27 Μαρτίου 2019
Του Δημήτρη Χαροντάκη
Προσφάτως κυκλοφόρησε το βιβλίο του νέου ιστορικού Νίκου Παπαδάτου «Άκρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ – ΚΚΕ. 1944 – 1952» (εκδόσεις ΚΨΜ σελ. 584). Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη, το πρώτο είναι ένα εκτενές εισαγωγικό κείμενο με το οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να προσδιορίσει το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου στην οποία αναφέρεται και το δεύτερο περιλαμβάνει περισσότερες από 440 σελίδες αρχειακού υλικού που προέρχεται από τα ρώσικα αρχεία. Δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι είναι ελάχιστες οι ιστοριογραφικές προσπάθειες που βασίζονται σε ρωσικά αρχεία, η έκδοση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο Νίκος Παπαδάτος μίλησε στο Πρακτορείο για την προσωπικότητα του Ζαχαριάδη και την σημασία του ρωσικού αρχειακού υλικού για την ιστορική έρευνα.
Η προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη έχει τροφοδοτήσει ως τώρα ένα «μύθο» ο οποίος νομίζω πως χρειάζεται τουλάχιστον να προσδιοριστεί, όσο είναι δυνατόν. Η ιστορική έρευνα που κάνατε συντηρεί τον «μύθο» ή τον αποδομεί;
Ο Νίκος Ζαχαριάδης αποτελεί μια ιστορική προσωπικότητα που ξεπερνά τα ελληνικά «σύνορα», την Ελλάδα αλλά, εν πολλοίς, και τα Βαλκάνια. Η άνοδος του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ σχετίζεται πρωτίστως με την «παλαιά» Ελλάδα, την Ελλάδα της Ανατολής, της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης, της Αδριανούπολης κλπ. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε,για όλους τους κομμουνιστές της γενιάς του, μια καμπή η οποία αξιοποιήθηκε επιδέξια από την Κομμουνιστική Διεθνή σε πολιτικό επίπεδο. Από το 1922 έως το 1924 ο Ζαχαριάδης φοίτησε στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Ανατολής. Από το 1924 έως το 1929 βρισκόταν στην Ελλάδα, όπου ανέλαβε καθοδηγητικές θέσεις στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Εν συνεχεία επέστρεψε στη Μόσχα προκειμένου να σπουδάσει στη Διεθνή Λενινιστική σχολή.
Η πολιτική του σταδιοδρομία «ταυτίστηκε» επί της ουσίας με τη διαρκή προετοιμασία της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στον κίνδυνο του φασισμού και δεν είναι τυχαίο ότι το Σεπτέμβριο του 2014 οι ρωσικές αρχές τίμησαν τον Νίκο Ζαχαριάδη στην περιοχή Τιουμέν (Σουργκούτ), για τη συμβολή του και την πάλη του κατά του φασισμού, αναγνωρίζοντας τη συμβολή και τις θυσίες των Ελλήνων κομμουνιστών στην πάλη κατά της ναζιστικής Γερμανίας και του Άξονα.
Είναι αλήθεια ότι το βιβλίο του Πέτρου Ανταίου (κατά κόσμον Σταύρος Γιαννακόπουλος) «Νίκος Ζαχαριάδης: θύτης και θύμα» έχει δημιουργήσει, κατά την άποψη μου, μια σύγχυση. Οι λέξεις «θύτης» και «θύμα» παραπέμπουν στην προσωπική αναζήτηση των ευθυνών για τις προγενέστερες ήττες του ΚΚΕ και καταλήγουν τελικά στην ανάδυση μιας ενοχοποιημένης μνήμης, που τείνει να χάσει κάθε πολιτική και συμβαντολογική διάσταση.
Η προσωπική τραγωδία του Νίκου Ζαχαριάδη, μια εκ των τόσων άλλων στην τέως Σοβιετική Ένωση, μπορεί να συμπυκνωθεί στα ακόλουθα λόγια που ο ίδιος απεύθυνε, λίγο πριν την αυτοκτονία του την 1η Αυγούστου 1973, στον Ν.Μολοντιακόφ. Ο τελευταίος ήταν ένας εκ των απεσταλμένων του ΚΚΣΕ στο Σουργκούτ με άμεση αποστολή να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των σοβιετικών αρχών και του Ζαχαριάδη λόγω της ρήξης που είχε δημιουργηθεί εντός του ΚΚΕ μετά την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΚΚΕ και την τελική διαγραφή από το κόμμα (1956-1957). Ο Ζαχαριάδης, λοιπόν, στα πλαίσια αυτής της συζήτησης (26 Ιουλίου 1973), ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Γιατί με βυθίσατε εδώ για 17 χρόνια;… Είσαι και εσύ ένοχος για αυτό. Ο ρόλος σου δεν είναι αμελητέος, ξέρω ποιον ρόλο διαδραματίζεις και εσύ – βίδα σε αυτό τον μηχανισμό». (Νίκος Ζαχαριάδης 1923-1973, εκδ. Νέστωρ-Ιστόρια, Μόσχα 2017, σ. 448).
Η απάντηση αυτή και η παρομοίωση του στελέχους του ΚΚΣΕ με «βίδα» ενός απρόσωπου και δαιδαλώδους μηχανισμού παραπέμπει και στην ακόλουθη μαρτυρία του Κίμ Φίλμπι. Ο γνωστός σοβιετικός πράκτορας αγγλικής καταγωγής, μετά την απόφαση της σοβιετικής κυβέρνησης να απελάσει τον Σολζενίτσιν από την ΕΣΣΔ, ανέφερε στον ελεγκτή του εντός της KGB, Μιχαήλ Λιομπίμοφ, τα ακόλουθα:
«-Γιατί απελαύνετε τον Σολζενίτσιν;».
«-Δεν ξέρω και δεν είμαι υπεύθυνος για αυτό» αποκρίθηκε ο Λιομπίμοφ.
Και ο Φίλμπι ανταπάντησε:
«-Όχι, είσαι υπεύθυνος για αυτό και εσύ επίσης, και εγώ επίσης είμαι υπεύθυνος».
(Βρετανικό ντοκιμαντέρ «The Spy Who Went Into The Cold»).
Υπό αυτή την έννοια η υποκειμενική και ηθική πλευρά των ενεργειών της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Ζαχαριάδη απαιτούν μια ιστορική αποτίμηση. Ωστόσο δεν είναι αυτό το μόνο κομβικό ζήτημα. Η αναζήτηση των μηχανισμών εξουσίας, τα βαθύτερα πολιτικά αίτια των τραγωδιών του κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ, η συσχέτιση των εθνικών, διεθνών γεωπολιτικών και λοιπών οικονομικών ανταγωνισμών, η αλληλεπίδραση μεταξύ ΚΚΕ και ΕΣΣΔ μπορούν να μας βοηθήσουν να τοποθετήσουμε τη δράση του Νίκου Ζαχαριάδη σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.
Το βιβλίο μου προσπαθεί λοιπόν να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Υπό αυτό το πρίσμα, προσπαθώ να αναδείξω μέσω των πηγών ιστορικές πραγματικότητες που κατά τη γνώμη μου δεν υπερθεματίζουν τον μύθο ούτε τον αποψιλώνουν. Προσλαμβάνουν, όμως, ιστορικά μια ταραγμένη εποχή.
Η αξιολόγηση της προσωπικότητας και της δράσης του Νίκου Ζαχαριάδη είναι σε τελική ανάλυση υπόθεση των αναγνωστών οι οποίοι μπορούν να εξάγουν τα δικά τους συμπεράσματα επί τη βάσει συγκεκριμένων ιστορικών τεκμηρίων.
Το βιβλίο σας αξιολογεί την περίοδο 1944-1952. Γιατί επιλέξατε το έτος 1952 και δεν προτιμήσατε να ολοκληρώσετε την έρευνα σας το 1949, έτος λήξης του εμφυλίου;
Πράγματι, ο ελληνικός εμφύλιος ολοκληρώνεται στρατιωτικά το 1949 όταν πλέον οι δυνάμεις του ΔΣΕ καλούνται να εγκαταλείψουν τα ελληνικά εδάφη προκειμένου να αποφύγουν την ολοκληρωτική συντριβή λόγω της συντριπτικής πολεμικής υπεροπλίας του Εθνικού Στρατού -έπειτα από την άμεση εμπλοκή των Αμερικανών, σε συμβουλευτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Ωστόσο, η πολιτική διάσταση του εμφυλίου συνεχίζει να παράγει άμεσα πολιτικά αποτελέσματα εντός του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Η τροπή αυτή επηρεάζει ευθέως το ΚΚΕ: Οι προσπάθειες απόδοσης ευθυνών για τις διαδοχικές ήττες την περίοδο 1941-1949, η αναζήτηση των «τιτοϊκών πρακτόρων» εντός του ΚΚΕ, η προσπάθεια ουδετεροποίησης και επανεκκίνησης των μαχών από την πλευρά του ΚΚΕ και τελικώς η πορεία ανακαταγραφών των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατά το έτος 1952 μας ανάγκασε να παρατείνουμε την περίοδο της έρευνάς μας.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου γίνεται σαφές ότι η Σοβιετική Ένωση επαναξιολογεί την όλη δράση του ΚΚΕ αμέσως μετά τον ελληνικό εμφύλιο. Η νέα αυτή ενδοκομμουνιστική διεργασία αναδύει και αναδεικνύει ενδιαφέρουσες και «υπόγειες» πτυχές στις σχέσεις μεταξύ ΚΚΣΕ και ΚΚΕ.
Το αρχειακό υλικό που δημοσιεύετε τί καινούριο συνεισφέρει στο θέμα του εμφυλίου πολέμου, καθώς υπάρχουν ήδη πολυάριθμες ιστορικές μελέτες που στηρίζονται στα αγγλικά, αμερικανικά, γαλλικά, γερμανικά αρχεία ακόμα και τα αρχεία των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών;
Πρόκειται για ένα κρίσιμο ερώτημα. Είναι πρωτοφανές αλλά άκρως αληθινό ότι οι έρευνες περί του ελληνικού εμφυλίου μονοπωλούνται από πάσης φύσεως ντοκουμέντα και έγγραφα πλην των ρωσικών.
Ένας παρατηρητής, ο οποίος δεν είναι ελληνικής καταγωγής, θα μπορούσε κάλλιστα να σχηματίσει την εντύπωση ότι η Σοβιετική Ένωση δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο στην εμφύλια διαμάχη δοθέντος ότι αυτή η πτυχή δεν έχει παρουσιαστεί σχεδόν καθόλου στην ελληνική ιστοριογραφία. Υπάρχουν βέβαια ελάχιστες αλλά στεντόρειες εξαιρέσεις όπως π.χ. το βιβλίο του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου «Φάκελος ΕΛΛΑΣ» (Λιβάνη, Αθήνα 1993) το οποίο όμως δεν έτυχε ανάλογης συνέχειας και τολμώ να πω της δέουσας προσοχής.
Οι λόγοι της αποσιώπησης των ρωσικών αρχείων στη χώρα μας είναι αρχικά πολιτικοί: Ο σταδιακός αποχαρακτηρισμός των πρώην σοβιετικών αρχείων άρχισε σταδιακά να πραγματοποιείται από το 1991 και έπειτα, μετά την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ. Παρόλο που έχουν παρέλθει σχεδόν 30 χρόνια από τότε κανείς δεν πήρε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μια συστηματική μελέτη των πρώην σοβιετικών αρχείων στην Ελλάδα. Οι αρτισύστατες πληροφορίες των ρωσικών -πρώην σοβιετικών- αρχείων αναδεικνύουν τις ευρύτερες στρατηγικές επιδιώξεις της Μόσχας, απέναντι στις ΗΠΑ, και βοηθούν στην αποσαφήνιση των ιστορικών και πολιτικών σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων (ΕΣΣΔ-ΗΠΑ) εντός του αναδυόμενου πλαισίου του Ψυχρού Πολέμου.
Πέρα όμως από αυτή την πτυχή, αναδεικνύονται επίσης οι μηχανισμοί εξουσίας των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων και ο ευρύτερος τρόπος λειτουργίας τους σε περιόδους κρίσεων. Τέλος, αναδύονται ορισμένες «μικροϊστορικές» πραγματικότητες από τους προσωπικούς φακέλους των πρωταγωνιστών. Αυτά τα στοιχεία υπερακοντίζουν πολλές φορές λαθεμένες παγιωμένες αντιλήψεις, όπως π.χ. αυτή περί της «ελλιπούς θεωρητικής παιδείας» της ανώτατης ηγεσίας του ΚΚΕ αναφορικά με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 κλπ.
Το βιβλίο σας είναι, λοιπόν, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου τα ρωσικά αρχεία παρουσιάζονται στο ελληνικό κοινό. Ποιες συνέχειες και ασυνέχειες υφίστανται εν σχέση με άλλα ιστορικά αρχεία, π.χ. τα αγγλικά;
Σε αυτή την ερώτηση απαντά νομίζω το σχοινοτενές ιστορικό προοίμιο του βιβλίου μου το οποίο συντάχθηκε όχι μόνο επί τη βάσει των πρώην σοβιετικών αρχειακών τεκμηρίων αλλά και επί τη βάσει των αντίστοιχων αγγλικών. Πρόκειται για μια συνειδητή μεθοδολογική επιλογή προκειμένου να παρουσιαστεί ευθύς εξαρχής μια αναγκαία ιστορική αντίστιξη που θα αναδείξει τον λόγο των ιστορικών δρώντων, των ιστορικών πρωταγωνιστών της περιόδου.
Ποιες προοπτικές αναδεικνύονται από τη σταδιακή ανάδειξη των ρωσικών αρχείων;
Θεωρώ ότι η οπτική της πραγματικότητας μέσω των ρωσικών αρχείων απομυθοποιεί παγιωμένες ψυχροπολεμικές προσεγγίσεις. Από ελληνικής πλευράς, μπορούμε να προσεγγίσουμε τη σύγχρονη ιστορία μας και από μια επιπλέον πηγή, τη ρωσική – καθώς το ελληνικό Κράτος ήταν πάντα το περιφερειακό θέατρο του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ταυτόχρονα, τα ντοκουμέντα αυτά μπορούν να συγκριθούν με τα αντίστοιχα αγγλικά, αμερικανικά και ευρωπαϊκά καταλήγοντας σε πιο συνεκτικές και ψύχραιμες προσεγγίσεις για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Η προοπτική που αναδεικνύεται είναι βασικά η πάγια επιδίωξη του κάθε συνεπή ιστορικού: Η διατήρηση της συλλογικής μνήμης, απαραίτητης παραμέτρου για μια ελεύθερη σκέψη χωρίς δεισιδαιμονίες, και ατελέσφορες δαιμονοποιήσεις.