο στην Τουρκοκρατία ή στην Κατοχή; Οι ευρωεκλογές μπορούν να γίνουν ένα μικρό, πρώτο, αλλά σημαντικό βήμα στον δρόμο της ανόρθωσής μας.
Δεν χάνουμε τίποτε να δοκιμάσουμε. Θα χάσουμε σίγουρα αν δεν το κάνουμε.
* Ο Δημ. Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας, συντονιστής της Διεθνούς Πρωτοβουλίας Δελφών για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας (www.defenddemocracy.press). Ως μαθητής συμμετείχε στην αντιδικτατορική πάλη. Σπούδασε Φυσική στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακά στην Επεξεργασία Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο της Rennes (Γαλλία). Ειδικός Συνεργάτης του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για θέματα σχέσεων Ανατολής-Δύσης και ελέγχου των εξοπλισμών, στη δεκαετία του ‘80, διηύθυνε το Γραφείο του ΑΠΕ στη Μόσχα και εργάστηκε ως ανταποκριτής της Deutsche Welle, των Νέων, της Ελευθεροτυπίας, του Ποντικιού, της ΕΡΑ και άλλων ΜΜΕ, την περίοδο της σοβιετικής κατάρρευσης και του Γέλτσιν. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Ράπτη (Pablo) στη δημιουργία διεθνούς κινήματος εναντίον των κυρώσεων σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, της νέας παγκόσμιας τάξης και των πολέμων της, και για την έκδοση της διεθνούς επιθεώρησης για την Αυτοδιαχείριση Utopie Critique. Εκ των κύριων επικριτών του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο και των ελληνικών Μνημονίων- Δανειακών, εργάσθηκε συστηματικά για τη διεθνοποίηση του ελληνικού και με την αρθρογραφία του διεθνώς και από τις θέσεις του Γραμματέα του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών «Σπίθα» και του μέλους της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο διέκοψε κάθε σχέση το 2015. Είναι ο συντάκτης της Έκκλησης για τη Σωτηρία του Ελληνικού και των λαών της Ευρώπης, γνωστής και ως «Έκκλησης Μίκη – Γλέζου», που υπεγράφη από μια πλειάδα Ευρωπαίων διανοουμένων και πολιτικών. Έχει γράψει τέσσερα βιβλία για το κυπριακό, την αμερικανική πολιτική στη Μεσόγειο, τις σχέσεις Έθνους-Αριστεράς και ΚΚΕ-ΚΚΣΕ. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά.
Διαβάστε επίσης