Ανατολική Ευρώπη: Οικονομική αποικία της Γερμανίας

Η Αγία Γερμανική Οικονομική Αυτοκρατορία

By Pierre Rimbert and Άννα Προκόβα (μετάφραση)
25/11/2018

Το χάσμα μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει από την αντίθεση μεταξύ φιλελεύθερων δημοκρατιών και αυταρχικών κυβερνήσεων. Αντικατοπτρίζει την οικονομική κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων έναντι των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως δεξαμενές φτηνού εργατικού δυναμικού. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι γερμανικές βιομηχανίες προτίμησαν τη μετεγκατάσταση στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.

Πρόκειται για το τυπικό παραμύθι με καλό τέλος: χαρακτηρισμένη το 1999 ως «ο μεγάλος ασθενής της Ευρωζώνης» («The Economist», 3 Ιουνίου 1999), η Γερμανία θεραπεύτηκε ως εκ θαύματος χάρη στους νόμους που ρύθμιζαν προς το επισφαλέστερο τις εργασιακές σχέσεις των μισθωτών («νόμοι Xαρτζ»), οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ μεταξύ 2003 και 2005. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις θεωρείται ότι από μόνες τους αποκατέστησαν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τόνωσαν τις πωλήσεις Mercedes στο εξωτερικό –και γι’ αυτό έπεισαν τον Εμμανουέλ Μακρόν να επιχειρήσει να εφαρμόσει την ίδια συνταγή στη Γαλλία. Μοιραίο λάθος. «Προκειμένου να κατανοήσουμε την ανάδειξη της Γερμανίας σε παγκόσμια υπερδύναμη του εξαγωγικού εμπορίου», εξηγεί ο ιστορικός της οικονομίας Στίβεν Γκρος, «θα πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τα σύνορά της. Το βασικότερο ίσως θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας στον τομέα των εξαγωγών είναι τα εμπορικά δίκτυα που έχει αναπτύξει με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης» (1). Και πιο συγκεκριμένα, οι –μονομερώς– προνομιακές εμπορικές συναλλαγές που η χώρα έχει αναπτύξει με την Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, τις «χώρες του Βίζεγκραντ». Εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, η πλούσια Γερμανία επί της ουσίας εφαρμόζει εκείνο που κάνουν οι ΗΠΑ με την κατασκευή εργοστασίων παραγωγής στο έδαφος του Μεξικού: την πρακτική της ωφελιμιστικής βιομηχανικής επέκτασης σε προσκείμενα εδάφη. Διαβάστε τη συνέχεια https://monde-diplomatique.gr/?p=3067

Χαμένες προσδοκίες στην Ανατολική Ευρώπη

By Catherine Samary
Απρίλιος 2005

Αμέσως μετά την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικούς όρους σε σχέση με τα προηγούμενα κράτη-μέλη, δημιουργώντας δυσφορία απέναντι στην Ε.Ε. και πολιτικές ανατροπές.
Στα τέλη του 2004, η Λιθουανία και η Ουγγαρία ήταν οι δύο πρώτες χώρες που επικύρωσαν τη συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Την επικύρωσαν όμως μέσω των Κοινοβουλίων τους και όχι με λαϊκή ετυμηγορία -και το ίδιο θα συμβεί σχεδόν σε όλα τα νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1). Μόνο η Πολωνία και η Δημοκρατία της Τσεχίας έχουν προβλέψει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, επιλογή που θεωρείται ωστόσο υψηλού κινδύνου.
Το 2003, σε όλες αυτές τις χώρες, οι πολίτες κλήθηκαν να επικυρώσουν με δημοψήφισμα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση: το 65% έως 93% των ψηφοφόρων ψήφισαν ναι, η αποχή όμως έφτασε περίπου το 50% (2). Αναμφίβολα, η ετυμηγορία αυτή εξηγείται με βάση την αντίληψη ότι το χειρότερο θα ήταν να παραμείνουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την ελπίδα ότι θα έπαυαν πια να αποτελούν μια τεράστια περιφερειακή αγορά, και θα αποκτούσαν την πολιτική ιδιότητα του κράτους-μέλους. Εξάλλου, η ιδιότητα αυτή συνδεόταν με τη δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος ψήφου, ανεξάρτητα από το οικονομικό μέγεθος των χωρών αυτών (3) -απ’ όπου πήγαζε και η προσδοκία μιας βολονταριστικής πολιτικής μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών. Διαβάστε τη συνέχεια https://monde-diplomatique.gr/?p=3072