Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Όχι. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει την Ελλάδα. Δεν μας ξέρει, δεν μας έχει γνωρίσει, δεν είδε με πόση χάρη και χαρά δεχτήκαμε να γίνουμε, και να παραμένουμε, δια των Μνημονίων και των Δανειακών, η χαρωπά αυτοκαταστρεφόμενη αποικία του Χρήματος κι αυτών που το κατέχουν.
Ο λογοτέχνης μας δεν γνωρίζει με πόση προθυμία οι πολιτικοί μας, χωρίς ούτε καν να περάσει από το κεφαλάκι τους η ιδέα να μας ρωτήσουν, ανάλγητοι απέναντι στους Έλληνες όσο δουλικοί απέναντι στους Ξένους, συναισθηματικά και ηθικά ανάπηροι, αυτοί που ζητάνε τώρα πάλι την ψήφο μας, μας έβαλαν στη Δίνη του Θανάτου, κατά πως την ονόμασε ο Τζωρτζ Σόρος.
Από τα οποία Μνημόνια και Δανειακές φύγαμε φυσικά όσο και εγώ μετανάστευσα στον ‘Αρη. Ο μόνος που όντως φεύγει είναι οι Έλληνες νέοι από τη χώρα τους, καθώς παύει να είναι δική τους.
Δεν γνώρισε ο συγγραφέας μας την απερίγραπτη ελληνική «Αριστερά», της προχειρότητας, του καιροσκοπισμού και της ιδιοτέλειας, τις Μούσες δηλαδή του κ. Τσίπρα που τούστρωσαν επιδέξια το γλιστερό χαλί της Προδοσίας.
Δεν γνώρισε τους «πατριώτες», εθνικόφρονες τύπου νέο-Ιωαννίδη, που σπρώχνονται, διαγκωνίζονται, δήθεν «πατριώτες» με τους δήθεν «αριστερούς», στον προθάλαμο του Πάιατ και του Νετανιάχου, ποιος πρώτος θα προσκυνήσει, ποιος θάχει την ευχαρίστηση να γυαλίσει με τη γλώσσα του την υπο-πατούσα των Αμερικανών (και Ισραηλινών) Προστατών μας, ζητιανεύοντας την επωφελή τους εύνοια, παραδίδοντας σε αυτούς τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις της, παριστάνοντας τους πατριώτες «τουρκοφάγους» της κακιάς ώρας.
Όλο «συμμαχίες» λένε ότι σκαρώνουν. «Συμμαχίες» όμως δεν κλείνουν οι Νταβατζήδες με τις Πουτάνες, για να ολοκληρώσουμε την έκφραση Καραμανλή με το αναγκαίο της συμπλήρωμα, ελπίζοντας ότι θα μας συγχωρήσετε την ωμότητα που επιβάλλει του Έθνους η κατάντια.
Πατριώτες οι δε, όσο αριστεροί οι μεν, όσο «διανοούμενοι» και οι διάφοροι περιφερόμενοι δημοσιολογούντες και επιστήμονες, ανίκανοι να παράγουν μισή ιδέα από τότε που τέλειωσαν το διδακτορικό τους (κι αυτό αν τόγραψαν οι ίδιοι και δεν πλήρωσαν για να το αποκτήσουν), απρόθυμοι να αναλάβουν μισό ρίσκο για κάποια υπόθεση που να ξεπερνάει λίγο την ατομική τους καριέρα και περιουσία, πρόθυμοι Σοσιαλιστές (και οτιδήποτε άλλο), αλλά μόνο με το αζημίωτο, πανέτοιμοι να δώσουν μαθήματα στους πάντες και να οικτίρουν την παθητικότητα των άλλων και του ελληνικού λαού, τον οποίο όμως δεν κουνάνε ούτε το μικρότερο δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν κάπως να βγει από το αναπόφευκτο σοκ που του προκάλεσε το Βατερλώ «χωρίς Μάχη και χωρίς Αιτία», του 2015.
Δεν είναι αυτή την Ελλάδα που γνωρίζει και περιγράφει ο μεγάλος, ξακουστός συγγραφέας μας. Τη Γαλλία είναι του Λουδοβίκου 15ου που σκιαγραφεί αριστοτεχνικά στο έργο του. Μόνο τα εξωτερικά της γνωρίσματα θυμίζουν ακόμα τη Γαλλία του Βασιληά Ήλιου Λουδοβίκου 14ου. Η εσωτερική της αποσύνθεση προειδοποιεί για την επερχόμενη Γαλλία του Λουδοβίκου 16ου που πλησιάζει, οδηγώντας εν τέλει στην Επανάσταση, τον Ροβεσπιέρο, τη γκιλοτίνα, τους πολέμους του Ναπολέοντα, όπως κάποτε οι ‘Ελληνες βρήκαμε το κουράγιο να κάνουμε την Επανάσταση του ’21, το θαύμα της Εθνικής Αντίστασης, την επανάσταση της ΕΟΚΑ.
Να λοιπόν τι γράφει ο σπουδαίος αυτός παρατηρητής των ανθρώπων και της Ιστορίας τους:
«Είναι μια συμμορία από μηχανορράφους, δόλιους, ευλύγιστους, άπληστους για θέσεις και αξιώματα, που προτιμάνε το γλέντι από τη δημιουργία που αντί να φυσήξουν στα γύρω τους ζωή κι ενέργεια, κοιτάνε πως θα βυζάξουνε, σαν παράσιτα, αυτό που υπάρχει. Μέσα σε τούτη τη μαρμάρινη σέρα δε λουλουδίζουν πια τα τολμηρά σχέδια, οι αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις, τα ποιητικά έργα. Θεριεύουν, μονάχα, κι απλώνονται περήφανα τα βαλτόχορτα της ίντριγκας και της ψευτοευγένειας. Τα μεγάλα και τα υψηλά προσόντα, εδώ μέσα δε λογαριάζονται, μπροστά στους καταφερτζήδες, ούτε και η αξία μπροστά στη δύναμη των διαφόρων προστατευομένων. Εδώ μέσα, όσο πιο χαμηλά προσκυνάς, όταν περνάει η Πομπαδούρ ή η ντυ Μπαρύ, τόσο και πιο ψηλά ανεβαίνεις. Τα λόγια είναι πιο πολύτιμα από τη δράση κι αυτά που φαίνονται πιο σπουδαία απ’ την πραγματικότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κλεισμένοι μέσα στη στενή περιοχή τους, παρασταίνουνε μεταξύ τους, άσκοπα και με πολύ χάρη, τους ρόλους του βασιληά, του παπά και του στρατάρχη – μεταξύ τους και για τους εαυτούς τους. Τη Γαλλία την έχουν ξεχάσει όλοι. Λησμόνησαν την πραγματικότητα και δεν συλλογιούνται παρά τον εαυτό τους, την καρριέρα τους και την απόλαυσή τους»
Στέφαν Τσβάιχ, Μαρία Αντουανέτα, εκδ. Γκοβόστη, 2η έκδοση, σελ. 42-43
Διαβάστε επίσης