Σε παραγωγική στασιμότητα η Ελλάδα

Του Παύλου Δερμενάκη
6 Απριλίου 2019

Η κυβέρνηση από το 2017 προσπαθεί να πείσει ότι η Ελλάδα έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης αφήνοντας πίσω της την ύφεση. Τα βασικά της επιχειρήματα η φαινομενική μείωση της καταγεγραμμένης ανεργίας, η εισροή κεφαλαίων που δηλώνονται ως «άμεσες επενδύσεις» αλλά πηγαίνουν σε φθηνές εξαγορές περιουσιών ιδιωτών και επιχειρήσεων και οι εκάστοτε πάντοτε υπεραισιόδοξες προβλέψεις, δικές της και των θεσμών, για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Όμως η πραγματικότητα ανατρέπει σχεδιασμούς και προσδοκίες και αποδεικνύει ότι η οικονομία της χώρας συνεχίζει να βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση και στο επίπεδο της παραγωγής σε στασιμότητα, αφού όμως χάθηκε, στην περίοδο 2009-2016, το 25% του ΑΕΠ.

Τελματώδης στασιμότητα στην παραγωγή

Οι αρχικές προβλέψεις κυβέρνησης και θεσμών κάθε έτος, για τη μεγέθυνση της οικονομίας, ανέρχονται στο 2,5% και πλέον. Με βάση αυτή την εκτίμηση καταρτίζεται ο ετήσιος φορομπηχτικός κρατικός προϋπολογισμός και στη συνέχεια ασκούνται πιέσεις για υπερπλεόνασμα επ’ αυτού. Το τελικό αποτέλεσμα όταν οριστικοποιούνται τα μεγέθη, μετά όμως από 2 τουλάχιστον έτη, είναι απόκλιση προς τα κάτω κατά 40-50%!. Έτσι έναντι στόχου – πρόβλεψης 2,7% για το 2017 έχουμε μέχρι τώρα τελικό αποτέλεσμα μόλις 1,4%. Για το 2018 η αρχική πρόβλεψη ήταν για 2,5%, κατέβηκε στο 2,1% και μέχρι τώρα έχει φτάσει στο 1,9%, ως προσωρινή εκτίμηση απολογιστικά. Συνεπώς γίνεται κατανοητό, από τα ιστορικά και μόνο στοιχεία, ότι η πρόβλεψη για 2,5% το 2019 αποτελεί έναν ακόμα «ευσεβή πόθο».

Όμως δεν είναι μόνο τα ιστορικά στοιχεία και η γνώση των κυβερνητικών επικοινωνιακών τεχνασμάτων που οδηγούν σε αμφισβήτηση τις προβλέψεις κυβέρνησης και θεσμών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η γνώση των εγγενών αδυναμιών της οικονομίας, που υπήρχαν πριν την παρούσα κρίση, σε συνδυασμό με την επιδείνωσή τους ως αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια περίοδο στασιμότητας που, υπό τις παρούσες συνθήκες άσκησης οικονομικής πολιτικής (μνημονιακή μετά τα μνημόνια), θα έχει μακρινό ορίζοντα. Η καθήλωση του λαϊκού εισοδήματος που αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτρέπει επενδύσεις και κρατά την οικονομία σε χαμηλό επίπεδο ισορροπίας. Το ξεπούλημα στους ξένους δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, έναντι των χρεών αντί για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας και την στοχευμένη πραγματοποίηση επενδύσεων, οδηγούν στη συνεχή φτωχοποίηση του λαού και της χώρας.

Αντίστοιχες ποιοτικά είναι οι εκτιμήσεις διάφορων οίκων. Μάλιστα στην παρούσα φάση οι αναλύσεις τους επεκτείνονται και στο πολιτικό πεδίο. «Αβαντάρουν» στις εκθέσεις τους την άμεση πραγματοποίηση εκλογών για να εκλεγεί μια κυβέρνηση «πιο φιλική προς την αγορά». Ενώ όμως προβλέπουν την έλευση μιας νέας κυβέρνησης φιλικής σε αυτά που πρεσβεύουν, οι εκτιμήσεις τους για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας κάθε άλλο παρά συμβαδίζουν με μια θετική προοπτική σε σχέση με τη σημερινή στασιμότητα. Το αντίθετο μάλιστα πηγαίνουν ακόμα πιο κάτω. Έτσι διάφοροι οίκοι (CITI, Bank of America κλπ) εκτιμούν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια θα είναι ακόμα πιο κάτω από το 1,9% του 2018 και φτάνουν μέχρι και το 1,1% προοπτικά το 2023. Επίσης προς τα κάτω έχει αναθεωρήσει και η Τράπεζα της Ελλάδος την πρόβλεψή της για το 2019, από 2,5% σε 1,9% και διατηρεί το ίδιο για το 2020. Δυσοίωνα είναι και τα στοιχεία της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, όπως αποτυπώνονται στις σχετικές έρευνες. Το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) διαπιστώνει στασιμότητα στο οικονομικό κλίμα με επιδείνωση στα πεδία της βιομηχανίας και του λιανικού εμπορίου. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος παραμένει σε χαμηλότερο επίπεδο ακόμα και από αυτό που ήταν τον Αύγουστο 2018, κατά την «έξοδο» από τα μνημόνια.

Ανυπαρξία επενδύσεων

Κρίσιμο θέμα για την ανάπτυξη της οικονομίας οι επενδύσεις. Όλοι επιμένουν σε αυτό καταγράφοντας την απουσία επενδύσεων στην οικονομία παρά τα όσα αναφέρει η κυβέρνηση για εισροές κεφαλαίων «άμεσων επενδύσεων» που στην πράξη καταλήγουν αλλού. Αθροιστικά οι ακαθάριστες επενδύσεις την περίοδο 2013-2018 υποχώρησαν κατά 1,4% (σταθερές τιμές). Αν δε συνυπολογιστούν και οι αποσβέσεις το μέγεθος υποχώρησης γίνεται πολύ μεγαλύτερο. Αυτά συμβαίνουν όταν όλοι μιλούν για ανάγκη «επενδυτικού σοκ», για «15 δις. ευρώ επενδύσεις ετησίως» ή για «διατηρήσιμο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 2% απαιτείται ετήσια αύξηση επενδύσεων τουλάχιστον 10%» κ.λπ. Όμως οι μνημονιακές πολιτικές των υψηλών πλεονασμάτων σε συνδυασμό με τους στόχους για τα υπερπλεονάσματα, για ψηφοθηρικούς σκοπούς εικονικής αναδιανομής, οδηγούν: α) σε περιορισμό της κατανάλωσης, κύρια των λαϊκών στρωμάτων που αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας, και β) σε περικοπές και υποεκτέλεση ακόμα και αυτού του «κουτσουρεμένου» προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Βέβαια τα προβλήματα για τις επενδύσεις δεν σταματούν εδώ. Ως γνωστόν δεν υπάρχει χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα αφού δεν υπάρχει τραπεζικό σύστημα με την κλασσική έννοια του όρου. Ούτε καταθέσεις υπάρχουν αφού δεν υπάρχει αποταμίευση από ένα λαό πτωχευμένο, που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, σε ποσοστό 64% μόλις τα καταφέρνει να επιβιώνει. Ούτε χορηγήσεις μπορούν να υπάρξουν χωρίς τις καταθέσεις και με 107 και πλέον δισ. ευρώ σε κόκκινα δάνεια επί συνολικού δανεισμού 220 δισ.

Αδιέξοδο με τα χρέη

Η αδυναμία των μνημονιακών πολιτικών να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και τα επιτεινόμενα αδιέξοδα αποτυπώνονται σε δύο κατηγορίες μεγεθών.

Κόκκινα δάνεια: Το Μάρτιο 2016 ήταν στα 107,2 δισ. ευρώ επί συνόλου χρηματοδοτήσεων στον ιδιωτικό τομέα 202 δισ. (53%). Στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 ήταν μειωμένα κατά 12,7 δισ. ευρώ και με το ίδιο ποσό στο τέλος 2018 έχοντας φτάσει τα 81,8 δισ. Μόνο που αυτή η μείωση δεν οφείλεται στο ότι λύθηκαν προβλήματα. Η μείωση των κόκκινων δανείων οφείλεται σε 12,4 δισ. διαγραφές και 9,4 δισ. πωλήσεις σε funds. Δηλαδή επί συνόλου «εξυγίανσης» 25,4 δισ. τα 21,8 δισ. (86%) οφείλονται σε διαγραφές και πωλήσεις με τεράστιο φυσικά κόστος στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Επειδή δε το απόθεμα προβληματικών δανείων παραμένει και πάλι υψηλό και οι θεσμοί πιέζουν για γρήγορη «διευθέτηση», όλοι μαζί (τράπεζες, κυβέρνηση και θεσμοί) αναζητούν λύση για το πως ο λαός θα πληρώσει για μία ακόμα φορά το κόστος εξυγίανσης των τραπεζών για να μεταφερθούν τα κόκκινα δάνεια στα funds για κερδοσκοπία. Μπορεί τα καταδιωκτικά μέτρα (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί) να απέφεραν, ειδικά το 2018 με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, κάποια αποτελέσματα αλλά αυτά ήταν ελάχιστα. Μάλιστα όπως τονίζουν οι ειδικοί «παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κλπ.) παραμένουν περιορισμένες». Όλα αυτά επιβεβαιώνουν αυτό που αναφέραμε παραπάνω «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».

Χρέη στις εφορίες: Το υπόλοιπο στο τέλος 2018 ήταν 104,4 δισ. ευρώ. Από αυτά σε ρύθμιση είναι μόλις το 3,5% (3,7 δισ.) και τα υπόλοιπα 100,8 δισ. είναι εκτός οποιασδήποτε ρύθμισης. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ από όλα αυτά εισπράξιμα θεωρούνται μόλις 8,5 δισ. ευρώ ήτοι 8,1%!